Η Αγία Κυριακή η Μεγαλομάρτυς τιμάται στις 7 Ιουλίου
Κυριακή, καρπός προσευχής γονέων ευσεβών
Στο τέλος λοιπόν του 3ου αιώνος επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού στα μέρη της Μικράς Ασίας ζούσε ένα αντρόγυνο χριστιανών, ο Δωρόθεος και η Ευσεβία.
Διακρινόταν για τη βαθιά και συνειδητή πίστη στον ένα και αληθινό Θεό, για τα έργα της φιλανθρωπίας, για τη συνετή ζωή τους. Το αντρόγυνο αυτό βίωνε έναν κρυφό πόνο.
Δεν είχαν αξιωθεί να αποκτήσουν παιδί που θα τους έδινε μεγάλη ευτυχία και θα κληρονομούσε και τα πλούτη τους. Ο πόνος εντούτοις δεν τους απογοήτευσε.
Δεν τους παρέσυρε στο να βλασφημήσουν κατά του Θεού. Αντίθετα. Λαμβάνοντας υπόψη τους τόσα αγιογραφικά περιστατικά γονέων που δεν είχαν τέκνα και απέκτησαν
μετά από θερμή προσευχή, κατέφυγαν σ’ αυτό το ισχυρό όπλο. Ο δε Κύριος άκουσε τις θερμές προσευχές του Δωροθέου και της Ευσεβίας και τους αξίωσε να αποκτήσουν
ένα κοριτσάκι το όποιο βάπτισαν Κυριακή, επειδή γεννήθηκε την ημέρα αναστάσεως του Χριστού.
Ανατροφή «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»
Ευγνώμονες τώρα προς τον Θεό, οι ευτυχείς γονείς αφοσιώθηκαν στην ανατροφή της μοναχοκόρης τους Κυριακής, με βάση την υπόδειξη του αποστόλου των εθνών Παύλου:
Να ανατρέφετε τα παιδιά σας δίνοντάς τους αγωγή και συμβουλές που εμπνέονται από την πίστη στον Κύριο (Εφεσ. 6, 4). Της δίδαξαν την υπακοή, τη σεμνότητα, την αφοσίωση
στον Θεό, την αγνότητα σώματος και ψυχής, την εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Κυρίου, την αγάπη προς τους εμπερίστατους, την έμπρακτη βίωση της χριστιανικής πίστεως.
Και η Κυριακή δεν τους απογοήτευε. Διότι από την τρυφερή ακόμα ηλικία της είχε δώσει δείγματα για το ποιά επρόκειτο να γίνει καθώς μεγάλωνε. Όταν μάλιστα έφτασε σε
ηλικία γάμου ήταν στολισμένη όχι μόνο με σύνεση και σωφροσύνη, με μόρφωση και ήθος, αλλά και με σπάνιο σωματικό κάλλος, που εντυπωσίαζε τους πάντες. Όπως ήταν
φυσικό και αναμενόμενο, οι γονείς της ονειρεύονταν και προσδοκούσαν έναν καλό γάμο για τη μοναχοκόρη τους.
«Προτιμώ να είμαι νύμφη του Χριστού...»
Ενώ όμως έτσι σκέπτονταν οι γονείς της Κυριακής και αυτά ονειρεύονταν οι οικογένειες των υποψήφιων γαμπρών, η ίδια άλλα είχε αποφασισμένα με το νου και την καρδιά της.
«Δέν μετεχειρίζετο τό κάλλος τῆς εἰς ἔρωτας νέων ἀτάκτων..., οὔτε παρέκυπτεν ἀπό τά παράθυρα διά νά ἀγρεύη τάς ψυχᾶς τῶν ἀνδρῶν», όπως επισημαίνει ο Συναξαριστής.
