Του Γιάννη Ξένου
Στις ατέρμονες συζητήσεις που γίνονται
τα τελευταία πέντε χρόνια για την κατάσταση της οικονομίας και την
φτωχοποίηση της χώρας, ελάχιστα ασχολούμαστε με το τι συνέβαινε στην
χώρα τα προηγούμενα χρόνια, πριν την κρίση, τα χρόνια της «ευμάρειας».
Για παράδειγμα δεν συναντάμε συχνά αναλύσεις για την ελληνική κοινωνία
και οικονομία της πρώτης εξαετίας της εισόδου στο ευρώ (2002-07), πολύ
περισσότερο για την προγενέστερη περίοδο του εκσυγχρονισμού (1996-2002) ή
και πιο πριν από τις αρχές του 1980 και τις πρώτες κυβερνήσεις του
Πασόκ. Δεν αναλύεται πως είχε επιτευχθεί εκείνη η «ευμάρεια», αν είχε
στέρεες βάσεις ή αν ήταν αναπόφευκτο κάποια στιγμή η φούσκα να σκάσει.
Σταδιακά ένας κύκλος που άνοιξε με την είσοδό μας στο ευρώ το 2002 κλείνει, το Grexit είναι
εδώ και θα μείνει ως απειλή για πολύ καιρό ακόμα. Αν σε αυτή τη
συγκρουσιακή φάση με την Ευρωζώνη αποφεύχθη η έξοδος μας, είναι πολύ
πιθανό στο επόμενο διάστημα να επέλθει μια νέα κρίση και τότε η αποπομπή
της Ελλάδας να είναι πιο ώριμη, η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη τους
τελευταίους μήνες ζυμώνεται εντατικά μ’ αυτή την ιδέα. Είναι κατάλληλη η
συγκυρία να συζητήσουμε έναν πρώτο απολογισμό της περιόδου του ευρώ, να
στοχαστούμε τα λάθη των ελληνικών πολιτικών εξουσιών, τις παγίδες που
μας έστησαν οι Ευρωπαίοι εταίροι, αλλά και τις ευθύνες της ελληνικής
κοινωνίας.
Η περίοδος 2002-2015 χωρίζεται σε δύο
σχεδόν ισομερείς υποπεριόδους. Η πρώτη από το 2002 έως το 2008, που
άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα, είναι η φάση της διόγκωσης της
οικονομίας και των προσδοκιών της κοινωνίας. Η δεύτερη από το 2009 έως
και σήμερα είναι η φάση της χρεοκοπίας και των κοινωνικών αντιδράσεων.
Η ελληνική οικονομία την επταετία 2001-2007 αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,2%, ένα ομολογουμένως εντυπωσιακό ποσοστό[1].
Ήταν μια γιγάντωση που στηρίχθηκε σε πήλινα πόδια, αφού προερχόταν
κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση που είχε μέση ετήσια αύξηση 4,2% (το
2001 στην Ευρωζώνη μόλις που άγγιζε το 2%) και τις αγορές κατοικιών
(μέσος ετήσιος ρυθμός 9,7%). Ιδιωτική κατανάλωση και αγορές κατοικιών
χρηματοδοτήθηκαν από την πληθώρα των χαμηλότοκων καταναλωτικών και
στεγαστικών δανείων.
Η εγχώρια ζήτηση κάθε χρόνο αυξανόταν
κατά 4,5% μ.ό. και δεν μπορούσε να καλυφθεί από την εγχώρια παραγωγή,
έτσι στράφηκε στις εισαγωγές αγαθών που αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό
4,5% την εξεταζόμενη περίοδο. Η εγχώρια παραγωγή είχε πτωτική πορεία,
για παράδειγμα το 2001 οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είχαν μηδενική
αύξηση σε σχέση με το 2000, ενώ τον επόμενο χρόνο (τον πρώτο στην ΟΝΕ)
κατέρρευσαν, είχαν μείωση -8,4%[2].
Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (23,8% του ΑΕΠ το 2007) ήταν
πολύ χαμηλότερες από ότι σε άλλες προβληματικές χώρες της Ευρωζώνης,
όπως η Ισπανία (26,9%), η Πορτογαλία (32,2%) ή η Ιταλία (28,9%).
Ο συνδυασμός αύξησης των εισαγωγών και στασιμότητας ή πτώσης των εξαγωγών είχε σαν αποτέλεσμα έναν σταδιακά διευρυνόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών
της τάξης του 8,5% ΑΕΠ, που το 2007 ξεπέρασε το 10% του ΑΕΠ και το 2008
εκτινάχθηκε στο 14,9%. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, την
προηγούμενη εξαετία 1994-99 το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ήταν
ετησίως κατά μ.ό. 3% του ΑΕΠ, που ήταν και πάλι σημαντικό, αλλά
διαχειρίσιμο. Για να έχουμε και ένα απτό παράδειγμα, τα Ι.Χ. επιβατικά
αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν πρώτη φορά στην Ελλάδα (δηλαδή εισαγόμενα)
κάθε χρόνο αυξήθηκαν από 148,1 χιλ. κατά μέσο όρο την περίοδο 1990-1998
σε 270,2 χιλ την περίοδο 1999-2008, δηλαδή ο ετήσιος μ.ό. σχεδόν
διπλασιάστηκε!
Οι εισαγωγές χρηματοδοτήθηκαν από το φθηνό ιδιωτικό και δημόσιο δανεισμό.
Το δημόσιο χρέος, παρότι το ΑΕΠ όλη αυτήν την περίοδο αυξανόταν
σημαντικά ως ποσοστό επί του ΑΕΠ και θα ανέμενε κανείς να υποχωρήσει,
παρέμενε σταθερά γύρω στο 100% του ΑΕΠ και το 2008 σκαρφάλωσε στο
112,9%. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης δεν ήταν ποτέ κάτω από 4,4%
και με την πάροδο των χρόνων αυξανόταν μέχρι το 2008 να αγγίξει το 10%.
Η είσοδος στην Ευρωζώνη με τον τρόπο που έγινε, σε πολύ υψηλή ισοτιμία (1 ευρώ =340 δραχμές[3])
κατέστρεψε και την τελευταία ικμάδα της ελληνικής παραγωγής, αλλά
εκείνα τα χρόνια όλοι ήταν αποχαυνωμένοι από τα χαμηλά επιτόκια
δανεισμού που για πρώτη φορά έβρισκε η ελληνική οικονομία. Κανείς δεν
ασχολούνταν με τη διάλυση της εγχώριας παραγωγής, οι λίγοι που μιλούσαν
γι’ αυτά θεωρούνταν ότι είχαν απαρχαιωμένες ιδέες.
Αντιθέτως, η Γερμανία
την ίδια περίοδο, όταν λίγο πολύ σε όλη την Ευρωζώνη επικρατούσε
δημοσιονομική χαλαρότητα, όχι όμως στην έκταση της Ελλάδας, εφάρμοζε από
το 2003 την «ατζέντα 2010», ένα πολύ σκληρό πακέτο μέτρων λιτότητας. Η
Γερμανία εφαρμόζοντας λιτότητα στο εσωτερικό της, έστρεφε την ενισχυμένη
παραγωγή της στο εξωτερικό και ένα σημαντικό μέρος στον παραγωγικά
αποσαθρωμένο Νότο της Ευρώπης, που για να το πούμε σχηματικά δανειζόταν
φθηνά για να μπορεί να αγοράζει γερμανικά βιομηχανικά προϊόντα. Σύμφωνα
με στοιχεία της Eurostat η Γερμανία διεύρυνε το εμπορικό της πλεόνασμα
με σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ από 46,4 δισ. ευρώ το 2000 σε 126,5 δισ.
ευρώ το 2007. Τα πλεονάσματα της σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό Νότο
διογκώθηκαν, με την Ελλάδα το ετήσιο πλεόνασμα τα έτη 2000-2007 αυξήθηκε
από 3 δισ. ευρώ σε 5,5 δισ. ευρώ, με την Ιταλία από 9,6 δισ. ευρώ σε
19,6 δισ., με την Ισπανία από 11 δισ. σε 27 δισ. και την Πορτογαλία από 1
δισ. σε 4,2 δισ. ευρώ.Στο εσωτερικό της Γερμανίας η εγχώρια κατανάλωση
μεταξύ 2001 και 2009 περιορίστηκε από το 78,5% του ΑΕΠ σε 74,5% και
ακαθάριστο ποσοστό της αποταμίευσης αυξήθηκε από το 19% του ΑΕΠ σε
σχεδόν 26%[4].
Τα πρώτα χρόνια χρήσης του ευρώ η Γερμανία ενίσχυσε σημαντικά τη θέση
της και προετοιμάστηκε για την παγκόσμια κρίση που ξέσπασε από το 2008
και μετά, αντιθέτως ο Νότος και ειδικά η Ελλάδα βρέθηκε πλήρως
απροετοίμαστος μπροστά στο τι θα επακολουθούσε.
Κάποια πρώτα ανησυχητικά μηνύματα
άρχισαν να δίνονται μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, εξαιτίας της
υπερκοστολόγησης των έργων. Τότε οι Καραμανλής – Αλογοσκούφης λάνσαραν
ως λύση την «ήπια δημοσιονομική προσαρμογή» που όμως αντί να συγκρατήσει
τα δημόσια ελλείμματα τα διόγκωσε και αντί να νοικοκυρέψει το Δημόσιο
προχώρησε σε 150.000 νέες προσλήψεις την πενταετία 2004-09. Με το
ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης το 2008 η χώρα ήταν εντελώς απροετοίμαστη,
αλλά σπατάλησε και δύο ολόκληρα χρόνια μέχρι να αντιληφθεί τι έρχεται.
Στις εκλογές του 2009 η ελληνική κοινωνία πίστεψε τις ανοησίες του ΓΑΠ
και των κηπουρών του ότι «λεφτά υπάρχουν» και ότι θα μπορούσαμε να ζούμε
σαν παράσιτα πολυτελείας για ακόμα πολλά χρόνια. Η εγκληματική
διαχείριση της κρίσης από τον ΓΑΠ και το περιβάλλον του πολλαπλασίασε
τους κινδύνους.
Η κρίση που ξέσπασε από το 2009 μοιάζει με ένα τσουνάμι που έπληξε τους πάντες, δίκαιους και αδίκους, αδιακρίτως. Το ΑΕΠ την εξαετία 2008-13 μειώθηκε 26,2%
(-0,2% το 2008, -3,1% το 2009, -4,9% το 2010, -7,1% το 2011, -7% το
2012 και -3,9% το 2013), ό,τι κέρδισε την προηγούμενη περίοδο (το
διάστημα 2002-07 μεγεθύνθηκε αθροιστικά 25%) χάθηκε[5].
Το δημόσιο χρέος, ως αποτέλεσμα και της μείωσης του ΑΕΠ, εκτοξεύτηκε
στο σχεδόν 180% που είναι σήμερα. Η ανεργία όμως από το 2002 έως το
2013 αυξήθηκε κατά 173% (από 10% το 2002 σε 27,3% το 2013). Η ιδιωτική
κατανάλωση την εξαετία 2008-13 ξεφούσκωσε, αφού μειώθηκε 26,5%, σχεδόν
όσο και το ΑΕΠ. Οι εισαγωγές την περίοδο 2008-13 μειώθηκαν κατά 52%
απόρροια της κατάρρευσης της εσωτερικής κατανάλωσης με αποτέλεσμα και το
έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο να περιοριστεί αρκετά.
Οι εξαγωγές όμως την
περίοδο 2008-2013 παρουσίασαν μικρή αύξηση και δεν δικαίωσαν τις
προβλέψεις των εμπνευστών των μνημονίων ότι αρκεί η μείωση του εργατικού
κόστους για να πάρει μπρος ο εξαγωγικός τομέας. Οι εξαγωγές αγαθών
εκπροσωπούν μόλις το 15% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι
35%[6].
Ο εξαγωγικός τομέας δεν μπορεί να αναπτυχθεί εξαιτίας της δυσκολίας που
αντιμετωπίζει στην εξεύρεση χρηματοδότησης. Οι επιχειρήσεις και τα
νοικοκυριά είχαν καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες τον Δεκέμβριο του
2009 ύψους 237,531 δισ. ευρώ και στα μέσα Ιουνίου 2015 δεν πρέπει να
είναι πάνω από 125 δισ. ευρώ. Με τέτοιο τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας
που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες συν το γεγονός ότι τα κόκκινα δάνεια
προσεγγίζουν τα 100 δισ. ευρώ, είναι αδύνατο να χρηματοδοτηθούν οι
εξαγωγικές επιχειρήσεις, μόνο ένα ειδικό ταμείο μπορεί να έδινε μια
κάποια λύση. Ο άλλος βασικός λόγος είναι ότι για δεκαετίες ο εξαγωγικός
κλάδος έχει παραμεληθεί και τώρα δεν διαθέτει την οργάνωση που
απαιτείται για να διοχετεύσει τα ελληνικά προϊόντα σε καλές αγορές.
Την επταετία της κρίσης πολιτικές
δυνάμεις από όλο το πολιτικό φάσμα ανέλαβαν την ευθύνη της διαχείρισης
της κρίσης και λίγο πολύ όλες απέτυχαν. Ο ΓΑΠ και οι κηπουροί του μας
έβαλαν στην Κόλαση της Τρόικας και αυτές τις μέρες ο Τσίπρας και οι
δικοί του κηπουροί είναι κοντά να δώσουν τέλος στην ελληνική τραγωδία με
την έξοδο της χώρας από το ευρώ και την ολοκληρωτική χρεοκοπία. Ευθύνες
φυσικά έχει και η ΝΔ επί Καραμανλή ή επί Σαμαρά, αλλά αυτή έχει το
ελαφρυντικό ότι ο Καραμανλής καθυστερημένα το 2009 ξύπνησε και ήθελε να
λάβει μέτρα πριν φτάσουμε στην προσφυγή στο ΔΝΤ. Ο Σαμαράς τον Νοέμβριο
του 2011 πέρασε από το αντιμνημονιακό στρατόπεδο στο μνημονιακό και αυτό
αποδείχτηκε καθοριστικό για τις μετέπειτα εξελίξεις, αν δεν υποχωρούσε
τότε θα γινόταν εκλογές το 2011 πριν διασπαστεί το αντιμνημονιακό κίνημα
και ίσως να αποφεύγαμε το δεύτερο μνημόνιο. Παρόλα αυτά το 2013-2014
περιόρισε κάπως την οικονομική καταστροφή και αν δεν υπήρχε η προεδρική
εκλογική τον Δεκέμβριο και η μανία των Τσίπρα-Παππά να κυβερνήσουν με
οποιοδήποτε κόστος για την χώρα, το ερχόμενο φθινόπωρο μπορεί και να
έβγαζε τη χώρα από τα μνημόνια και έτσι να πάτσιζε για το ιστορικό λάθος
που διέπραξε το 2011 και να πέρναγε μετά στην κρίση της Ιστορίας.
Αλλά μεγάλη ευθύνη φέρει και ο ελληνικός
λαός, αφενός δεν αντιλήφθηκε ότι ο μεταπολιτευτικός πολιτικός κόσμος
τελείωσε και παρήκμασε την χώρα, αφετέρου τις πιο κρίσιμες στιγμές
πίστευε όσους του υπόσχονταν ότι θα του φέρουν και πάλι τον ψεύτικο
παράδεισο της Μεταπολίτευσης. Αρνούνταν να πιστέψει ότι η κρίση ήρθε για
να μείνει και ότι δεν υπήρχε τρόπος επιστροφής. Όταν στις αρχές του
2012 το Άρδην[7]
και άλλοι πρότειναν τη λύση ενός εσωτερικού ομολογιακού δανείου που θα
μπορούσε να φέρει στα κρατικά ταμεία 30-40 δισ. ευρώ γιατί τότε υπήρχαν
ακόμα καταθέσεις, ελάχιστα την πήραν στα σοβαρά, οι περισσότεροι τη
λοιδόρησαν είτε ως μη ρεαλιστική λύση είτε ως μη επαναστατική. Φυσικά οι
καταθέσεις χάθηκαν από την υπερφορολόγηση που επέβαλλε το δεύτερο
μνημόνιο ή μεταφέρθηκαν σε γερμανικές τράπεζες για την ενίσχυση της
γερμανικής οικονομίας!
