Με την ευκαιρία αυτή, δημοσιεύουμε την παρακάτω αληθινή στορία που μας είχε συγκλονίσει τότε, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Απολύτρωσις" του φετεινού Δεκεμβρίου.
-Που πας, παπά μου, πρωί-πρωί; Φώναξε η παπαδιά αλαφιασμένη.
-Τι ρωτάς, παπαδιά; Στην εκκλησιά πάω να λειτουργήσω.
-Αχ παπά μου, θα το φας το κεφάλι σου. Πας να τα βάλεις μαζί τους; Μην τους αψηφάς.*
Είχαν αγριέψει τα πράγματα τελευταία. Οι κατσαπλιάδες του κόμματος είχαν αφηνιάσει.
Ακούστηκε ότι αλλού γκρεμίζανε τις εκκλησιές. Έσφιγγε τ’ άμφια στην αγκαλιά του ο παπα-Χρήστος πηγαίνοντας στην εκκλησιά για την Κυριακάτικη λειτουργία. Όχι απ’ τον δυνατό αέρα. Από τον φόβο για τα χρόνια που έρχονταν. «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός Σου…» ψιθύριζε για να διώξει το σφίξιμο στην καρδιά. Μεγάλο το τόλμημα. Οι άλλοι ιερείς της Κορυτσάς κάνανε τον άρρωστο. Αλλά δεν του πήγαινε να μην λειτουργήσει. Ξημέρωνε Κυριακή, ημέρα Κυρίου!
Άδεια η εκκλησιά, ούτε ο ψάλτης δεν φάνηκε, ούτε ο καντηλανάφτης. Δεν τους κακολόγησε ο παπα-Χρήστος. Είχανε σπείρει τον τρόμο παντού οι αντίχριστοι! Μόνο η κυρά Δέσποινα η κουφή. Ένα κουβάρι είχε καταντήσει, αλλά κούτσα-κούτσα σύρθηκε ως την εκκλησιά. Ο Θεός να της το ανταποδώσει, σκέφτηκε ο παπα-Χρήστος κι έβαλε ευλογητός.
«Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, ως αμνός άμωμος εναντίον του κείροντος αυτόν…» Καινούργια λόγχη στην πλευρά Σου Κύριε, σώσε μας, σκεφτόταν ο παπα-Χρήστος στην Αγία Πρόθεση. «Των εν αγίοις πατέρων ημών…» Κάλεσε τους αγίους στο δράμα του ποιμνίου καθώς τους έβγαζε μερίδες και τα δάκρια θόλωσαν τα μάτια του «μνήσθητι Δέσποτα Φιλάνθρωπε…». Καταλάγιασε η αντάρα, γαλήνευσε η ψυχή «ο Κύριος εβασίλευσεν ευπρέπειαν ενεδύσατο…»
Μόλις είχε μπει στη Θεία Λειτουργία, όταν χύμηξε η Σιγκουρίμι** στον άδειο Ναό. Όρμησαν στο Ιερό απ’ την Ωραία Πύλη, άρπαξαν τον παπα-Χρήστο και τον πέταξαν πέρα με βρισιές κι άρχισαν να πετούν και να κλωτσάνε την ακοίμητη καντήλα, το ιερό ευαγγέλιο, το άγιο δισκοπότηρο, το δισκάριο με την προσφορά... Βέβηλοι, φώναξε εκείνος μέσα απ’ τα δόντια του και προσπάθησε να σηκωθεί. Κι ενώ εκείνοι βρίζανε και ρημάζανε, άπλωσε το χέρι κι έκλεισε στη χούφτα του τα ψιχία απ’ τις μερίδες των Aγίων.
Κανείς δεν έμαθε τι ακολούθησε. Ούτε πόσο του στοίχισε η αποκοτιά ν’ αψηφίσει την απαγόρευση κάθε ιεροπραξίας. Ο παπα-Χρήστος δεν μίλησε γι’ αυτό ποτέ.
Μόνο για την λαχτάρα που είχε στην ψυχή του κλεισμένη για 25 χρόνια μίλησε. Τη λαχτάρα να αποτελειώσει εκείνη την Θεία Λειτουργία που έμεινε λειψή, ατέλειωτη…
Αυτή τη λαχτάρα κατέθεσε 25 χρόνια αργότερα στο πρώτο κλιμάκιο Ελλήνων που τα Χριστούγεννα του 1991 επισκέφτηκε την Κορυτσά, κι αποτελούνταν από Σφεβίτες, τον τότε Νομάρχη Θεσσαλονίκης και μέλη του τότε Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Εκεί, μπροστά στα αδέλφια απ’ την Ελλάδα, μαζί με την καρδιά του, άνοιξε κι εκείνο το μικρό κουτί, όπου φύλαξε σαν θησαυρό αυτά τα ψιχία απ’ τις μερίδες των Αγίων, τους προοριζόμενους «μαργαρίτες» εκείνης της ατέλειωτης Θείας Λειτουργίας. Τον ιερό αυτό θησαυρό τον κράτησε κρυμμένο με κίνδυνο της ζωής του, κι ο Θεός ευδόκησε να μην αποκαλυφθεί.
Αυτοί οι «ου μαργαρίτες» περίμεναν καρτερικά 25 χρόνια, να γίνουν μαρτυρία για τα μαρτύρια των αδελφών, αλλά και για το μεγαλείο του Θεού, που δεν ξεχνά, που δεν γνωρίζει εμπόδια, που οι εχθροί Του πετυχαίνουν μόνο να Του συνθλίψουνε την πτέρνα. Κι ήταν εύγλωττοι. Ήταν εκεί, μαυρισμένοι απ’ την πολυκαιρία, αλλά αναλλοίωτοι…
Την τέλειωσε την Λειτουργία ο παπα-Χρήστος πριν φύγει για τον ουρανό. Eκείνη την Κυριακή, 25 χρόνια αργότερα, πήρε μαζί του στην εκκλησία το πολύτιμο φυλαχτό, τα ψιχία εκείνης της πρώτης φοράς, τους «ου μαργαρίτες» και τους απίθωσε ευλαβικά στο δισκάριο δίπλα στον νέο Αμνό. Για να τα παραδώσει στη Χάρη του Θεού, Να καθαγιαστούν, να γίνουν επιτέλους «μαργαρίτες»….
ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΗ
*το 1967 επιβλήθηκε στην Αλβανία απόλυτη και ασφυκτική θρησκευτική απαγόρευση
**αλβανική μυστική αστυνομία επί καθεστώτος Χότζα και Αλία
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;