Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

«...έπεφτα στη γη με δάκρυα, κι ένιωθα την Παναγία, την εγ­γυήτρια μου, να μου παραστέκεται σ΄ αυτόν το σταυρό, τον δικό μου. Προσευχόμουν: Κύριε, φώναξα, εσύ είσαι ο ερωτάς μου! Μη με εγκαταλείπεις! Μη μ' αφήνεις να γυρίσω σ αυτό που ήμουν, το τόσο λίγο και τόσο στρεβλό, χωρίς εσένα. Κύριε, κράτησε με κοντά σου!...Έμενα έτσι καρφωμένη για ώρες, μπο­ρεί και για μερόνυχτα ολόκληρα, και δε σηκωνόμουν αν δεν ερχόταν εκείνο το γλυκό φως να με λούσει».


 http://www.portaaurea.gr/osia_maria.jpg

(από τη διήγηση της οσίας Μαρίας στον αββά Ζωσιμά)

Η αλεπού του βάλτου

 http://douridasliterature.com/arkadika_xoria_perdikovrysiKyn.jpg

Μια φορά και έναν καιρό ένας φίλος παλιός
που έτυχε να' ναι αλεπού λεει κι αυτός
θυμάμαι είχε πει μια ιστορία που' χε ακούσει παλιά
για έναν βάλτο που 'χε πάρει το φεγγάρι αγκαλιά.
Και μια αλεπού που έμενε εκεί
κλεισμένη χρόνια κι όλα αυτά σιωπηλή φυλακή
να παλεύει παντού λίγο χώμα να βρει
για να φυτέψει ένα σπόρο από στάχυ στη γη.
Ένα σπόρο από τους λίγους που' χε πάρει μαζί
μήπως και δώσει λέει στο βούρκο ζωή
και έσκαβε τόσο βαθιά φοβόταν λέει πως το χώμα
δεν είχε ακούσει τις ευχές της ακόμα.
Ή πως ήθελε λίγο απ' το όνειρό της να κλέψει
και κράταγε μέσα του ό,τι είχε φυτέψει
χωρίς βλαστάρι να βλέπει, να παίρνει καρπούς
και μοιάζαν ψεύτικα όλα της αλεπούς.
Μα έσκαβε ακόμα πιο βαθιά και που να δεις
όταν απάντησε η γη κι ο ήλιος της αυγής
για τον τελευταίο σπόρο που είχε βάλει απ' το όνειρό της
τότε κοίταξε ψηλά και ακούν ακόμα το ουρλιαχτό της.
Πήρε λοιπόν τους καρπούς και ενώ δεν είχε να φαει
τους έβαλε όλους στο χώμα και άρχισε να γελάει
και άρχισε λέει να βλέπει από τις στοίβες βουνά
είδε φεγγάρι και ήλιο να κυνηγιούνται ξανά.
Έτσι ξεχνούσε την πείνα, την κομμένη ουρά της
τα βρώμικα χόρτα που υπήρχαν κοντά της
βούταγε μέσα στη λάσπη έμοιαζε θάλασσα τώρα
είχε τριγύρω τα στάχια, χρυσαφίζαν σαν δώρα.
Και κάθε φορά που η γη γεννούσε
τα μάτια σήκωνε ψηλά στον ουρανό κοιτούσε
κι άφηνε το ουρλιαχτό της να φοβίζει τα πουλιά
που όταν νοιώθανε ζωή πέταγαν τόσο χαμηλά.
Μα φύλαγε τους σπόρους πιο πολύ κι απ' την ζωή της
το μοναδικό όνειρό της που ταξίδευε μαζί της
διάλεξε εκεί στον βάλτο να τ' αφήσει
και έσκυψε στη γη να της μιλήσει.
«Θες δε θες θα βγούνε κι άλλα
πιο καλά και πιο μεγάλα
σκάβω βαθιά και σ' αφήνω φυλαχτό
ένα ακόμα ουρλιαχτό».

Αντίκρυ λέει θανάτου η αλεπού του βάλτου
το τελευταίο ουρλιαχτό της στη γη το 'θαψε εμπρός της
και φώναξε στο στάχυ τύχη καλή ρε να 'χει
να τ' αγκαλιάζει η γη και ο ήλιος σαν θα βγει.


Active Memeber

 

