Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Σαββάτο νωρίς το πρωί σε μια γνωστή ιστορική πόλη της ανατολικής
Τουρκίας, άλλοτε ένδοξη βυζαντινή μητρόπολη. Ο καιρός ήταν πολύ καλός
και οι βερικοκιές ήταν κιόλας ανθισμένες. Ο ευλογημένος αυτός καρπός
είναι ένα από τα κυριότερα ειδή που παράγει η περιοχή.
Αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα στο κέντρο της πόλης και να επισκεφτούμε κυρίως το μεγάλο τζαμί. Όταν βρεθήκαμε εκεί, η πρώτη έκπληξη ήταν πως το κτίσμα δεν θύμιζε καθόλου μουσουλμανικό τέμενος. Εκείνο που μας θύμισε μόλις το αντικρίσαμε είναι κλασική βυζαντινή εκκλησία μετά τρούλου. Φαίνονταν όμως καινούργιο και ήταν περίεργο που οι μειμάρηδες, δηλαδή οι κατασκευαστές του αποφάσισαν να παρουσιάσουν ουσιαστικά μια ελληνορθόδοξη εκκλησία για να χρησιμοποιηθεί σαν μουσουλμανικό τέμενος. Ένα άλλο περίεργο ήταν ο κεντρικός μιναρές του τζαμιού που δεν ήταν ενσωματωμένος με το τζαμί και δεν είχε κορυφή, κάτι το πολύ περίεργο για ένα τουρκικό τζαμί εδώ στην καρδιά της σημερινής Τουρκίας.
Πλησιάσαμε πιο κοντά και στον περίγυρο του τζαμιού. Εκείνη την ώρα υπήρχε εκεί γύρω πολύς κόσμος που συζητούσε με ένταση κάποιο τοπικό γεγονός. Οι μουσουλμάνες με τις κλασικές μαντίλες παρακολουθούσαν σιωπηλές έκτος από δυο που φώναζαν με πολύ έντονο ύφος.
Μαζί με τον κόσμο σε κάποια άκρη ήταν και καμία δεκαριά ζητιάνοι, οι περισσότεροι ρακένδυτοι, που φαίνονταν τελείως αδιάφοροι με όσα γίνονταν και συζητούσαν οι άλλοι γύρω τους.
Καθώς πλησιάσαμε για να παρατηρήσουμε πιο κοντά το τζαμί χωρίς όμως να μπούμε μέσα μήπως και προκαλούσαμε κάποια αντίδραση, ξαφνικά ένας από τους ζητιάνους ξεχώρισε ήρθε πιο κοντά μας και ακολουθούσε από πίσω τα βήματα μας με ένα πολύ περίεργο ύφος.
Σταματήσαμε και θελήσαμε να μάθουν γιατί μας ακλουθεί. Ο ζητιάνος τότε μας πλησίασε πιο κοντά και με ένα χαμόγελο με νόημα μας ρώτησε ! Rumlar ? (Ρωμιοί –Evet, (Ναι), απάντησα εγώ αυθόρμητα χωρίς να σκεφτώ τίποτα. Τότε ο ζητιάνος σαν παραλήρημα άρχισε να απαγγέλλει απ” έξω με πολύ γρήγορη και κοφτή φωνή το… «Πάτερ ημών»!
Μείναμε άναυδοι και τον παρακολουθούσαμε κυριολεκτικά με ανοιχτό το στόμα. Αυτός πολύ γρήγορα αφού τελείωσε μας έριξε μια βιαστική ματιά όλο νόημα και απότομα μας γύρισε την πλάτη του και απομακρύνθηκε με βιαστικά βήματα. Μετά από λίγο άρχισε να τρέχει και γρήγορα εξαφανίστηκε. Κάποιοι εκεί γύρω που είχαν παρατηρήσει την σκηνή γελούσαν και μας υπέδειχναν με κοροϊδευτικό ύφος :
-Aptal, aprtal, Bu adam aptal! Ο ζητιάνος ήταν ανόητος. Ήταν για αυτούς ένας τρελός!
Η σκηνή μας έμεινε μέχρι να φύγουμε από αυτή την πόλη. Δεν προσπαθήσαμε να βρούμε αυτόν τον ζητιάνο για ευνόητους λόγους.