Αντίθετα, επιδιδόταν με ιδιαίτερο ζήλο στο να στολίζει την ψυχή της με προσευχή, με εγκράτεια, με σιωπή και με νηστείες. Διότι, θέλοντας να μιμηθεί την Υπεραγία Θεοτόκο,
επέλεξε την οδό της παρθενίας, επηρεασμένη και από τα θεόπνευστα λόγια του αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους, τα σχετικά με τον γάμο και την αγαμία (παρθενία).
Η φράση μάλιστα του Παύλου, κι αυτός που προχωρεί σε γάμο κάνει καλά, κι αυτός που δεν προχωρεί θα κάνει ακόμα καλύτερα (Α΄ Κορ. 7, 38), την ώθησε να λάβει την
οριστική της απόφαση.
Έτσι, όταν οι ευσεβείς γονείς της πρότειναν να ασχοληθεί και με το θέμα της αποκαταστάσεώς της διά του γάμου, την άκουσαν να τους λέει ότι δεν επιθυμεί κάτι παρόμοιο και
τους παρακάλεσε να μην επανέλθουν στο ζήτημα αυτό, επειδή διακαώς ποθούσε να αφιερώσει σώμα και ψυχή στον Κύριο και την αειπάρθενη Μητέρα του. Ο Δωρόθεος και η
Ευσεβία, όντας πιστοί χριστιανοί, εκτίμησαν πρεπόντως την παράκληση της μοναχοκόρης τους και δόξασαν τον Θεό που όχι μόνο τους χάρισε την Κυριακή, αλλά και διότι
ήταν τόσο ευλογημένη ψυχή.
Στο στόχαστρο πλούσιου ειδωλολάτρη
Ένας πλούσιος αξιωματούχος της περιοχής, ειδωλολάτρης, όταν πληροφορήθηκε για την Κυριακή, την ομορφιά, το ήθος και την οικονομική κατάσταση των γονιών της, έσπευσε
να τη ζητήσει για νύφη του και σύζυγο του μοναχογιού του. Καθώς έμαθε τα καθέκαστα η Κυριακή, χωρίς περιστροφές αλλά με ήρεμη παρρησία είπε τα εξής: «Εγώ επέλεξα
να είμαι νύμφη του Χριστού μου, και όχι μόνον αυτόν που είναι ειδωλολάτρης δεν θέλω για άντρα μου, αλλά και χριστιανός να ήταν δεν θα τον έπαιρνα, διότι έδωσα υπόσχεση
ενώπιον του Κυρίου να ζήσω και να πεθάνω παρθένος».
Η απάντηση της Κυριακής, όπως ήταν επόμενο, όχι μόνο δεν άρεσε στον ειδωλολάτρη αξιωματούχο, αλλά και τον εξόργισε. Έσπευσε και παρουσιάστηκε στον αυτοκράτορα
Διοκλητιανό. Κατήγγειλε ότι ο Δωρόθεος, η γυναίκα του Ευσεβία και η κόρη τους Κυριακή είναι χριστιανοί.
Ενώπιον του αυτοκράτορα Διοκλητιανού
Ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να συλληφθούν και οι τρεις και να οδηγηθούν ενώπιον του. Όταν αυτό πραγματοποιήθηκε, κλήθηκαν να προσφέρουν θυμίαμα στα είδωλα.
Ο Δωρόθεος, χωρίς να φοβηθεί τον εξοργισμένο αυτοκράτορα, ομολόγησε με παρρησία τη χριστιανική τους πίστη.
Ο Διοκλητιανός, αφού πρώτα βασάνισε τον Δωρόθεο, έδωσε εντολή: Να μεταφέρουν τον μεν Δωρόθεο και τη γυναίκα του Ευσεβία στην πόλη Μελιτινή της Μικράς Ασίας,
προκειμένου να τιμωρηθούν εκεί σκληρά μήπως και αρνηθούν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό, άλλως να τους επιβληθεί η θανατική ποινή για ασέβεια προς τους κρατικούς
θεούς, την δε Κυριακή έστειλε στον γαμπρό του, τον καίσαρα Μαξιμιανό Γαλέριο, που βρισκόταν στη Νικομήδεια, για να την «συνετίσει», πείθοντάς την να θυσιάσει στα είδωλα.