Απόπειρα εθνικής αυτοκτονίας


Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος

(Η σχέση του Νέου Ελληνισμού με το Βυζάντιο)
agia-sofia
Ότε προ ημιολίας εκατονταετηρίδος ήρχισε προαγομένη η του νέου Ελληνισμού παίδευσις, οι σημαιοφόροι της μεγάλης ταύτης πνευματικής αναβιώσεως επεδόθησαν φυσικώ τω λόγω προ πάντων εις την μελέτην των διανοητικών και πολιτικών μεγαλουργημάτων του αρχαίου Ελληνισμού. Παιδευόμενοι δε και εν τη νεωτέρα της Δύσεως επιστήμη, ενισχύοντο μεν περί την προς τους προπάτορας εκείνους λατρείαν αυτών, εδιδάσκοντο όμως δυστυχώς ενταυτώ να περιφρονώσι και να μυκτηρίζωσι τους μεσαιωνικούς ημών χρόνους. Η Εσπερία είχε προ καιρού διατεθή δυσμενώς προς την ημετέραν εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίαν. Συμφέροντα θρησκευτικά και πολιτικά πολλάς παρήγαγον αμοιβαίας αιτιάσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, επι τέλους δε επήγαγον και τας ολεθρίας σταυροφορικάς καθ’ ημών επιδρομάς. Όθεν πάσαι σχεδόν αι χρονογραφίαι ημών όσαι εγράφησαν έκτοτε και μέχρις εσχάτων υπό των Δυτικών, εγελοιογράφησαν μάλλον ή απετύπωσαν πιστώς τους χαρακτήρας του μεσαιωνικού ημών κράτους.
Τοιαύται υπήρξαν αι δύο πηγαί εξ ων εποτίσθησαν τα νάματα της ιστορικής αυτών παιδεύσεως αι λόγιαι ημών γενεαί από του Κοραή και εφεξής. Το δ’αποτέλεσμα υπήρξεν ότι ενεφορήθησαν θαυμασμού μεν ανεξελέγκτου προς τους προπάτορας, αδιαφορίας δε προς τους πατέρας, προαγομένης πολλάκις μέχρις αποστροφής. Αι γενεαί εκείναι δεν ενθυμούντο ειμή τας αρετάς των αρχαίων χρόνων, και δεν εγίνωσκον ειμή τας κακίας των μεσαιωνικών, λησμονούσαι ότι πολλά έσχεν αμαρτήματα και ο πρώτος Ελληνισμός, μη ηξεύρουσαι δε οπόσα εμεγαλούργησε και ο μεσαιωνικός. Ουδέ θέλομεν ελέγξει επί τούτω τους πρώτους εκείνους του Γένους διδασκάλους. Το κατεπείγον ήτο τότε να εξαρθή το φρόνημα του δεδουλωμένου έθνους και να παρατεθώσιν εις μίμησιν εξαίρετα άθλων και λόγων υποδείγματα· τοιαύτα δε δεν ανεύρισκον ειμή εν τη αρχαιότητι, διότι μόνην την αρχαιότητα εγίνωσκον οίκοθεν κατά το μάλλον και ήττον· όθεν ταύτης έγραφον εικόνα άσπιλον, αμόλυντον, ιδεώδη. Περί δε των μετέπειτα χρόνων δεν ήξευρον ειμή όσα εδιδάσκοντο παρά των Εσπερίων· όθεν ή απεσιώπον τα κατά τους χρόνους τούτους ή εκακολόγουν αυτούς. Η τοιαύτη της Ιστορίας ημών τύχη δεν έπαυσεν ουδ’ επί της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου. Δύο μόναι υπήρχον κατ’ αρχάς εν αυτώ ιστορικαί έδραι, η της Γενικής Ιστορίας και η των αρχαίων εθνών· μόλις δε μετά 14 έτη ήρχισε να διδάσκηται από της καθέδρας ταύτης η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτέρων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς.
Παράδοξον λοιπόν δεν είνε ότι επί εκατονταετηρίδα σχεδόν όλην από της πνευματικής του έθνους αναβιώσαεως επεκράτησαν παρ’ ημίν περί του μεσαιωνικού Ελληνισμού πλείσται εσφαλμέναι δοξασίαι. Το παράδοξον είνε ότι, και ενώ πριν έτι αρχίση εν Ελλάδι η γνησία, η εθνική περί αυτού μελέτη, η ιστορική της Δύσεως δυσμένεια είχεν αποβή οπωσούν μετριωτέρα· και αφού η διά της μελέτης εκείνης ολοσχερώς αποκαλυφθείσα αλήθεια επεκροτήθη υπό του πεπολιτισμένου κόσμου, εν Ελλάδι πολλοί επιμένουσιν έτι εις την αρχαίαν πλάνην, δεν εγκρίνουσιν όσα συνέβησαν επί της γης κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους και φαντασιοκοπούντες, αγωνίζονται να συναρμόσωσι τον νέον Ελληνισμόν μετά του αρχαίου δι’ εναερίου τινός και αοράτου γεφύρας.
Μη νομίσωμεν εντούτοις ότι πρώτην ταύτην φοράν υπέστη τοιαύτας παρεξηγήσεις η Ιστορία του Ελληνικού έθνους. Αι διάφοροι τούτου μεταπλάσεις, δι’ ων και μόνον κατωρθώθη η επί τρισχίλια έτη παραμονή αυτού επί της ιστορικής του κόσμου σκηνής, δεν ήτο εύκολον να εκτιμηθώσιν εκάστοτε ευθύς εξ αρχής. Την σήμερον δεν υπάρχει, υποθέτω Έλλην ο μη ομολογών ότι ο Φίλιππος της Μακεδονίας παρεσκεύασεν, ο δε υιός αυτού Αλέξανδρος εξετέλεσε, και οι Διάδοχοι και Επίγονοι αυτών συνεπλήρωσαν έργον δι’ ου ο αρχαίος Ελληνισμός, όστις έπνεε τα λοίσθια έν τε τη μητροπόλει αυτού και εν ταις αποικίαις, μετεπλάσθη προς επιτέλεσιν νέας ιστορικής εντολής. Και όμως ο ύπατος των ρητόρων της εκκλησίας του δήμου Αθηναίων διήγαγε τον βίον αγωνιζόμενος να παρακωλύση το έργον τούτο και ισχυριζόμενος ότι ο Φίλιππος ούτε Έλλην ήτο, ούτε βάρβαρος τουλάχιστον, αλλ’ όλεθρός τις Μακεδών. Τον δε Αλέξανδρον, τον Αλέξανδρον εκείνον, ον οι αιώνες επροσκύνησαν ως τον μέγιστον των επί γης ανθρώπων. ο Δημοσθένης επωνόμασεν Μαργίτην, περί ου εν Ομηρικώ τινι επιγράμματι λέγεται:
τον δε’ ούτ’ αρ σκαπτήρα θεοί θέσαν, ούτ’ αροτήρα. Και έτι δριμύτερος, ει δυνατόν, υβριστής των πρωταγωνιστών της νέας των πραγμάτων καταστάσεως ανεδείχθη ο σύγχρονος ιστορικός Θεόπομπος. Ο Θεόπομπος εβεβαίου ότι ο Φίλιππος δεν ετίμα και δεν προήγεν ειμή τους αισχίστους των ανθρώπων. Οι περί αυτόν, λέγει, δεν ήσαν εταίροι αλλά εταίραι· δεν ήσαν στρατιώται αλλά χαμαιτύποι, -και ανδροπόρνοι, και Κένταυροι, και Λαιστρυγόνες- Τίνες; Οι Παρμενίωνες, οι Κρατεροί, οι Σέλευκοι, οι Πτολεμαίοι, οι Ευμένεις, οι Αντίγονοι, οι Αντίπατροι και πάσα η άλλη χορεία των ανδρών, οίτινες ίδρυσαν τα περιώνυμα εκείνα νέα Ελληνικά βασίλεια, εν Ασία τε και εν Αιγύπτω, και ων τα ονόματα δεν έπαυσαν επί δισχίλια και επέκεινα έτη υπό του κόσμου παντός τιμώμενα.
Ά, βεβαίως μέγα τι χρήμα είνε η ρητορική τέχνη, μέγα η ιστορική επιστήμη· αλλά και του Δημοσθένους ευγλωττότερος, και του Θεοπόμπου σοφώτερος ανεδείχθη τότε ο ελληνικός λαός. Τωόντι· ενώ τοιαύτα επρέσβευον και εδίδασκον ρήτορες και ιστορικοί, ο ελληνικός λαός, εν τω αυτοματισμώ αυτού, έγνω το μέλλον ασφαλέστερον αυτών. Ο ελληνικός λαός, εν τω αυτοματισμώ αυτού, έγνω το μέλλον ασφαλέστερον αυτών. Ο ελληνικός λαός συνήλθεν επανειλημμένως εις κοινήν εν Κορίνθω Σύνοδον, ερρύθμισεν εκεί τας σχέσεις αυτού προς Φίλιππον πρώτον, μετά δε τον θάνατον τούτου, προς τον Αλέξανδρον και ανηγόρευσεν αυτούς αλλεπαλλήλως στρατηγούς αυτοκράτορας της Ελλάδος εις τον κατά Περσίας πόλεμον. Έπειτα, δε, εκτελών τα αποφασισθέντα, εξέπεμψε τα τέκνα αυτού εις τα ενδότατα της Ασίας, όπου Πελοποννήσιοι, Φθιώται, Φωκείς, Λοκροί, Μαλιείς, Θεσσαλοί, αντί να αναλίσκωνται εις εμφυλίους και μικρούς εντός της μικράς Ελλάδος αγώνας προεπολέμησαν περί της κυριαρχίας του κόσμου και μετ’ ου πολύ, εγκαταλείπων αθρόας τας μαρανθείσας χώρας και πόλεις της αρχαίας πατρίδος, εξώρμησεν ακατάσχετος προς τας αχανείς εκτάσεις της Ανατολής και ίδρυσεν αυτόθι εκατοντάδας νέων μεγάλων και πλουσίων πόλεων. Εν ταύταις δε ταις πόλεσιν, ετελέσθη, προϊόντος του χρόνου, το συνοικέσιον του αρχαίου Ελληνισμού μετά του Χριστιανισμού, δι’ ου εξελληνίσθη η εν τω μεταξύ επικρατήσασα εκεί ρωμαϊκή κυριαρχία και μετεπλάσθη εις μοναρχίαν ελληνικήν.
Ανάλογός τις φρονημάτων διάστασις μεταξύ λαού και λογίων συνέβη και εν τοις νεωτέροις χρόνοις παρ’ ημίν. Ενώ ουκ ολίγοι των λογίων σκώπτουσι κατά το μάλλον και ήττον ευφυώς τους πατέρας αυτών, ο λαός ουδέποτε έπαυε τιμών και γεραίρων αυτούς. Ότε εν αρχή της 17ης εκατονταετηρίδος ο Γάλλος δουξ de Nevers Κάρολος Β’, αξιών ότι έχει δι επιγαμίας κληρονομικά επί του θρόνου των Παλαιολόγων δικαιώματα, περιήλθεν εις συνεννοήσεις μετά διαφόρων προυχόντων της Ελλάδος, οι προύχοντες ούτοι δεν συνήνεσαν να συμπράξωσιν ει μη προσαγορεύοντες αυτόν Κωνσταντίνον Παλαιολόγον. Ότε τω 1790 οι απεσταλμένοι του λαού της Ελλάδος απήλθον εις Πετρούπολιν ίνα επικαλεσθώσι την επικουρίαν της Αικατερίνης Β’, προς ανάκτησιν της απολεσθείσης ελευθερίας, τούτο προ πάντων εζήτησαν παρ’ αυτής, να δώση τοις Έλλησι τον έγγονον Κωνσταντίνον ως διάδοχον του εκλιπόντος «γένους των αυτοκρατόρων ημών». Ότε ο αρματωλός Χασιών παππά Θύμιος Βλαχάβας συνεκάλεσεν εν Ολύμπω τω 1808 τινάς των συναγωνιστών της Στερεάς Ελλάδος, προς διοργάνωσιν νέου επαναστατικού κινήματος, η Σύνοδος αύτη ώρισεν ως ημέραν ενάρξεως του αγώνος την 29 Μαΐου, την πεπρωμένην ημέραν καθ’ ην έπεσεν επί των επάλξεων της Κωνσταντινουπόλεως ο έσχατος των Παλαιολόγων. Ότε τω 1822 και 1823 συνήλθον εν τω μέσω της κλαγγής των όπλων εις την Επίδαυρον και εις το Άστρος οι αντιπρόσωποι ούτοι του λαού δεν ελησμόνησαν να δοξολογήσωσι «τους αειμνήστους Χριστιανούς ημών αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως».
Ταύτα πάντα ενθυμίζουσι μέχρι τινός τα προ δισχιλίων ετών παρ’ ημίν γενόμενα. Ανάγκην εν τούτοις να παρατηρήσω, ότι η αρχαία πλάνη ήτο πολύ μάλλον της νεωτέρας συγγνωστή. Τότε εδέησε να προνοηθή το μέλλον, νυν δε πρόκειται να εκτιμηθή το παρελθόν. Τότε η αλήθεια απεκαλύφθη εις τον λαόν μάλλον ή εις τους περί τον Δημοσθένη και τον Θεόπομπον, διότι το μέλλον, το άδηλον είνε πολλάκις μυστηριώδές τι προαίσθημα των πολλών μάλλον ή επιστημονική διάγνωσις των ολίγων. Όθεν όλως άπορον δεν είνε ότι το πάλαι ο λαός ανεδείχθη σοφώτερος των διδασκάλων αυτού, ενώ την σήμερον πολύ ευλογώτερον ήτο αυτοί, δηλαδή οι διδάσκαλοι του λαού να μη ολισθήσωσι περί την γνώσιν και την κρίσιν γεγονότων προτελεσθέντων. Τι ήξευρε, τι ηδύνατο επί τέλους να ηξεύρη ο λαός περί του παρελθόντος τούτου; Δεν ήξευρε ειμή τους αίνους, ους ακούει επί 400 έτη ψαλλομένους εν τοις ιεροίς ναοίς υπέρ των παλαιών αυτού βασιλέων και των κατορθωμάτων αυτών· Χαίρε τίμιον διάδημα Βασιλέων ευσεβών·
Χαίρε της βασιλείας το απόρθητον τείχος·
