Αυτοί οι σπόροι, μας λέει ο
Γιώργος, είναι οι παλιοί. Μπάμιες, πιπεριές, καρπούζι, πεπόνι, ρεβίθια.
Και ντομάτες, τα αληθινά πομιντόρια, όχι τα μεταλλαγμένα, που τις λέμε
«βουλγάρικες», γιατί τις πρωτοφύτεψαν εδώ και πάνω από μισόν αιώνα
κάποιοι κομμουνιστές. Που είχαν φτάσει στο νησί εκτοπισμένοι. Από γέρους
τις βρίσκω.
Eνας απ’ αυτούς μού είπε πως για να μου δώσει σπόρο, έπρεπε να ανέβω στο χτήμα του στο βουνό πεντέμισι η ώρα το πρωί. Αλλιώς σπόρους δεν έχει, έξι παρά τέταρτο έχω πιει τον καφέ μου και αρχίζω δουλειά στα χωράφια. Eκανα λοιπόν κουράγιο και πήγα αξημέρωτα και τους πήρα.
Και ξέρεις τι ανακάλυψα. Φύτεψα, λοιπόν, στο ένα μέρος σπόρους από αυτούς που μας δίνουν οι εταιρείες και στο άλλο παλιούς. Και ξέρεις τι έγινε; Τα φυτά που έβγαλαν οι ποτιστικοί τραβούσαν τ’ αψήλου δίχως σχεδόν ρίζα. Για να αντέχουν ακόμα και όταν λείπει το νερό της βροχής, το μόνο που τα ποτίζει γιατί είναι ξερικά, τα φυτά των παλιών σπόρων κατέβαιναν βαθιά μέσα στη γη.
Η κυρία Φλώρα, η ψυχή του μποστανιού, κατέβηκε φέτος και αυτή στη γη. Είχε μείνει από μικρή ορφανή, έτσι έγινε εκείνη η μητέρα για τα μικρότερα αδέλφια της. Δούλεψε σκληρά για πολλά χρόνια, φτιάχνοντας το έχει των δικών της και κρατώντας μαζί με τον άντρα της ένα κτήμα στη Σίφνο, στο Κάτω Πετάλι. Και τι δεν είχε το κτήμα: λαχανικά, γάλα, τυρί χλωρό και τυρί γυλωμένο, αυγά, φρούτα, κρασί.
Εκλεκτό κρασί από λιαστά σταφύλια που απλώνονταν στις ταράτσες για ένα εικοσαήμερο πριν πατηθεί. Δίπλα στα ψωνισμένα έβαζε πάντα και μια σακούλα με τα αψώνιστα. Συν το κέρασμα επί τόπου.
Σταμάταγε την κουβέντα για τη χρονιά που έφυγε και για την άλλη που μπήκε. Για να πεταχτεί στο μποστάνι ή να σκαρφαλώσει σε μια μάντρα και μέσα στο σούρουπο να σου κόψει κάτι το τρυφερό. Ακόμα και όταν η κούραση από τον ασταμάτητο μόχθο έκανε το μικρό της σώμα να γέρνει, το βάδισμά της είχε κάτι το νεανικό. Ενα πέταγμα. Ετσι, με ένα πέταγμα έφυγε φέτος τον χειμώνα.
Οταν ο γιος της ξεκίνησε τη δουλειά με τους παλιούς σπόρους αναρωτήθηκε: Θα βγάλεις κάτι από αυτά, παιδί μου; Εκείνος συνέχισε, με μηδενική κρατική βοήθεια.
Πλάι στις καλλιέργειες, έχτισε, σαν ιδανικός μαθητής του Πικιώνη, με τον οποίο μάλλον δεν έχουν συναντηθεί, ένα σχεδόν κρυμμένο, ενσωματωμένο στο υπόλοιπο τοπίο, αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα: ένα πέτρινο κτίσμα όπου ενσωμάτωσε παραδειγματικά μέλη από γκρεμισμένα σπίτια και εργαλεία καδραρισμένα σε θυρίδες. Μέσα εκεί αποθηκεύονται τροφές και γίνονται μαθήματα παραδοσιακής μαγειρικής. Ιδανικό μνημόσυνο και πρόταση για όσους έχουν μάτια να δουν.
Ανοίγω κάποιες στιγμές την τηλεόραση και παρακολουθώ από το κρατικό κανάλι τις εναγώνιες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους που επιμένουν να ξεριζώσουμε -πάντα για το καλό μας- ό,τι αντέχει ακόμα στην ψυχή και στη γη μας. Ακούω για νιοστή φορά τις λοιδορίες, τις απειλές, τις δηλητηριώδεις νουθεσίες. Και πιστεύω πως, αν αντέξουμε, θα είναι γιατί σε πείσμα όλων αυτών -και εκείνων που έρχονται- θα κρατήσουμε σφιχτά στο χέρι μας κάτι από τους παλιούς σπόρους.
