Με τη ευκαιρία της μεγάλης δεσποτικής εορτής των Θεοφανίων και της κατ' αυτήν τελέσεως του Μεγάλου Αγιασμού, επιθυμούμε ν' αναφερθούμε στη σχέση αυτή του Μεγάλου, ως λέγεται, Αγιασμού, προς τον αποκαλούμενο Μικρό Αγιασμό, ο οποίος τελείται σε κάθε άλλη περίπτωση π.χ. Πρωτομηνιά, εγκαινισμούς οίκων, καταστημάτων κ. ά., με σκοπό να συμβάλλουμε στη αποφυγή των πολλών παρανοήσεων, αλλά και στην εξάλειψη των λανθασμένων απόψεων και εθιμικών διατάξεων σχετικά με τη σύγκριση των δύο Αγιασμών και την χρήση τους.
Οδηγό σ' αυτήν την προσπάθεια θα έχομε έναν από τους κυριώτερους εκπροσώπους της Φιλοκαλικής αναγέννησης του 18ου αιώνος, του κινήματος δηλ. των Κολλυβάδων, τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, ο οποίος είχε ασχοληθεί με το θέμα εκτενώς.
Στην
"Έκθεσή" του ο Άγιος Αθανάσιος, τονίζει ότι ο Μεγάλος Αγιασμός έχει α)
Δύναμη λουτρού παλιγγενεσίας και β) τελείται μία φορά το χρόνο, κατά την
εορτή των Θεοφανείων, ως συμβολική ανάμνηση της δωρεάς της Θείας
αναγεννήσεως από τον Χριστό. (Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι και την
παραμονή των Θεοφανείων επεκράτησε από πολύ νωρίς να τελείται ο Μεγάλος
Αγιασμός για πρακτικούς κυρίως λόγους, αλλά και αυτή η τέλεση εντάσσεται
στην εορτή των Θεοφανείων και κατά συνέπεια δεν θεωρείται ως δεύτερη
και ανεξάρτητη).
Από
την άλλη πλευρά ο λεγόμενος Μικρός Αγιασμός: α) τελείται στις νουμηνίες
(αρχή του μήνα), αλλά και κάθε φορά που κρίνεται απαραίτητο, χωρίς
ιδιαίτερα αυστηρές ρυθμίσεις, β) παρέχει πλούτο ιαματικής δύναμης για
κάθε ασθένεια, σωματική ή ψυχική και γ) φαίνεται ότι αρχίζει να
εξαπλώνεται, ως αγιασματική ακολουθία, από το θαύμα το οποίον συνέβη στο
Ναό της Θεοτόκου Ζωοδόχου Πηγής, όπως ο Άγιος Αθανάσιος αναφέρει.
Επομένως, όπως γίνεται
αντιληπτό, η διάκριση η οποία παρατηρείται, έχει καθαρά συμβολικό
χαρακτήρα και δεν υπονοεί, αλλ' ούτε σε καμιά περίπτωση συνιστά
ουσιαστική διάκριση η διαφοροποίησή τους. Αν επιχειρήσουμε μάλιστα μια
ερευνητική μελέτη στις ακολουθίες του Μικρού και του Μεγάλου Αγιασμού,
θα διαπιστώσουμε, ότι όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, επιβεβαιώνονται πλήρως.
Κατ' αρχήν πρέπει να σημειώσουμε, ότι υπάρχει εμφανής ομοιότητα στις δύο
Ακολουθίες αφού και στις δύο τελείται Αγιασμός ύδατος.
Στον Μεγάλο Αγιασμό
παρατηρούμε, πως τόσο τα τροπάρια, που τον συνοδεύουν ("Φωνή Κυρίου επί
των υδάτων..." ), όσο και τα αναγνώσματα από τις Προφητείες του Ησαΐου,
έχουν έντονο συμβολικό χαρακτήρα της τέλεσής του σε ανάμνηση του
Βαπτίσματος του Χριστού και εξ' αυτού παρουσιάζουν έντονο τον χαρακτήρα
της Δεσποτικής εορτής. Σε αντίθεση ο Μικρός Αγιασμός διαφέρει σ' αυτό το
σημείο, αφού η συνοδευτική υμνογραφία, περιέχει τροπάρια αφιερωμένα στη
Θεομήτορα.
