του Λουκά Κασιάρα
Σε είδα προχθές, σε μια εικόνα στριμωγμένο, δίπλα σε ένα ειδησεογραφικό μονόστηλο…
Εκεί που διάβαζα πελαγωμένος για τα αδιέξοδα σενάρια της παγκόσμιας
κρίσης μας, για τα ατέρμονα συμβούλια των ισχυρών της γης, για την
αναξιοπρέπεια της φτώχιας που ενδημεί πολλαπλασιαζόμενη γύρω μας, για τα
αναλώσιμα θύματα στη θηριωδία των πολέμων…
Μες στο ορυμαγδό των εκρηκτικών ειδήσεων με ξάφνιασες!
Πέρασες δίπλα από τα μάτια μου, τόσο διακριτικός, σχεδόν αφανής,
κλεισμένος στο σιωπηλό σου φέρετρο. Ούτε καν το όνομά σου δεν υπήρχε.
Ίσως γι’ αυτό προκάλεσες την προσοχή μου. Η ανωνυμία σου μου φάνηκε τόσο
εύγλωττη. Το ταλαιπωρημένο σου σώμα ένας αριθμός επιπλέον, ανάμεσα στις
χιλιάδες των θαλασσοπνιγμένων λαθρομεταναστών.
Κι
ενώ στην αρχή θα ‘θελα πολύ να μάθω ποιος είσαι, γρήγορα η καταναλωτική
περιέργεια των ματιών μου συστάλθηκε, ταπεινώθηκε προσκρούοντας στο
σφραγισμένο σου φέρετρο…
Και τι σημασία έχει στ’ αλήθεια αν ήσουν οικογενειάρχης, που
ξεπούλησες το βιος σου αγοράζοντας δυσεύρετες θέσεις στις προορισμένες
να ναυαγήσουν «σωστικές» λέμβους, ή ακόμα ιδεολόγος – άθυρμα στη
σύγχρονη «σταυροφορία» του τζιχάντ. Θα μπορούσες να ήσουν γυναίκα που
άπλωσες τα φτερά της καρδιάς σου στην άγνωστη γη της επαγγελίας ή και
παιδί, που σε φυγάδευσαν νύχτα, με φυλαχτό στον κόρφο σου τις μνήμες της
ορφάνιας σου…
Πέρα από ηλικίες, φύλλα, φυλές και εθνότητες ήσουν ένας άνθρωπος
διψασμένος για ζωή και ελευθερία. Και μόνο που έπαιξες τη ζωή σου ζάρι
γι’ αυτούς τους πόθους, αξίζεις από εμάς, τους συχνά μεμψίμοιρους
αποδέκτες σου, τουλάχιστον το ενδιαφέρον και το σεβασμό μας. Έδωσες τη
ζωή σου για να έρθεις στα χώματά μας, στις ευημερούσες χώρες μας, αυτές
που για σένα ήταν ο επίγειος παράδεισος, αλλά σε εμάς πλέον αρχίζουν να
φαίνονται φθίνουσες και ασφυκτικές.
Όσο κοιτάζω μελαγχολικός την τελευταία σου – ακούραστη για πρώτη φορά –
πορεία προς στη χωμάτινη κατοικία σου, τόσο νιώθω πιο ομιλητική τη
σιωπή σου. Αν ξυπνούσες για λίγο, δεν ξέρω αν θα κραύγαζες χολωμένος και
κατάπικρος εναντίον μας, ή αν απλά θα μας κοιτούσες εταστικά,
περιεργαζόμενος με κατάπληξη τον «πολιτισμένο» οίκτο στα πρόσωπά μας.