Ω άγνωστη Τουρκία! Πόσα δικά μας δεν κρύβεις μέσα στους κόρφους σου ; Άμποτε θα έρθει εκείνη η μέρα που θα σηκωθεί το βαρύ πέπλο της ημισελήνου και αποκαλυφτεί το μεγάλο σου μυστικό!
Αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα στο κέντρο της πόλης και να επισκεφτούμε κυρίως το μεγάλο τζαμί. Όταν βρεθήκαμε εκεί, η πρώτη έκπληξη ήταν πως το κτίσμα δεν θύμιζε καθόλου μουσουλμανικό τέμενος. Εκείνο που μας θύμισε μόλις το αντικρίσαμε είναι κλασική βυζαντινή εκκλησία μετά τρούλου. Φαίνονταν όμως καινούργιο και ήταν περίεργο που οι μειμάρηδες, δηλαδή οι κατασκευαστές του αποφάσισαν να παρουσιάσουν ουσιαστικά μια ελληνορθόδοξη εκκλησία για να χρησιμοποιηθεί σαν μουσουλμανικό τέμενος. Ένα άλλο περίεργο ήταν ο κεντρικός μιναρές του τζαμιού που δεν ήταν ενσωματωμένος με το τζαμί και δεν είχε κορυφή, κάτι το πολύ περίεργο για ένα τουρκικό τζαμί εδώ στην καρδιά της σημερινής Τουρκίας.
Πλησιάσαμε πιο κοντά και στον περίγυρο του τζαμιού. Εκείνη την ώρα υπήρχε εκεί γύρω πολύς κόσμος που συζητούσε με ένταση κάποιο τοπικό γεγονός. Οι μουσουλμάνες με τις κλασικές μαντίλες παρακολουθούσαν σιωπηλές έκτος από δυο που φώναζαν με πολύ έντονο ύφος.
Μαζί με τον κόσμο σε κάποια άκρη ήταν και καμία δεκαριά ζητιάνοι, οι περισσότεροι ρακένδυτοι, που φαίνονταν τελείως αδιάφοροι με όσα γίνονταν και συζητούσαν οι άλλοι γύρω τους.
Καθώς πλησιάσαμε για να παρατηρήσουμε πιο κοντά το τζαμί χωρίς όμως να μπούμε μέσα μήπως και προκαλούσαμε κάποια αντίδραση, ξαφνικά ένας από τους ζητιάνους ξεχώρισε ήρθε πιο κοντά μας και ακολουθούσε από πίσω τα βήματα μας με ένα πολύ περίεργο ύφος.
Σταματήσαμε και θελήσαμε να μάθουν γιατί μας ακλουθεί. Ο ζητιάνος τότε μας πλησίασε πιο κοντά και με ένα χαμόγελο με νόημα μας ρώτησε ! Rumlar ? (Ρωμιοί –Evet, (Ναι), απάντησα εγώ αυθόρμητα χωρίς να σκεφτώ τίποτα. Τότε ο ζητιάνος σαν παραλήρημα άρχισε να απαγγέλλει απ” έξω με πολύ γρήγορη και κοφτή φωνή το… «Πάτερ ημών»!
Μείναμε άναυδοι και τον παρακολουθούσαμε κυριολεκτικά με ανοιχτό το στόμα. Αυτός πολύ γρήγορα αφού τελείωσε μας έριξε μια βιαστική ματιά όλο νόημα και απότομα μας γύρισε την πλάτη του και απομακρύνθηκε με βιαστικά βήματα. Μετά από λίγο άρχισε να τρέχει και γρήγορα εξαφανίστηκε. Κάποιοι εκεί γύρω που είχαν παρατηρήσει την σκηνή γελούσαν και μας υπέδειχναν με κοροϊδευτικό ύφος :
-Aptal, aprtal, Bu adam aptal! Ο ζητιάνος ήταν ανόητος. Ήταν για αυτούς ένας τρελός!
Η σκηνή μας έμεινε μέχρι να φύγουμε από αυτή την πόλη. Δεν προσπαθήσαμε να βρούμε αυτόν τον ζητιάνο για ευνόητους λόγους.
Ω άγνωστη Τουρκία! Πόσα δικά μας δεν κρύβεις μέσα στους κόρφους σου ; Άμποτε θα έρθει εκείνη η μέρα που θα σηκωθεί το βαρύ πέπλο της ημισελήνου και αποκαλυφτεί το μεγάλο σου μυστικό!
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;