Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Μην εξετάζεις ποτέ τα όνειρα…

http://www.alexfilos.com/wp-content/uploads/2009/06/night-dream-boat.jpg


- Όταν βλέπεις άσχημο όνειρο, ποτέ να μην εξετάζεις τι είδες, πώς το είδες, αν είσαι ένοχη, πόσο φταις. Ο πονηρός, επειδή δεν μπόρεσε να σε πειράξει την ημέρα, έρχεται την νύχτα. Επιτρέπει καμιά φορά και ο Θεός να μας πειράξει στον ύπνο, για να δούμε ότι δεν πέθανε ακόμη ο παλιός άνθρωπος.

Άλλες φορές πάλι ο εχθρός πλησιάζει τον άνθρωπο στον ύπνο του και του παρουσιάζει διάφορα όνειρα, για να στενοχωρεθεί, όταν ξυπνήσει.

Για αυτό να μη δίνεις καθόλου σημασία να κανείς τον σταυρό σου, να σταυρώνεις το μαξιλάρι, να βάζεις και τον σταυρό και κάνα-δυο εικόνες επάνω στον μαξιλάρι και να λες την ευχή μέχρι να σε πάρει ο ύπνος. Όσο δίνεις σημασία, άλλο τόσο θα έρχεται ο εχθρός να σε πειράζει.

Αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στους μεγάλους, αλλά και στους μικρούς. Και στα μικρά παιδιά ακόμη, παρόλο που είναι αγγελούδια, ο εχθρός πηγαίνει και τα φοβερίζει, όταν κοιμούνται και τινάζονται με αγωνία, τρέχουν φοβισμένα και με κλάματα στην αγκαλιά της μητέρας.
Άλλοτε πάλι τα πλησιάζουν οι Άγγελοι και γελούν μέσα στον ύπνο τους από χαρά ή ξυπνάνε από την μεγάλη τους χαρά. Επομένως τα όνειρα που φέρνει ο πειρασμός είναι μια εξωτερική επίδραση του εχθρού στον άνθρωπο την ώρα που κοιμάται.

- Και όταν, Γέροντα, νιώθεις ένα πλάκωμα την ώρα που κοιμάσαι;

- Μερικές φορές αυτό οφείλεται σε μια αγωνιώδη κατάσταση που ζει κανείς μέσα στην ημέρα ή σε διάφορους φόβους, σε διάφορες υποψίες κ.λπ. Φυσικά όλα αυτά μπορεί να τα χρησιμοποιήσει το ταγκαλάκι, να κάνει κάποιον συνδυασμό, για να ζαλίσει τον άνθρωπο. Πολλές φορές είναι τόσο ελαφρός ο ύπνος, που νομίζει κανείς ότι είναι ξυπνητός και ότι προσεύχεται, για να φύγει αυτό το πλάκωμα, από το οποίο του κρατιέται ακόμη και η αναπνοή.

Καμιά φορά μάλιστα ο διάβολος μπορεί να πάρει την μορφή ενός ανθρώπου ή ενός Αγίου και να παρουσιασθεί στον ύπνο κάποιου. Κάποτε παρουσιάσθηκε σε έναν άρρωστο στον ύπνο του με την μορφή του Αγίου Αρσενίου και του είπε: «Είμαι ο Άγιος Αρσένιος. Ήρθα να σου πω ότι θα πεθάνεις. Τα ακούς; Θα πεθάνεις».

Τρόμαξε ο άνθρωπος. Ποτέ ένας Άγιος δεν μιλάει έτσι σε έναν άρρωστο. Και αν τυχόν είναι να πεθάνει ο άρρωστος και παρουσιασθεί ένας Άγιος να τον πληροφορήσει για τον θάνατο του, θα του το πει με καλό τρόπο: «Επειδή είδε ο Θεός που ταλαιπωρείσαι, για αυτό θα σε πάρει από αυτόν τον κόσμο. Κοίταξε να ετοιμασθείς». Δεν θα του πει: «Το ακούς; Θα πεθάνεις»!

- Και όταν, Γέροντα, φωνάζει κανείς στον ύπνο του;

- Καλύτερα, ξυπνάει… Πολλά όνειρα είναι της αγωνίας. Όταν ο άνθρωπος έχει αγωνία ή είναι κουρασμένος, παλεύουν αυτά μέσα του και τα βλέπει σε όνειρο. Εγώ πολλές φορές, όταν την ημέρα αντιμετωπίζω διάφορα προβλήματα των ανθρώπων, αδικίες που συμβαίνουν κ.λπ., ύστερα στον ύπνο μου μαλώνω με τον άλλον: «βρε αθεόφοβε, φωνάζω, αναίσθητος είσαι!» και με τις φωνές που βάζω ξυπνάω.

- Γέροντα, από τα όνειρα μπορεί κανείς να προβλέψει κάτι που θα του συμβεί;

- Όχι, μη δίνετε σημασία στα όνειρα. Είτε ευχάριστα είναι τα όνειρα είτε δυσάρεστα, δεν πρέπει να τα πιστεύει κανείς, γιατί υπάρχει κίνδυνος πλάνης. Τα ενενήντα πέντε τοις εκατό από τα όνειρα είναι απατηλά. Για αυτό οι Άγιοι Πατέρες λένε να μην τα δίνουμε σημασία. Πολύ λίγα όνειρα είναι από τον Θεό, αλλά και αυτά, για να τα ερμηνεύσει κανείς, πρέπει να έχει καθαρότητα και άλλες προϋποθέσεις, όπως ο Ιωσήφ και ο Δανιήλ, που είχαν χαρίσματα από τον Θεό. «Θα σου πω, είπε ο Δανιήλ στον Ναβουχοδονόσορα, και τι όνειρο είδες και τι σημαίνει». Αλλά σε τι κατάσταση είχε φθάσει!
Ήταν μέσα στα λιοντάρια, παρόλο που ήταν νηστικά, δεν τον πείραζαν. Του πήγε ο Αββακούμ φαγητό, κι εκείνος είπε «Με θυμήθηκε ο Θεός;». Αν δεν θυμόταν ο Θεός τον Προφήτη Δανιήλ, ποιόν θα θυμόταν;