Στην μεγάλη εκτενή Δέηση
και των δύο ακολουθιών δίδεται η πνευματική έννοια του λουτρού της
παλιγγενεσίας ("υπέρ του αγιασθήναι το ύδωρ τούτο τη επιφοιτήσει και
δυνάμει και ενεργεία του Αγίου Πνεύματος ..., του καταφοιτήσαι εν τοις
ύδασι τούτοις την καθαρτικήν της υπερουσίου Τριάδος ενέργεια, ..., του
δωρηθήναι αυτοίς την χάριν της απολυτρώσεως, την ευλογίαν του Ιορδάνου,
...., του γενηθήναι το ύδωρ τούτο αγιασμού δώρον, αμαρτημάτων λυτήριον,
εις ίασιν ψυχής τε και σώματος και προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον..." κ.
α.), αλλά από τη Ιστορία της λατρείας μας είναι γνωστό ότι ο Αγιασμός
των Θεοφανείων επηρέασε μορφολογικά, την ακολουθία του Μικρού Αγιασμού
και κατά συνέπειαν θεωρούμε αυτές τις ομοιότητες αυθεντικά στοιχεία της
ακολουθίας του Μεγάλου Αγιασμού, τα οποία συμπλήρωσαν, αργότερα την
ακολουθία που επιβλήθηκε από την ανάγκη τελέσεως Αγιασμού εκτός της
εορτής των Θεοφανείων.
Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούμαστε και από το περιεχόμενο των ευχών του καθαγιασμού του ύδατος, που ακολουθούν.
Στο μεγάλο Αγιασμό έχομε
μια νοηματική συνέχεια με την εκτενή Δέηση, που προηγείται, αφού ο
Ιερεύς αιτείται επευχόμενος τον καθαγιασμόν του ύδατος, ώστε αυτό να
γίνει: "Αφθαρσίας πηγή, αγιασμού δώρον, αμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων
αλεξιτήριον, δαίμοσιν ολέθριον, ταις εναντίαις δυνάμεσιν απρόσητον,
αγγελικής ισχύος πεπληρωμένον. ΄Ινα απάντες οι αρυόμενοι και
μεταλαμβάνοντες έχοιεν αυτό προς καθαρισμόν ψυχών και σωμάτων, προς
ιατρείαν παθών, προς αγιασμόν οίκων, προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον".
Και μετά τη δεύτερη επίκληση το αγιασμένο ύδωρ, θα παρέχει "τοις τε
απτομένοις, τοις τε χριομένοις, τοις τε μεταλαμβάνουσιν τον αγιασμόν,
την ευλογίαν, την κάθαρσιν, την υγείαν".
Στις καθαγιαστικές ευχές
του Μικρού Αγιασμού, η Θεία Χάρη δια της μεταλήψεως και του ραντισμού
του αγιασμένου ύδατος χορηγεί την ευλογία που αποσμήχει τους ρύπους των
παθών και θεραπεύει τις ασθένειες της ψυχής και του σώματος και
καταπέμπεται σ' αυτό η ευλογία και η χάρη των ιαμάτων, ώστε να
καταξιωνόμαστε να δεχόμαστε την απολύτρωση των ψυχικών και σωματικών
πόνων.
Κατά συνέπειαν,
αντιλαμβανόμαστε ότι ενώ στο Μικρό Αγιασμό δίδεται έμφαση στην ίαση των
ψυχικών και σωματικών ασθενειών, στον Μεγάλο Αγιασμό, καίτοι υπάρχει και
αυτό το αίτημα με παρόμοια άλλα, κυριαρχεί πλήρως η ευλογία της φύσεως
των υδάτων με το βάπτισμα του Κυρίου, με όλο το βάρος και τις συνέπειες
που έχει αυτή η αναμνηστική λειτουργική παρουσία ενός τέτοιου
πραγματικού και σωτηριώδους γεγονότος για τη ζωή του όλου σώματος της
Εκκλησίας, αλλά και του κάθε πιστού χωριστά. Αποτελεί την αναδημιουργία
της ύλης και δι' αυτής του κόσμου εν Χριστώ. Γι' αυτό και επαξίως
ονομάζεται λουτρόν παλιγγενεσίας. Γιατί το αγιασμένο ύδωρ των Θεοφανίων
δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το αγιασμένο νερό του βαπτίσματος, στο οποίο
βαπτίζεται ο Τίμιος Σταυρός σε αναπαράσταση του βαπτίσματος του Χριστού
και το οποίο αντλούσαν οι πιστοί πριν το βάπτισμα των κατηχουμένων, ως
ευλογία, λόγος για τον οποίον θεσπίστηκε η τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού.
