Η Ελλάδα σε παγίδα χαμηλής γονιμότητας
Του Αναστάσιου Λαυρέντζου* από το Άρδην τ. 100
Διανύουμε
μια ιδιαίτερη περίοδο, κατά την οποία όλες οι παράμετροι ισχύος του
ελληνισμού βρίσκονται σε φθίνουσα πορεία. Πρόκειται για μια πολύπλευρη
αποσύνθεση η οποία ξεκινά από το θεσμικό επίπεδο, συνεχίζει στο
οικονομικό και πλέον φτάνει στο ουσιωδέστερο που είναι η ίδια η
πληθυσμική υπόσταση του ελληνικού κράτους, η οποία αλλάζει
ταχύτατα. Η αλλαγή αυτή, η μετάλλαξη για την ακρίβεια, συντελείται
μάλιστα με όλους τους δυνατούς τρόπους. Για να εξηγήσουμε τι ενονούμε με
αυτό, θα πούμε κατ’ αρχάς ότι η εξέλιξη ενός πληθυσμού καθορίζεται από
την πορεία δύο βασικών ισοζυγίων: το φυσικό ισοζύγιο που είναι η διαφορά «γεννήσεις μείον θάνατοι» ανά έτος και το μεταναστευτικό ισοζύγιο
το οποίο είναι η διαφορά «είσοδοι μείον έξοδοι» ατόμων από τη χώρα. Το
μεταναστευτικό ισοζύγιο θα το διακρίνουμε σε δύο συνιστώσες: στο
μεταναστευτικό ισοζύγιο των Ελλήνων και στο μεταναστευτικό ισοζύγιο των
αλλοδαπών.
Όσον αφορά το φυσικό ισοζύγιο, για να κατανοήσουμε τί συμβαίνει, θα αναφερθούμε σε έναν πολύ βασικό δημογραφικό δείκτη, ο οποίος είναι γνωστός ως Δείκτης Ολικής Γονιμότητας. Ο δείκτης αυτός, σε αδρές γραμμές, μετρά τον αριθμό παιδιών ανά γυναίκα, και μας δείχνει χονδρικά τη γονιμότητα ενός πληθυσμού. Ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχει μια κρίσιμη τιμή, ένα όριο, που πρέπει να υπερβαίνει αυτός ο δείκτης ώστε ένας πληθυσμός να διατηρείται τουλάχιστον σταθερός ή να αυξάνεται. Το όριο αυτό είναι τα 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Για να καταλάβουμε γιατί έχει αυτή την τιμή, αναφέρω ότι, για να μπορεί να ανανεωθεί ένας πληθυσμός, πρέπει κάθε γυναίκα να φέρει στον κόσμο μια κόρη που θα την αντικαταστήσει. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γεννήσει δύο παιδιά. Λόγω κάποιων στατιστικών διορθώσεων, η τιμή διαμορφώνεται τελικά στο 2,1. Στην Ελλάδα, η τελευταία φορά που ο δείκτης αυτός είχε αυτή την τιμή, ήταν το 1981. Στη συνέχεια, οι γεννήσεις μειώθηκαν ραγδαία μέσα στη δεκαετία του 1980, με αποτέλεσμα, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, να εξισωθούν με τους θανάτους. Στο διάστημα αυτό, μέχρι σήμερα, η τιμή του δείκτη ολικής γονιμότητας κυμαίνεται στα 1,3 με 1,4 παιδιά ανά γυναίκα. Να σημειώσουμε εδώ ότι, τα τελευταία χρόνια, στις γεννήσεις συμπεριλαμβάνονται και οι γεννήσεις αλλοδαπών, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι ο δείκτης γονιμότητας των Ελληνίδων βρίσκεται κάτω και από τη χαμηλή τιμή των 1,3 παιδιών ανά γυναίκα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, για διάστημα μεγαλύτερο των δύο δεκαετιών, ο ελληνικός πληθυσμός είναι υπογόνιμος. Δηλαδή κάθε γενιά γυναικών φέρνει στη ζωή όλο και λιγότερες γυναίκες με αποτέλεσμα να έχουμε εισέλθει σε μια διαδικασία αυτοτροφοδοτούμενης μείωσης. Είναι σημαντικό να τονίσουμε εδώ, ότι όταν μιλάμε για μείωση, δεν εννοούμε ότι ο ελληνικός πληθυσμός θα μειωθεί κατά μερικά εκατομμύρια και θα ισορροπήσει σε ένα σχετικά μικρότερο μέγεθος. Τα δεδομένα που εκθέσαμε μας καθορίζουν μαθηματικά ότι ο ελληνικός πληθυσμός εισέρχεται –έχει εισέλθει ήδη– σε μια ασταμάτητη πορεία συρρίκνωσης.