- Γέροντα, μερικοί άνθρωποι δεν βλέπουν όνειρα

- Καλύτερα που δεν βλέπουν! δεν ξοδεύουν ούτε εισιτήρια, ούτε βενζίνη! Στα όνειρα σε ένα λεπτό βλέπεις κάτι που στην πραγματικότητα θα διαρκούσε ώρες, μέρες γιατί καταργείται ο χρόνος. Να, από αυτό μπορεί να καταλάβει κανείς το ψαλμικό: «Χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου, Κύριε, ως η ημέρα η εχθές, ήτις διήλθε».

Γέροντας Παΐσιος

Πηγή: Από το βιβλίο «Πνευματικός Αγώνας» Λόγοι Γ΄ 

Τμήμα ισλαμικών σπουδών: υπογράφοντας προσκυνοχάρτια

 http://www.pame.gr/images/istoria/RAGIAS-TOURKOPROSKINIMA.jpg

Γράφει ο Δημήτρης Νάτσιος
Δάσκαλος Κιλκίς


«Έρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη…
Μην αφήσεις τον άθεο να πάρη
το στερνό θησαυρό σου»
Κωστής Παλαμάς

«Αδελφοί μου, η συζήτησις ετελείωσεν εις τας ημέρας μας. Ο Χριστός απεμακρύνθη από την Ευρώπην, όπως κάποτε από την χώραν των Γαδαρηνών, όταν οι Γαδαρηνοί το εζήτησαν. Μόλις όμως αυτός έφυγεν, ήλθε πόλεμος, οργή, τρόμος και φρίκη, κατάρρευσις, καταστροφή. Επέστρεψεν εις την Ευρώπην ο προχριστιανικός βαρβαρισμός, εκείνος των Αβάρων, των Ούνων, των Λογγοβάρδων, μόνον ότι ήτο εκατόν φορές φρικωδέστερος. Ο Χριστός επήρε τον Σταυρόν Του και την ευλογίαν Του και απεμακρύνθη. Έμεινε ζόφος και δυσωδία. Και σεις τώρα αποφασίστε με ποιον θα υπάγετε, ποιον θα ακολουθήσετε: την σκοτεινήν και δυσώδη Ευρώπην ή τον Χριστόν;».
(αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, «Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός», εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, 1974, σελ. 252).
Επειδή έχω την εντύπωση, αν όχι πεποίθηση, ότι και το θέμα του τζαμιού στην Αθήνα και η ίδρυση τμήματος ισλαμικών σπουδών στην θεολογική σχολή του Α.Π.Θ., έγινε κατόπιν έξωθεν πιέσεων-όπως παλαιότερα και για το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες-απευθύνω το ερώτημα του αγίου Ιουστίνου στους ελλογιμοτάτους καθηγητές του τμήματος θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με ποιον θα υπάγετε;
(Η σιωπή, η αποχή και η υπογραφή σε ανθελληνικά και αντορθόδοξα κείμενα, είναι το λιπαντικό για μία ταχεία και άνευ προσκομμάτων αναρρίχηση στο δένδρο της ιεραρχίας. Όπως έλεγαν παλιότερα για τους μετανοημένους αριστερούς, τους δηλωσίες, «άντεξαν στα βασανιστήρια, λύγισαν στις προσφορές»).
Μια και «ήδη εβάφη κάλαμος αποφάσεως», κεκλεισμένων των θυρών, διά τον φόβο του λαού, οφείλουν οι κύριοι καθηγητές να απαντήσουν σε κάποια ερωτήματα, που εύλογα αναφύονται.
Πρώτον: Ποιο είναι το Ισλάμ, το οποίο, «δόξη και τιμή», ανακηρύσσουν τμήμα της Θεολογικής; Το μόνο Ισλάμ που γνώρισε τούτος ο τόπος είναι το, θηριώδες και κτηνώδες, τουρκικό. Παραπέμπω, για να θυμηθούν ποιό Ισλάμ τιμούν, στο βιβλίο «Οι τουρκικές ωμότητες στην Κύπρο», του Π. Μαχλουζαρίδη, Λευκωσία 1975. (Σελ. 72). Διηγείται γριά 75 ετών, η οποία είχε και κόρη 40 χρονών, με διανοητική καθυστέρηση: «Όταν ήρθαν οι Τούρκοι στο χωριό μας, την Παρασκευή 16.8.74, εγώ και η κόρη μου μείναμε στο χωριό μας, διότι δεν τα καταφέραμεν να φύγωμεν, όπως πολλοί άλλοι χωριανοί μας. Με την κόρη μου μείναμε χωσμένες για 5-6 μέρες στο σπίτι μας κι εκεί μέσα μάς βρήκαν 3 Τούρκοι στρατιώτες… Αυτοί όρμησαν πάνω μας, μας έδεσαν το στόμα και τα χέρια και μας εβίασαν. Την άλλη μέρα ήρθαν άλλοι 5 Τούρκοι στρατιώτες και μας εβίασαν… Την άλλην μέραν πήγαμεν στο σπιτούδιν της μάνας μου (εκατοχρονίτισσα γριά), την ηύρα τσουλλοκαθιστήν, χαμαί πεθαμένην…». Ούτε γριούλες σέβονταν οι οπαδοί του τουρκοϊσλάμ ούτε άρρωστα πλάσματα του Θεού. Τρίζουν τα κόκκαλα των αθώων θυμάτων…
Δεύτερον: Ο ταπεινωμένος, εξαθλιωμένος και κατασυκοφαντημένος λαός μας, αναζητεί μία αιτία, μιαν αναλαμπή για να νιώσει λίγο υπερήφανος, μια στάλα ελπίδας για να σηκωθεί λίγο ψηλότερα. Τέτοιες ειδήσεις επιτείνουν την απόγνωσή του. «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται». Γονάτισε οικονομικά ο λαός και «χορεύουν» οι προβατόσχημοι λύκοι. Περνούν «αβρόχοις ποσί» τα πονηρεύματα. «Ποιμένες πολλοί διέφθειραν τον αμπελώνα μου εμόλυναν την μερίδα μου» θρηνεί ο Ιερεμίας και μαζί κι εμείς για την κατάντια κάποιων «ποιμένων» πανεπιστημιακών και μη. (Ακούμε και για επισκόπους που επικροτούν την ισλαμολαγνεία).
