Ιωάννη Βελιτσιάνου
Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ. – Επιστημονικού Συνεργάτη Ι.Ε.Θ.Π.
Στηριζόμενος στο έργο του Otto Friedrich Bollnow “Φιλοσοφική Παιδαγωγική”, το οποίο έχει μελετηθεί από αξιόλογους σύγχρονους έλληνες παιδαγωγούς και τους έχω λάβει σοβαρά υπόψη, θα προσπαθήσω να επιλέξω με ιδιαίτερη προσοχή τα βασικά σημεία του, για να τα αναλύσω, να τα σχολιάσω και τέλος να καταθέσω τη δική μου άποψη σχετικά με τις βασικές θέσεις της διδασκαλίας, τις σχέσεις μαθητών και δασκάλων και τα βασικά στοιχεία που μας δίνει ο Bollnow, όσο αφορά με τη παιδαγωγική ατμόσφαιρα, το συναίσθημα της ασφάλειας στην πρώτη παιδική ηλικία, τη χαρούμενη διάθεση του παιδιού, την αγάπη και την εμπιστοσύνη του παιδαγωγού προς το μαθητή,το ρόλο του δασκάλου σ΄ όλη την εκπαιδευτική διαδικασία, κ.ά.
1. Η έννοια της παιδαγωγικής ατμόσφαιρας.
Με τον όρο «παιδαγωγική ατμόσφαιρα» ο Otto Bollnow1 περιγράφει τις ιδιαίτερες συνθήκες που πρέπει να επικρατούν στη σχολική τάξη και στο σχολείο για να ευνοηθεί η αγωγή και η μάθηση. Ο Ηenrich Roth χρησιμοποιεί τον όρο «παιδαγωγικό κλίμα», ενώ άλλοι σύγχρονοι παιδαγωγοί (όπως και ο Ηλίας Ματσαγγούρας) χρησιμοποιούν τον όρο «ψυχολογικό κλίμα». Οι όροι αυτοί στη σύγχρονη παιδαγωγική βιβλιογραφία χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι και συνώνυμοι2.
Ο Otto Bollnow στην έννοια της «παιδαγωγικής ατμόσφαιρας» συμπεριλαμβάνει τις πραγματικές, και όχι τις παραπλανητικές, διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ δασκάλου – μαθητών, οι οποίες είναι συναισθηματικά τονισμένες. Οι σχέσεις αυτές διαγράφουν το περιβάλλον – κέλυφος, στο πλαίσιο του οποίου δραστηριοποιούνται αποτελεσματικά και με επιτυχία οι διαδικασίες της αγωγής και της μάθησης3.
Στο πλαίσιο αυτό, κατά τους νεώτερους ψυχοπαιδαγωγούς, αναδεικνύεται και αναγνωρίζεται επίσης και η μεγάλη σημασία του πλέγματος των δια-μαθητικών σχέσεων, οι οποίες και συνυφαίνουν το όλο σκηνικό της αλληλεπίδρασης των δρώντων μέσα στη Σχολική Τάξη και στο Σχολείο. Έτσι, η «παιδαγωγική ατμόσφαιρα» του Bollnow ως πλέγμα σχέσεων μεταξύ δασκάλου – μαθητών εμπλουτίζεται και με το στοιχείο της διαδραστικότητας μαθητή – συμμαθητών και αναβαθμίζεται περιεκτικά στη διάσταση της γενικότερης διαπροσωπικής επικοινωνίας που λαμβάνει χώρα και αναπτύσσεται στο πεδίο της κοινωνικής δυναμικής της σχολικής κοινότητας.
Σημαντικός ρυθμιστής και διαχειριστής της δυναμικής των διαπροσωπικών σχέσεων που αναπτύσσονται μέσα στη σχολική τάξη είναι ο “Παιδαγωγός
Δάσκαλος”! Με την όλη στάση του, με το παράδειγμά του, με τις διακριτικές παρεμβάσεις του και με την ανάπτυξη του ρόλου του κυρίως ως εμψυχωτή των μαθητών του, χειραγωγεί τη διοχέτευση της δυναμικής των μεταξύ τους σχέσεων από την ενστικτική ανταγωνιστική σύγκρουση στη συλλογική συναντίληψη και συνεργασία.
Προς την κατεύθυνση αυτή η Σύγχρονη Ψυχοπαιδαγωγική μας προσανατολίζει στην ανάγκη μελέτης και αξιοποίησης της “δυναμικής της ομάδας”, ώστε με τις κατάλληλες διδακτικομεθοδολογικές προσαρμογές, όπως και τις διάφορες “ομαδοσυνεργατικές μεθόδους”, τη μέθοδο των “Σχεδίων Εργασίας” (Project), την αξιοποίηση της “Ευέλικτης Ζώνης” με τις Διαθεματικές Δημιουργικές Δραστηριότητες, που εξασφαλίζουν την ενεργητική συμμετοχή και αξιοποίηση της μαθητικής συμμετοχής και δράσης, να κατακτήσουμε το πλεονέκτημα των αναγκαίων προϋποθέσεων για την προετοιμασία του αυριανού ενεργού και δημιουργικού πολίτη της νέας μετα-multimedia εποχής4.