Χαίρε δι’ ης εγείρονται τρόπαια·
Χαίρε δι’ ης εχθροί καταπίπτουσιν.
Και το άλλο εκείνο·
«Σώσον Κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου, νίκας τοις Βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος και το Σον φυλάττων διά του Σταυρού σου πολίτευμα». Δεν ήξευρεν ειμή το δημώδες εκείνο άσμα, το οποίον προοιμιάζον διά της απελπιστικής κραυγής· Πήραν την Πόλιν, πήραν την! πήραν την Σαλονίκην!
Πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι!…
απολήγει εις την κατανυκτικλην εκείνην παραμυθίαν·
Σώπα, Κυρία Δέσποινα, μην κλαίης, μην δακρύζεις,
Πάλε με χρόνια, με καιρούς, πάλε δικά σου είναι.
Το ιστορικόν τούτο του λαού εγχειρίδιον, όσω επίτομον και αν είνε, ήρκεσεν ίνα τον διδάξη, ότι ήτο κληρονόμος των αγώνων και των ελπίδων του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Οπόσα δε άλλα θαυμαστά διδάγματα δεν ήθελον πορισθή αι λογιώτεροι ημών τάξεις εάν απεφάσιζον τελευταίον να μελετήσωσι την επιστημονικήν, την απηκριβωμένην του Ελληνισμού εκείνου ιστορίαν. Βραχεία εκ περιωπής ανασκοπή των ποικίλων αυτού περιπετειών, θέλει, ελπίζω, πείσει τον αναγνώστην περί τούτου.
Αι κυριώταται χώραι, αι καταληφθείσαι υπό του αρχαίου και του μακεδονικού Ελληνισμού, η χερσόνησος του Αίμου, η μικρά Ασία, και αι εν τω μεταξύ νήσοι, εγένοντο ανάστατοι υπό της 3ης μ.Χ. εκατονταετηρίδος υπό βαρβάρων παντοδαπών, όπως και αι δυτικαί της Ευρώπης χώραι. Παρ’ ημίν μάλιστα αι επιδρομαί και εγκαταστάσεις των εθνών τούτων διήρκεσαν πολύ πλειότερον ή εν τη Εσπερία. Οποίον υπήρξε το αποτέλεσμα της λαίλαπος ταύτης εν τη Δύσει, και οποίον εν τη Ανατολή; Εν τη δυτική Ευρώπη προέκυψαν έθνη νέα και νέαι γλώσσαι· η Ιταλική, η Ισπανική, η Γαλλική, η Αγγλική. Εν ταις Ανατολικαίς χώραις τανάπαλιν, πολλαχού μεν ο Ελληνισμός κατίσχυσεν ολοσχερώς των βαρβάρων, ενιαχού δε ίσταται έτι ακέραιος απέναντι των απογόνων αυτών. Ο θρίαμβος ούτος του ελληνικού έθνους οφείλεται κυρίως εις τους αγώνας της εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίας· αγώνας πολεμικούς άμα και εξελληνιστικούς, ων οι τελευταίοι μαρτυρούσιν αριδήλως οπόσον κραταιά υπήρχεν εν ταις καρδίαις των βασιλέων εκείνων η συνείδησις του Ελληνισμού. Ου μόνον κατ’ ιδίαν πολλοί των επιδραμόντων αλλοφύλων εξελληνίζοντο και εκαυχώντο μάλιστα επί τη ελληνική αυτών ευγενεία, αλλά και φυλαί ολόκληροι, οίον οι Γότθοι της μικράς Ασίας, οίτινες εν τη 9 εκατονταετηρίδι ωνομάζοντο Γοτθογραίκοι. Ου μόνον οι ξένοι ούτοι, αντί να επιβληθώσιν εις τους προτέρους της χώρας κυρίους όπως επεβλήθησαν εν τη Εσπερία, συνεχωνεύοντο απ’ εναντίας εντός του Ελληνισμού, αλλά και αυταί αι χώραι, ων έφθασαν άπαξ να κυριαρχήσωσι και εις ας έκτισαν πόλεις ξενοφώνους, ανακτηθείσαι έπειτα ανελάμβανον την προτέραν ελληνικήν όψιν. Ο Νικηφόρος Φωκάς, εκβαλών τους Άραβας εκ Κρήτης, κατέλυσε το υπ’ αυτών προ ετών 138 κατασκευασθέν φρούριον Χαντάκ, και ήγειρε πλησίον αυτού φρούριον νέον, το οποίον ωνόμασε Τέμενος. Ο Ιωάννης Τσιμισκής, ανακτήσας την κάτω Μοισίαν από των Βουλγάρων, μετωνόμασεν Ιωαννούπολιν την πρωτεύουσαν αυτών Πραισθλαύαν. Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, ο συμπληρώσας το έργον του ευκλεούς αυτού κηδεμόνος, γενόμενος κύριος της περί την Πελαγονίαν Πρέσπας, μετωνόμασεν αυτήν Βασιλίδα. Επί τέλους δε οι ξένοι κατακτηταί, απελπισθέντες να κατισχύσωσι του Ελληνισμού, ηναγκάσθησαν να κυβερνώσι διά της ελληνικής γλώσσης τας χώρας, ων εγένοντο εκ διαλειμμάτων κύριοι, και, το παραδοξότερον, αυτοί εαυτούς να μεταμορφώσιν εις Έλληνας. Ούτως εν τη 14 εκατονταετηρίδι, ο έστιν επί της πλήρους ήδη παρακμής της μεσαιωνικής ημών βασιλείας, ο Σέρβος ηγεμών Urosh, καταλαβών επί τινα χρόνον και αυτήν την Ήπειρον και αυτήν την Θεσσαλίαν, έγραφε τα χρυσόβουλα αυτού εις την ελληνικήν και εβεβαίου, ότι ονομάζεται «Συμεών, εν Χριστώ τω Θεώ, πιστός βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων και Σερβών, ο Παλαιολόγος».
Τοιουτοτρόπως οι μεν Άραβες εξέλιπον εκ Κρήτης, εκ Κύπρου και εκ της μικράς Ασίας, οι δε Σλαύοι και οι Βούλγαροι, άφαντοι γενόμενοι εκ των χωρών, αίτινες απαρτίζουσιν το σημερινόν βασίλειον της Ελλάδος, δεν περιεσώθησαν ειμή είς τινα τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης. Ημείς δε τι άρα γε μέγα ελληνιστικόν έργον άχρι τούδε κατορθώσαμεν; Αφήσαμε εις την τύχην των τας νεωτέρας προς δυσμάς και προς βορράν ημών αποικίας, ων πολλαί απέβαλον ήδη την πάτριον θρησκείαν τε και γλώσσαν· αφήσαμεν επί χρόνον μακρότατον τον εν Μακεδονία και εν Θράκη Ελληνισμόν εις την διάκρισιν των Βουλγάρων, και βλέπομεν εντός αυτού του βασιλείου της Ελλάδος τους Αλβανούς σώζοντας το γλωσσικόν αυτών ιδίωμα. Βεβαίως ο λαός εξέβαλε δι’ αγώνων αειμνήστων εκ Πελοποννήσου και εκ Στερεάς τους τελευταίους αυτών κατακτητάς· αλλ’ ο λαός ούτος έχει, ως είδομεν, την συνείδησιν, ότι, ίνα υπάρξωσι νέοι ελληνικοί αγώνες, έπρεπε να υπάρξη νέον ελληνικόν έθνος, το δε καθ’ ημάς ελληνικόν έθνος δεν περιεσώθη, ειμή διά των αγώνων του μεσαιωνικού Ελληνισμού.