Κατά μία έννοια, η Ελλάδα ακολουθεί πιστά, με κάποια χρονική υστέρηση, τον δρόμο της Βουλγαρίας. Η Βουλγαρία, για όσους γνωρίζουν, βρίσκεται σε μια δραματική δημογραφική κατάσταση και ενδεχομένως είναι σήμερα η χώρα με τον ταχύτερο ρυθμό δημογραφικής συρρίκνωσης στον κόσμο. Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι τα τελευταία δώδεκα χρόνια η Βουλγαρία έχασε περίπου μισό εκατομμύριο πληθυσμού, μόνο από τη διαφορά γεννήσεων – θανάτων. Τονίζουμε εδώ ότι τα δημογραφικά δεδομένα της Ελλάδας είναι περίπου τα ίδια και ίσως λίγο χειρότερα από τη Βουλγαρία. Αυτό αυτομάτως μας λέει τί μας περιμένει από εδώ και εμπρός.
Ειδικότερα, αν κανείς δει τα τελευταία χρόνια τις γεννήσεις στην Ελλάδα, και κυρίως από το 2010 και μετά, θα διαπιστώσει μια ραγδαία πτώση, η οποία κατά ένα μέρος οφείλεται και στην επιδείνωση που προκαλεί η οικονομική κρίση. Πλέον, μετά από αυτή τη «βουτιά» των γεννήσεων, έχουμε περάσει σε καθαρά αρνητικές τιμές του φυσικού ισοζυγίου. Σχετικά είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2013 οι γεννήσεις ήταν λιγότερες κατά 17,5 χιλιάδες από τους θανάτους. Αν μάλιστα εξαιρέσουμε τις γεννήσεις αλλοδαπών, η μείωση σε ετήσια βάση φτάνει τις 30 χιλιάδες, και όπως είπαμε αυτό είναι μόνο η αρχή.
Όσον αφορά το φυσικό ισοζύγιο, για να κατανοήσουμε τί συμβαίνει, θα αναφερθούμε σε έναν πολύ βασικό δημογραφικό δείκτη, ο οποίος είναι γνωστός ως Δείκτης Ολικής Γονιμότητας. Ο δείκτης αυτός, σε αδρές γραμμές, μετρά τον αριθμό παιδιών ανά γυναίκα, και μας δείχνει χονδρικά τη γονιμότητα ενός πληθυσμού. Ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχει μια κρίσιμη τιμή, ένα όριο, που πρέπει να υπερβαίνει αυτός ο δείκτης ώστε ένας πληθυσμός να διατηρείται τουλάχιστον σταθερός ή να αυξάνεται. Το όριο αυτό είναι τα 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Για να καταλάβουμε γιατί έχει αυτή την τιμή, αναφέρω ότι, για να μπορεί να ανανεωθεί ένας πληθυσμός, πρέπει κάθε γυναίκα να φέρει στον κόσμο μια κόρη που θα την αντικαταστήσει. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γεννήσει δύο παιδιά. Λόγω κάποιων στατιστικών διορθώσεων, η τιμή διαμορφώνεται τελικά στο 2,1. Στην Ελλάδα, η τελευταία φορά που ο δείκτης αυτός είχε αυτή την τιμή, ήταν το 1981. Στη συνέχεια, οι γεννήσεις μειώθηκαν ραγδαία μέσα στη δεκαετία του 1980, με αποτέλεσμα, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, να εξισωθούν με τους θανάτους. Στο διάστημα αυτό, μέχρι σήμερα, η τιμή του δείκτη ολικής γονιμότητας κυμαίνεται στα 1,3 με 1,4 παιδιά ανά γυναίκα. Να σημειώσουμε εδώ ότι, τα τελευταία χρόνια, στις γεννήσεις συμπεριλαμβάνονται και οι γεννήσεις αλλοδαπών, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι ο δείκτης γονιμότητας των Ελληνίδων βρίσκεται κάτω και από τη χαμηλή τιμή των 1,3 παιδιών ανά γυναίκα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, για διάστημα μεγαλύτερο των δύο δεκαετιών, ο ελληνικός πληθυσμός είναι υπογόνιμος. Δηλαδή κάθε γενιά γυναικών φέρνει στη ζωή όλο και λιγότερες γυναίκες με αποτέλεσμα να έχουμε εισέλθει σε μια διαδικασία αυτοτροφοδοτούμενης μείωσης. Είναι σημαντικό να τονίσουμε εδώ, ότι όταν μιλάμε για μείωση, δεν εννοούμε ότι ο ελληνικός πληθυσμός θα μειωθεί κατά μερικά εκατομμύρια και θα ισορροπήσει σε ένα σχετικά μικρότερο μέγεθος. Τα δεδομένα που εκθέσαμε μας καθορίζουν μαθηματικά ότι ο ελληνικός πληθυσμός εισέρχεται –έχει εισέλθει ήδη– σε μια ασταμάτητη πορεία συρρίκνωσης.