Τρίτον: Στην πατρίδα μας, όσο κι αν χώνουν κάποιοι το κεφάλι στην άμμο και επιδίδονται στον αντιρατσισμό της Μυκόνου, έχουμε τεράστιο, εκρηκτικό πρόβλημα με τους Μουσουλμάνους λαθρομετανάστες. Το Ισλάμ δεν αφομοιώνεται παρ’ όλες τις πολυπολιτισμικές σαχλαμάρες και επινοήσεις. Το φανατικό Ισλάμ «αφομοιώνει» με το σπαθί, βιάζει και δηώνει, γατί έτσι απολαμβάνει τα ουρί του Παραδείσου. Η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει είναι του Νικηταρά του Τουρκοφάγου. Η ίδρυση τέτοιου τμήματος δεν θα εκληφθεί ως δημοκρατική γενναιοδωρία, ευρωπαϊκό κεκτημένο, «άνοιγμα στον ξένο» και λοιπές κρανιοκενείς πομφόλυγες, αλλά υποχώρηση, δειλία, ηττοπάθεια. Όπως έλεγε και ο παππούς μας, ο Θουκυδίδης, «ει ξυγχωρήσετε και άλλο τι μείζον ευθύς επιταχθήσετε». Μετά το τζαμί στην Αθήνα και το τμήμα στην Θεσσαλονίκη, θα ζητήσουν ισλαμοσχολεία, αποκαθήλωση εικόνων, μαντίλες και μπούργκες και… νέα Τουρκοκρατία. Και τώρα δεν υπάρχουν «Κολοκοτρωναίοι ικανοί να αποβάλουν την δουλεία με σκέτο σαπουνόνερο» όπως θα έλεγε και ο Ελύτης.
Τέταρτον: Τα τελευταία μνημονιακά χρόνια έγιναν στην πατρίδα μας σημεία και τέρατα. Δεν είδα δημοσιευμένο και με υπογραφές ένα κείμενο των καθηγητών, με το οποίο να καταδικάζουν την επιδρομή κατά του λαού, που με τον ιδρώτα του και το αίμα του, τους σιτίζει. Κάνουν την καλύτερη δίαιτα: καταπίνουν, τα λόγια τους, «παίρνουν γραμμή και μπαίνουν στην γραμμή». Το πανεπιστημιακό άσυλο δεν περιφρουρεί πλέον ελεύθερα πνεύματα, αλλά νεοκουβαλητές του σάπιου συστήματος. Τι φοβούνται αλήθεια; Το «ουκ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως» του απ. Παύλου δεν τους συγκλονίζει;
(Φημολογείται ότι κάποιοι δέχτηκαν «πιέσεις». «Πιέσεις» δέχονταν και οι Νεομάρτυρες, «πιέσεις» δέχτηκε και ο Αθανάσιος Διάκος… Αλλά ας μην κάνω τέτοιες συγκρίσεις, «στον τόπο που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια» λέει ο θυμόσοφος λαός).
Πέμπτον: Οι φοιτητές τους, προς τιμήν τους, αντιδρούν. Είμαι δάσκαλος και νομίζω δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για ένα δάσκαλο, από το να χάσει τον σεβασμό, την εκτίμηση, το κύρος του έναντι των μαθητών του. Να θυμίσω στους σεβαστούς καθηγητές, τους υπογράψαντες το προσκυνοχάρτι, τον αδυσώπητο λόγο του Μ. Βασιλείου ότι ο διδάσκαλος πρέπει να είναι «αρχέτυπον βίου, νόμος έμψυχος και κανών αρετής». Ας σταθούμε όλοι μας απέναντι απ’ αυτόν τον καθρέφτη και ας σκεφτούμε τι και ποιον βλέπουμε. Οι καλοί οι καπεταναίοι στην φουρτούνα κρίνονται και όχι υψηλές θεολογικές ρητορίες με ουισκάκι στα σαλόνια. Όπως έγραφε και ο Κόντογλου στο «Ευλογημένο Καταφύγιο» (σελ. 17). «Ο ευλαβής λαός δεν αισθάνεται την ανάγκη να ακούη βαθυστόχαστες θεολογίες με πανεπιστήμια και με διπλώματα ούτε παγκόσμια συμβούλια και διαλόγους. Ο πόθος του είναι να ακούση ότι υπάρχει κάποιος ρασοφόρος, ιερεύς ή καλόγερος (σ.σ. και λαϊκός θεολόγος, όπως ο μακαριστός Δ. Παναγόπουλος), που έχει καθαρή ζωή, ας είναι κι αγράμματος. Τόση είναι η δίψα του για αγιότητα, που φτάνει να είναι ένας ιερωμένος μοναχός ενάρετος, και τον λέγει άγιον». Βεβαίως ο λαός γνωρίζει ότι οι καλύτεροι θεολόγοι είναι τα «βοτσαλάκια της ερήμου», εκεί φυτρώνουν τα ευωδιαστά και μυρίπνοα άνθη οι Παϊσιοι, οι Πορφύριοι, οι Ιάκωβοι.
Να κλείσω με τον Ελύτη, ήταν τότε που η πνευματική ηγεσία σήκωνε στις πλάτες της τον λαό και δεν καθόταν στο σβέρκο του.
«Θέλει μελτέμι γερό, γεννημένο στην Τήνο, που να ‘ρθει με την ευχή της Παναγίας και να καθαρίσει τον τόπο απ’ όλων των λογιώ Τουρκιάς και της γηραιάς Ευρώπης τ’ απομεινάρια».
(«Πρόσω ηρέμα», 1990).

