Μυστήριο μεγάλο είναι το πώς έρχεται στον κόσμο ο άνθρωπος. Εμένα το
γραφτό μου ήτανε να γεννηθώ στην Ανατολή, αλλά η ρόδα της Τύχης, που
γυρίζει ολοένα, ξερρίζωσε από τα θεμέλια τον τόπο μου και μ' έρριξε στην
ξενιτειά, σ' ανθρώπους που μιλούσανε την ίδια γλώσσα με μένα, πλην όμως
που είχανε άλλα συνήθια. Το πουλί το θαλασσοδαρμένο, πώς βρίσκει έναν
βράχο μέσα στο πέλαγο και κάθεται και στεγνώνει τα φτερά του, έτσι
βρίσκουμαι κ' εγώ σε τούτα τα χώματα.
Το πως γεννήθηκα στα μέρη της Ασίας, το 'χω για πράμα βλογημένο και δοξάζω τον Θεό για δαύτο. Μ' όλα ταύτα βρεθήκανε ανθρώποι κακοί και κακογεννημένοι, ψυχές φτωχές, να γυρίσουνε το καύχημά μου σε κατηγόρια, θέλανε ν' αρνηστώ τη μάννα μου την Ασία, σε καιρό που αυτοί θρεφόντανε από το πλούτος της καρδιάς μου και παίρνανε χαρά κ' ελπίδα από τη φλέβα π' ανάβλυζε από τη βαθειά ρίζα μου.
«Ἁμαρτίαν ἥμαρτεν Ἰερουσαλήμ, διὰ τοῦτο εἰς σάλον ἐγένετο· πάντες οἱ δοξάζοντες αὐτὴν ἐταπείνωσαν αὐτήν».
«Κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. ὀρφανοὶ ἐγενήθημεν, οὐχ ὑπάρχει πατήρ· μητέρες ἡμῶν ὡς αἱ χῆραι».
«Κατέλυσε χαρὰ καρδίας ἡμῶν, ἐστράφη εἰς πένθος ὁ χορὸς ἡμῶν, ἔπεσεν ὁ στέφανος τῆς κεφαλῆς ἡμῶν».
Μα εγώ δε θα σ' αρνηστώ ποτές, Γερουσαλήμ! Να χάσω το φως μου αν σε ξεχάσω, να ψάχνω με το ραβδί και να μη βρεθεί τοίχος να μου δείξει το δρόμο, κι ούτε πονετικός διαβάτης να με χειροκρατήσει. Γιατί θαν έχω αρνηστεί τον Θεό τον αληθινόν, και θε να 'μαι παραδομένος στα είδωλα της ψευτιάς, κι αντίς την απλή καρδιά που ρίζωσες στο κορμί μου, θε να 'χω βάλει μέσα μου φίδια φαρμακερά, να δαγκάνουνε τ' αδέρφια μου τους ανθρώπους.
Μαζί με σένα ζει η ψυχή μου, κ' είμαι πλούσιος όποτε, είμαι μακριά από τους στενόψυχους ανθρώπους, και γίνουμαι φτωχός όποτε σμίξω μαζί τους. Σε μέρος πόχει τόσο μονάχα φως, όσο χρειάζεται στον ξενιτεμένον, εκεί σε συλλογιέμαι τη νύχτα....
Το πως γεννήθηκα στα μέρη της Ασίας, το 'χω για πράμα βλογημένο και δοξάζω τον Θεό για δαύτο. Μ' όλα ταύτα βρεθήκανε ανθρώποι κακοί και κακογεννημένοι, ψυχές φτωχές, να γυρίσουνε το καύχημά μου σε κατηγόρια, θέλανε ν' αρνηστώ τη μάννα μου την Ασία, σε καιρό που αυτοί θρεφόντανε από το πλούτος της καρδιάς μου και παίρνανε χαρά κ' ελπίδα από τη φλέβα π' ανάβλυζε από τη βαθειά ρίζα μου.
«Ἁμαρτίαν ἥμαρτεν Ἰερουσαλήμ, διὰ τοῦτο εἰς σάλον ἐγένετο· πάντες οἱ δοξάζοντες αὐτὴν ἐταπείνωσαν αὐτήν».
«Κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. ὀρφανοὶ ἐγενήθημεν, οὐχ ὑπάρχει πατήρ· μητέρες ἡμῶν ὡς αἱ χῆραι».
«Κατέλυσε χαρὰ καρδίας ἡμῶν, ἐστράφη εἰς πένθος ὁ χορὸς ἡμῶν, ἔπεσεν ὁ στέφανος τῆς κεφαλῆς ἡμῶν».
Μα εγώ δε θα σ' αρνηστώ ποτές, Γερουσαλήμ! Να χάσω το φως μου αν σε ξεχάσω, να ψάχνω με το ραβδί και να μη βρεθεί τοίχος να μου δείξει το δρόμο, κι ούτε πονετικός διαβάτης να με χειροκρατήσει. Γιατί θαν έχω αρνηστεί τον Θεό τον αληθινόν, και θε να 'μαι παραδομένος στα είδωλα της ψευτιάς, κι αντίς την απλή καρδιά που ρίζωσες στο κορμί μου, θε να 'χω βάλει μέσα μου φίδια φαρμακερά, να δαγκάνουνε τ' αδέρφια μου τους ανθρώπους.
Μαζί με σένα ζει η ψυχή μου, κ' είμαι πλούσιος όποτε, είμαι μακριά από τους στενόψυχους ανθρώπους, και γίνουμαι φτωχός όποτε σμίξω μαζί τους. Σε μέρος πόχει τόσο μονάχα φως, όσο χρειάζεται στον ξενιτεμένον, εκεί σε συλλογιέμαι τη νύχτα....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;