Τι δε να είπωμεν περί της επάρσεως μεθ’ ης καταδικάζομεν τους μεσαιωνικούς ημών χρόνους επί πνευματική στειρώσει; Εάν ο Όμηρος, ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος, ο Φειδίας, ο Θουκιδίδης ηγείροντο εκ νεκρών, ηθέλομεν εννοήσει αυτούς θλιβομένους, διότι οι απόγονοι εκείνοι δεν εκληρονόμησαν την λαμπρότητα του πνεύματος των πατέρων αυτών. Αλλ’ αγνοώ εν τίνι δικαιώματι οικτείρομεν τους Βυζαντινούς, ημείς, οίτινες δεν ανεδείξαμεν ακόμη, καθ’ όσον ηξεύρω, πολλούς άνδρας εναμίλους του Μακεδόνος την καταγωγήν Τριβωνιανού, τον οποίον ο Γίββων δεν εδίστασε να παραλληλίση προς τον μέγαν Βάκωνα· εναμίλλους του Καισαρέως Προκοπίου, περί ου ο αυτός γνώστης των αρετών της ιστορικής επιστήμης, αποφαίνεται ότι εκέκτητο εξαίρετον των πολιτικών πραγμάτων εμπειρίαν, και αφηγείτο αυτά διά λόγου πολλάκις κομψού άμα και εντόνου· εναμίλλους του Τραλλιανού Ανθεμίου και του Μιλησίου Ισιδώρου, οίτινες έκτισαν τον ναόν της του Θεού Σοφίας, τον μέχρι του νυν λογιζόμενον, διά τε την ιδεώδη αυτού προσωνυμίαν και την θαυμαστήν εξεργασίαν ως το κάλλιστον των ευκτηρίων όσα ήγειρέ ποτέ ο Χριστιανισμός· εναμίλους του Κωνσταντινουπολίτου Φωτίου, περί του οποίου ο πολύς Hergenrφther χθες ακόμη έλεγεν, ότι το κλέος αυτού ως επιστήμονος, ως συγγραφέως, ως φιλολόγου, ως φιλοσόφου και ως θεολόγου, ανωμολογήθη υπό του κόσμου μιά φωνή ανέκαθεν και μέχρι της σήμερον. Και ίνα κατέλθωμεν εις δευτερεύοντάς τινας αντιπροσώπους της διανοητικής ενεργείας των μεσαιωνικών ημών χρόνων, ερωτώ εάν η νεωτέρα ημών φιλολογία παρήγαγε πολλά έργα, τα δυνάμενα να συγκριθώσι προς τον Διάλογον, τον επιγραφόμενον· «ο Φιλόπατρις ή Διδασκόμενος», όστις, ενώ εγράφη εν Κωνσταντινουπόλει, άγνωστον υπό τίνος, κατά την 10 εκατονταετηρίδα, απεδίδετο επί αιώνας πολλούς και μέχρις εσχάτων εις τον ευφυέστατον και χαριέστατων των Ελλήνων, τον Λουκιανόν· πολλά έργα, οίον το ποιημάτιον του επισκόπου Μυτιλήνης Χριστοφόρου προς τον μοναχόν Ανδρέαν περί της εμπορίας των αγίων λειψάνων, το οποίον διά την ευτραπελίαν και την τόλμην, μεθ’ ης, αντεπεξήλθεν εν τη 9 εκατονταετηρίδι κατά της καταχρήσεως εκείνης, ενθυμίζει τη αληθεία εν πολλοίς την φιλόκαλον δεινότητα του Βολταίρου· ή έργον οίον «η Ευσταθίου του Θεσσαλονίκης συγγραφή της κατ’ αυτήν αλώσεως», εν τω οποίω επιφαίνεται τραγικός τις και όντως Σαιξπήριος συνδυασμός θλίψεως μεν βαρυτάτης ένεκα των συμφορών, ας ιστορεί, χαριτωμένης δε πικρίας και ειρωνείας δι’ ης μαστίζει τους αιτίους των συμφορών τούτων.
Είνε αληθές, ότι πολλαί εγένοντο τότε θρησκευτικαί συζητήσεις, αλλ’ οι μεμψιμοιρούντες επί τούτω δεν παρηκολούθησαν την βαθμιαίαν εξέλιξιν των ποικίλων εντολών, ας εκλήθη να εκπληρώση ο Ελληνισμός εν τω μακραίωνι αυτού ιστορικώ βίω. Ο αρχαίος Ελληνισμός ίδρυσε τους αϊδίους του καλού νόμους και προσήγγισεν εις την αντίληψιν της ανεξερευνήτου Σοφίας, της διεπούσης τον άναρχον και ατελεύτητον κόσμον· δεν εκύρωσεν όμως την υπερτάτην ταύτην των αληθειών, αλλά κατεδίκασεν απεναντίας εις θάνατον τον Σωκράτην, τον πρώτον μέγαν αυτής απόστολον. Ο μακεδονικός Ελληνισμός διέδωκεν εις τας ευρείας της Ανατολής χώρας τους εν Ελλάδι παραχθέντας εκείνους θησαυρούς του ανθρωπίνου πνεύματος, και επέβαλε προς τοις άλλοις χείρα επί της πόλεως, εν η εκηρύχθη μετ’ ου πολύ το θεόπνευστον του νέου δόγματος Ευαγγέλιον. Ο δε μεσαιωνικός Ελληνισμός επετράπη τελευταίον την εις θετικόν θρήσκευμα οργάνωσιν του δόγματος τούτου, και την υπέρ αυτού άμυναν κατά δυσαριθμήτων αντιδράσεων.
Ουδέν λοιπόν άπορον, ότι πολλαί εγένοντο τότε θρησκευτικαί συζητήσεις. Εάν ο καθορισμός του συμβόλου της πίστεως δεν εξησφαλίζετο από των εισηγήσεων της των Αρειανών αιρέσεως, ήτις Σωτήρος φύσιν, ο Χριστιανισμός, αποβαίνων απλούν νέον φιλοσοφικόν δόγμα, ήθελε τάχιστα ανατραπή. Εντεύθεν δε ου μόνον ο μεσαιωνικός Ελληνισμός ήθελε στερηθή το κυριώτερον της υπάρξεως αυτού έρεισμα, αλλά και σύμπας ο πολιτισμός έμελλε ν’ αποβάλη το ισχυρότατον ελατήριον της δαιμονίου αναπτύξεως, ην έλαβεν επί 1500 έτη, χάρις εις τας πρώτας οικουμενικάς συνόδους, ας συνεκάλεσεν ο Κωνσταντίνος ο μέγας και ο Θεοδόσιος ο μέγας. Ηξεύρω, ότι πολλοί σοφώτατοι άνδρες δεν παραδέχονται την ευεργετικήν του Χριστιανισμού επίδρασιν εις την διάπλασιν της νέας κοινωνίας, και αποδίδουσι πάντα