Κατά μία έννοια, η Ελλάδα ακολουθεί πιστά, με κάποια χρονική υστέρηση, τον δρόμο της Βουλγαρίας. Η Βουλγαρία, για όσους γνωρίζουν, βρίσκεται σε μια δραματική δημογραφική κατάσταση και ενδεχομένως είναι σήμερα η χώρα με τον ταχύτερο ρυθμό δημογραφικής συρρίκνωσης στον κόσμο. Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι τα τελευταία δώδεκα χρόνια η Βουλγαρία έχασε περίπου μισό εκατομμύριο πληθυσμού, μόνο από τη διαφορά γεννήσεων – θανάτων. Τονίζουμε εδώ ότι τα δημογραφικά δεδομένα της Ελλάδας είναι περίπου τα ίδια και ίσως λίγο χειρότερα από τη Βουλγαρία. Αυτό αυτομάτως μας λέει τί μας περιμένει από εδώ και εμπρός.
Ειδικότερα, αν κανείς δει τα τελευταία χρόνια τις γεννήσεις στην Ελλάδα, και κυρίως από το 2010 και μετά, θα διαπιστώσει μια ραγδαία πτώση, η οποία κατά ένα μέρος οφείλεται και στην επιδείνωση που προκαλεί η οικονομική κρίση. Πλέον, μετά από αυτή τη «βουτιά» των γεννήσεων, έχουμε περάσει σε καθαρά αρνητικές τιμές του φυσικού ισοζυγίου. Σχετικά είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2013 οι γεννήσεις ήταν λιγότερες κατά 17,5 χιλιάδες από τους θανάτους. Αν μάλιστα εξαιρέσουμε τις γεννήσεις αλλοδαπών, η μείωση σε ετήσια βάση φτάνει τις 30 χιλιάδες, και όπως είπαμε αυτό είναι μόνο η αρχή.
Ακατάσχετη μείωση και γήρανση του ελληνικού πληθυσμού
Είπαμε ότι ελληνικός πληθυσμός εισέρχεται σε μια πορεία μείωσης. Παράλληλα όμως συνεχίζει να γερνά.
Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, θα παραθέσουμε τί προβλέπει η
δημογραφική προβολή της Eurostat σύμφωνα με το κύριο σενάριο που έχει
επεξεργαστεί το 2013. Το σενάριο αυτό βασίζεται σε δύο υποθέσεις: Η
πρώτη υπόθεση είναι ότι η γονιμότητα του ελλαδικού πληθυσμού ξεκινά από
την τρέχουσα τιμή των 1,3 παιδιών ανά γυναίκα και ανακάμπτει ελαφρά τα
επόμενα χρόνια. Αυτό ίσως είναι λίγο πιο αισιόδοξο από αυτό που θα
συμβεί, αφού τουλάχιστον για τα αμέσως επόμενα χρόνια αναμένεται ότι ο
ρυθμός γεννήσεων θα σημειώσει περαιτέρω πτώση, όπως ιστορικά συμβαίνει
σε όλες τις περιόδους κρίσεων. Η δεύτερη υπόθεση είναι ότι στα επόμενα
χρόνια θα σημειωθεί μια σημαντική μεταναστευτική εκροή του ελληνικού
πληθυσμού η οποία θα φτάσει περίπου τις 300 χιλιάδες έως τη δεκαετία του
2030, οπότε και οι ροές σβήνουν. Με βάση αυτά τα δεδομένα, εκτιμάται
ότι το 2050 ο ελληνικός πληθυσμός θα είναι περίπου 9,1 εκατομμύρια. Θα
έχει μειωθεί λοιπόν περίπου κατά δύο εκατομμύρια. Παράλληλα όμως θα
είναι και πολύ πιο γηρασμένος: όπως προκύπτει από όλες τις δημογραφικές
προβολές (ακόμη και του ΟΗΕ που έχει διενεργήσει αντίστοιχα σενάρια), το 2050, το 1/3 του ελληνικού πληθυσμού θα έχει ηλικία άνω των 65 ετών. Αντίστοιχα η μέση ηλικία θα υπερβαίνει κατά πολύ τα 50 έτη (στην καλύτερη περίπτωση θα είναι περίπου 51 έτη).
