«Ψωμί και θέαμα» φώναζε ο εξαγριωμένος
όχλος της Ρώμης και ο αυτοκράτορας, φρόντιζε να τους ικανοποιήσει. Αυτός αποφάσιζε,
αυτός είχε τη δύναμη, τους συμβούλους, την αποδοχή, την εξουσία. Και πετούσε
στην αρένα πεινασμένα λιοντάρια και αρκούδες να αναμετρηθούν με μονομάχους. Άλλες
φορές πόρνες που ξεγυμνώνονταν μπροστά στον κόσμο. Αυτά ήθελε ο λαός! Έτσι γινόταν
αρεστός και πιο δυνατός, έως ότου να βρεθεί κάποιος πιο ικανός ή δόλιος να του
πάρει τη θέση. Κρίμα που τότε δεν είχαν την τεχνολογία, όπως εμείς σήμερα, για
να μπορεί να είναι online με τον λαό του! Θα μπορούσε να γλιτώσει από πολλές κακοτοπιές!
Σήμερα, όμως δόξα τω Θεώ (λέμε τώρα) έχουμε και τεχνολογία
και έξυπνα τηλέφωνα και όπου πάμε είμαστε συνδεδεμένοι με τα νέα και τα νέα μαζί
μας. Τραβάω μια φωτογραφία, βάζω ένα σχόλιο, γράφω μια άποψη, λέω μια αλήθεια (τις
περισσότερες φορές τη μισή), κάνω συνεργάτες, φίλους παρέες, ομάδες και χτίζω
μια αυτοκρατορία. Αλλά, επειδή από την εποχή όπου ο άνθρωπος φερόταν σαν κτήνος,
δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα, για να κρατηθούν στην εξουσία ακολουθούν
την ίδια συνταγή «Ψωμί και θέαμα». Και βγάζουν ευχαριστήριες ανακοινώσεις και συγκινούνται
και μοιράζουν κουραμπιέδες. «Όλα αυτά είναι μια θλιβερή σκηνοθεσία, μια αξιοθρήνητη
απάτη» λέει ο κυρ Φώτης Κόντογλου και συνεχίζει «…για να γεμίσουν το άδειο πιθάρι
που είναι ο εαυτός τους, ρίχνουν μέσα ότι μπορέσουνε, ώστε να ξεγελαστούνε πως
ζούνε, απολαμβάνουνε τη ζωή, ενώ στ΄ αλήθεια είναι σαν τα τρύπια πιθάρια των Δαναΐδων,
χαρτοφάναρα που φαντάζουνε απ΄ έξω πως είναι κάτι. Τέτοια είναι η τρομερή
δραστηριότητα του καιρού μας, που γεμίζει τον κόσμο από βροντές και αστραπές,
ενώ, κατά βάθος είναι ένας γκαζοτενεκές, που τον χτυπάνε εκείνοι που λένε πως
ζούνε κι απολαβαίνουνε τη μεγάλη ζωή, για να διώξουνε τα μαύρα κοράκια της απελπισίας,
που τριγυρίζουν από πάνω τους. Τρομάζουνε να απομείνουνε μοναχοί με τον εαυτό τους,
μήτε καν λίγα λεπτά, γιατί αλλιώς θα νιώθανε την αθλιότητά τους»…
Κατούνα Κουπεπέ
*Η παλαιότερη αναφορά στη λέξη κουραμπιέ, είναι από το διήγημα του Εμμ. Ροΐδη «Ιστορία μιας γάτας», όπου ο συγγραφέας αναπολεί την παιδική του ηλικία και λέει ότι Όταν
μ’ εκούραζεν η ανάγνωσις ή μάλλον η έντασις της συγκινήσεως,
συνεπαίζαμεν με την Σεμίραν ή εμοιράζαμεν αδελφικώς κουραμπιέν,
τσουρέκι, χριστόψωμον ή άλλο φιλοδώρημα της καλής μου κηδεμόνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;