τα θαυμάσια αυτής εις μόνην την ανθρωπίνην μεγαλοφυίαν, την ανθρωπίνην επιστήμην, την ανθρωπίνην τέχνην. Αλλ’ έτερα δοξάζουσι περί τούτου οι πολλοί, οίτινες, καθ’ α γνωρίζομεν ήδη, κρίνουσι τα μεγάλα του κόσμου τούτου πράγματα ασφαλέστερον συνήθως των σοφών. Ιδέτε τωόντι τι συμβαίνει προ των οφθαλμών ημών εν Ρώμη όπου άπασα η Χριστιανωσύνη χαιρετίζει ευλαβώς εγγύθεν ή πόρρωθεν τον άκρον της δυτικής εκκλησίας αρχιερέα, ου μόνον οι κατά πάντα ομόδοξοι αυτώ καθολικοί, αλλά και αυτοί οι διαμαρτυρόμενοι και αυτοί οι ορθόδοξοι,οι περί πολλά προς αυτόν διαφωνούντες. Τι άρα σημαίνει το γεγονός τούτο, ειμί ότι, οσονδήποτε ποικίλοι και αν είνε, κατά τα διάφορα έθνη, οι εξωτερικοί θεσμοί και τύποι, δι’ ων εκυρώθη το κήρυγμα του ευαγγελίου, σύμπαν το χριστιανικόν πλήρωμα κύπτει την κεφαλήν ενώπιον του αιωνοβίου εκείνου κηρύγματος. Μέγα λοιπόν έργον επετέλεσεν ο μεσαιωνικός Ελληνισμός, αγωνισθείς εκ παντός τρόπου να καταστήση ασάλευτον τον ακρογωνιαίον λίθον, εφ’ ου εγείρεται άπαν της χριστιανικής πίστεως το οικοδόμημα.
Αλλ’ έλθωμεν εις έτερον κεφάλαιον θρησκευτικών συζητήσεων, εις τας εικόνας. Οι απαιτούντες την καθαίρεσιν αυτών έλεγον· «η παρούσα γενεά εθεοποίησεν τας εικόνας», οι δε επιμένοντες εις την διατήρησιν αυτών αντέλεγον· «οφείλεις διδάξαι τον αγράμματον λαόν». Το ζήτημα, ως βλέπετε, έθιγεν εις τα καίρια την γνησιότητα της χριστιανικής πίστεως, διότι η θεοποίησις των εικόνων ουδέν άλλο ήτο ή η επάνοδος εις την ειδωλολατρείαν. Και ου μόνον το ζήτημα ήτο σπουδαιότατον, αλλά και το κακόν του οποίου επεδιώκετο η θεραπεία ήτο σφόδρα δυσίατον. Εις μάτην ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός έγραφεν ορθότατα και χαριέντα· «Υπόμνημα γάρ εστιν η εικών· και όπερ τη ακοή ο λόγος, τούτο τη οράσει η εικών.» Εις μάτην ο όρος της Ζ’ οικουμενικής Συνόδου απηγόρευσε πάσαν προς τας εικόνας λατρείαν, ήτις πρέπει μόνη τη θεία φύσει· διέταξε δε την ανάρτησιν αυτών απλώς ίνα «οι θεώμενοι ταύτας διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην.» Εις μάτην λέγω· διότι μέχρι της σήμερον ουκ ολίγοι παρ’ ημίν τε και παρά τοις καθολικοίς εξακολουθούσιν αποδίδοντες εις τα υπομνήματα εκείνα των πρωταθλητών της πίστεως δύναμιν θαυματουργόν και όντως θείαν· οι δε Διαμαρτυρόμενοι, απελπισθέντες να επανορθώσωσι την πλάνην ταύτην, όλως αφήρεσαν τας εικόνας από των εκκλησιών αυτών. Και το αυτό, διά τους αυτούς λόγους έπραξεν η ημετέρα της 8 και 9 εκατονταετηρίδος μεταρρύθμισις, ως προς την οποίαν το πράγμα είνε πολύ μάλλον καταληπτόν ή ως προς την Δυτικήν, διότι καθ’ ους χρόνους η τελευταία προέκυψεν εις μέσον, ο αγράμματος λαός ηδύνατο, διά την εύρεσιν της τυπογραφικής τέχνης, να διδαχθή ευκολώτερον ή κατά τους προτέρους.
Οπωσδήποτε η ημετέρα θρησκευτική και κοινωνική μεταρρύθμισις ανεδείχθη κατά τα λοιπά συνετωτέρα της Δυτικής. Εσεβάσθη μέχρι κεραίας τα θεμελιώδη του Χριστιανισμού δόγματα· δεν κατήργησεν ολοτελώς τον μοναχικόν βίον, αλλά περιέστειλεν αυτόν πολύ· δεν εδήμευσε τα μοναστηριακά και τα εκκλησιαστικά κτήματα, αλλά καθυπέβαλεν αυτά εις την κοινήν φορολογίαν. Πλην δε τούτων προέβη εις πλείστας άλλας κοινωνικάς αναμορφώσεις, ων ουκ ολίγαι δεν ίσχυσαν ειμή μετά πολλάς εκατονταετηρίδας εν τω λοιπώ ευρωπαϊκώ κόσμω, τινές δε μόλις εν τη παρούση εν αυτώ καθιερώθησαν. Τοιαύται ήσαν η από του κλήρου αφαίρεσις της δημοσίας παιδεύσεως, η κατάργησις της δουλοπαροικίας, η απαγόρευσις της παλλακίας και η κατάργησις των δικαιωμάτων τα οποία οι προηγούμενοι νόμοι επέτρεπον εις τα εξ αυτής τέκνα· ο περιορισμός της του γάμου διαλύσεως εις τέσσαρας μόνον σπουδαιοτάτας αιτίας· η πλήρης εξίσωσις των δικαιωμάτων της μητρός και του πατρός· η άρσις παντός κωλύματος εις τον μεταξύ ορθοδόξου και ετεροδόξου γάμον, ίνα μη αναφέρω ενταύθα ειμή τα κυριώτατα.
Αλλά η τύχη της μεγάλης ταύτης μεταρρυθμίσεως απέβη παρ’ ημίν τραγική. Δεν εννοώ τούτο λέγων, ότι μετά μακρόν αγώνα κατεβλήθη υπό των αντιδοξούντων. Η πάλη μεταξύ εκείνων, οίτινες επέμενον εις την διαιώνισιν των ατοπημάτων όσα είχον περεισφρήσει εν τη εκκλησία και εν τη κοινωνία και εκείνων οίτινες επεζήτουν να άρωσιν εκ μέσου τα ατοπήματα ταύτα, υπήρξε και βραδύτερον εν τη Εσπερία πεισματωδεστάτη. Εκεί όμως διεξήχθη μεταξύ διαφόρων εθνών και επικρατειών, ώστε επί τέλους ουδέτερον των στρατοπέδων κατίσχυσεν οριστικώς του ετέρου, αλλ’ εχωρίσθησαν απ’ αλλήλων, και η μεν διαμαρτύρησις επεκράτησεν εις τας βορειοδυτικάς χώρας, ο δε καθολικισμός εις τας νοτιοδυτικάς. Παρ’ ημίν δεν ήτο να συμβή τοιούτο τι, διότι ο αγών ετελείτο εντός μιας και της αυτής επικρατείας και εντός ενός και του αυτού έθνους· ώστε ότε επί τέλους