“Η μητερούλα στον κόρφο της κοιμίζει/ το ακριβό, το μόνο της παιδί
έξω με χιόνια Δεκέμβρης τριγυρίζει/ κι αυτή το
σφίγγει και, σα να τραγουδεί
σιγομιλάει με γέλιο και τρεμούλα, η μητερούλα:
«Άγιε Νικόλα, που ξέγνοιστα χτενίζεις/ τ’ άσπρα
σου γένια ψηλά στον ουρανό
και πέφτουν κάτου σωρός και μας χιονίζεις/ μην το
κρυώσεις, λυπήσου τ’ ορφανό.
Λαμπάδα τρέχω σ’ εσέ ν’ ανάψω κιόλα, Άγιε Νικόλα!
Να ο Χριστός σου γεννιέται σε λιγάκι/ που αγαπάει,
μικρό μου, τα παιδιά.
Κοιμήσου τώρα, και θάρθει στ’ όνειρό σου, να
ο Χριστός σου!
Κι αφού μας φύγει, δε μας ξεχνά, θ’ αφήσει/ στον
Άη Βασίλη για σε παραγγελιά
χίλια παιχνίδια λαμπρά να σου χαρίσει/ και
ζαχαράτα και χάδια και φιλιά.
Με τη χαρά του η χάρη του θα σμίγει/ κι αφού μας
φύγει!
Τι θα μου μένει, αν γράφθη μαύρη μέρα/ για να το
χάσω από την αγκαλιά;
Χωρίς παιδάκι τι είναι η μητέρα/ χωρίς πουλάκι τι
θέλει κ’ η φωλιά;
Αν της πετάξει, ας πέσει χαλασμένη…Τι θα μου
μένει!»”
(Κωστή Παλαμά, Άπαντα, τ. 1, εκδ. Γκοβόστης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;