Τα παραπάνω στοιχεία μας δείχνουν τις ζοφερές δημογραφικές προοπτικές του ελληνικού πληθυσμού για τις επόμενες δεκαετίες. Να σημειώσουμε πάντως –χωρίς αυτό να θεωρηθεί παρηγοριά– ότι το πρόβλημα που επισημαίνουμε δεν είναι μόνο ελληνικό. Παρόμοια εικόνα εμφανίζουν και άλλα ευρωπαϊκά έθνη, και ενδεικτικά αναφέρουμε τη Γερμανία, στην οποία η γονιμότητα βρίσκεται στα επίπεδα των 1,4 παιδιών ανά γυναίκα επί πολλές δεκαετίες. Με βάση αυτά τα δεδομένα, ο γερμανικός πληθυσμός θα είχε ήδη υποστεί σημαντική μείωση, αν δεν υπήρχαν ισχυρές μεταναστευτικές εισροές, που τα τελευταία χρόνια ενισχύθηκαν με αφίξεις μεταναστών από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου λόγω της κρίσης.
Τα παραπάνω στοιχεία μας δείχνουν τις ζοφερές δημογραφικές προοπτικές του ελληνικού πληθυσμού για τις επόμενες δεκαετίες. Να σημειώσουμε πάντως –χωρίς αυτό να θεωρηθεί παρηγοριά– ότι το πρόβλημα που επισημαίνουμε δεν είναι μόνο ελληνικό. Παρόμοια εικόνα εμφανίζουν και άλλα ευρωπαϊκά έθνη, και ενδεικτικά αναφέρουμε τη Γερμανία, στην οποία η γονιμότητα βρίσκεται στα επίπεδα των 1,4 παιδιών ανά γυναίκα επί πολλές δεκαετίες. Με βάση αυτά τα δεδομένα, ο γερμανικός πληθυσμός θα είχε ήδη υποστεί σημαντική μείωση, αν δεν υπήρχαν ισχυρές μεταναστευτικές εισροές, που τα τελευταία χρόνια ενισχύθηκαν με αφίξεις μεταναστών από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου λόγω της κρίσης.
Μεταναστευτικές εισροές αλλοδαπών στην Ελλάδα
Αν
δούμε τώρα τις μεταναστευτικές ροές αλλοδαπών, θα διαπιστώσουμε ότι η
Ελλάδα έγινε, μετά το 1990, μια χώρα υποδοχής μεταναστών, οι οποίοι σε
αυτή την πρώτη φάση ήταν Ανατολικοευρωπαίοι, Βαλκάνιοι και κυρίως
Αλβανοί. Η είσοδος αυτών των μεταναστών εκείνη την περίοδο ήταν
υπεύθυνη για την όποια αύξηση εμφάνισε ο ελλαδικός πληθυσμός μετά το
1991. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι: Στην απογραφή μόνιμου
πληθυσμού, το 1991, οι ελληνικής υπηκοότητας κάτοικοι της Ελλάδας ήταν
περίπου 10,1 εκατομμύρια. Το 2001, οι ελληνικής υπηκοότητας κάτοικοι
ήταν 10,2 εκατομμύρια, αλλά αυτή τη φορά είχαμε 760 χιλιάδες αλλοδαπούς.