υπερίσχυσαν οι οπαδοί του παλαιού καθεστώτος δεν ηρκέσθησαν ούτοι να θριαμβεύσωσιν, αλλ’επεχείρησαν να εξαλείψωσι και από της μνήμης αυτής των ανθρώπων το έργον των αντιπάλων· δεν ηρκέσθησαν να παραστήσωσι τους μεγαλοφυεστέρους των νομοθετών ως τους αθλιωτέρους των κακούργων· δεν ηρκέσθησαν να ακυρώσωσι και να αναθεματήσωσι τα θεσμοθετήματα αυτών, αλλά προέβησαν και εις την εντελή εξαφάνισιν του κειμένου των τε θεσμοθετημάτων τούτων και των συγχρόνων ιστορικών όσοι προσηκόντως είχον εκτιμήσει αυτά. Εκ τούτου δε συνέβη, ότι επί τοσούτοις αιώνας παντελώς ηγνοήθη η μεταρρύθμισις αύτη μέχρις ου επ’ εσχάτων ανευρέθησαν, εκ τύχης περισωθέντα αντίγραφά τινα του αστικού αυτής Νόμου, της λεγομένης Εκλογής, διά του συνδυασμού της οποίας μετ’ άλλων πολλών ειδήσεων, ας δεν ηδυνήθησαν να αποσιωπήσωσι και αυτοί οι πολέμιοι των γενομένων καινοτομιών, ήρχισεν αποδιδομένη δικαιοσύνη εις την μεγάλην εκείνην περίοδον της Ιστορίας της ανθρωπότητος.
Αλλ’ η μεταρρύθμισις αύτη καίτοι απέτυχε παρ’ ημίν δεν απέβη άγονος ως προς τον ευρωπαϊκόν κόσμον· τα σπέρματα αυτής, μεταφυτευθέντα βαθμηδόν και κατ’ ολίγον παρά τοις Αλβιγανοίς της μεσημβρινής Γαλλίας και τοις Ουσσίταις της Βοημίας, απετέλεσαν τας πρώτας αφορμάς του πολυθρυλήτου της βορειοδυτικής Ευρώπης κινήματος, της λεγομένης Rιformation, εις ο δικαίως αποδίδεται η εξαίρετος επίδοσις του νεωτέρου πολιτισμού. Δις λοιπόν ο μεσαιωνικός Ελληνισμός επέδρασεν ευεργετικώτατα επί της τύχης του κόσμου· πρώτον διά της οργανώσεως και διαδόσεως του Χριστιανισμού, και δεύτερον διά της αποπείρας του να θεραπεύση τας καταχρήσεις εις ας εξώκειλαν πολλοί των χριστιανικών θεσμών· ίνα μη αναφέρωμεν και τα περί τα έσχατα του βίου κληροδοτηθέντα υπ’ αυτού εις την Ευρώπην, διά της Ιταλίας, αριστουργήματα του αρχαίου Ελληνισμού. Εις τα κληροδοτήματα ταύτα τα υπό του μεσαιωνικού Ελληνισμού ευλαβώς περισωθέντα, οφείλεται ετέρα τις φάσις του νέου πολιτισμού, η καλουμένη Renaissance, ήτοι η αναγέννησις των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών.
Αλλ’ ο μεσαιωνικός Ελληνισμός δεν ευηργέτησε τον κόσμον διά του πνεύματος μόνον και του λόγου. Αφού έσωσε το νέον δόγμα από των αιρέσεων, εδέησε να σώση αυτό από του Μαζδεϊσμού και του Μωαμεθανισμού, από των Περσών και των Αράβων. Και πλειστάκις λαμπρώς κατετρόπωσε τους φοβερούς τούτους πολεμίους. Η δε Ευρώπη, η σύγχρονος Ευρώπη ήτις εκαρπούτο τους αγώνας τούτους απερισπάστως, ως επί το πλείστον, δεν έπαυσεν από της 7ης μέχρι της 12ης εκατονταετηρίδος παρέχουσα εις τους βασιλείς ημών δείγματα ευγνωμοσύνης, ευλαβείας, έστιν ότε δε και εσχάτης ταπεινώσεως. Πρέσβεις του βασιλέως της Γαλλίας Δαγοβέρτου προσήλθον στην Κωνσταντινούπολιν ίνα συγχαρώσι τω Ηρακλείω επί τοις κατά του Χοσρόου κατορθώμασιν αυτού. Εις τον νικητήν του Μωαυϊά Κωνσταντίνον τον Πωγωνάτον έπεμψαν οι βασιλείς και οι άλλοι δυνάσται της Δύσεως, πρέσβεις, δώρα και ευλαβή συγχαρητήρια· μετά δε την πανωλεθρίαν ην έπαθον οι Άραβες εις Κωνσταντινούπολιν, εν τη 8 εκατονταετηρίδι, ο πάπας Γρηγόριος Β’, ευγνωμονών προς τον σωτήρα του Χριστιανισμού Λέοντα τον Γ’, έπεμψε τας εικόνας του βασιλέως τούτου προς άπαντας τους ηγεμόνας της Δύσεως. Οι ηγεμόνες της πρώτης σταυροφορίας, παραστάντες ενώπιον του Αλεξίου Κομνηνού, επί του θρόνου καθημένου, έκλινον γόνυ και προσεκύνησαν αυτόν. ο Μανουήλ Κομνηνός, αφού κατετρόπωσε και Τούρκους και Φράγκους εν τη Ανατολή, είδε τον δούκα της Αντιοχείας, Renaud de Chatillon προσελθόντα εις Μάμιστραν ημίγυμνον και φέροντα καλώδιον περί τον τράχηλον ίνα ζητήση συγγνώμην και ομόση πίστιν εις αυτόν. Κατόπιν δε κατελθών ο Μανουήλ εις Συρίαν, εισήλασε τροπαιούχος εις Αντιοχείαν, και εις την τελετήν ταύτην ο μεν Renaud, πεζός προπορευόμενος εκράτει τον αναβολέα αυτού, ο δε βασιλεύς των Ιεροσολύμων παρείπετο έφιππος μεν, μηδέν όμως φέρων βασιλικόν παράσημον. Τοιούτο ήτο το αξίωμα των βασιλέων εκείνων περί ων ενασμενίζουσι να ειρωνεύονταί τινες των ημετέρων, ενώ και αυτός ο Λουϊτπράνδος, ο εν τη 10 εκατονταετηρίδι τοσαύταις επισωρεύσας κατ’ αυτού ύβρεις και αυτός ο Δάνδολος ο βραδύτερον πρόδρομος γενόμενος του Μωάμεθ του Β’, ηναγκάζοντο εν τούτοις να καλώσιν αυτούς κοσμοκράτορας.
Αυτός είνε εν συνόλω θεωρούμενος ο γνήσιος μεσαιωνικός Ελληνισμός. Το Ελληνικόν έθνος, εν τη περιόδω ταύτη του βίου αυτού ανεδείχθη μέγα ουδέν ήττον ή κατά τας δύο προηγηθείσας, ει και κατ’ ίδιόν τινα τρόπον· και τοιούτο γενόμενον, δεν είνε δυνατόν ειμή να εμπνεύση εις τας παρούσας γενεάς την συνείδησιν των καθηκόντων τα οποία επιβάλλουσιν ημίν τα τρισένδοξα εκείνα ιστορικά πτυχία.
(Πλήρες, Από το «Ιστορικαί πραγματείαι)