πηγή 

Η λέξη πατέρας προέρχεται από την λέξη πατρίδα*

 http://www.gothraki.com/wp-content/uploads/2013/05/petros22.jpg

Ανήκω σε μία γενιά, που ίσως είναι η τελευταία που πρόλαβε να γευτεί, να νιώσει, να βιώσει την βαριά σκιά του πατέρα στο σπίτι. Μεγάλωσα σε μία εποχή που την χαρακτήριζε η –ας μου επιτραπεί το αδόκιμο της φράσης- η ευλογημένη έλλειψη κάποιων αγαθών, που σήμερα υπερεκχειλίζουν στα σπίτια μας. Μίλησα για έλλειψη αγαθών, γιά την «έντιμον πτωχείαν» του καθ’ ημάς Παπαδιαμάντη. Δεν έλειπε όμως το όντως αγαθόν, και χρησιμοποιώ τον όρο με την αρχαιοελληνική του σημασία, που σημαίνει το καλό, το χρηστό, το ενάρετο. Το καλό αυτό, το εξεικόνιζε ο πατρικός λόγος, προσταγή και ευχή συνάμα, «πρόσεξε όταν μεγαλώσεις να γίνεις χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία». Πόσο βαθιά σοφία ανέδιδε η φαινομενικώς απλοϊκή αυτή φράση, σοφία που πήγαζε και από βίον ενάρετο, διότι όπως μας κανοναρχεί ο παλαιός εκείνος δάσκαλος του πατέρα, ο Πλούταρχος: «ου γαρ ο λόγος τοσούτον, όσον ο βίος εις την αρετήν άγει». Βαριά, καταλυτική η παρουσία του πατέρα στο σπίτι, ανακούφιζε την δύσμοιρη μάνα, που ανεχόταν, βάσταζε τα βάρη, την βάσανο και την τυραννία της τροφής και ανατροφής μας.
Υπήρχε ομολογώ μία απόσταση τότε του παιδιού από τον πατέρα, μία ακριβώς πατρική απόσταση, ήθελε να τον βλέπουμε σαν πατέρα, δεν απέφευγε την πατρική ευθύνη. Δράττομαι της ευκαιρίας και θα υπενθυμίσω αυτό που σημειώνει ένας σύγχρονος παιδαγωγός, αναφερόμενος στην αλλοίωση – έκπτωση, που παρατηρείται σήμερα στον πατρικό ρόλο. Ο γονέας, σημειώνει, που λέει στο παιδί του «μην με βλέπεις σαν πατέρα, εγώ θέλω να είμαι φίλος σου», είναι ο ίδιος ένα ανώριμο παιδί, που παραιτείται από την πατρική του ευθύνη και δημιουργεί στο παιδί του αίσθημα ανασφάλειας που θα φτάσει στον πανικό. Τα παιδιά θα βρουν ευκαιρίες στην ζωή τους ν΄αποκτήσουν φίλους, είναι όμως αμφίβολο, αν θα βρουν κάποιον άλλον πατέρα, όταν, ούτε ο πατέρας τους δεν θέλει να είναι πατέρας τους και τους ζητάει να μην περιμένουν τίποτε πιο πολύ απ’ αυτόν, απ’ ό,τι θα περίμεναν από κάποιον φίλο. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως η ορθή και σωστή ιεράρχηση του γονικού ρόλου, απαιτεί πρώτα να είσας πατέρας και γονιός και έπειτα φίλος. Και να προσεχθεί αυτό, μιλάω για ιεραρχία και όχι για κυριαρχία. Η ιεραρχία προϋποθέτει αλληλοσεβασμό και υπευθυνότητα, η κυριαρχία εμπεριέχει αυταρχισμό και σκληρότητα.
Τις παλαιότερες εκείνες εποχές ήταν όντως «διακριτοί οι ρόλοι» στην ελληνική οικογένεια, δεν είχε ακόμη εισαχθεί το μικρόβιο της ξενοήθειας, της αλόγιστης μίμησης ξένων προς την παράδοσή μας προτύπων. Τις δεκαετίες που παρήλθαν συνέβη μία αλλαγή του τρόπου ζωής μας, του πολιτισμού μας εν γένει. Και ο πολιτισμός αλλάζει όταν μεταβάλλονται, όχι ιδέες ή αξίες, αλλά οι ανθρώπινες ανάγκες. Ακριβέστερα: η ιεράρχηση των αναγκών. Θαμπωμένοι από τον παρασιτικό καταναλωτισμό και την υλική ευημερία της Δύσης, υψώσαμε ως εθνικό ιδεώδες, ως υπέρτατη ανάγκη, την αντιγραφή-βίωση αυτής της ευζωίας, με συνέπεια την σημερινή πνευματική παρακμή, τον σεφέρειο πνευματικό νεοπλουτισμό. Και αυτό που ονομάζουμε σήμερα κρίση του οικογενειακού θεσμού είναι αντανάκλαση μιας γενικότερης κοινωνικής παρακμής ή και το αντίστροφο.
