Aκόμη δεν ανέφερα το αποκορύφωμα των κακών, ούτε το κυριότερο μέρος της συμφοράς αποκάλυψα, διότι πολλές φορές που ετοιμάσθηκα να το πω, κοκκίνησα και πολλές φορές ντράπηκα. Ποιο είναι λοιπόν αυτό;
[…]
Κάποιος παράδοξος και παράνομος πόθος εισήλθε στη ζωή μας. Επέπεσε ασθένεια βαριά και αθεράπευτη και ενέσκηψε πανώλη χειρότερη από όλες. Επινοήθηκε κάποια νέα και φοβερή παρανομία, διότι ανατρέπονται όχι μόνο οι ανθρώπινοι, αλλά και οι φυσικοί νόμοι. Κατάντησε λοιπόν να θεωρείται μικρό πράγμα η πορνεία σαν συνηθισμένη ασέλγεια. Και όπως στις οδύνες, όταν επέλθει ο τυραννικότερος πόνος, καλύπτει την εντύπωση του προηγούμενου, έτσι και το υπερβολικό μέγεθος αυτής της ύβρεως κάνει το ανυπόφορο να μη φαίνεται πλέον ως ανυπόφορο, δηλαδή την ακολασία με τη γυναίκα.
Διότι φαίνεται ότι είναι ευχάριστο να μπορέσει να διαφύγει κανείς από τα δίκτυα αυτά και κινδυνεύει στο εξής να γίνει περιττό το γυναικείο φύλο, εφ’ όσον οι νέοι άνδρες αναπληρώνουν αντί εκείνων όλα όσα ανήκουν σε αυτές. Και δεν είναι μόνο αυτό το κακό, αλλ’ ότι με πολλή ελευθερία αποτολμάται τέτοια ακολασία και νομιμοποιήθηκε η παρανομία. Κανείς λοιπόν δε φοβάται και δεν τρέμει. Κανείς δεν ντρέπεται ούτε κοκκινίζει, αλλά και υπερηφανεύεται για τη γελοία αυτή πράξη και θεωρούνται παράφρονες οι σώφρονες και ότι δήθεν πλανώνται όσοι δίνουν συμβουλές ενάντια στο πάθος. Και αν μεν τύχει να είναι κατώτεροι σωματικώς, δέρνονται, αν δε είναι ισχυρότεροι, χλευάζονται, εξευτελίζονται, περιλούονται με μυριάδες εμπαιγμούς.
[…]
Έτσι, σαν σε μεγάλη ερημιά, μέσα στις πόλεις οι αρσενικοί με αρσενικούς διαπράττουν την ακολασία.
[…]
Γι’ αυτό άκουσα ότι πολλοί παραξενεύονται, πώς ακόμη σήμερα δεν έβρεξε άλλη πύρινη βροχή, πώς δεν έπαθε η πόλη μας αυτά που έπαθαν τα Σόδομα, ενώ είναι αξία για πολύ σκληρότερη τιμωρία, καθώς δε σωφρονίστηκε ούτε με τα κακά εκείνων; Αλλά μολονότι λοιπόν η χώρα εκείνη, που είναι θαμμένη στα νότια της Νεκράς Θάλασσας, επί δύο χιλιάδες έτη βοά με την όψη της πιο δυνατά και από φωνή, προς όλη την οικουμένη, για να μην αποτολμήσει κανείς παρόμοιο αμάρτημα, όχι μόνο δε μειώθηκε η τάση τους για την αμαρτία αυτή, αλλά και περισσότερο αυθάδεις έγιναν, σαν να φιλονικούν και να μάχονται το Θεό και προσπαθούν να αποδείξουν εμπράκτως ότι τόσο περισσότερο θα είναι προσκολλημένοι στα κακά αυτά, όσο περισσότερο τούς απειλεί. Πώς λοιπόν δεν έγινε τίποτα τέτοιο, καθώς τα μεν σοδομιτικά αμαρτήματα διαπράττονται, αλλά δεν επιβάλλονται οι τιμωρίες των Σοδόμων; Επειδή τους αναμένει άλλη φωτιά καυστικότερη και τιμωρία ατελεύτητη.
[…]
Άραγε, αφού τότε που ούτε δικαστήρια υπήρχαν, ούτε φόβος υπήρχε από τους άρχοντες, ούτε νόμος να τους απειλεί, ούτε όμιλος προφητών για να τους επαναφέρει σε τάξη, ούτε φόβος κολάσεως, ούτε ελπίδα αιώνιας βασιλείας, ούτε άλλη γνώση της Αλήθειας, ούτε και τα θαύματα που μπορούν να ξυπνήσουν ακόμη και τα ντουβάρια, αφού εκείνοι που δεν απόλαυσαν τίποτε από αυτά τιμωρήθηκαν τόσο αυστηρά για τις αμαρτίες τους, πώς λοιπόν αυτοί, που σήμερα έχουν δεχθεί όλες αυτές τις ευλογίες, δεν τιμωρήθηκαν ακόμη μέχρι σήμερα με τις ίδιες τιμωρίες, ενώ είναι άξιοι σκληρότερης τιμωρίας; Δεν είναι αυτονόητο και για ένα παιδί, ότι τους επιφυλάσσεται αυστηρότερη τιμωρία; Διότι, εάν εμείς οργιζόμαστε έτσι και αγανακτούμε, πώς θα ανεχόταν ο Θεός, που φροντίζει για όλα και ιδιαίτερα για το ανθρώπινο γένος και αποστρέφεται και μισεί φοβερά την κακία, να αποτολμώνται όλα αυτά χωρίς τιμωρία;
Δεν είναι έτσι, όχι! Αλλά θα επιφέρει επ’ αυτών την παντοδύναμη χείρα του και την αφόρητη πληγή και την οδύνη των βασανιστηρίων εκείνων, που είναι τόσο φοβερή, ώστε οι συμφορές των Σοδόμων συγκρινόμενες προς αυτά, θα θεωρούνται αστείες. […] Οι δήθεν λογικοί άνθρωποι, που γνώρισαν τη θεία διδασκαλία και διδάσκουν σε άλλους τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν και άκουσαν τις Αγίες Γραφές, που κατήλθαν από τον ουρανό, συνάπτουν σχέσεις τόσο ελεύθερα με τους άνδρες. Σαν να μη είναι ακριβώς έλλογοι άνθρωποι, μήτε να υπάρχει η πρόνοια του Θεού, η οποία τιμωρεί τις παρανομίες, αλλά σαν σκότος, που κατέλαβε τα πάντα και κανείς πλέον ούτε τα βλέπει αυτά ούτε τα ακούει, έτσι αποτολμούν τα πάντα, και μάλιστα με τόση μεγάλη μανία.
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Ελληνική Πατρολογία, τόμος 47, σελίδα 360)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;