Αντίστοιχα, στην απογραφή του 2011, οι ελληνικής υπηκοότητας κάτοικοι
είχαν μειωθεί στα 9,9 εκατομμύρια και αυτή τη φορά οι αλλοδαποί έφταναν
τους 912 χιλιάδες. Εξ αυτών η μεγαλύτερη ομάδα ήταν οι Αλβανοί, οι
οποίοι ήταν περίπου 480 χιλιάδες, δηλαδή το 4,4% του μόνιμου πληθυσμού.
Τονίζω ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν απογραφές μόνιμου πληθυσμού και
βέβαια δεν απεικονίζουν ένα μεγάλο μέρος των παράνομα εισελθόντων και
διαμενόντων αλλοδαπών στη χώρα. Συνολικά πάντως θεωρώ ότι αυτό το πρώτο
μεταναστευτικό κύμα, παρά τα προβλήματα που δημιούργησε, σε γενικές
γραμμές ωφέλησε τη χώρα. Κατά μια άποψη, οι χώρες των Βαλκανίων
υπέστησαν εκείνη την περίοδο αυτό που έπαθε η Ελλάδα στη δεκαετία του
1960, όταν ένα σημαντικό μέρος του νεανικού της πληθυσμού μετανάστευσε
προς τη Δυτική Ευρώπη. Αντίστοιχα, στη δεκαετία του 1990, ήταν η Ελλάδα
εκείνη που είχε την ευκαιρία να απορροφήσει ανθρώπινο δυναμικό από τις
χώρες των Βαλκανίων και να το προσθέσει στο δικό της. Οι δε μετανάστες
εκείνης της περιόδου, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές απωθήθηκαν από
την ελληνική κοινωνία, είχαν την έφεση να ενσωματωθούν σε αυτή,
θεωρώντας την Ελλάδα ως έναν καπιταλιστικό παράδεισο. Μακροχρονίως
λοιπόν πιστεύω ότι οι περισσότεροι από τους μετανάστες αυτού του πρώτου
κύματος θα ενσωματωθούν και τελικά θα αφομοιωθούν στην ελληνική
κοινωνία, πράγμα το οποίο ήδη έχει συντελεστεί σε μεγάλο βαθμό. Στην
παρούσα φάση όμως – κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης – φαίνεται ότι
πολλοί από αυτούς τους μετανάστες αρχίζουν να επιστρέφουν στις πατρίδες
τους. Αυτό, για τους λόγους που προανέφερα, θα είναι μάλλον μια αρνητική
εξέλιξη, εφ’ όσον αυτό το κύμα επιστροφής λάβει μεγάλη έκταση. Για την
ώρα δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, αλλά φαίνεται ότι το κύμα επιστροφής
είναι ακόμη περιορισμένο, διότι οι συνθήκες στις πατρίδες αυτών των
μεταναστών (κυρίως στην Αλβανία) δεν είναι καλύτερες από αυτές που
ισχύουν στην Ελλάδα.
Αφότου ολοκληρώθηκε η είσοδος αυτών των πρώτων μεταναστών, από το 2001, άρχισε να καταφθάνει στην Ελλάδα ένα δεύτερο μεταναστευτικό κύμα, αυτή τη φορά προερχόμενο κυρίως από χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Αυτό το δεύτερο κύμα αναμένεται να έχει μεγάλη διάρκεια, γιατί τροφοδοτείται από μια σχεδόν ανεξάντλητη ανθρώπινη δεξαμενή και σχετίζεται με ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Είμαστε στη φάση που πυκνώνει η δράση των μηχανισμών της παγκοσμιοποίησης, αφού πλέον, εκτός από ελεύθερη διακίνηση αγαθών και κεφαλαίων, θα έχουμε και μαζικές μετακινήσεις ανθρώπων. Σχετικά θα αναφέρω μερικούς αριθμούς για να καταλάβουμε ότι το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν βρίσκεται σε μια πρόσκαιρη έξαρση λόγω Συρίας. Στην πραγματικότητα μόλις τώρα ξεκινάει, και φοβάμαι ότι αυτό δεν το αντιλαμβάνεται πλήρως η πολιτική ηγεσία της χώρας, η οποία, ως συνήθως, χειρίζεται και αυτό το ζήτημα αποσπασματικά. Αναφέρω λοιπόν: Το Μπαγκλαντές είναι μια χώρα με έκταση όση ακριβώς η Ελλάδα, ενώ όμως η Ελλάδα έχει πληθυσμό 10,8 εκατομμύρια, το Μπαγλαντές έχει… 150 εκατομμύρια! Μια άλλη χώρα είναι το Πακιστάν, το οποίο έχει πληθυσμό 175 εκατομμύρια, και στο όχι και τόσο μακρινό 2040 αναμένεται ότι θα έχει 255 εκατομμύρια. Υπάρχει επίσης και η κοντινή μας Αίγυπτος η οποία έχει «μόνο» 80 εκατομμύρια, αλλά ήδη βρίσκεται σε συνθήκες υπερπληθυσμού, γιατί ο πληθυσμός της κατοικεί κυρίως γύρω από τον Νείλο (το υπόλοιπο τμήμα της χώρας είναι έρημος). Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η περίπτωση της Νιγηρίας, η οποία είναι μια χώρα που βρίσκεται σε πληθυσμιακή έκρηξη. Ο πληθυσμός της, το 2010, ήταν 160 εκατομμύρια, ενώ το 2040 αναμένεται να φτάσει τα 350 εκατομμύρια!! Αυτά τα δημογραφικά δεδομένα, σε συνδυασμό με τη φτώχια των χωρών του τρίτου κόσμου και την κινητικότητα πληθυσμών που καθιερώνεται στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, θα μας φέρουν συνεχείς μεταναστευτικές ροές. Οι ροές αυτές βεβαίως ενισχύονται και από τις τοπικές κρίσεις που σε μεγάλο βαθμό είναι μεν θέμα παρέμβασης ξένων δυνάμεων, όπως π.χ. στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη, στη Συρία κ.λπ., αλλά θα συνεχίσουν να εμφανίζονται και αυτοτελώς, καθώς θα πυροδοτούνται από την εγγενή αστάθεια όλων αυτών των χωρών. Ας μην ξεχνάμε ότι οι χώρες για τις οποίες μιλάμε έχουν τεράστια ποσοστά νεανικού πληθυσμού, ο οποίος βρίσκεται στο περιθώριο, έχοντας πολυπληθείς οικογένειες, με πολλά παιδιά, και στις νέες συνθήκες θα αναγκαστεί να διεκδικήσει τη ζωή του από καθεστώτα συντηρητικά και απαρχαιωμένα. Το αποτέλεσμα θα είναι οι χώρες αυτές να βρίσκονται σε μια διαρκή ένταση. Όποιος λοιπόν πιστεύει ότι ζούμε απλώς μια περίοδο έξαρσης των μεταναστευτικών ροών λόγω Συρίας, μάλλον πλανάται.
Αφότου ολοκληρώθηκε η είσοδος αυτών των πρώτων μεταναστών, από το 2001, άρχισε να καταφθάνει στην Ελλάδα ένα δεύτερο μεταναστευτικό κύμα, αυτή τη φορά προερχόμενο κυρίως από χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Αυτό το δεύτερο κύμα αναμένεται να έχει μεγάλη διάρκεια, γιατί τροφοδοτείται από μια σχεδόν ανεξάντλητη ανθρώπινη δεξαμενή και σχετίζεται με ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Είμαστε στη φάση που πυκνώνει η δράση των μηχανισμών της παγκοσμιοποίησης, αφού πλέον, εκτός από ελεύθερη διακίνηση αγαθών και κεφαλαίων, θα έχουμε και μαζικές μετακινήσεις ανθρώπων. Σχετικά θα αναφέρω μερικούς αριθμούς για να καταλάβουμε ότι το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν βρίσκεται σε μια πρόσκαιρη έξαρση λόγω Συρίας. Στην πραγματικότητα μόλις τώρα ξεκινάει, και φοβάμαι ότι αυτό δεν το αντιλαμβάνεται πλήρως η πολιτική ηγεσία της χώρας, η οποία, ως συνήθως, χειρίζεται και αυτό το ζήτημα αποσπασματικά. Αναφέρω λοιπόν: Το Μπαγκλαντές είναι μια χώρα με έκταση όση ακριβώς η Ελλάδα, ενώ όμως η Ελλάδα έχει πληθυσμό 10,8 εκατομμύρια, το Μπαγλαντές έχει… 150 εκατομμύρια! Μια άλλη χώρα είναι το Πακιστάν, το οποίο έχει πληθυσμό 175 εκατομμύρια, και στο όχι και τόσο μακρινό 2040 αναμένεται ότι θα έχει 255 εκατομμύρια. Υπάρχει επίσης και η κοντινή μας Αίγυπτος η οποία έχει «μόνο» 80 εκατομμύρια, αλλά ήδη βρίσκεται σε συνθήκες υπερπληθυσμού, γιατί ο πληθυσμός της κατοικεί κυρίως γύρω από τον Νείλο (το υπόλοιπο τμήμα της χώρας είναι έρημος). Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η περίπτωση της Νιγηρίας, η οποία είναι μια χώρα που βρίσκεται σε πληθυσμιακή έκρηξη. Ο πληθυσμός της, το 2010, ήταν 160 εκατομμύρια, ενώ το 2040 αναμένεται να φτάσει τα 350 εκατομμύρια!! Αυτά τα δημογραφικά δεδομένα, σε συνδυασμό με τη φτώχια των χωρών του τρίτου κόσμου και την κινητικότητα πληθυσμών που καθιερώνεται στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, θα μας φέρουν συνεχείς μεταναστευτικές ροές. Οι ροές αυτές βεβαίως ενισχύονται και από τις τοπικές κρίσεις που σε μεγάλο βαθμό είναι μεν θέμα παρέμβασης ξένων δυνάμεων, όπως π.χ. στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη, στη Συρία κ.λπ., αλλά θα συνεχίσουν να εμφανίζονται και αυτοτελώς, καθώς θα πυροδοτούνται από την εγγενή αστάθεια όλων αυτών των χωρών. Ας μην ξεχνάμε ότι οι χώρες για τις οποίες μιλάμε έχουν τεράστια ποσοστά νεανικού πληθυσμού, ο οποίος βρίσκεται στο περιθώριο, έχοντας πολυπληθείς οικογένειες, με πολλά παιδιά, και στις νέες συνθήκες θα αναγκαστεί να διεκδικήσει τη ζωή του από καθεστώτα συντηρητικά και απαρχαιωμένα. Το αποτέλεσμα θα είναι οι χώρες αυτές να βρίσκονται σε μια διαρκή ένταση. Όποιος λοιπόν πιστεύει ότι ζούμε απλώς μια περίοδο έξαρσης των μεταναστευτικών ροών λόγω Συρίας, μάλλον πλανάται.
Βουλγαροποίηση, Λιβανοποίηση και η αναζήτηση τρίτου δρόμου
Νομίζω ότι τα στοιχεία που παρατέθηκαν μας δίνουν την πλήρη εικόνα: Από τη μια πλευρά ο ελληνικός πληθυσμός έχει ξεκινήσει τη δημογραφική του κάθοδο,
και την έχει ξεκινήσει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, γιατί ενώ ήδη
είχε αδύναμα δημογραφικά δεδομένα, πλέον πλήττεται και από μια βαθιά
οικονομική κρίση, η οποία θα βυθίσει περαιτέρω τις γεννήσεις – και ήδη
το βλέπουμε αυτό. Παράλληλα, θα έχουμε μια εκροή υψηλού επιπέδου ανθρώπινου δυναμικού,
η οποία επίσης ήδη συμβαίνει και θα έχει διάρκεια για πολλά χρόνια. Από
την άλλη μεριά, έχουμε μια αθρόα είσοδο μεταναστών από χώρες του τρίτου
κόσμου, η οποία θα έχει διάρκεια δεκαετιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι,
αν κανείς κοιτάξει την προέλευση των παράνομων μεταναστών που
συλλαμβάνονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, θα αναγνωρίσει πότε και σε ποιο
μέρος της ευρύτερης περιοχής σημειώθηκε κάποια κρίση: το 2008 είχαμε
εισροή μεταναστών από τη Σομαλία, μετά το 2012 και την πτώση του
καθεστώτος του Μπεν Άλι είχαμε μετανάστες από την Αλγερία, σήμερα, μετά
την κορύφωση της κρίσης στη Συρία, κατακλυζόμαστε από Σύριους,
παλαιότερα είχαμε μετανάστες από το Ιράκ… Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια
υπάρχει μια σταθερή εισροή Αφγανών σε επίπεδα που κυμαίνονται περίπου
στις 18 χιλιάδες ετησίως, μια επίσης σταθερή αλλά αρκετά μικρότερη
εισροή Παλαιστινίων, εισροή Πακιστανών, Μπαγκλαντεσιανών κ.λπ.