Μάλιστα ο Μεγάλος Αγιασμός διατήρησε την τέλεσή του μέσα στη Θεία
λειτουργία, όπως τελούνταν τόσο το Βάπτισμα, όσο και τα άλλα μυστήρια
στους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες, ενώ ο Μικρός Αγιασμός τελείται καθ'
οιανδήποτε στιγμή και περίσταση, χωρίς ιδιαίτερους περιορισμούς.
Η σύντομη αυτή αναδρομή
στο περιεχόμενο των δύο Ακολουθιών, κάνει εμφανή μια τιμητική και καθαρά
και μόνον συμβολικήν υπεροχή του Μεγάλου Αγιασμού έναντι του Μικρού,
αφού υπερέχει η συμβολική ανάμνηση του αγιασμού της υλικής κτίσεως από
τον Κύριο και θεωρείται ως αφετηρία αγιασμού των πάντων σε τέτοιο βαθμό,
ώστε να δικαιολογείται ο παραδοσιακός χαρακτηρισμός του μεν ως Μεγάλου
του δε ως Μικρού Αγιασμού. Εξ άλλου, όπως παρατηρήσαμε, η ακολουθία του
Μικρού Αγιασμού είναι φανερά επηρεασμένη από την ακολουθία του Μεγάλου
και ως μεταγενέστερη αυτής, χωρίς να υπονοείται σε καμία περίπτωση
διαφοροποίηση της αγιαστικής χάριτος των δύο Αγιασμών ή της μετοχής τους
από τους πιστούς.
Αρχιμανδρίτης ΣΩΤΗΡΙΟΣ Ν. ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, ιεροκήρυξ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΑΓΙΑΣΜΟ
1. Ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στό Μεγάλο Ἁγιασμό πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἐκεῖνον τῆς κύριας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς;
Ὁ
Μεγάλος Ἁγιασμός πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα
τῆς ἑορτῆς εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος. Ἐσφαλμένα κάποιοι θεωροῦν ὅτι δῆθεν
τελεῖται τήν παραμονή ὁ «μικρός Ἁγιασμός» καί τήν ἑπόμενη ὁ «Μέγας». Καί
στίς δύο περιπτώσεις τελεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός.Μικρός
Ἁγιασμός τελεῖται τήν πρώτη μέρα κάθε μήνα, καθώς καί ἐκτάκτως ὅταν τό
ζητοῦν οἱ χριστιανοί σέ διάφορες περιστάσεις (ἐγκαίνια οἰκιῶν,
καταστημάτων καί ἱδρυμάτων, σέ θεμελίωση κτισμάτων κ.λπ.). Ὁ Μεγάλος
Ἁγιασμός τελεῖται μόνο δύο φορές τό χρόνο (τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου) στό
Ναό.
2. Ποῦ φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός καί γιά ποιό λόγο;
Ὁ
Μεγάλος Ἁγιασμός φυλάσσεται ὅλο τό χρόνο στό Ναό. Φυλάσσεται ὄχι ἄνευ
λόγου. Καί ὁ λόγος δέν εἶναι ἄλλος, παρά γιά νά «μεταλαμβάνεται» ἀπό
τούς πιστούς ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες καί προϋποθέσεις. Συνηθισμένη εἶναι η
περίπτωση πού ἀφορᾶ στούς διατελοῦντες ὑπό ἐπιτίμιο τοῦ Πνευματικοῦ,
πού ἐμποδίζει τή συμμετοχή τους στη θεία Κοινωνία, γιά ὁρισμένο καιρό,
καί εἴθισται νά δίδεται σέ αὐτούς, γιά εὐλογία καί παρηγοριά τους, Μέγας
Ἁγιασμός. Κανένα κώλυμα δέν ὑφίσταται πρός τοῦτο, ἐφ' ὅσον μάλιστα
βρίσκονται «ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει». Ἀπαραίτητα
ὅμως πρέπει νά συνειδητοποιοῦν ὅτι ὁ Μέγας Ἁγιασμός δέν ὑποκαθιστᾶ οὔτε
ἀντικαθιστᾶ τή θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ,
γιά τήν ὁποία ὀφείλουν μέ τή μετάνοια νά προετοιμάζονται, γιά νά
ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά κωλύματα τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νά ἀξιωθοῦν νά κοινωνήσουν
τό ταχύτερο.