2. Το συναίσθημα της ασφάλειας στην πρώτη παιδική ηλικία5.
Όταν το παιδί είναι συνήθως εξαρτημένο από τους γονείς του, βασίζεται σε εκείνους για την εκπλήρωση των αναγκών του, ακόμη και αναγκών που θα μπορούσε να εκπληρώσει και μόνο του, ανησυχεί υπερβολικά ότι θα συμβεί κάτι κακό στα πρόσωπα που το φροντίζουν και αποφεύγει καταστάσεις κατά τις οποίες πρέπει να απομακρυνθεί απ’ αυτά. Όταν ξεκινά το σχολείο, συχνά βρίσκει δικαιολογίες για να μείνει σπίτι ή προσπαθεί με διάφορους τρόπους να καθυστερήσει να πάει και πολλές φορές παρουσιάζει ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως τάση για εμετό, κοιλόπονο, πονοκεφάλους, κ.α.
Η εξάρτηση του βρέφους από τη μητέρα είναι φυσιολογική και στηρίζεται στο ένστικτο της επιβίωσης. Σταδιακά, και καθώς το νήπιο κατακτά τα αναπτυξιακά ορόσημα του λόγου και της βάδισης αρχίζει να αυτονομείται και να ανεξαρτητοποιείται, με αποτέλεσμα να μπορεί να βρεθεί σε νέα περιβάλλοντα με άγνωστα πρόσωπα χωρίς φόβο και αρνητικές αντιδράσεις.
Η επιτυχής προσαρμογή του παιδιού στον παιδικό σταθμό ή το νηπιαγωγείο εξαρτάται άμεσα από τη στάση των γονέων (Herbert, 1998). Η παραμικρή ένδειξη αμφιβολίας ή ανησυχίας των γονιών γίνεται πολλές φορές αντιληπτή από τα παιδιά, παρά την προσπάθειά μας να την αποκρύψουμε. Μία τέτοια ένδειξη θα τους προκαλέσει φόβο και ανασφάλεια και θα δυσχεράνει την ένταξή τους στο σχολικό περιβάλλον.
Σημαντικό ρόλο στην επιτυχή προσαρμογή του παιδιού στο σχολείο διαδραματίζει και ο τρόπος με τον οποίο έχει προετοιμαστεί για την είσοδό του στη σχολική ζωή. Ένα παιδί που προετοιμάζεται από τους γονείς του για τις σχολικές δραστηριότητες και ενημερώνεται ότι το σχολείο είναι ένας χώρος μάθησης και ψυχαγωγίας, θα προσαρμοστεί ομαλότερα. Η κατάλληλη προετοιμασία θα το προδιαθέσει θετικά να αντιληφθεί το σχολείο ως ένα χώρο όπου θα περνά χρόνο με συνομηλίκους του και όπου θα κάνει νέους φίλους. Αντίθετα, ένα παιδί που έχει μία
ασαφή εικόνα για το σχολείο, που ακούει συνεχώς από τη μητέρα του «να προσέχεις αυτό…», «να μην κάνεις εκείνο…..» και βλέπει την αγωνία και το φόβο στα μάτια της αναπτύσσει για το σχολείο ένα αίσθημα φόβου, με αποτέλεσμα να εκδηλώσει αρνητισμό γι’ αυτό (Herbert, 1998)6.
3. Η χαρούμενη διάθεση του παιδιού.
Πράγματι πρωταρχική προϋπόθεση για το παιδί στο σχολείο αποτελεί μια ευτυχισμένη και ανάλαφρη από κάθε άγχος και έγνοια, βασική διάθεση της ψυχής7. Η αισιοδοξία είναι μία «αρετή» που όλα τα παιδιά μπορούν να διδαχθούν. Όταν ένα παιδί βλέπει με πιο χαρούμενη διάθεση τον κόσμο, μπορεί να λύσει πιο εύκολα προβλήματα, να θέσει στόχους και να αποκτήσει αυτοπεποίθηση.
Συγκεκριμένα, ένα αισιόδοξο παιδί έχει περισσότερα κίνητρα, διάθεση και αίσθηση ελέγχου για να αντιμετωπίζει την καθημερινότητα. Παράλληλα, έχει διαπιστωθεί πως τα αισιόδοξα παιδιά αποδίδουν καλύτερα στο σχολείο και έχουν καλή φυσική κατάσταση. Αντίθετα, όταν ένα παιδί μαθαίνει να βλέπει το ποτήρι… μισοάδειο, είναι πιθανότερο να νιώθει άγχος, να φοβάται ότι δεν θα πετύχει και να βιώσει κατάθλιψη κάποια στιγμή στην ζωή του.