Ο τοπικός άρχοντας της Μελιτινής, γνωστός για τη βαναυσότητά του, μόλις διαπίστωσε κατά την συνοπτική ανάκριση ότι ο Δωρόθεος και η Ευσεβία εμμένουν στη χριστιανική
τους πίστη και αρνούνται να θυσιάσουν στα είδωλα, τους υπέβαλε αρχικά σε σκληρά βασανιστήρια και στη συνέχεια διέταξε το θάνατο τους με αποκεφαλισμό. Έτσι τα μεν
σώματα των ευσεβών γονέων έπεφταν καταγής, η δε αγία ψυχή τους ανέβαινε στον ουρανό.
Η Κυριακή ανακρίνεται και βασανίζεται από τον Μαξιμιανό
Όταν η Κυριακή οδηγήθηκε ενώπιον του καίσαρα Μαξιμιανού Γαλέριου, εκείνος αρχικά προσπάθησε να την δελεάσει με κολακείες και υποσχέσεις, προκειμένου να την πείσει για
να θυσιάσει στα είδωλα. Στις υποδείξεις, τις κολακείες και τις προτροπές η Κυριακή απάντησε με παρρησία ότι δεν την ενδιαφέρει τίποτε από αυτά, διότι είναι αφιερωμένη στον
Σωτήρα και Λυτρωτή της Ιησού Χριστό και δεν πρόκειται να θυσιάσει στους ψεύτικους θεούς.
«Μετά τινα βασανιστήρια» ο καίσαρας παραιτήθηκε από την προσπάθεια να πείσει την Κυριακή. Και έδωσε εντολή να την οδηγήσουν στον αιμοβόρο διοικητή της Βιθυνίας,
που λεγόταν Ιλαριανός. Ο Ιλαριανός έδωσε εντολή να την υποβάλουν σε ένα από τα πιο φρικτά και επώδυνα μαρτύρια: Την κρέμασαν από τα μαλλιά της κεφαλής, την έγδυσαν
και έκαιγαν το σώμα της με αναμμένες λαμπάδες! Η μεγαλομάρτυς Κυριακή, έχοντας νου και ψυχή ανυψωμένα στον ουρανό, υπέμεινε με καρτερία τον πόνο, χωρίς γογγυσμό,
προσευχόμενη και ζητώντας την ενίσχυση του Κυρίου.
Ο Ιλαριανός, εντυπωσιασμένος μεν από την καρτερία της, αλλά και εξοργισμένος από την αποτυχία της προσπάθειάς του, διέταξε να ρίξουν στη φυλακή τη νεαρή χριστιανή,
προκειμένου να συνεχίσει την άλλη μέρα τα βασανιστήρια. Εκεί λοιπόν στη σκοτεινή φυλακή εμφανίστηκε στη μεγαλομάρτυρα ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο όποιος της είπε:
«Μη φοβάσαι, Κυριακή, τα βασανιστήρια, διότι η χάρη μου θα είναι μαζί σου και θα σε προστατεύει από κάθε πειρασμό». Αφού δε θεράπευσε τις πληγές της έφυγε στους ουρανούς.
Η εμφάνιση αυτή του Κυρίου και η θεραπεία των πληγών της τόνωσαν το φρόνημα της μεγαλομάρτυρος. Έτσι, όταν την επομένη την οδήγησαν και πάλι ενώπιον του τοπικού
διοικητή Ιλαριανού, ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει με θάρρος οτιδήποτε θα μηχανευόταν ο τύραννος. Αυτός, βλέποντας ότι οι πληγές από τα χθεσινά βασανιστήρια είχαν τελείως
θεραπευθεί, απευθυνόμενος στην Κυριακή της είπε: Είδες ότι οι θεοί μας σε θεράπευσαν; Έλα λοιπόν στο ναό τους για να τους προσφέρεις ευχαριστήρια θυσία. Η χριστιανή νέα
του απάντησε με παρρησία: Δεν με θεράπευσαν οι ψεύτικοι θεοί σου, αλλά ο μόνος αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός. Αφού όμως με προσκαλείς, θα έρθω στο ναό των ειδώλων.
