Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Sligo κι έλα!




Μην επιμένεις! Σήμερις δεν έχει βαθυστόχαστες αναλύσεις, αλληγορικούς συλλογισμούς και κοινωνικοπολιτικά σχόλια. Μία απλή βόλτα θα κάμουμε. Ρίλι! Να πάρουμε λίγο αέρα βρε αδελφέ, να αναπνεύσουμε πρωινή ψύχρα, να ησυχάσει το κεφαλάκι μας από το νταβαντούρι και τις υποχρεώσεις.


Δεν ξεύρω για σένα, αλλά προσωπικώς, όταν θέλω να ηρεμήσω, δύο είναι οι εναλλακτικές μου: (α) να κλειστώ σπίτι, παρέα με τις ασχολίες μου, τα διαβάσματα και τις μουσικές μου, ή (β) να βρεθώ σε μέρη απομονωμένα, στις άκρες του πουθενά για να περιπατήσω με τις σκέψεις και τις ησυχίες μου. 


Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση μάλιστα, φροντίζω να επιλέγω μέρη ανάμεσα στο άγνωστο και το πανάγνωστο. Μέρη που ίσως δεν έχεις ματακούσει (κάποια θα μου επιτρέψεις να μην στα αποκαλύψω ποτέ!), αλλά εμένα μού αρέσουν και μου είναι πολύτιμα. Μέρη στην πινέζα του χάρτη. Μέρη σαν το Sligo.



Βρισκόμαστε στην Ιρλανδία. Και πιο συγκεκριμένα στη βορειοδυτική πλευρά της. Πιο δεξιά, Ατλαντικός. Στο ατελείωτό του.



Αν σου αρέσει το νταβαντούρι, η πολυκοσμία, το τζέρτζελο κι ο πανικός, δις ιζ νατ δε πλέις φορ γιου. Στους πρωινούς μου περιπάτους εδώ, το μόνο που ακούω είναι το τιτίβισμα των πουλιών, το κελάρισμα των νερών του ποταμού Garvoge και οι τραγουδιστές καλημέρες με τους όσους διασταυρώνομαι στο δρόμο. Διότι εδώ μιλάμε με βαριά ιρλανδική προφορά -άχρηστο το προφίσιενσι, δεν καταλαβαίνεις μήτε τα μισά.



Η πόλη ιδρύθηκε από τους Νορμανδούς που ήρθαν και έσιαξαν εδώ ένα κάστρο, γύρω στο 1245 -διότι ήταν μην δει ο Νορμανδός προνομιούχο ρίαλ εστέιτ, αμέσως σήκωνε κάστρο. Το πρόπερτι πέρασε από διάφορες οικογένειες (τύπου Ο'Ντόνελ, Ο'Κόνορ, Ο'νάσις), ενώ κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, παρότι άρχισε να επεκτείνεται οικιστικώς και στα τριγύρω του, πολύ καλότυχο δεν θα τόλεγες, καθώς κάηκε, πολιορκήθηκε και ισοπεδώθηκε ίσαμε πενήντα φορές.



Αυτό είναι το Αββαείο του Sligo, που αποτελεί το μόνο κτήριο που διασώθηκε από εκείνη την εποχή και το έχουμε πλέον κάμει τουριστικό ατραξιόν.



Ο χειμωνιάτικος ήλιος λούζει με παγωμένο φως τα πολύχρωμα σπίτια κατά μήκος του ποταμού και όλα γίνονται καρτ ποστάλ. Τα κόκκινα, τα κίτρινα, τα ροζ και τα θαλασσιά πλέκουν ένα καλαίσθητο σύνολο. Και πρέπει στ'αλήθεια νάσαι μεγάλος τζαναμπέτης για να μην ξεκινήσεις με καλή διάθεση τη μέρα σου, σε ένα τέτοιο μέρος.



Διότι δεν είναι μόνο η γραφικότητα των κτηρίων. Αλλά και οι αρτίστικ παρεμβάσεις. Σαν ετούτο το πολύ πλουμιστό παγκάκι. Που θα μπορούσε νάναι έργο του Γκαουντί ή του Χούντερβάσερ. Αλλά είναι απλώς ένα παράδειγμα του πως μία κοινότητα ανθρώπων, σε ένα μέρος στο τέλος του πουθενά, μπορεί να βελτιώσει τους όρους διαβίωσής της και να αναβαθμίσει το αστικό της περιβάλλον. Α όχι αγαπημένε αναγνώστα, είπα ότι θα αποφύγω τους διδακτισμούς και θα τους αποφύγω. Για βόλτα ξεκινήσαμε και βόλτα θα κάμουμε.



Ετούτη είναι η πιο παλιά γέφυρα της πόλης. Δεν είναι πολύ όμορφη, αλλά εμείς την αγαπούμε, τη συντηρούμε και τη φροντίζουμε. Στο σημείο αυτό, ο ποταμός αγριεύει και τα νερά πετάγονται με μανία πάνω στις πέτρες.



Στέκομαι στο σημείο αυτό και παρατηρώ το θορυβώδες ανακάτωμα των υδάτων. Και μου έρχονται στο νου, οι ταραχώδεις ημέρες που πέρασε το Sligo. Διότι μην το βλέπεις έτσι ειδυλλιακό και πεντάμορφο, είχε κι αυτό τα χουνέρια του.



Δεν φτάνει που το ρημάξανε κατά το Μεσαίωνα και είδε κι έπαθε να επιβιώσει ως πόλη, το 1832, έπεσε και μία επιδημία χολέρας.



