Αὐτὸς ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἔμενε σὲ
σπηλιά, ποὺ ἦταν γειτονικὴ μὲ αὐτὴ τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου. Πόσο ἔζησε ἐκεῖ
καὶ πῶς ὀνομάζεται δὲν εἶναι γνωστό. Ἡ ζωή του κυλοῦσε σὲ παντελῆ πτωχεία. Δὲν
κατεῖχε ἀπολύτως τίποτε. Περπατοῦσε χωρὶς ὑποδήματα καὶ χωρὶς σκοῦφο, ἦταν δὲ
σκεπασμένος μὲ φθαρμένα ἄχρηστα ῥοῦχα.
Κάποτε δύο μοναχοῖ τῆς Μολδαβικῆς
Σκήτης διήρχοντο ἀπὸ αὐτὸ τὸ εὐλογημένο μέρος. Ἔχασαν τὸν δρόμο τους καὶ
βρέθηκαν στὸ σπήλαιο τοῦ ἐρημίτου, ὅπως μᾶς ἱστορεῖ ὁ π. Νήφων. Ὁ ἀσκητὴς κρατοῦσε
στὰ χέρια του ἕνα μικρὸ Ψαλτήρι, τὸ ὁποῖο διάβαζε διαρκῶς χωρὶς διακοπή, ἐνῶ
ταυτοχρόνως εἶχε κατακτήσει καὶ τὴν καρδιακὴ εὐχή. Κατὰ τὴν συζήτηση μὲ τοὺς
μοναχούς, ἐξομολογούμενος ὁ ὅσιος ἐρημίτης, ἐξέφρασε τὸν φόβο του μήπως κριθῆ ἀπὸ
τὸν Θεὸ γιὰ τὸ πάθος τῆς ἰδιοκτησίας, ἐφ’ ὅσον κατέχοντας τὸ Ψαλτήρι δὲν εἶχε ἀπελευθερωθῆ
ἀπὸ ὁ,τιδήποτε γήϊνο. Ἔτσι, παρέδωσε τὸ μοναδικὸ κτῆμα στοὺς συνομιλητάς τους,
παρακαλῶντας θερμὰ νὰ τὸ πάρουν μαζί τους.
Προβλέποντας τὸν θάνατό του, πῆγε
στὸν σπηλαιώτη π. Νήφωνα, ὁ ὁποῖος τότε ζοῦσε κοντὰ στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου
στὴν Βίγλα, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τελέσει τὴν Θεία Λειτουργία καὶ νὰ τὸν
κοινωνήσει, λέγοντας: «Πλησιάζει τὸ τέλος μου!»
Ὁ π. Νήφων συμφώνησε καὶ ξεκίνησαν
μαζὶ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ποὺ θὰ γινόταν στὸν ναὸ τῆς Σκήτης τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Προδρόμου. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ κοινωνικοῦ, ὁ ὅσιος ἐρημίτης ἀσπάσθηκε μὲ
σεβασμὸ τὶς ἱερὲς εἰκόνες, χύνοντας συνεχῶς δάκρυα δοξολογίας πρὸς τὸν εὔσπλαγχνο
Θεό. Κοινώνησε, καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυση ὁ π. Νήφων τοῦ πρότεινε νὰ καθήσει μαζί
του στὴν τράπεζα, ἀλλὰ αὐτὸς ἀρνήθηκε. Εὐχαρίστησε γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση καὶ ἀνεχώρησε,
παρακαλῶντας νὰ τὸν μνημονεύει στὶς ἅγιες εὐχές του.
Δὲν πρόλαβε νὰ φθάσει στὴν σπηλιά
του. Ἐκοιμήθη καθ’ ὁδόν, κατὰ τὸ ἔτος 1855, καὶ ἦταν ἡλικίας σαράντα ἕως
σαράντα πέντε περίπου ἐτῶν.
πηγή:Αγιορείτες Πατέρες του 19ου αιώνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;