πηγή Eνας απ’ αυτούς μού είπε πως για να μου δώσει σπόρο, έπρεπε να ανέβω στο χτήμα του στο βουνό πεντέμισι η ώρα το πρωί. Αλλιώς σπόρους δεν έχει, έξι παρά τέταρτο έχω πιει τον καφέ μου και αρχίζω δουλειά στα χωράφια. Eκανα λοιπόν κουράγιο και πήγα αξημέρωτα και τους πήρα.
Και ξέρεις τι ανακάλυψα. Φύτεψα, λοιπόν, στο ένα μέρος σπόρους από αυτούς που μας δίνουν οι εταιρείες και στο άλλο παλιούς. Και ξέρεις τι έγινε; Τα φυτά που έβγαλαν οι ποτιστικοί τραβούσαν τ’ αψήλου δίχως σχεδόν ρίζα. Για να αντέχουν ακόμα και όταν λείπει το νερό της βροχής, το μόνο που τα ποτίζει γιατί είναι ξερικά, τα φυτά των παλιών σπόρων κατέβαιναν βαθιά μέσα στη γη.
Η κυρία Φλώρα, η ψυχή του μποστανιού, κατέβηκε φέτος και αυτή στη γη. Είχε μείνει από μικρή ορφανή, έτσι έγινε εκείνη η μητέρα για τα μικρότερα αδέλφια της. Δούλεψε σκληρά για πολλά χρόνια, φτιάχνοντας το έχει των δικών της και κρατώντας μαζί με τον άντρα της ένα κτήμα στη Σίφνο, στο Κάτω Πετάλι. Και τι δεν είχε το κτήμα: λαχανικά, γάλα, τυρί χλωρό και τυρί γυλωμένο, αυγά, φρούτα, κρασί.
Εκλεκτό κρασί από λιαστά σταφύλια που απλώνονταν στις ταράτσες για ένα εικοσαήμερο πριν πατηθεί. Δίπλα στα ψωνισμένα έβαζε πάντα και μια σακούλα με τα αψώνιστα. Συν το κέρασμα επί τόπου.
Σταμάταγε την κουβέντα για τη χρονιά που έφυγε και για την άλλη που μπήκε. Για να πεταχτεί στο μποστάνι ή να σκαρφαλώσει σε μια μάντρα και μέσα στο σούρουπο να σου κόψει κάτι το τρυφερό. Ακόμα και όταν η κούραση από τον ασταμάτητο μόχθο έκανε το μικρό της σώμα να γέρνει, το βάδισμά της είχε κάτι το νεανικό. Ενα πέταγμα. Ετσι, με ένα πέταγμα έφυγε φέτος τον χειμώνα.
Οταν ο γιος της ξεκίνησε τη δουλειά με τους παλιούς σπόρους αναρωτήθηκε: Θα βγάλεις κάτι από αυτά, παιδί μου; Εκείνος συνέχισε, με μηδενική κρατική βοήθεια.
Πλάι στις καλλιέργειες, έχτισε, σαν ιδανικός μαθητής του Πικιώνη, με τον οποίο μάλλον δεν έχουν συναντηθεί, ένα σχεδόν κρυμμένο, ενσωματωμένο στο υπόλοιπο τοπίο, αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα: ένα πέτρινο κτίσμα όπου ενσωμάτωσε παραδειγματικά μέλη από γκρεμισμένα σπίτια και εργαλεία καδραρισμένα σε θυρίδες. Μέσα εκεί αποθηκεύονται τροφές και γίνονται μαθήματα παραδοσιακής μαγειρικής. Ιδανικό μνημόσυνο και πρόταση για όσους έχουν μάτια να δουν.
Ανοίγω κάποιες στιγμές την τηλεόραση και παρακολουθώ από το κρατικό κανάλι τις εναγώνιες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους που επιμένουν να ξεριζώσουμε -πάντα για το καλό μας- ό,τι αντέχει ακόμα στην ψυχή και στη γη μας. Ακούω για νιοστή φορά τις λοιδορίες, τις απειλές, τις δηλητηριώδεις νουθεσίες. Και πιστεύω πως, αν αντέξουμε, θα είναι γιατί σε πείσμα όλων αυτών -και εκείνων που έρχονται- θα κρατήσουμε σφιχτά στο χέρι μας κάτι από τους παλιούς σπόρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;