Μερικές συμβουλές:
● Έπαινος της πράξης και όχι της επιτυχίας, θετικά σχόλια, ανάθεση απλών “αποστολών”.
● Ως το κυριότερο πρότυπο του παιδιού, πρέπει οι γονείς να δώσουν το καλό παράδειγμα.
● Χρησιμοποίηση θετικά φορτισμένων λέξεων.
● Αντίθετα, ποτέ μην γίνεται χρήση αρνητικών «ταμπέλων», ιδιαίτερα όταν αφορούν το ίδιο το παιδί.
● Οι γονείς να επιδεικνύουν ψυχραιμία στις δύσκολες καταστάσεις και να δείξουν στο παιδί ότι όλα αντιμετωπίζονται.
● Μην πιέζετε τα παιδιά σας να ακολουθήσουν δραστηριότητες που αρέσουν σε εσάς αλλά δεν εκφράζουν τα ίδια.
4. Η αγάπη και η εμπιστοσύνη του παιδαγωγού.
Το χτίσιμο της εμπιστοσύνης του εκπαιδευτικού προς στο μαθητή είναι μια διαδικασία, η οποία δεν επιβάλλεται από τον εκπαιδευτικό αλλά κερδίζεται καθημερινά. Μια ολοένα προσποιητή εμπιστοσύνη είναι αναξιόπιστη και δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά. Η εμπιστοσύνη έχει επιτυχία, όταν προσφέρεται με απόλυτη ειλικρίνεια8. Η εμπιστοσύνη , κατά τον Bollnow, είναι ένα τόλμημα είναι ένα τόλμημα που μπορεί επίσης να αποτύχει. Την ίδια άποψη έχει και o Nikolai Hartmann, ο οποίος αναφέρει τα εξής: “Η κάθε εμπιστοσύνη και η κάθε πίστη είναι ένα τόλμημα…ο εμπιστευόμενος αφήνεται στα χέρια εκείνου που εμπιστεύεται, ο ίδιος διακινδυνεύει”9. Επίσης ο εκπαιδευτικός πρέπει να γνωρίζει, εφόσον η εμπιστοσύνη είναι ένα
τόλμημα, μπορεί να δεχτεί και απογοητεύσεις, διότι η αγωγή δεν μπορεί να προσχεδιαστεί από πριν με βεβαιότητα, όπως άλλωστε συμβαίνει σ’ άλλες περιπτώσεις (π.χ. τεχνικό σχέδιο). Ο εκπαιδευτικός σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει χάσει την ουσία της αγωγής και να κλείνει τα μάτια του μπροστά στους κινδύνους.
4. Η υπομονή.
Ο δάσκαλος είναι αυτός που δεν πρέπει να αποθαρρύνεται απ’ όλες τις τυχόν δυσάρεστες συνέπειες αλλά να έχει σιγουριά και υπομονή10. Να δίνει πληροφορίες για τις πιθανές λύσεις, να καθοδηγεί και να συζητά με τους μαθητές του, να παίρνει αποφάσεις λαμβάνοντας υπόψη τις γνώμες των μαθητών και τις ανάγκες τους. Όταν χρειάζεται να δουλέψουν οι μαθητές σε ομάδες, να επιλέγουν τα ίδια τα παιδιά τους συνεργάτες τους. Επίσης ο δάσκαλος να ενθαρρύνει την εργασία των μαθητών, να είναι παρών κατά την εκτέλεση μιας εργασίας και να επαινεί και να μην αποθαρρύνει το παιδί αποδίδοντας γενικούς χαρακτηρισμούς για το άτομό του11.
5. Επιβράβευση ή ποινή
Για να βοηθήσουμε τα παιδιά να καταλάβουν ποια συμπεριφορά είναι ενδεδειγμένη κάθε φορά, είναι σημαντικό να επιβραβεύουμε τα παιδιά όταν ενεργούν με θετικό τρόπο. Έτσι μέσα από τον έπαινο τα παιδιά εμπιστεύονται τα θετικά του σημεία, τα καλλιεργούν και αποκτούν αυτοπεποίθηση. Όταν όμως επιβάλλεται να θέσουμε μια τιμωρία σε καμιά περίπτωση δεν τιμωρούμε το άτομο αλλά την πράξη του.12
Ακόμη, όταν επιβάλλουμε μια τιμωρία πρέπει να προσέξουμε τα εξής:
1. Όταν επιβάλλουμε μια τιμωρία να είμαστε σε θέση να την τηρήσουμε.
2. Πρέπει να υπάρχει συνάφεια πράξης και τιμωρίας και να είμαστε σταθεροί και ήρεμοι.
3. Μια τιμωρία πρέπει να είναι δίκαιη.
4. Είναι πολύ βοηθητικό να συζητάμε με το ίδιο το παιδί όχι μόνο για για το συμβάν αλλά και για τα συναισθήματά του γι’ αυτό.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;