Ουδέποτε υπήρχαν στον τόπο μας τόσοι εγγράμματοι και τέτοια φτώχεια πνευματική. Σήμερα έχουμε θεοποιήσει τον διπλωματούχο τεχνοκράτη και λησμονήσαμε πως κάθε κοινωνία που θέλει να προκόψει έχει πρώτα ανάγκη χαρακτήρων (χρήσιμων ανθρώπων) και κατόπιν τεχνοκρατών. Και ομιλώ για την τεχνική, την επιστήμη εκείνη, που χωριζόμενη αρετής, και στερούμενη ηθικού στόχου, γίνεται αυτοσκοπός και που επιτρέπει μεν να πάμε στ’ αστέρα, ανέχεται δε εκατομμύρια να λιμοκτονούν και να θερίζονται από μεσαιωνικά νοσήματα. Μιλήσαμε πριν για κρίση της οικογένειας και μία και το θέμα μας είναι ο ρόλος του πατέρα στην διαπαιδαγώγηση του παιδιού, οφείλουμε, εντίμως και ευθαρσώς, να παραδεχτούμε πως, κατά την ταπεινή μου γνώμη, υπεύθυνος για την σημερινή αλλοτρίωση και αστοχία του οικογενειακού θεσμού, είναι κυρίως ο πατέρας. Και αυτό γιατί η μάνα διατηρεί ή μάλλον διέπεται η σχέση της προς το παιδί, από αυτήν την, γλυκοθώρητη και συγκινητική σε όλους μας ευαισθησία, την διακρίνει, σ’ αόλους τους τόπους και τους χρόνους, το ευμετάβλητον και ευπροσήγορον του χαρακτήρα, το οποίο μετουσιώνεται σε μιάν μανική αγάπη προς το παιδί, μιαν αγάπη που, για να δανειστώ μία ευαγγελική ρήση, «και αι πύλαι του άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Άρα δεχόμενοι το αξίωμα αυτό της αιώνιας μάνας, οφείλουμε να στραφούμε στον πατέρα και να μιλήσουμε για κρίση του πατρικού ρόλου. Η δυσαρμονία της σχέσης και η έλλειψη διαύλων επικοινωνίας, που εντοπίζονται σήμερα, κυρίως κατά την ανυπότακτη εφηβεία, μεταξύ πατέρα και παιδιού είναι απότοκα της διάχυσης της πατρότητας σε πολλαπλούς ρόλους, όπως αυτού του επαγγελματία, του επιζητούντος καριέρα και οικονομική επιφάνεια, ο οποίος εις αντιστάθμιση και αναπλήρωση της πατρικής του ανεπάρκειας, προσφέρει στο παιδί του ένα είδωλο του εαυτού του, που μετασκευάζεται σε παροχή πληθώρας αγαθών. Και δεν μιλώ για απουσία αγάπης, αλλά σε μία νοσηρή έκφραση αγάπης, σε έλλειψη επικοινωνίας. Όπως σημειώνει ο τροπαιούχος νομπελίστας μας, ο Σεφέρης «εκείνο που κάνει τις σχέσεις μοναδικές είναι η επικοινωνία. Και όσο βαθύτερη είναι η επικοινωνία τόσο κάνει τον άνθρωπο, ανθρώπινο». Το πρόβλημα λοιπόν επικεντρώνεται στο πώς αγαπάει ο πατέρας το παιδί. Σήμερα αυτή η αγάπη εκφράζεται συνήθως με την παροχή υλικών αγαθών, διασκεδάσεων και με τις λεγόμενες μορφωτικές ευκαιρίες. Τα καλά σχολεία, η πολλή τροφή, τα ρούχα, τα πάμπολα παιχνίδια, η δική τους τηλεόραση ή ο προσωπικός υπολογιστής, αντικαθιστούν την πατρική αγάπη ή είναι μέσα και τρόποι εξαγοράς αυτής της αγάπης. Όλα αυτά όμως είναι έμμεσες μορφές αγάπης, που δεν μπορούν να τις καταλάβουν τα παιδιά. Οι άμεσες μορφές αγάπης, απαιτούν χρόνο, εκούσια υπομονή, ο πατέρας να αφιερώνει χρόνο ικανό στο παιδί του, να μιλάει, να παίζει, να αστειεύεται, να εργάζεται μαζί του, να το ενθαρρύνει με την παρουσία του. Παρενθετικά θέλω να σημειώσω το εξής: Ως εκπαιδευτικός ποτέ δεν άκουσα και το λέω με παράπονο μαθητή να μεταφέρει στην τάξη, εξωσχολικές εμπειρίες και γνώσεις, χωρίς να αρχίζει το λόγο του, με την στερεότυπη πλέον φράση «Κύριε είδα στην τηλεόραση». Ουδέποτε, και εδώ είναι το ανησυχητικό, άκουσα νε λέει «Κύριε μου είπε ο μπαμπάς μου». Πρόσφατα η εφημερίδα «Το Βήμα» σε ερευνά της διαπίστωσε πως μόνον ένας στους έξι μαθητές στην Ελλάδα, βοηθιέται στα μαθήματα από τον πατέρα του. Αλλά σήμερα κι αυτό πρέπει να τονισθεί ως ένα άλλο πυορρέον τραύμα της περί πολλά τυρβάζουσας εποχής μας και να θέλει ο γονέας, ο πατέρας να δείξει την αγάπη του στο παιδί δεν βρίσκει ευκαιρία. Τα παιδιά μας πνίγονται, τα φυλακίσαμε στο κλουβί της τεχνοκρατούμενης εποχής μας. Το σχολείο, τα φροντιστήρια, τα αθλήματα, η μουσική, τα μπαλέτα, τα ιδιαίτερα και η τηλεόραση, δεν αφήνουν παρά μόλις λίγο χρόνο για να τα φιλήσουμε και να πουν «καληνύχτα».