Ο κύκλος αυτής της περιόδου των 14
χρόνων κλείνει, τελικά την χρεοκοπία δεν την αποφύγαμε, το ζητούμενο
είναι το μέγεθός της. Αν βγούμε από το ευρώ θα μειωθεί άλλο ένα 30-40%
το ΑΕΠ και η χρεοκοπία δεν θα περιοριστεί μόνο στην οικονομία, θα
επεκταθεί και σε άλλους τομείς, για παράδειγμα θα απομακρυνθούμε από την
Κύπρο, αλλά και από τις βαλκανικές χώρες που είναι στην ΕΕ ή είναι σε
τροχιά ένταξης σε αυτή. Το γεωπολιτικό περιβάλλον στην
περιοχή με την επιθετική νεο-οθωμανική Τουρκία και με διαλυμένες τη
Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη από τον τζιχαντισμό είναι τέτοιο που θα
κάνει πιθανά τις ελληνικές ελίτ να στραφούν αποκλειστικά στο Ισραήλ
ως μόνη χώρα στην περιοχή που μπορεί να μας συνδράμει. Μια επιλογή
αποκλειστικής συνεργασίας με το Ισραήλ θα ήταν ότι χειρότερο λαμβάνοντας
υπόψη τι σημαίνει για τους τζιχαντιστές το Ισραήλ και πόσο ευάλωτη
είναι η Ελλάδα. Αν συνυπολογίσουμε και τις άλλες δύσκολες παραμέτρους
για την Ελλάδα, όπως το δημογραφικό, τη φυγή του ελληνικού πληθυσμού (δεν θα είναι μόνο νέοι, όπως και τώρα δεν είναι μόνο νέοι), τις μεταναστευτικές εισροές
που ήδη είναι ανεξέλεγκτες και τη πλήρη διάλυση που θα έχουν οι
κρατικές δομές (νοσοκομεία, δημόσιες υπηρεσίες, στρατός, αστυνομία
κ.ά.), τότε η επιλογή της εξόδου από το ευρώ αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να
αποκλείεται από κάθε άνθρωπο που διαθέτει ελάχιστη λογική.
Από την άλλη η παραμονή στο ευρώ, αν δεν
τα αλλάξουμε όλα και πρώτα τα μυαλά μας, δεν θα μας σώσει. Η μάχη που
θα δοθεί τα επόμενα χρόνια θα είναι για τη διατήρηση του ελληνικού
κράτους και της κοινωνικής συνοχής του. Το τρίπτυχο παραγωγική
ανασυγκρότηση, ενίσχυση της δημογραφίας και ανάσχεση της μετανάστευσης
των νέων είναι εγχειρήματα που μπορούν τα επόμενα χρόνια να περιορίσουν
τις αρνητικές επιπτώσεις της χρεοκοπίας.
[1] Τα στοιχεία για την περίοδο 2001-2007 προέρχονται από την έκδοση της Τράπεζας της Ελλάδος, Το χρονικό της Μεγάλης Κρίσης: Η Τράπεζα της Ελλάδος 2008-2013, σσ. 15-18
[2] Τα στοιχεία τα πήραμε από το βιβλίο του Μιχάλη Ιγνατίου, Τρόικα, ο δρόμος προς την καταστροφή, εκδόσεις Λιβάνη, 2015
[3]
Ίσως αν η ισοτιμία κλείδωνε πολύ χαμηλότερα στο 1 ευρώ= 500 δραχμές
όπως πρότειναν οι Γερμανοί να διατηρούνταν κάτι από την εγχώρια
παραγωγή, αλλά οι εκσυγχρονιστές του Πασόκ, μετά το σκάνδαλο του
Χρηματιστηρίου, ήθελαν υψηλή ισοτιμία για να ξεγελάσουν την κοινωνία ότι
έχει νόμισμα με υψηλή αξία για να καταναλώνει περισσότερα αγαθά.
[4] Matthias Matthijs και Mark Blyth, «Οι ευθύνες της Γερμανίας για την κρίση του Ευρώ», Foreign Affairs, διαδικτυακή έκδοση.
[5] Τα στοιχεία για την περίοδο 2008-13 προέρχονται από την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2014) που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2015.
[6] Δήμητρα Μανιφάβα, «Τα δύο «βαρίδια» που βάζουν φρένο στις ελληνικές εξαγωγές, Καθημερινή.
[7] Άρδην, «Μόνη λύση η οικονομική αυτοδυναμία, Εσωτερικός Δανεισμός τώρα», http://ardin-rixi.gr/archives/3271
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;