Γράφει ο Ιωάννης Κ. Νεονάκης MD, MSc, PhD.
Ο γέροντας «συγκινούνταν» πολύ κάθε
χρόνο, όταν πρωτόβλεπε αμυγδαλιά ανθισμένη, ειδικά αν ήταν μικρή και
νέα. Το λεπτό άσπρο ανθάκι στο καταχείμωνο του έφερνε δάκρυα μεγάλης
χαρά, δάκρυα απόκοσμα. Μετά σιωπούσε για πολύ και μερικές φορές στη
συνέχεια μας μιλούσε για διάφορα.
Μια τέτοια φορά μας έλεγε ο γέροντας:
Πολλοί άνθρωποι μού ζητούν, ένα κλειδί, ένα κριτήριο που να τους δείχνει
πόσο κοντά είναι στο Χριστό, πόσο ενωμένοι είναι με το Θεό. Πολλά
κριτήρια τους λέω υπάρχουν. Ένα όμως απλό κριτήριο είναι και το πόσο
κοντά θέλετε να είστε με τους ανθρώπους γύρω σας. Όσο πιο μακριά και
απομονωμένοι θέλετε να είστε, τότε να ξέρετε με σιγουριά ότι είστε
μακριά από το Θεό. Και φυσικά δε μιλώ για τη μόνωση τη δική μας, των
μοναχών, όπου ως αγώνισμα επιδιώκομε και έχομε την άμεση σχέση με το Θεό
αποφεύγοντας την τύρβη του κόσμου. Μιλώ για τη μόνωση της αυθυπαρξίας,
τη μόνωση της ανυπαρξίας κάθε ουσιαστικής σχέσης με τους γύρω πέραν των
«τυπικών», του «κλεισίματος» δηλαδή στον εαυτό μας που σιγά σιγά μερικές
φορές αποκτά και δομικά χαρακτηριστικά στην προσωπικότητα.
Αντίθετα όταν είμαστε ενωμένοι με το Θεό
επέρχεται μια αλλοίωση στην ύπαρξή μας. Δεν είμαστε εμείς. Είμαστε
εμείς και εν ταυτώ ασυγχύτως και αδιαιρέτως και ο Θεός. Μια νέα
υπόσταση. Μια καινή θεανθρώπινη οντολογία, ένας νέος τρόπος ύπαρξης. Και
τότε πλημμυριζόμαστε από τις ενέργειες του Θεού που συνοψίζονται στην
αγάπη. Αγάπη όπως την περιγράφει ο απόστολος Παύλος. Τότε δεν έχομε
αγάπη, είμαστε αγάπη.
Και τότε όχι μόνο δε φοβόμαστε την επαφή
με τους άλλους, όχι μόνο δε ζητούμε τη μόνωσή μας, όχι μόνο υπομένομε
και ανεχόμαστε αγόγγυστα τους γύρω μας, αλλά, όσο μπορούμε και κατά τα
μέτρα της χωρητικότητας μας, επιδιώκομε την επαφή και τη στενή,
ουσιαστική, εν τω βάθει σχέση με τους άλλους. Ή δυνατόν την ασύγχυτη και
αδιαίρετη ένωση με τους άλλους. Αγαπητική σχέση εν απολύτω ελευθερία.
Σε κάθε στιγμή, όπου είμαι εγώ βρίσκονται και οι άλλοι που είναι
ενωμένοι με μένα και όπου βρίσκονται οι άλλοι είμαι και γώ. Και αυτά δεν
μπορούν να γίνουν χωρίς το Θεό. Όλα, πλην της καρδιάς της βούλησής μας
είναι του Θεού. Το σώμα είναι θεανθρώπινο. Γι’ αυτό και οι Άγιοι
επιμένουν ότι το αφετηριακό είναι πάντα η ασύγχυτη και αδιαίρετη ένωση
με το Θεό. Αυτό είναι το ένα και μόνο, του οποίου «εστί χρεία».
Όμως η ασύγχυτη και αδιαίρετη ένωση με
το Θεό την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα σημαίνει και ασύγχυτη και αδιαίρετη
ένωση με τον άνθρωπο. Δηλαδή, δεν μπορεί να εννοηθεί ένωση ενός ανθρώπου
μόνο με το Θεό, ως μια κλειστή, «διμερής» σχέση, έστω και υπό την
έννοια της νέας θεανθρώπινης οντολογίας του προσώπου. Δηλαδή, για να
δώσομε ένα παράδειγμα, δεν μπορεί ένας ασκητής να ενωθεί «αυτοτελώς» με
το θεό, χωρίς την ταυτόχρονη ένωση με το όλο θεανθρώπινο σώμα και
εντέλει με τον όλο άνθρωπο. Κατά την ορθόδοξη αντίληψη, η έννοια του
«μόνος» είναι ανυπόστατη. Ούτε ό Χριστός που είναι αυθύπαρκτος μπορεί να
εννοηθεί «μόνος». Είναι πάντα ασυγχύτως και αδιαιρέτως ενωμένος με τον
Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα και φέρει εν ταυτώ τον όλο άνθρωπο από τους
πρωτοπλάστους μέχρι τον έσχατο άνθρωπο της δημιουργίας. Η Παναγία
ενωνούμενη με τον Υιό της δεν απέκτησε μια διττή, κλειστή σχέση (έστω
και θεανθρώπινη) με τον Υιό της και Θεό, αλλά μια υπαρκτική, οντολογική
ένωση με τον όλο Θεό και τον όλο άνθρωπο.
Η έννοια λοιπόν του σώματος εκφράζει
αυτόν τον Τριαδολογικό τρόπο ύπαρξης. Και προχωρώντας πιο πέρα, θα
πρέπει να πούμε ότι εμείς φτιαχτήκαμε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του
Θεού, πράγμα που σημαίνει ότι φτιαχτήκαμε να ζούμε τριαδολογικά. Αυτός
είναι ο κατά φύσιν τρόπος ζωής για μας. Και τώρα και πάντα. Κάθε άλλος
τρόπος είναι ανυπόστατος, είναι σκιά. Και ο τριαδολογικός τρόπος
ύπαρξης, όχι μόνο θα γίνεται «εκτυπώτερος» προϊόντος του χρόνου και δη
μετά τη Δευτέρα Παρουσία, αλλά θα είναι πλέον ολοφάνερος σε όλους. Και
κατά τα μέτρα της καθαρότητος και της χωρητικότητος της Χάρης του
καθενός, ο Τριαδολογικός αυτός τρόπος ύπαρξης θα είναι είτε μια
ατελεύτητη χαρά , είτε μια «αδρόσιστος» λύπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;