Συντριβή των ειδώλων, αλλά και μαρτύρια
Με τη συνοδεία και άλλων αξιωματούχων ο Ιλαριανός, η μεγαλομάρτυς Κυριακή και πλήθος λαού πήγαν στον ειδωλολατρικό ναό. Όόταν μπήκαν στο ναό, η μεγαλομάρτυς Κυριακή,
αφήνοντας όλους άφωνους, προσευχήθηκε μεγαλόφωνα στον Κύριο και Θεό της, τον Ιησού Χριστό. Τού ζήτησε να λάμψει η Αλήθεια και να διαλυθεί το σκότος της ειδωλολατρίας.
Και, ώ του θαύματος! Ξαφνικά, τα είδωλα των θεοτήτων που βρίσκονταν μες στο ναό γκρεμίστηκαν σε συντρίμμια, ενώ «σεισμός μέγας μέ ἀνεμοστρόβιλον φοβερόν» τα
διασκόρπισε σε μεγάλη απόσταση. Έντρομοι όλοι οι παρευρισκόμενοι διαπίστωσαν με έκπληξη τη δύναμη της χριστιανικής Πίστεως, αρκετοί δε από αυτούς παραδέχθηκαν ότι
ο Θεός των χριστιανών είναι αληθινός. Αστραπή από τον ουρανό χτύπησε στο πρόσωπο τον Ιλαριανό «καί εὐθέως πεσῶν εἰς τήν γῆν ἀπέθανεν», γράφει ο Συναξαριστής.
Ο νέος διοικητής της επαρχίας της Βιθυνίας, που λεγόταν Απολλώνιος μόλις έμαθε ότι η Κυριακή διαδίδει, μετά τον θάνατο του Ιλαριανού, την Χριστιανική πίστη, έδωσε εντολή να
την συλλάβουν. Ο Απολλώνιος διέταξε να ανάψουν μεγάλη φωτιά και να ρίξουν μες στις φλόγες της τη μεγαλομάρτυρα Κυριακή. Πράγμα που έγινε. Όμως, τι το θαυμαστό ήταν
αυτό που συνέβη μπροστά στα μάτια όλων; Αντί να κατακαεί η νεαρή χριστιανή, ο Θεός άκουσε τη σύντομη θερμή προσευχή της και την προφύλαξε. Χωρίς να υπάρχουν στον
ουρανό σύννεφα, δυνατή βροχή έπεσε «καί ἔσβεσε παρευθύς τήν φλόγα ἐκείνην», με αποτέλεσμα η μεγαλομάρτυς να μη πάθει απολύτως τίποτα.
Αμέσως την έριξε σε πεινασμένα λιοντάρια και τα αφήσαν για να κατασπαράξουν την Κυριακή. Και πάλι όμως ο κραταιός Θεός σκέπασε με την παντοδύναμη χάρη του την
μεγαλομάρτυρα. Τα θηρία έγιναν αρνάκια και κάθισαν κοντά της και έγλειφαν τα πόδια της. Τότε αρκετοί από τους παρευρισκόμενους εθνικούς ομολόγησαν πίστη στον Ιησού
Χριστό και απαρνήθηκαν τα εθνικά είδωλα.
Νέα ομολογία Πίστεως
Ο διοικητής της Βιθυνίας Απολλώνιος έκανε μια ύστατη προσπάθεια για να μεταπείσει τη νεαρή χριστιανή, κολακεύοντάς την.