Οσία Μαρία η Αιγυπτία



Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς.

Κάποτε, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ένας Ιερομόναχος, ο Γέρων Ζωσιμάς, αποσύρθηκε μέσα στην έρημο πέραν του Ιορδάνου. Οδοιπορούσε επί είκοσι ημέρες, χωρίς να δει ψυχή, όταν, ξαφνικά, μια ανθρώπινη φιγούρα με ζαρωμένο γυμνό σώμα και κατάλευκα σαν χιόνι μαλλιά πέρασε φευγαλέα από μπροστά του κι έγινε άφαντη. Ο Γέροντας έτρεχε ξοπίσω της για αρκετή ώρα, μέχρι που η φιγούρα στάθηκε σε ένα ρυάκι και τον κάλεσε με το όνομά του: ''Αββά Ζωσιμά'', του είπε, ''συγχώρεσέ με χάριν του Κυρίου· δεν μπορώ να εμφανιστώ σε σένα, διότι είμαι μια γυναίκα γυμνή''.
Ο Ζωσιμάς της πέταξε το εξώρασό του κι εκείνη τυλίχτηκε μ' αυτό και εμφανίστηκε μπροστά του. Στο άκουσμα του ονόματός του, από το στόμα της άγνωστης γυναίκας, ο Γέροντας φοβήθηκε. Ύστερα από παρατεταμένη επιμονή του, η γυναίκα διηγήθηκε την ιστορία της.
Γεννήθηκε στην Αίγυπτο και σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών άρχισε να ζει ακόλαστο βίο στην Αλεξάνδρεια επί δεκαεπτά χρόνια ακολουθούσε διεστραμμένο τρόπο ζωής. Η Μαρία, οιστρηλατημένη απ' το σαρκικό πάθος της πορνείας, ακολούθησε κάποιους νέους και επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο με προορισμό τα Ιεροσόλυμα. Φθάνοντας στην Αγία Πόλη, θέλησε να επισκεφθεί την εκκλησία για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό. Όμως μια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να εισέλθει στον Ναό της Αναστάσεως. Έντρομη, τότε, στήλωσε το βλέμμα της στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου στον νάρθηκα και προσευχήθηκε θερμά να της επιτραπεί να ασπαστεί τον Τίμιο Σταυρό, ομολογώντας την αμαρτωλότητά της και εμπιστευό­μενη τα βήματά της στην Πανάχραντο Θεοτόκο.
Τότε πράγματι, της επετράπη η είσοδος μέσα στην Εκκλησία. Αφού προσκύνησε τον Σταυρό, επέστρεψε στον νάρθηκα γονάτισε μπροστά στην εικόνα και ευχαρίστησε θερμά τη Θεοτόκο. Την ίδια στιγμή άκουσε μια φωνή να της λέει: ''Εάν περάσεις τον Ιορδάνη, θα βρεις την αληθινή ειρήνη!''. Η Μαρία βγήκε και, αφού αγόρασε τρία καρβέλια ψωμί, ξεκίνησε για τον Ιορδάνη ποταμό.
Την επομένη μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και πέρασε τον Ιορδάνη πόταμο. Παρέμεινε σαράντα οκτώ χρόνια στην έρημο ολομόναχη, υπομένοντας αγόγγυστα πολλές δοκιμασίες, με ακρότατη άσκηση, ''πυκτεύουσα'', παλεύοντας με τα άλογα πάθη της και τους εμπαθείς λογισμούς σαν με άγρια θηρία. Τρεφόταν μόνο με αγριόχορτα.
Αφού τελείωσε την αφήγησή της, στάθηκε όρθια σε στάση προσευχής· τότε ο Ζωσιμάς την είδε να αιωρείται πάνω από το έδαφος. Η Μαρία τον παρακάλεσε να έλθει ξανά τον επόμενο χρόνο να της φέρει τη Θεία Ευχαριστία· εκεί, στις όχθες του Ιορδάνη, θα ερχόταν να τον συναντήσει για να κοινωνήσει.
Πράγματι, ένα χρόνο αργότερα, ο Αββάς Ζωσιμάς κατέφθασε με τη Θεία Κοινωνία στις όχθες του Ιορδάνη· ήταν ήδη βράδυ. Έμεινε να αναρωτιέται πώς εκείνη θα διέσχιζε τον Ιορδάνη ποταμό; Τότε, μέσα στο φεγγαρόφωτο διέκρινε τη μορφή της να πλησιάζει το ποτάμι, να κάνει το σημείο του Σταυρού επάνω του και κατόπιν να βαδίζει επάνω στο νερό σαν να ήταν ξηρά! Αφού την κοινώνησε, η οσία τον παρακάλεσε να ξανάρθει μετά από ένα χρόνο στην ίδια εκείνη πηγή όπου συναντήθηκαν την πρώτη φορά.
Ο καιρός πέρασε, ο αββάς επέστρεψε σ' εκείνο το σημείο και ανακάλυψε εκεί το άψυχο σώμα της. Πάνω απ' το κεφάλι της ήταν γραμμένο στην άμμο: ''Αββά Ζωσιμά, θάψε εδώ το σώμα της ταπεινής Μαρίας, απόδος χουν εις χουν.
Απεβίωσα την 1η Απριλίου, το ίδιο βράδυ του σωτηρίου μαρτυρίου του Χριστού, αφού κοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων''. Από την επιγραφή αυτή πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ο Ζωσιμάς το όνομα της οσίας και ερμήνευσε το άλλο φοβερό θαύμα που είχε συντελεστεί: το γεγονός ότι τον προηγούμενο χρόνο, όταν της μετέδωσε τη Θεία Κοινωνία, εκείνη είχε φθάσει μέσα σε λίγες ώρες το ίδιο βράδυ στο σημείο συνάντησής τους, ενώ εκείνος πεζοπορούσε είκοσι ημέρες για να μεταβεί εκεί. Ο Άγιος Ζωσιμάς έθαψε το σώμα της μεγάλης αυτής Οσίας, της Μαρίας της Αιγύπτιας. Επιστρέφοντας στο Μοναστήρι του, διηγήθηκε όλο τον Βίο της και τα θαύματα στα οποία ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς.
Έτσι δοξάζει ο Κύριός μας τους μετανοημένους αμαρτωλούς. 
Η Οσία Μαρία εορτάζει την 1η Απριλίου και μνημονεύεται την Ε΄ Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ημέρα που είναι αφιερωμένη σ'αυτήν. Η Εκκλησία την έχει ως υπόδειγμα μετανοίας για τους πιστούς, τις ημέρες αυτές της Αγίας Νηστείας. Αναπαύθηκε περί το έτος 530 μ.Χ.
TO ΑΣΚΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ.