Έλεγε ο μακάριος:
1. Ρωτήθηκα πώς πρέπει να συγκρατεί κανείς το θυμό του. Και αποκρίθηκα, πως η αρχή της συγκρατήσεως του θυμού είναι να μη μιλάει κανείς όταν ταράζεται. Γι’ αυτό ο αββάς Μωϋσής δεν αντιμίλησε όταν τον πρόσβαλαν με τα λόγια “Τί θέλει κι έρχεται και τούτος ο αράπης ανάμεσα μας;”, αλλά είπε: “Αν και ταράχθηκα, όμως δεν μίλησα”. Στη
δεύτερη όμως προσβολή όχι μόνο δεν ταράχθηκε, μα τα έβαλε και με τον
εαυτό του, λέγοντας: “Καρβουνόπετσε, μαύρε, καλά σου κάνανε! Αφού δεν
είσαι άνθρωπος, τί έρχεσαι κι ανακατεύεσαι με τους ανθρώπους;”.
2.
Αλλά εμείς, επειδή πνευματικά είμαστε πολύ χαμηλά και από την πολλή μας
αμέλεια δεν μπορούμε να φτάσουμε ούτε στων αρχαρίων τη διαγωγή,
νομίζουμε πως οι εντολές είναι βαριές κι ανεφάρμοστες. Γιατί το να ταράζεται κανείς και να μη μιλάει δεν είναι γνώρισμα των τελείων αλλά των αρχαρίων. Ενώ είναι βέβαια μεγάλο πράγμα το να μην ταράζεται κανείς
καθόλου, σύμφωνα με τον άγιο προφήτη, που είπε «ητιμάσθην και ουκ
εταράχθην». Εμείς όμως ούτε καν να βάλουμε αρχή δεν επιζητούμε, ούτε
προαίρεση τέτοια δείχνουμε, έτσι που να ελκύουμε και τη χάρη του Θεού σε
βοήθειά μας. Αλλά κι αν φαίνεται πως δείχνουμε κάποια προαίρεση, είναι
τόσο νωθρή και ασήμαντη, που δεν αξίζει να πάρει οποιοδήποτε αγαθό από
το Θεό.
3.Όλος
ο πνευματικός αγώνας μας είναι σαν τη σπορά και την καρποφορία.
Προσφέρει κανείς τον κόπο της προαιρέσεως, και παίρνει τα δώρα της
χάριτος. Και όπως ο γεωργός σπέρνει μεν λίγα, κερδίζει όμως πολλά,
αν ο Θεός ευχαριστηθεί από τον κόπο του — όπως ακριβώς έχει γραφτεί και
για τον Ισαάκ, ότι, «έσπειρεν εν τη γη εκείνη και εποίησεν εν τω
ενιαυτώ εκείνω εκατοστεύουσαν κριθήν» —, έτσι, αν μείνει ευχαριστημένος
ο Θεός από την προαίρεσή μας, μπορούμε έπειτα ανώδυνα, αβίαστα και
άνετα να τα κάνουμε όλα και να κερδίζουμε απ’ όλα.
Λόγου χάρη, η προσευχή που γίνεται με βία και υπομονή, γεννάει την καθαρή προσευχή που γίνεται με άνεση. Η άσκηση βίας ανήκει στην προαίρεση, ενώ η άνεση ανήκει στη θεία χάρη.
4. Αλλά και σ’ όλες τις τέχνες τα ίδια βλέπουμε. Όταν δηλαδή έρχεται κάποιος να μάθει μια τέχνη, στην αρχή κοπιάζει και δυσκολεύεται και πολλές φορές αποτυχαίνει. Όμως δεν χάνει το κουράγιο του, αλλά πάλι προσπαθεί. Κι αν πάλι αποτύχει, δεν το βάζει κάτω, φανερώνοντας έτσι στο μάστορα την προαίρεσή του. Αν όμως λιποψυχήσει και κάνει πίσω, δεν μαθαίνει τίποτα. Αποτυχαίνοντας έτσι πολλές φορές και μην υποχωρώντας, αλλ’ επιμένοντας στον κόπο και στη δουλειά, συνηθίζει τελικά, με τη βοήθεια του Θεού, και τα κάνει όλα άκοπα και άνετα. Κι έτσι κατορθώνει να βγάζει το ψωμί του από την τέχνη του.
Το ίδιο συμβαίνει και στα πνευματικά. Αν καταπιαστεί κανείς με την εργασία της αρετής, δεν πρέπει να νομίζει πως θα την κατορθώσει αμέσως. Γιατί αυτό είναι αδύνατο. Πρέπει όμως να προσπαθήσει. Κι αν αποτύχει, να μην κάνει πίσω, επειδή δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτα, αλλά να ξαναπροσπαθήσει, όπως αυτός που θέλει να μάθει μια τέχνη. Έτσι, υπομένοντας πολλές αποτυχίες και μην αγανακτώντας, κινεί τη συγκατάνευση του Θεού στον κόπο της προαιρέσεώς του, που του δίνει το χάρισμα να κάνει τα πάντα αβίαστα.
5. Αυτό είναι που είπε και ο αββάς Μωϋσής: «Η δύναμη αυτών που θέλουν ν’ αποκτήσουν τις αρετές, εδώ φαίνεται: Αν δηλαδή πέσουν, να μη λιποψυχήσουν, αλλά να προσπαθήσουν πάλι».
6. Έλεγε ακόμα, πως κάθε αρετή απαιτεί και κόπο και χρόνο και τη θέλησή μας, προπαντός όμως χρειάζεται τη συνέργεια του Θεού.
Γιατί αν ο Θεός δεν συνεργαστεί με την προαίρεσή μας, ματαιοπονούμε, όπως ακριβώς ματαιοπονεί και ο γεωργός που καλλιέργησε κι έσπειρε το χωράφι του, αν ο Θεός δεν βρέξει στο σπόρο του. Αλλά η συνέργεια του Θεού προϋποθέτει τις προσευχές και τις παρακλήσεις μας. Μ’ αυτές ελκύουμε τη βοήθεια του Θεού, που έρχεται να μας συμπαρασταθεί. Αν όμως αμελήσουμε την προσευχή, πώς αλλιώς να συγκατανεύσει ο Θεός στην εργασία μας, παρά νωθρά και απρόθυμα κι Εκείνος; Αν πάλι γρήγορα λιποψυχήσουμε, όπως λέω πάντα, τίποτα δεν αξιωνόμαστε να πάρουμε.
Γιατί ο Θεός δίνει σημασία στην προαίρεση, και χαρίζει ανάλογα μ’ αυτή και τις δωρεές Του.
7. Μήπως, αλήθεια, κι ο αββάς Μωϋσής δεν ήταν πρώτα αρχιληστής; Μήπως δεν έκανε μύρια κακά, ώστε, εξαιτίας της δυστροπίας του, να τον διώξει και ο κύριός του; Επειδή όμως δόθηκε στην άσκηση με γενναιότητα και τόσο θερμή προαίρεση, ξέρουμε όλοι σε ποιά μέτρα αρετής έφτασε, ώστε, σύμφωνα με το συγγραφέα που διηγήθηκε τα σχετικά μ’ αυτόν, να συναριθμείται με τους εκλεκτούς δούλους του Θεού. Ενώ εμείς και τη θέρμη, που φαίνεται να έχουμε στην αρχή της αποταγής μας, τη χάνουμε σιγά-σιγά από την αμέλειά μας, καθώς μας απορροφούν πράγματα ψυχρά και ασήμαντα και χωρίς αξία, και ανταλλάζουμε μ’ αυτά την αγάπη του Θεού και του πλησίον, και τα σφετεριζόμαστε σα να ‘ναι δικά μας, σα να μην τα πήραμε από το Θεό. «Τι γαρ έχεις», λέει, «ο ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι, ως μη λαβών;».
8. Μην είναι τάχα φτωχός ο Κύριος και ανίκανος να μας πλουτίσει με τ’ αγαθά, όπως πλούτισε τους αγίους πατριάρχες, αν έβλεπε πως θα βγαίναμε απόλυτα κερδισμένοι απ’ όσα θα μας έδινε; Επειδή όμως βλέπει ότι, από την επιπολαιότητά μας, ζημιωνόμαστε στα μικρά και στα λίγα, γι’ αυτό, σαν φιλάνθρωπος, δεν μας εμπιστεύεται πολλά, για να μην καταστραφούμε εντελώς. Γιατί, όπως είπα πριν, αν έβλεπε ότι κερδίζαμε στα λίγα, δεν θα Του ήταν αδύνατο να μας προσφέρει και τα πολλά. Ποιός, αλήθεια, έπεισε τους ανθρώπους εκείνους να ρίχνουν τα χρήματα στα πόδια των Αποστόλων; Αλλά, καθώς λέω συχνά-πυκνά, ο Θεός, σαν αγαθός, μας έδωσε τη δυνατότητα να κερδίζουμε απ’ όλα. Εμείς όμως, με την υπερβολική προσήλωση στα υλικά, κάνουμε κακή χρήση των θείων δωρεών. Τις εξανεμίζουμε και τις διώχνουμε μακριά μας. Έτσι ζημιωνόμαστε από τ’ αγαθά που μας χαρίζει ο Θεός, εξαιτίας της κακογνωμίας μας.
9. Κανείς δεν μπορεί να βλάψει μια πιστή ψυχή. Αλλά οτιδήποτε κι αν πάθει, υπολογίζεται σαν κέρδος της. Ενώ ο άπιστος τιμωρείται από την ίδια του την απιστία, όπως ο εργάτης, που κοπιάζει χωρίς να ελπίζει πώς θα πληρωθεί μετά τον κόπο. Ο πιστός, αντίθετα, βρίσκει πολλή παρηγοριά, επειδή ακριβώς και τότε που κοπιάζει είναι πιστός, κι ελπίζει ν’ αμειφθεί για την υπομονή του. Ενώ ο άπιστος, αφού δεν πιστεύει πως θα πάρει μισθό από τον Κύριο, τί παρηγοριά να βρει;
Και το παραμικρό λοιπόν να πάθει, κάθεται και σαπίζει στους λογισμούς του, και συλλογίζεται “και μου είπε”, “και έχω να του πω”, μνησικακώντας και βάζοντας με το νου του πράγματα αδύνατα, που συχνά δεν μπορεί να τα πραγματοποιήσει. Οι άνθρωποι, βλέπετε, δεν κατορθώνουν όσα σκέφτονται, αλλά μόνο όσα τους επιτρέπει ο Θεός, κι αυτά για τους λόγους που μόνο Εκείνος ξέρει. Πολλές φορές, λόγου χάρη, επιχειρεί ένας άνθρωπος να κάνει κακό σ’ άλλον, κι ο σκοπός του ματαιώνεται, επειδή δεν το επιτρέπει ο Θεός. Και το μόνο που δοκιμάζεται έτσι, είναι οι προαιρέσεις των ανθρώπων.
Πόσοι προσπάθησαν να κακοποιήσουν τους αγίους πατριάρχες, και, επειδή δεν το επέτρεψε ο Θεός, κανένας δεν μπόρεσε να τους βλάψει, καθώς είναι γραμμένο: «Ουκ αφήκεν άνθρωπον αδικήσαι αυτούς και ήλεγξεν υπέρ αυτών βασιλείς· μη άπτεσθε των χριστών μου και εν τοις προφήταις μου μη πονηρεύεσθε» ;
10. Κατά το μέτρο, πάλι, που θα θελήσει να φανερώσει τη μεγάλη Του δύναμη, παρακινεί σε ευσπλαχνία ακόμα και τις καρδιές των άσπλαχνων ανθρώπων, καθώς είναι γραμμένο και στον προφήτη Δανιήλ: «και έδωκεν ο Θεός τον Δανιήλ εις έλεον και εις οικτιρμόν ενώπιον του αρχιευνούχου».
Μακάρια είναι η ψυχή που, με το να διψά το Θεό, ετοιμάστηκε σωστά για να δεχτεί τις δωρεές Του. Γιατί σε καμιά περίπτωση δεν την εγκαταλείπει, αλλά τη συντρέχει πάντα, ακόμα και σε όσα από άγνοια δεν Του ζητάει.
Καλά έλεγε κάποιος σοφός, πως το σοφό άνθρωπο τον υπερασπίζεται ο Θεός. Πόσες φορές, για παράδειγμα, δεν δοκίμασε ο Σαούλ να σκοτώσει το μακάριο Δαυίδ; Τί δεν έκανε; Τί δεν μηχανεύτηκε; Επειδή όμως ο Δαυίδ είχε υπερασπιστή τον Κύριο, κάθε επιβουλή του Σαούλ ματαιωνόταν. Και όχι μόνο τούτο, αλλά κι έπεφτε στα χέρια του αγίου εκείνου, που όμως τον λυπόταν (και του χάριζε τη ζωή). Δεν είχε, βλέπετε, κακία που παροργίζει και ερεθίζει.
11. Τον ρώτησαν πάλι:
Πώς μπορεί κανείς, όταν τον εξευτελίζουν ή τον κακολογούν ορισμένοι, να μη θυμώνει;
Και αποκρίθηκε:
Αν θεωρεί κανείς τον εαυτό του τιποτένιο, δεν ταράζεται, καθώς είπε ο αββάς Ποιμήν:
«Αν εξευτελίσεις τον εαυτό σου, θα βρεις ανάπαυση».
(Αββά Ζωσιμά, «Κεφάλαια ωφέλιμα», εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου,
σ. 53-65)
Λόγου χάρη, η προσευχή που γίνεται με βία και υπομονή, γεννάει την καθαρή προσευχή που γίνεται με άνεση. Η άσκηση βίας ανήκει στην προαίρεση, ενώ η άνεση ανήκει στη θεία χάρη.
4. Αλλά και σ’ όλες τις τέχνες τα ίδια βλέπουμε. Όταν δηλαδή έρχεται κάποιος να μάθει μια τέχνη, στην αρχή κοπιάζει και δυσκολεύεται και πολλές φορές αποτυχαίνει. Όμως δεν χάνει το κουράγιο του, αλλά πάλι προσπαθεί. Κι αν πάλι αποτύχει, δεν το βάζει κάτω, φανερώνοντας έτσι στο μάστορα την προαίρεσή του. Αν όμως λιποψυχήσει και κάνει πίσω, δεν μαθαίνει τίποτα. Αποτυχαίνοντας έτσι πολλές φορές και μην υποχωρώντας, αλλ’ επιμένοντας στον κόπο και στη δουλειά, συνηθίζει τελικά, με τη βοήθεια του Θεού, και τα κάνει όλα άκοπα και άνετα. Κι έτσι κατορθώνει να βγάζει το ψωμί του από την τέχνη του.
Το ίδιο συμβαίνει και στα πνευματικά. Αν καταπιαστεί κανείς με την εργασία της αρετής, δεν πρέπει να νομίζει πως θα την κατορθώσει αμέσως. Γιατί αυτό είναι αδύνατο. Πρέπει όμως να προσπαθήσει. Κι αν αποτύχει, να μην κάνει πίσω, επειδή δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτα, αλλά να ξαναπροσπαθήσει, όπως αυτός που θέλει να μάθει μια τέχνη. Έτσι, υπομένοντας πολλές αποτυχίες και μην αγανακτώντας, κινεί τη συγκατάνευση του Θεού στον κόπο της προαιρέσεώς του, που του δίνει το χάρισμα να κάνει τα πάντα αβίαστα.
5. Αυτό είναι που είπε και ο αββάς Μωϋσής: «Η δύναμη αυτών που θέλουν ν’ αποκτήσουν τις αρετές, εδώ φαίνεται: Αν δηλαδή πέσουν, να μη λιποψυχήσουν, αλλά να προσπαθήσουν πάλι».
6. Έλεγε ακόμα, πως κάθε αρετή απαιτεί και κόπο και χρόνο και τη θέλησή μας, προπαντός όμως χρειάζεται τη συνέργεια του Θεού.
Γιατί αν ο Θεός δεν συνεργαστεί με την προαίρεσή μας, ματαιοπονούμε, όπως ακριβώς ματαιοπονεί και ο γεωργός που καλλιέργησε κι έσπειρε το χωράφι του, αν ο Θεός δεν βρέξει στο σπόρο του. Αλλά η συνέργεια του Θεού προϋποθέτει τις προσευχές και τις παρακλήσεις μας. Μ’ αυτές ελκύουμε τη βοήθεια του Θεού, που έρχεται να μας συμπαρασταθεί. Αν όμως αμελήσουμε την προσευχή, πώς αλλιώς να συγκατανεύσει ο Θεός στην εργασία μας, παρά νωθρά και απρόθυμα κι Εκείνος; Αν πάλι γρήγορα λιποψυχήσουμε, όπως λέω πάντα, τίποτα δεν αξιωνόμαστε να πάρουμε.
Γιατί ο Θεός δίνει σημασία στην προαίρεση, και χαρίζει ανάλογα μ’ αυτή και τις δωρεές Του.
7. Μήπως, αλήθεια, κι ο αββάς Μωϋσής δεν ήταν πρώτα αρχιληστής; Μήπως δεν έκανε μύρια κακά, ώστε, εξαιτίας της δυστροπίας του, να τον διώξει και ο κύριός του; Επειδή όμως δόθηκε στην άσκηση με γενναιότητα και τόσο θερμή προαίρεση, ξέρουμε όλοι σε ποιά μέτρα αρετής έφτασε, ώστε, σύμφωνα με το συγγραφέα που διηγήθηκε τα σχετικά μ’ αυτόν, να συναριθμείται με τους εκλεκτούς δούλους του Θεού. Ενώ εμείς και τη θέρμη, που φαίνεται να έχουμε στην αρχή της αποταγής μας, τη χάνουμε σιγά-σιγά από την αμέλειά μας, καθώς μας απορροφούν πράγματα ψυχρά και ασήμαντα και χωρίς αξία, και ανταλλάζουμε μ’ αυτά την αγάπη του Θεού και του πλησίον, και τα σφετεριζόμαστε σα να ‘ναι δικά μας, σα να μην τα πήραμε από το Θεό. «Τι γαρ έχεις», λέει, «ο ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι, ως μη λαβών;».
8. Μην είναι τάχα φτωχός ο Κύριος και ανίκανος να μας πλουτίσει με τ’ αγαθά, όπως πλούτισε τους αγίους πατριάρχες, αν έβλεπε πως θα βγαίναμε απόλυτα κερδισμένοι απ’ όσα θα μας έδινε; Επειδή όμως βλέπει ότι, από την επιπολαιότητά μας, ζημιωνόμαστε στα μικρά και στα λίγα, γι’ αυτό, σαν φιλάνθρωπος, δεν μας εμπιστεύεται πολλά, για να μην καταστραφούμε εντελώς. Γιατί, όπως είπα πριν, αν έβλεπε ότι κερδίζαμε στα λίγα, δεν θα Του ήταν αδύνατο να μας προσφέρει και τα πολλά. Ποιός, αλήθεια, έπεισε τους ανθρώπους εκείνους να ρίχνουν τα χρήματα στα πόδια των Αποστόλων; Αλλά, καθώς λέω συχνά-πυκνά, ο Θεός, σαν αγαθός, μας έδωσε τη δυνατότητα να κερδίζουμε απ’ όλα. Εμείς όμως, με την υπερβολική προσήλωση στα υλικά, κάνουμε κακή χρήση των θείων δωρεών. Τις εξανεμίζουμε και τις διώχνουμε μακριά μας. Έτσι ζημιωνόμαστε από τ’ αγαθά που μας χαρίζει ο Θεός, εξαιτίας της κακογνωμίας μας.
9. Κανείς δεν μπορεί να βλάψει μια πιστή ψυχή. Αλλά οτιδήποτε κι αν πάθει, υπολογίζεται σαν κέρδος της. Ενώ ο άπιστος τιμωρείται από την ίδια του την απιστία, όπως ο εργάτης, που κοπιάζει χωρίς να ελπίζει πώς θα πληρωθεί μετά τον κόπο. Ο πιστός, αντίθετα, βρίσκει πολλή παρηγοριά, επειδή ακριβώς και τότε που κοπιάζει είναι πιστός, κι ελπίζει ν’ αμειφθεί για την υπομονή του. Ενώ ο άπιστος, αφού δεν πιστεύει πως θα πάρει μισθό από τον Κύριο, τί παρηγοριά να βρει;
Και το παραμικρό λοιπόν να πάθει, κάθεται και σαπίζει στους λογισμούς του, και συλλογίζεται “και μου είπε”, “και έχω να του πω”, μνησικακώντας και βάζοντας με το νου του πράγματα αδύνατα, που συχνά δεν μπορεί να τα πραγματοποιήσει. Οι άνθρωποι, βλέπετε, δεν κατορθώνουν όσα σκέφτονται, αλλά μόνο όσα τους επιτρέπει ο Θεός, κι αυτά για τους λόγους που μόνο Εκείνος ξέρει. Πολλές φορές, λόγου χάρη, επιχειρεί ένας άνθρωπος να κάνει κακό σ’ άλλον, κι ο σκοπός του ματαιώνεται, επειδή δεν το επιτρέπει ο Θεός. Και το μόνο που δοκιμάζεται έτσι, είναι οι προαιρέσεις των ανθρώπων.
Πόσοι προσπάθησαν να κακοποιήσουν τους αγίους πατριάρχες, και, επειδή δεν το επέτρεψε ο Θεός, κανένας δεν μπόρεσε να τους βλάψει, καθώς είναι γραμμένο: «Ουκ αφήκεν άνθρωπον αδικήσαι αυτούς και ήλεγξεν υπέρ αυτών βασιλείς· μη άπτεσθε των χριστών μου και εν τοις προφήταις μου μη πονηρεύεσθε» ;
10. Κατά το μέτρο, πάλι, που θα θελήσει να φανερώσει τη μεγάλη Του δύναμη, παρακινεί σε ευσπλαχνία ακόμα και τις καρδιές των άσπλαχνων ανθρώπων, καθώς είναι γραμμένο και στον προφήτη Δανιήλ: «και έδωκεν ο Θεός τον Δανιήλ εις έλεον και εις οικτιρμόν ενώπιον του αρχιευνούχου».
Μακάρια είναι η ψυχή που, με το να διψά το Θεό, ετοιμάστηκε σωστά για να δεχτεί τις δωρεές Του. Γιατί σε καμιά περίπτωση δεν την εγκαταλείπει, αλλά τη συντρέχει πάντα, ακόμα και σε όσα από άγνοια δεν Του ζητάει.
Καλά έλεγε κάποιος σοφός, πως το σοφό άνθρωπο τον υπερασπίζεται ο Θεός. Πόσες φορές, για παράδειγμα, δεν δοκίμασε ο Σαούλ να σκοτώσει το μακάριο Δαυίδ; Τί δεν έκανε; Τί δεν μηχανεύτηκε; Επειδή όμως ο Δαυίδ είχε υπερασπιστή τον Κύριο, κάθε επιβουλή του Σαούλ ματαιωνόταν. Και όχι μόνο τούτο, αλλά κι έπεφτε στα χέρια του αγίου εκείνου, που όμως τον λυπόταν (και του χάριζε τη ζωή). Δεν είχε, βλέπετε, κακία που παροργίζει και ερεθίζει.
11. Τον ρώτησαν πάλι:
Πώς μπορεί κανείς, όταν τον εξευτελίζουν ή τον κακολογούν ορισμένοι, να μη θυμώνει;
Και αποκρίθηκε:
Αν θεωρεί κανείς τον εαυτό του τιποτένιο, δεν ταράζεται, καθώς είπε ο αββάς Ποιμήν:
«Αν εξευτελίσεις τον εαυτό σου, θα βρεις ανάπαυση».
(Αββά Ζωσιμά, «Κεφάλαια ωφέλιμα», εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου,
σ. 53-65)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;