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να προσθέσω κάτι. Τα παιδιά μας δεν τα δημιουργήσαμε, δεν μας τα χάρισε ο Θεός, για να μας ικανοποιούν εγωιστικά. Δεν είναι τα παιδιά μς για να ερφαρμόζουμε πάνω τους, δικές μας επιθυμίες ή να παίρνουμε εμείς ναρκισσιστικές, εγωιστικές ικανοποιήσεις απ’ αυτά. Το να τα καταπιέζουμε με πολλαπλές δραστηριότητες, εις βάρος, πολλές φορές, της εύθραυστης ψυχικής τους υγείας, φανερώνει δική μας χαμηλή αυτοεκτίμηση και ματαιοδοξία, που επιζητεί κοινωνική άνοδο και αναγνώριση μέσω των παιδιών μας. Γι’ αυτό δεν είναι λίγοι αυτοί που μιλούν για το «τέλος της αθωότητας». Η βασιλική οδός για την πνευματική θωράκιση και διαπαιδαγώγηση του παιδιού είναι η επιστροφή, όχι με την έννοια της άγονης συντήρησης, στην παράδοση του Γένους μας. Τον τελευταίο που θα μπορούσε να ζηλέψει ο Έλληνας πατέρας είναι τον Αμερικναό ή Δυτικοευρωπαίο πατέρα που παραδέρνεται σήμερα στους σκοπέλους του μηδενισμού και του ατομικισμού. Ο Γερμανός φιλόσοφος Ούρλιχ Μπεκ, σε πρόσφατο βιβλίο του, μιλά για καρικατούρα του πατέρα στην Δύση, που οδήγησε στην έξαρση των νακρωτικών, στην εφηβική εγκληματικότητα, στην ανία, στην αθεϊα, τον κορεσμό, στην ανικανότητα αγάπης και ανθρώπινης σχέσης με τον Άλλον.
Σε τι συνίσταται όμως αυτή η παράδοση του Γένους μας; Θα μου επιτραπεί στο σημείο αυτό μία σύντομη περιπλάνηση στον προγονικό-ελληνορθόδοξο λόγο. Κατ’ αρχάς όταν μιλούμε για αρχαιοελληνική παιδεία, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τον ποιητή των θεών, τον Όμηρο. Στο συμπόσιο του Ξενοφώντα, ακούμε τον Νικήρατο να καμαρώνει δικαιολογημένα, διότι ο πατέρας του όπως λέει «επιμελούμενος όπως αήρ αγαθός γενοίμην ηνάγκασέ με πάντα τα Ομήρου έπη μαθείν και νυν δυναίμην αν Ιλιάδα όλην και Οδύσσεια από στόματος ειπείν». Από το κείμενο αυτό διαπιστώνουμε πως ο πατέρας επενέβαινε δραστικά, συμμετείχε και καθόριζε το είδος του παιδευτικού υλικού. Ας αναλογιστούμε πως σήμερα τα πάντα επαφίονται στις προθέσεις και τις ικανότητες του εκάστοτε πειραματιζόμενου Υπουργού και μιας απρόσωπης και άγνωστης συμβουλευτικής επιτροπής.
Το διαμάντι όμως της αρχαιοελληνικής γραμματείας, το οποίο δυστυχώς σήμερα αγνοείται και απ’ αυτές τις παιδαγωγικές σχολές, είναι η «περί παίδων αγωγής» πραγματεία του Πλούταρχου. Το έργο του Βοιωτού φιλόσοφου έχει τεράστια αξία, γιατί συγκεφαλαιώνει και ανθολογεί όλη την αρχαιοελληνική σοφία, αποτελεί ένα απάνθισμα αυτής. Το βιβλίο αυτό διατηρεί την δροσιά και την επικαιρότητά του ως σήμερα. Διαβάζω μεταφρασμένα λίγα σπαράγματα: «Πρέπει, γράφει, οι πατέρες να μην παινεύουν υπερβολικά και φουσκώνουν τα παιδιά με εγκώμια, γιατί με τις υπερβολές των επαίνων γίνονται ματαιόδοξα και κακομαθημένα. Είδα, όμως κάποιους πατέρες για τους οποίους η μεγάλη αγάπη για τα παιδιά τους έγινε αιτία να μην τα αγαπούν. Τι είναι αυτό, όμως, που θέλω να πω, ώστε να κάνω τον λόγο μου σαφέστερο με το παράδειγμα που φέρνω; Σπεύδοντας, δηλαδή, να κάνουν τα παιδιά τους, γρήγορα, πρώτα σε όλα, τα υποβάλλουν σε υπέρμετρους κόπους, όπου απαυδούν και διακόπτουν, αλλά και, βαρυμένα με πολλούς τρόπους από τα κακοπαθήματα, δεν δέχονται την μάθηση με ανταπόκριση. Όπως, δηλαδή, τα φυτά τρέφονται με λιγοστό νερό, αλλά με πολύ πνίγονται, κατά τον ίδιο τρόπο η ψυχή με κόπους μετρημένους αναπτύσσεται, αλλά με υπερβολικούς, καταποντίζκαταποντίζεται. Είναι σωστό, εξ άλλου, να επιπλήξουμε μερικούς πατέρες, οι οποίοι εμπιστεύονται τα παιδιά τους σε παιδαγωγούς και δασκάλους, χωρίς οι ίδιοι να εξετάζουν την πορεία των παιδιών τους. Τίποτε, όπως λέει η παροιμία, δεν παχαίνει το άλογο περισσότερο από το μάτι του βασιλιά. Πρέπει επίσης να απομακρύνουμε τα παιδιά από την αισχρολογία «λόγος γαρ έργου σκιά» κατά τον Δημόκριτο. Οι εχέφρονες πατέρες να προσέχουν, να επαγρυπνούν, και να συνετίζουν τους νεαρούς, διδάσκοντας, απειλώντας και παρακαλώντας τους, παρουσιάζοντας τους παραδείγματα εκείνων που εξ αιτίας της αγάπης τους για τις απολαύσεις έπεσαν σε συμφορές και εκείνων που χάρις στην καρτερία κέρδισαν έπαινο και σπουδαία υπόληψη. Τα δύο τούτα μοιάζουν να ‘ναι στοιχεία της αρετής, η ελπίδα της τιμής και ο φόωος της τιμωρίας. Δεν ζητώ από τους πατέρες να είναι τελείως σκληροί και τραχείς, αλλά πολλές φορές να συγχωρούν στους νέους κάποια σφάλματα, ενθυμούμενοι ότι και οι ίδιοι υπήρξαν νέοι. Όπως δηλαδή οι γιατροί, αναμειγνύοντας τα πικρά φάρμακα με γλυκά υγρά, βρήκαν ότι η ευχάριστη γεύση είναι αποτελεσματική, ως προς την επίτευξη του συμφέροντος, κατά τον ίδιο τρόπο, πρέπει και οι πατέρες να αμανειγνύουν την δριμύτητα των παρατηρήσεών τους με πραότητα και μπροστά στις επιθυμίες των παιδιών, την μία φορά να μαλακώνουν και να χαλαρώνουν τα ηνία και την άλλη να τα σφίγγουν. Καλό είναι επίσης ο πατέρας να δίνει την εντύπωση πως δεν γνωρίζει ορισμένα παραπτώματα, αλλά κάποιες πράξεις των νέων βλέποντάς τες να μην τις βλέπει και ακούγοντάς τες να μην τις ακούει. Υπομένουμε τα παραπτώματα των φίλων μας τι το παράδοξο να υπομένουμε και των παιδιών μας». Το πιο ωραίοόμως είναι αυτό: «περισσότερο απ’ οτιδήποτε οφείλουν οι πατέρες να μην πέφτουν σε κανένα σφάλμα, αλλά να κάνουν όλα όσα πρέπει, προσφέροντας τους εαυτούς τους παράδειγμα στα παιδιά τους, ώστε να αποτρέπονται από άσχημα έργα και λόγια». Αυτά γράφει ο Πλούταρχος. Όπως αποδεικνύουν οι στατιστικές, οι παραστρατημένοι νέοι, είναι συνήθως άνθρωποι που πρώτα απογοητεύτηκαν από τους γονείς τους και ύστερα από την κοινωνία. Τα εκρηκτικά τους συναισθήματα ξεχύνονται βίαια ενάντια σε έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνουν.
Κάθε χρόνο η Εκκλησία μας τιμά και γεραίρει τους Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, τους αποστομώσαντες τον κακεργέτην και αιρεσιάρχη Άρειο. Ένας λόγος για τον πατέρα θα ήταν λειψός, αν δεν περιλάμβανε την άποψη των θεοφόωρων Πατέρων της Εκκλησίας. Βαθείς ανατόμοι της ανθρώπινης ψυχής, θεωρούσαν την πατρική αποστολή «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών» σύμφωνα με τον Θεολόγο Γρηγόριο. Θα ερανιστούμε ορισμένα χωρία από τον κατ’ εξόχην παιδαγωγό Άγιο, τον χρυσορήμμονα Χρυσόστομο, τον «θεμέλιο λίθον του κοινού Ελληνισμού» κατά τον Ζαμπέλιο. Στο αριστουργηματικό του έργο «περί κενοδοξίας και όπως δει τους γονέας ανατρέφειν τα τέκνα» σταχυολογούμε τα εξής θαυμάσια: «Για τα κτήματα και την περιουσία που θα δοθούν στα παιδιά φροντίζουμε, όχι όμως και για τα παιδιά. Βλέπεις την ανοησία; Άσκησε, πατέρα, την ψυχή του παιδιού πρώτα και κατόπιν θα έλθουν όλα τα άλλα… Όταν η ψυχή του παιδιού δεν είναι ενάρετη, καθόλου δεν το ωφελούν τα χρήματα και όταν είναι ενάρετη, καθόλου δεν το βλάπτει η φτώχεια. Θέλεις να το κάνεις πλούσιο, μάθε το να είναι καλός και χρήσιμος άνθρωπος (Να η ορθόδοξη παράδοση). Γιατί πλούσιος δεν είναι αυτός που έχει ανάγκη από πολλά χρήματα και που περιβάλλεται από πολλά αγαθά, αλλά εκείνος που δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Αυτό να μάθεις στο παιδί σου, αυτό να διδάξεις αυτός είναι ο μεγαλύτερος πλούτος». Όπως γράφει ο Άγιος σε ένα συγκλονιστικό κομμάτι: «Νόμισον, πατέρα, αγάλματα χρυσά έχειν επί της οικίας τα παιδία». Στηλιτεύει παρακάτω ο Άγιος ένα φαινόμενο που σήμερα ιδίως είναι τακτική πάγια. Την διατροφή των δύο βασικών προϋποθέσεων της υγιούς ανατροφής του παιδιού, δηλαδή, της αγάπης και της διαπαιδαγώγησης. «Ο πατέρας» γράφει, «που δεν τιμωρεί, όχι βέβαια με ξυλοδαρμό, τα παιδιά του, να είναι βέβαιος πως θα τα τιμωρήσει αργότερα ο νόμος του κράτους». Σήμερα, χρησιμοποιώντας ως άλλοθι εκείνο το κλασικό «θέλω τα παιδιά μου να έχουν ό,τι δεν είχα εγώ» και ικανοποιώντας όλες του τις επιθυμίες, τα κρατάμε σε μία θερμοκοιτίδα φανταστικού κόσμου και όταν θα έλθει σε επαφή με τον πραγματικό