Αυτά κι άλλα παρόμοια της έλεγε ο Απολλώνιος, νομίζοντας ότι κάτι θα επιτύχει. Εκείνη όμως, αφού τον κοίταξε με παρρησία, αναστέναξε βαθιά και του είπε: Υιέ του διαβόλου
και εχθρέ κάθε δικαιοσύνης! Με τόσο φθηνές κολακείες θέλεις να με πείσεις; Με τέτοια ψέματα προσπαθείς να με χωρίσεις από το γλυκύτατο Νυμφίο μου Χριστό; Μάθε λοιπόν,
ασεβέστατε, ότι δεν πρόκειται να με χωρίσει από την αγάπη του ούτε ο πλούτος ή η φτώχεια, ούτε τα μαρτύρια και οι βασανισμοί, ούτε η ζωή ή ο θάνατος. Επομένως, μη
κουράζεσαι ελπίζοντας πώς θα απαρνηθώ τον Κύριο και Θεό μου και θα επιστρέψω στα ξόανα και τα είδωλα της πλανεμένης θρησκείας σου. Ακόμα κι αν με ξαναρίξεις στη φωτιά
ή με παραδώσεις στα άγρια θηρία, κι αν με πετάξεις στη θάλασσα ή με αποκεφαλίσεις με το ξίφος του δημίου, δεν θα καταφέρεις να αλλάξεις τη χριστιανική μου πίστη. Γιατί
λοιπόν με φοβερίζεις με έναν πρόσκαιρο θάνατο, που στην πραγματικότητα είναι για μένα η πραγματική ζωή; Γιατί μου υπόσχεσαι τιμές οι όποιες για μένα είναι ατιμία; Για μένα
ζωή, τιμή, ανάπαυση και χαρά είναι ο θάνατος για το όνομα του Κυρίου και Θεού μου. Γι’ αυτό και τις τιμές που μου τάζεις, τις δόξες και τον πλούτο, τις θεωρώ τόσης άξιας όση
έχει και ο πηλός της γης.
Στο σημείο αυτό η υπομονή του έπαρχου της Βιθυνίας εξαντλήθηκε, έδωσε εντολή για τον αποκεφαλισμό της.
Το μακάριο τέλος της μεγαλομάρτυρος
Οι δήμιοι, πήραν την Κυριακή και την οδήγησαν έξω από την πόλη, προκειμένου να την αποκεφαλίσουν. Φτάνοντας στον ορισμένο τόπο, η μεγαλομάρτυς τους παρακάλεσε να
της επιτρέψουν για λίγη ώρα να προσευχηθεί. Οι δήμιοι δεν της το αρνήθηκαν. Τότε εκείνη γονάτισε και υψώνοντας τα χέρια της στον ουρανό, την δε ψυχή της στον παντοδύναμο
Θεό και Πατέρα, είπε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ καί Λόγε τοῦ Πατρός, ἐσύ πού μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀνυμνεῖσαι ἀπό τίς οὐράνιες δυνάμεις, Ἐσύ ὁ ὅποιος δέν
εἶσαι ὁρατός ἀπό κανέναν ἄνθρωπο κατά τή θεότητα, εὐαρεστήθηκες ὅμως νά κατεβεῖς στή γῆ καί νά φανεῖς κατά σάρκα στούς ἀνθρώπους, Ἐσύ πού ἐνδυνάμωσες κι ἐμένα τήν
ταπεινή καί ἀνάξια δούλη σου νά ὁμολογήσω τό ἅγιο Ὄνομά σου μπροστά σέ βασιλιάδες καί τυράννους, Ἐσύ πού μέ προστάτεψες ὥστε νά μείνω μέχρι σήμερα ἁγνή παρθένος,
Ἐσύ πού εἶσαι Κύριος του οὐρανοῦ καί τῆς γής, Ἐσύ πού ἐξουσιάζεις τήν ζωή καί τόν θάνατο, Ἐσύ πού εἶσαι δημιουργός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, παράλαβε καί τή δική μου
ψυχή καί κατάταξε τήν μαζί μέ τίς φρόνιμες παρθένες [πρβλ. Μάτθ. 25, 1-13].Διότι δέν ἔσβησα τό λυχνάρι τῆς παρθενίας ὅπως οἱ μωρές παρθένες, δέν νύσταξε ἡ ψυχή μου ἀπό
ἀμέλεια καί ὀκνηρία στήν πορεία τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Πίσω σου ἔτρεξα καί Ἐσένα ἀκολούθησα. Πορεύτηκα τό δρόμο τῶν ἐντολῶν σου.