Με τα δεδομένα αυτά διαμορφώνεται μια κατάσταση η οποία συνεπάγεται την αλλοίωση του ελληνικού πληθυσμού και το τέλος της νεοελληνικής κοινωνίας όπως την γνωρίσαμε τα τελευταία 200 χρόνια. Θα πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε σοβαρά: Έχουμε το δικαίωμα να δεχτούμε παθητικά αυτές τις εξελίξεις; Υπάρχουν βεβαίως και αρκετοί που μπορεί να μην ανησυχούν για όλα αυτά, διότι ήδη ζουν μέσα από τα ιδεολογήματά τους σε έναν μεταεθνικό κόσμο. Ακόμη και αυτοί όμως θα πρέπει να σκεφτούν ότι μια κοινωνία που διαμορφώνεται με ταχύτατους ρυθμούς μέσω μιας διαδικασίας πληθυσμιακών προσχώσεων είναι ένα σύνολο μη βιώσιμο. Ένα σύνολο που κρύβει μέσα του μεγάλες εντάσεις και αντιθέσεις, γιατί έχουμε ομάδες έντονα διαφοροποιημένες μεταξύ τους, οι οποίες καταλαμβάνουν αντίθετες θέσεις και στο οικονομικό φάσμα και στο πολιτισμικό φάσμα. Πολύ φοβάμαι λοιπόν ότι οι προοπτικές που έχει η Ελλάδα στο μέλλον είναι η «Βουλγαροποίηση» όσον αφορά τον γηγενή πληθυσμό και η «Λιβανοποίηση» όσον αφορά το σύνολο. Εννοείται, ότι εν όψει τέτοιων εξελίξεων, δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού ή αδράνειας. Θα πρέπει σήμερα – και όχι αργότερα – να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, απέναντι κυρίως στα παιδιά μας, και να δραστηριοποιηθούμε ώστε να αποτρέψουμε αυτά που μας φέρνει η νομοτέλεια των γεγονότων…
Με τα δεδομένα αυτά διαμορφώνεται μια κατάσταση η οποία συνεπάγεται την αλλοίωση του ελληνικού πληθυσμού και το τέλος της νεοελληνικής κοινωνίας όπως την γνωρίσαμε τα τελευταία 200 χρόνια. Θα πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε σοβαρά: Έχουμε το δικαίωμα να δεχτούμε παθητικά αυτές τις εξελίξεις; Υπάρχουν βεβαίως και αρκετοί που μπορεί να μην ανησυχούν για όλα αυτά, διότι ήδη ζουν μέσα από τα ιδεολογήματά τους σε έναν μεταεθνικό κόσμο. Ακόμη και αυτοί όμως θα πρέπει να σκεφτούν ότι μια κοινωνία που διαμορφώνεται με ταχύτατους ρυθμούς μέσω μιας διαδικασίας πληθυσμιακών προσχώσεων είναι ένα σύνολο μη βιώσιμο. Ένα σύνολο που κρύβει μέσα του μεγάλες εντάσεις και αντιθέσεις, γιατί έχουμε ομάδες έντονα διαφοροποιημένες μεταξύ τους, οι οποίες καταλαμβάνουν αντίθετες θέσεις και στο οικονομικό φάσμα και στο πολιτισμικό φάσμα. Πολύ φοβάμαι λοιπόν ότι οι προοπτικές που έχει η Ελλάδα στο μέλλον είναι η «Βουλγαροποίηση» όσον αφορά τον γηγενή πληθυσμό και η «Λιβανοποίηση» όσον αφορά το σύνολο. Εννοείται, ότι εν όψει τέτοιων εξελίξεων, δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού ή αδράνειας. Θα πρέπει σήμερα – και όχι αργότερα – να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, απέναντι κυρίως στα παιδιά μας, και να δραστηριοποιηθούμε ώστε να αποτρέψουμε αυτά που μας φέρνει η νομοτέλεια των γεγονότων…
- Ο Αναστάσιος Λαυρέντζος έχει γράψει το βιβλίο Η Θράκη στο μεταίχμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;