κόσμο, στον οποίο υπάρχουν περιορισμοί, θα είναι εντελώς απροπαράσκευο και ανίκανο να τον αντιμετωπίσει. Και γνωρίζουμε όλοι που οδηγεί σήμερα αυτή η ανικανότητα. Παρακάτω ο Άγιος θίγει το πολύ σημαντικό θέμα της αγωγής της γλώσσας. «Ρήματα παιδεύοντες το παιδίον φθέγγεσθαι σεμνά και ευσεβή», συμβουλεύει τον πατέρα να χρησιμοποιεί μπροστά στο παιδί «ρήματα σεμνά», να αποφεύγει τα αισχρά και πονηρά λόγια, όπως συμπληρώνει και ο ουρανοφάντωρ Βασίλειος «φθείρουσι ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Ας αναλογιστούμε όλοι πόση ζημιά κάνει ο τρίτος γονέας στο σπίτι, η τηλεόραση που βρίθει αισχρολογιών. Ο πατέρας, γράφει ο σοφός πατήρ, πρέπει να διηγείται στο παιδί γλυκά διηγήματα, να το ξεκουράζει με την παρουσία του «ώστε να μην αποκάμνειν αυτώ την ψυχήν». Σε μία πρόσφατη έρευνα που έγινε σε παιδιά όλων των σχολικών βαθμίδων με θέμα «πώς θα θέλατε τον πατέρα σας», ένα αγόρι Δ’ δημοτικού έγραψε «Εγώ θέλω τον πατέρα μου να είναι καλός, να μην λέει κακά λόγια, γιατί αλλιώς θα με μάθει και μένα τα κακά λόγια». Θα τελειώσουμε με τον Άγιο, αναγιγνώσκοντας αυτό που αποτελεί, νομίζω, τον πολύτιμον μαργαρίτη της Ορθόδοξης παιδαγωγίας. «Πρέπει να διαπαιδαγωγήσουμε τα παιδιά από μικρά, ούτως ώστε, όταν μεν τα ίδια αδικούνται να υπομένουν με καρτερία την αδικία, όταν όμως βλέπουν να αδικείται κάποιος άλλος, τότε να σπεύδουν γενναίως εις υπεράσπιση του αδικούμενου». Πόσο επίκαιρο είναι αυτό στη σημερινή μισανθρωπία και αδιαφορία, την περιχαράκωση του ανθρώπου στον απάνθρωπο ατομικισμό.
Η περιδιάβαση στον ελληνορθόδοξο λόγο κατέστησε νομίζω φανερό το χάσμα που χωρίζει τη σημερινή «προοδευτκή» διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας από την παράδοση του Γένους μας. Για περισσότερο από έναν αιώνα, η ανατροφή των παιδιών μας βρίσκεται στο έλεος των ετεροχρονισμένων σχετικών δυτικών συρμών που μας έφεραν οι προτεστάντες μισσιονάριοι ή οι Αγγλίδες γκουβερνάντες ή οι διαφωτισμένοι «εις τας Ευρώπας» ημέτεροι κοσμοδιορθωτές. Τελευταία μάλιστα το γενικό πρόσταγμα το έχουν κάποια άσχετα άτομα με κάποιο αμερικανικό Μάστερ (και είναι γνωστό πως υπάρχει πάντοτε κάποιο αμερικανικό πανεπιστήμιο απ’ το οποίο μπορεί να πάρει κανείς κάποιο Μάστερ, όποιος κι αν είναι ο δείκτης νοημοσύνης του) που κατακλύζουν τη βιβλαγορά και τις σχολές γονέων με γραπτές ή προφορικές σαχλολογίες, όπου οι κυρα-Κατίνες της συνοικίας μαθαίνουν ότι πρέπει να αφήνουν τα παιδιά τους να κάνουν ό,τι θέλουν για να μην γίνουν κομπλεξικά.
Έτσι, οι ταλαίπωροι γονείς, εκτός από την κρίση του αρχοντοχωριατισμού, που είναι γενικά χαρακτηριστικό του Νεοέλληνα, ταλαιπωρούνται και από την αξιοθρήνητη ανωριμότητα όλων αυτών των μαϊστόρων της ανοησίας, τους «πεφωτισμένους» ψαλιδόκωλους, για να κατασκευάσουν τελικά τις εξαμβλωματικές προσωπικότητες, που θα αποτελέσουν τις μέλλουσες γενεές.
Επιλογικό συμπέρασμα: Ο γονέας, ο πατέρας να κλείσει τα αυτιά στις σειρήνες της εισαγόμενης προοδομανίας, όπου όλα επιτρέπονται, να στραφεί στο παιδί του ως προστάτης, βοηθός, συμπαραστάτης, παιδαγωγός και παιδαγωγούμενος ταυτόχρονα, πλάθοντας πρώτα τον άνθρωπο και ύστερα τον επιτυχημένο επιστήμονα ή επιχειρηματία.
Η λέξη πατρίδα προέρχεται από την λέξη πατέρας, πατρίδα είναι η γη των πατέρων μας, άρα, για να έχουμε καλή πατρίδα, όπως ζητάει ο Μακρυγιάννης, πρέπει να έχουμε καλό πατέρα, που σμιλεύει καθημερινά τα χρυσά αγάλματα που του εμπιστεύθηκε ο Θεός, το χρυσοφόρο αυτό κοίτασμα της πατρίδας μας, τα παιδιά μας.
*Κείμενο ομιλίας, που εκφωνήθηκε την Κυριακή 11 Ιουνίου 2000 στην αίθουσα εκδηλώσεων της τότε νομαρχίας Κιλκίς, επ’ ευκαιρία της εορτής του Πατέρα που διοργάνωσε ο πολιτιστικός σύλλογος του Κιλκίς «Αρμονία».