Δέξου λοιπόν τό πνεῦμα μου στά χέρια σου καί ἀνάπαυσε τό ἐκεῖ πού βρίσκεται ἡ κατοικία ὅλων ἐκείνων οἱ ὅποιοι εὐφραίνονται κοντά σου. Κατάταξε μέ στήν αἰώνια μακαριότητα
μαζί μέ τούς γονεῖς μου πού μαρτύρησαν πρίν ἀπό μένα γιά χάρη τοῦ ὀνόματός σου. Θυμήσου καί ὅσους ἐπικαλοῦνται τό ἅγιο Ὄνομά σου ὅταν θλίβονται, ἐξαιτίας ἐμοῦ τῆς
δούλης σου. Θυμήσου ἐκείνους πού θά ἐπιτελοῦν τήν μνήμη τοῦ μαρτυρικοῦ μου θανάτου. Ἀντάμειψέ τους μέ τίς πλούσιες δωρεές τῶν χαρισμάτων σου.
Ἄκουσε τήν προσευχή τούς ὅταν καθημερινά ἀπευθύνονται σέ Σένα. Ἱκανοποίησε τά αἰτήματά τους πού ἀποβλέπουν στή δική τους σωτηρία, ὥστε καί γί αὐτούς νά δοξαστεῖ τό
ἅγιο Ὄνομά σου, διότι εἶσαι εὐλογητός στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ο Συναξαριστής αναφέρει ότι μόλις η μεγαλομάρτυς και νύμφη του Χριστού Κυριακή τελείωσε την προσευχή της, άγγελοι του Θεού παρέλαβαν την αγία ψυχή της και δεν
χρειάστηκε οι δήμιοι να κάνουν χρήση του ξίφους τους για να την αποκεφαλίσουν.
Έπειτα οι δήμιοι και οι λοιποί ανάμεσα στους όποιους και χριστιανοί επέστρεφαν στην πόλη προκειμένου να ενημερώσουν και τον τοπικό διοικητή Απολλώνιο για τα διατρέξαντα,
ακούστηκε μια υπερκόσμια φωνή που τους έλεγε: Πηγαίνετε και διηγηθείτε σε όλους τα μεγαλεία του Θεού. Έτσι οι χριστιανοί έμειναν στον τόπο της τελειώσεως της
μεγαλομάρτυρος αγίας Κυριακής, πήραν την σορό της και την ενταφίασαν με τιμές, δοξάζοντας και ευλογώντας τον Κύριο και Θεό τους, που ανέδειξε ανάμεσά τους μία ακόμα
αγιασμένη ψυχή.
Η αγία Κυριακή όχι μόνον υπέστη φρικτά μαρτύρια, αλλά και οδηγήθηκε έξω από την πόλη για να αποκεφαλιστεί, πράγμα που είχε αποδεχτεί εσωτερικά και με την προαίρεσή
της ποθούσε, ανεξάρτητα αν ο Κύριος πήρε την ψυχή της και δεν επέτρεψε τον διά του ξίφους θάνατο της. Δίκαια λοιπόν καλείται μεγαλομάρτυς η αγία Κυριακή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε
Ὡς βρύσις πολυκρουνός, παρθένο μάρτυς Χριστοῦ, κατήρδευσας πάνσοφε, τήν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ, καί ἤθλησας ἄριστα, ἔσωσας
τούς ἐν σκότει τῆς εἰδωλομανίαs, αἴγλη τῶν σῶν θαυμάτων, Κυριακή ἀθληφόρε, διό ἐν παρρησία Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἠμᾶς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;