Ανάμεσα στους επιζήσαντες εκείνων των δραματικών χρόνων ήτανε και η μικρή Σαρλότ. Που έμενε σε κεντρικό δρόμο του Sligo, εδώ κοντά που περπατάμε. Και αναγκάσθηκε να φύγει με την οικογένειά της για να διασωθεί. Όταν αργότερα επέστρεψαν στο Sligo, αντίκρυσαν μία πόλη φάντασμα, με χορταριασμένους δρόμους, έρημα σπίτια και ελάχιστους κατοίκους.



Τώρα θα μου πεις και τι μας νοιάζει εμάς για τη μικρή Σαρλότ και τα παιδικά της βιώματα; Αμ μας νοιάζει! Διότι βλέπεις, η Σαρλότ μεγάλωσε και απέκτησε έναν γιο που τον ονόμασε Μπραμ. Κι όταν ήταν μικρός, για να τρώγει τις βραστές πατάτες του, η μανούλα του, του έλεγε φρικιαστικές ιστορίες από τα χρόνια της χολέρας, τύπου "Δεν θες να φας, τζιέρη μου, την πατάτα; Θα'ρθει ο χολεριασμένος να σε φάει!" Κι έτσι όταν ο μικρούλης Μπραμ (Στόκερ) μεγάλωσε και έγινε συγγραφέας, έγραψε το "Δράκουλα". Και όλα τα παιδάκια τρώμε έκτοτε τις βραστές πατάτες μας!



Αυτή η στριφτή γέφυρα που κινείται φιδωτά πάνω από το ποτάμι είναι από τα πιο αγαπημένα σημεία της διαδρομής μου. Από εδώ απάνου, χαζεύω τις πάπιες και τους κύκνους. Τα νερά που κυλούν από το εσωτερικό φιόρδ του Lough Gill και οδεύουν προς τον Ατλαντικό. Τις σκέψεις μου που τοποθετούνται σε ένα πιο καθησυχαστικό πλαίσιο αναφοράς. Και όλα γίνονται μεμιάς πιο απλά.



Το 1847 έφθασε ως εδώ ο Μεγάλος Λιμός (όχι ο "Μεγάλος Θυμός" -αυτό ήταν σήριαλ του Μέγκα, συγκεντρώσου!). Που κράτησε κοντά πέντε χρόνια αναγκαστικής δίαιτας. Διότι βλέπεις, είχαμε ένα σερί από τέριμπολ χειμώνες, κατεστράφησαν οι σοδειές πατάτας (που ήταν το βασικό προϊόν της Ιρλανδίας και η βάση της διατροφής των Ιρλανδών) και έπεσε πείνα στο νησί.



Από το λιμάνι του Sligo μπαρκάρανε αμέτρητα καράβια. Φορτωμένα με χιλιάδες αποκαμωμένους Ιρλανδούς που αναζητούσαν μία καλύτερη τύχη και ένα πιάτο φαγί. Στη χώρα του αμέρικαν ντριμ. Και οι περισσότεροι τα βρήκανε. Και την τύχη και το φαγί.



Γιατί στα λέω όλα αυτά; Μα για να σου δείξω ότι υπάρχουν μέρη σαν το Sligo. Που κι αν έχουν κακοπάθει, κι αν έχουν ταλανισθεί από τις αναποδιές της ιστορίας, κι αν έχουν υποστεί ζημιές, κακουχίες, καταστροφές. Κι όμως οι άνθρωποι εδώ έχουν καταφέρει να μετατρέψουν την κακοδαιμονία τους σε πηγή δύναμης και κουράγιου. Κι έχουν θεμελιώσει απάνου στα ερείπια του παρελθόντος, μία κοινότητα ισχυρή και ευημερούσα. Με έφεση στις τέχνες, με αξιόλογη τουριστική ανάπτυξη και με μία ποιότητα ζωής που -δεν ξεύρω για σένα- αλλά εμένα κάθε φορά με εκπλήσσει και με εντυπωσιάζει.



Τελειώσαμε τη βόλτα; Όχι. Υπάρχει κάτι τελευταίο που οφείλω να σου πω.


Είναι ίσως το πρώτο που προσέχεις όταν εισέρχεσαι στη μικρή αυτή ιρλανδική πόλη. Αυτό το πρόσωπο στον τοίχο. Με τα χαρακτηριστικά στρόγγυλα γυαλιά και το τσουλούφι. Το πρόσωπο του Γέιτς. 


Του κορυφαίου ίσως αγγλόφωνου ποιητή. Το πρόσωπο του νομπελίστα, του ρομαντικού, του ερωτικού, του βαθιά ανθρώπινου Γέιτς. Που στέκεται στον κεντρικότερο δρόμο του Sligo. Ως υπενθύμιση της βαθιάς σχέσης που τον συνέδεε με αυτήν την μικρή πόλη. Την πόλη στην οποία μετακόμισε η οικογένειά του όταν εκείνος ήταν μικρός, την πόλη στην οποία πέρναγε τα καλοκαίρια του, την πόλη που άμεσα ή έμμεσα μνημόνευε στους στίχους του, την πόλη που αγάπησε μέσα από τις εικόνες που έπλεξε με τις λέξεις του.



Εδώ κάπου θα σε αφήσω. Πρέπει να συνεχίσω και τη βόλτα μου. Αλλά θα σε χαιρετίσω με τους ακόλουθους στίχους του Γέιτς.

"Μα εγώ που είμαι φτωχός έχω μόνο τα όνειρά μου
Τα όνειρά μου άπλωσα κάτω από τα πόδια σου.
Πάτα ελαφρά γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου
"

Με ρώτησες τί με φέρνει σε ετούτο το μέρος. Και η απάντηση είναι αυτή. Δεν κάμω απλώς περίπατο εδώ. Το εσωτερικό μου τραγούδι, διαβάζω. Και σιγοτραγουδώ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

...έκανες κου πε πε;