3. Μπορεῖ
ὁ Μέγας Ἁγιασμός νά φυλάσσεται στό σπίτι καί νά πίνουν ἀπ' αὐτόν σέ
καιρό ἀσθένειας ἤ γιά ἀποτροπή βασκανίας καί κάθε σατανικῆς ἐνέργειας;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική. Παρέχεται ἀπ' αὐτό τοῦτο τό ἱερό κείμενο τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, πού προβλέπει «ἵνα
πάντες οἱ ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτό (τό ἡγιασμένον
ὕδωρ...) πρός ἰατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν
ἐπιτήδειον», καί δή καί «δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον» (πρβλ. καί τή συναφή εὐχή σέ βασκανία· «φυγάδευσαν
καί ἀπέλασαν πᾶσαν διαβολικήν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικήν ἔφοδον καί
πᾶσαν ἐπιβουλήν... καί ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῶν κακοποιῶν ἀνθρώπων»). Ἀναντίρρητα
χειραγωγεῖται μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ πιστός νά ἀποφεύγει ἄλλες διεξόδους
(«ξόρκια», μαγεῖες καί ἄλλες μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ), καί νά καταφεύγει
στά ἔγκυρα «ἁγιάσματα» τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ὁ Μέγας Ἁγιασμός, ἀλλά
καί ὁ «μικρός» λεγόμενος Ἁγιασμός, ὡς συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς
ταμειούχου τῆς θείας χάριτος, καί μέτοχος τῶν ἁγιαστικῶν της μέσων. Προϋποτίθεται
βέβαια ὅτι στίς οἰκίες ὅπου φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός, καί τό καντήλι
θά ἀνάβει καί θά καίει ἐπιμελῶς, καί ἡ εὐλάβεια θά ὑπάρχει στά μέλη τῆς
οἰκογενείας, τούς συζύγους καί τά παιδιά, καί θά ἀποφεύγεται κάθε αἰτία
πού ἀποδιώχνει τή θεία χάρη (ὅπως βλασφημίες ἤ ἄλλες ἀσχημοσύνες).
4. Ποιά ἡ σχέση νηστείας καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ;
Ἡ ἱστορική ἀρχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία
τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων -ὅπως τήν παραμονή τοῦ Πάσχα καί τῆς
Πεντηκοστῆς- γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων, δηλ. τῶν νέων
χριστιανῶν. Τά μεσάνυχτα τελοῦνταν ὁ ἁγιασμός τοῦ ὕδατος γιά τήν τελετή
τοῦ Βαπτίσματος· τότε εἰσήχθη ἡ συνήθεια -ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος- οἱ χριστιανοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό
καί νά πίνουν ἤ νά τό μεταφέρουν στά σπίτια τους γιά εὐλογία καί νά τό
διατηροῦν ὁλόκληρο τό χρόνο· «Διά
τοῦτο καί ἐν μεσονυκτίῳ κατά τήν ἑορτήν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι,
οἴκαδε τά νάματα ἀποτίθενται, καί εἰς ἐνιαυτόν ὁλόκληρον φυλάττουσιν»(Λόγος εἰς τό ἅγιον βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος· ΡG 49, 366).
Ἀργότερα ὅμως, σέ καιρούς λειτουργικῆς παρακμῆς, ἡ ἀκολουθία τοῦ
Ἁγιασμοῦ ἀπομονώθηκε ἀπό αὐτή τοῦ Βαπτίσματος, παρόλο πού διατήρησε
πολλά στοιχεῖα του. Παρέμεινε ἡ συνήθεια ὥστε οἱ πιστοί νά παίρνουν ἀπό
τό ἁγιασμένο νερό «πρός ἁγιασμόν οἴκων», ὅπως ἀναφέρει ἡ καθαγιαστική εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.
