Περί αυτοκτονίας 2ο
Ή Άννα
περπατούσε στο δρόμο με βαριά καρδιά. Από καιρό τώρα καλλιεργούσε μέσα
της την ιδέα της αυτοκτονίας. Δεν ήθελε πια να ζήσει από τότε πού είχε
διαλυθεί ό αρραβώνας της. Είχε πολύ πληγωθεί. Όλα της φαίνονταν μαύρα.
Και σιγά σιγά είχε αρχίσει να εξοικειώνεται με την ιδέα της αυτοκτονίας… Μια μικρή ποσότητα δηλητηρίου και όλα θα τελείωναν…
Μια μέρα ή
απελπισία της είχε φτάσει στο κατακόρυφο. ‘Η αντοχή της είχε τέλεια πια
λυγίσει. Και υπό την επίδραση αυτής της κατάστασης πήρε την οριστική
απόφαση τη σημερινή μέρα θα ήταν ή τελευταία της ζωής της.
Θα ήταν 4
μ.μ. Σηκώθηκε, ντύθηκε και βγήκε έξω. ‘Ήθελε για τελευταία φορά να
περπατήσει στους δρόμους να δει ανθρώπους, να περάσει από τους γνωστούς
που έπαιζε όταν ακόμα ήταν μικρούλα, να αποχαιρετήσει τη ζωή.
Είχε φτάσει
στην κεντρική πλατεία, όταν είδε κόσμο πολύ. Απόρησε. Ρώτησε. Ήταν
κηδεία. Μια κοπέλα, γνωστή της από χρόνια, είχε πεθάνει την προηγούμενη
μέρα από αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ταράχτηκε ή Άννα. Πως δεν το είχε
μάθει; Μια δύναμη την έσπρωξε να πάει στην εκκλησία. Μπήκε. Στεφάνια,
λουλούδια, κόσμος σπαραγμός.
Άρχισε ή
νεκρώσιμη ακολουθία. Πρώτη φορά σήμερα πρόσεχε τόσο πολύ στα λόγια και
τά νοήματα τών τροπαρίων. Ένιωθε μέσα της μια ασυνήθιστη ταραχή. Στη
συνέχεια της έκαμαν εντύπωση τά λόγια τού Ευαγγελίου: «… και
πορεύσονται οι τά αγαθά ποιήσαντες εις άνάστασιν ζωής, οι δέ τά φαύλα
πράξαντες εις άνάστασιν κρίσεως».
Ή καρδιά
της χτυπάει γοργά. Κοιτάζει το φέρετρο. Φαντάζεται προς στιγμή τη σκηνή
να είναι αυτή μέσα εκεί, ακίνητη, με τά μάτια κλεισμένα, πεθαμένη… Ή
ταραχή μεγάλωσε. Ιδρώτας ένιωσε να την περιλούζει…
Κάποτε
τελείωσε ή κηδεία. Ό κόσμος έφυγε… Και το φέρετρο μεταφέρθηκε στο
κοιμητήριο… Ή Άννα όμως έμεινε εκεί ώρα πολλή. Πήγε πίσω από μια κολόνα
για να μή φαίνεται…
Σιγά σιγά
έπεφτε το σκοτάδι. Τά μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Σήκωσε το κεφάλι
της. Απέναντι ήταν ό Σταυρός. Μέσα από τά δάκρυά της τον έβλεπε σαν
φωτεινό μετέωρο, σαν άγκυρα ελπίδας στον ωκεανό της ζωής της. «Χριστέ
μου, συγχώρησέ με… Είμαι μια αμαρτωλή…», είπε με λυγμούς και ένιωσε
μεταμέλεια.
Μετά από
ώρα σηκώθηκε, σκούπισε καλά τά μάτια της και αργά αργά τράβηξε για το
σπίτι της… Έφτασε εκεί. Μπήκε στο δωμάτιό της. Πήρε αποφασιστικά το
δηλητήριο και το έχυσε …Έξω είχε νυχτώσει πια… Μέσα της όμως είχε
λούσει το φώς, ή ελπίδα, ό Θεός…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΛΑΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;