Νωρίς ἐπίσης ἐπικράτησε ἡ συνήθεια τῆς νηστείας πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, γιά δύο λόγους:
Πρῶτο,
οἱ δύο μεγάλες ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων στήν ἀρχαία
Ἐκκλησία ἦταν ἑνωμένες σέ μία, αὐτή τῶν Θεοφανείων ἤ Ἐπιφανείων, πού
τελοῦταν τήν 6η Ἰανουαρίου (συνήθεια πού διατηρεῖται στήν Ἀρμενική
Ἐκκλησία μέχρι σήμερα)· ὅμως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (4ος αἰ.)
χώρισε τίς δύο γιορτές καί ὅρισε ἡ μέν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ νά
γιορτάζεται τήν 25η Δεκεμβρίου, ἡ δέ Βάπτιση
καί φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδας τήν 6η Ἰανουαρίου. Πρίν ἀπό κάθε
Δεσποτική ἑορτή προηγοῦνταν νηστεία γιά τήν ψυχική καί σωματική κάθαρση
τῶν πιστῶν. Ἄς θυμηθοῦμε πώς ἡ νηστεία ἔχει μέσα της τό στοιχεῖο τοῦ
πένθους γιά τίς ἁμαρτίες. Ἔτσι ὅταν χώρισαν οἱ δύο ἑορτές, ἡ νηστεία πού
προηγοῦνταν ἀκολούθησε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων· γι' αὐτό ἡ Ἐκκλησία
ὅρισε νά νηστεύουμε μόνο τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων σάν προετοιμασία
γιά τήν ἑορτή, καί ὄχι περισσότερες ἡμέρες, γιατί βρισκόμαστε σέ
ἑορταστική περίοδο, τό ἅγιο Δωδεκαήμερο.
Καί
δεύτερο· ἀρχαία συνήθεια ἦταν ἐπίσης αὐτοί πού θά βαπτίζονταν νά
νηστεύουν καί μαζί μέ αὐτούς οἱ Ἀνάδοχοι, οἱ συγγενεῖς, ἀλλά καί ἄλλοι
χριστιανοί οἱ ὁποῖοι τηροῦσαν ἐθελοντικά νηστεία «ὑπέρ τῶν
βαπτιζομένων». Δέν ἦταν λοιπόν δύσκολο στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν νά
συνδεθοῦν ἡ πόση τοῦ ἁγιασμοῦ καί ἡ νηστεία, χωρίς νά ὑπάρχει αἰτιώδης
σχέση μεταξύ αὐτῶν. Ἔτσι
λοιπόν, μεταφέροντας τό ζήτημα στή σημερινή ἐποχή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι
οἱ τακτικῶς μεταλαμβάνοντες τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τηροῦντες τίς
νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί τῆς 5ης Ἰανουαρίου, εἶναι ἤδη
ἕτοιμοι ὥστε νά πιοῦν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς 5ης καί 6ης Ἰανουαρίου.
Σέ ἄλλη περίπτωση, ἐνδείκνυται νά τελοῦν σχετική νηστεία, ὅπως ὁρίζει σ'
αὐτούς ὁ Πνευματικός τους.
Τέλος
ὅσοι ἐκτάκτως πίνουν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό πού φυλάσσουν στό σπίτι
τους, σέ ὧρες ἀσθενειῶν καί κινδύνων κ.λπ., μετά ἤ ἄνευ νηστείας, ἄς μήν
ὑστεροῦν στήν πνευματική νηστεία ἀπέχοντες «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός τε καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 7,1).
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Πατρῶν κυροῦ Νικοδήμου.
Ἀρχικῶς
αὐτή δημοσιεύθηκε στά ΔΙΠΤΥΧΑ τοῦ ἔτους 1999 (σσ. οη΄-π΄), πρός
ἐνημέρωση τῶν εὐλαβέστατων Ἐφημερίων καί πληροφόρηση τῶν πιστῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;