Νιώθω ωστόσο να σε κατακλύζει το γοερό σου παράπονο, να ξεχειλίζει
σχεδόν από το σφραγισμένο σου φέρετρο. Η μορφή σου ξαφνικά παίρνει σάρκα
και οστά, ζωντανεύει και ορθώνεται εμπρός μας σαν αμείλικτος κριτής,
και τα θολωμένα από την αρμύρα μάτια σου πρώτη φορά βυθίζονται σαν
λεπίδες στη νωθρή μας ψυχή. Από τα βάθη της Μεσογείου που πνίξαν την
ανάσα σου, αλλά και από τα έγκατα της «αμελητέας» σου ύπαρξης αναδύεται
νομίζω πιο δυνατή από ποτέ η φωνή σου. Ξαφνικά από πιόνι του
ανθρωποφάγου συστήματος και παρίας της οικουμένης, γίνεσαι εσύ ο
δικαστής που ανακρίνεις. Προφανώς, φαντάζομαι πως κατέκτησες με το
θάνατό σου αυτό το… δικαίωμα. Έπρεπε δηλαδή να θαλασσοπνιγείς για να
εισακουστεί η κραυγή σου, ή μήπως ούτε αυτή η αυτοθυσία σου δεν είναι
αρκετή;
Και από κάτω, στο εδώλιο όλοι εμείς… Η εξέχουσα και κρατούσα τάξη
πρωτίστως, που «νίπτει» αενάως «τας χείρας» και «καταθεματίζει και
ομνύει ότι ουκ οίδε τον άνθρωπο» (!) (Μαρκ. 14.71). Λένε: Μα…
δεν ξέρουμε ποιοι είναι αυτοί, και ποιοι τους στέλνουν και γιατί
τολμούν ένα τόσο ριψοκίνδυνο ταξίδι, οι …αφελείς. Τόσο απελπισμένοι
είναι; Και πού νομίζουν ότι μπορούν να βολευτούν στα δικά μας μέρη; Τι
είναι δηλαδή η Ευρώπη; Άσυλο κατατρεγμένων; Μακάρι να μπορούσαμε να
σταματήσουμε τη ροή τους προς τη Δύση. Τουλάχιστον καταδικάζουμε
απερίφραστα αυτό το έγκλημα…
Και
ταυτόχρονα τα οπλικά συστήματα διοχετεύονται αφειδώς προς Ανατολάς,
εξοπλίζοντας αυτούς τους ίδιους τους δημίους των φυγάδων, χάριν
γεωστρατηγικών συμφερόντων και ανίερων συμμαχιών, στο όνομα της αδηφάγου
οικονομικής επικυριαρχίας! Την ίδια στιγμή μεγαλοεπιχειρηματίες,
ορμώμενοι εκ Δύσης κυρίως, μεγαλουργούν ως σύγχρονοι δουλέμποροι,
διακομίζοντας τη …φθηνή τους πραμάτεια έναντι αδράς αμοιβής.
Είναι και οι άλλοι βέβαια, οι ευτελείς οικτίρμονες. Αυτοί
κλαυθμηρίζουν σε πολλούς τόνους διατυμπανίζοντας την ηθικόλογη
ευαισθησία τους.
Είναι αδιανόητο να κωφεύουμε, λένε, σε
αυτές τις θλιβερές απώλειες. Ήρθε ο καιρός να παρέμβουμε άμεσα πλέον.
Να αλλάξουμε τους όρους του διεθνούς ναυτικού δικαίου. Να
ενεργοποιήσουμε τις ανθρωπιστικές οργανώσεις. Να πατάξουμε τη διαφθορά.
Είναι κρίμα να χάνονται άδικα συνάνθρωποί μας.
Και
μετά από λίγα βαρύγδουπα άρθρα, μεγαλόστομες καταγγελίες (ανώνυμες
πάντα) ακολουθούν οι ακτιβιστικοί παροξυσμοί, ίσως και κάποιος
«τηλεμαραθώνιος» για τους συγγενείς των θυμάτων (αν ποτέ βρεθούν…),
ώσπου τα ευχολόγια εξαντλούνται και η επαναφορά στην βολεμένη μας τύρβη
φαντάζει ακόμη πιο ένοχη…
Κάπου εκεί μέσα, σε αυτό το ετερόκλητο και ανώνυμο πλήθος, που
συνωστίζεται στο εδώλιο, αισθάνομαι ότι βρισκόμαστε πολλοί. Αμέριμνοι
περιπατητές του βίου μας, κρυμμένοι στον εθελόδουλο κομφορμισμό μας,
αναμηρυκάζουμε τις μικρόχαρες ιδιοτέλειές μας. Καμιά φορά βαυκαλιζόμαστε
κιόλας για τον «πολιτικό μας πολιτισμό» και σπεύδουμε να αποποιηθούμε
των ευθυνών, επικαλούμενοι την ουτοπικότητα της ατομικής πρωτοβουλίας.
Πόσο όμως δίκιο είχε ο βαθιά ανθρώπινος και ψυχογραφικός Ντοστογιέφσκι,
όταν κάποτε αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει συγχώρεση από κάποιον
εγκληματία. Στην έκπληξη του εγκληματία, εκείνος απάντησε: «Αν εγώ ήμουν καλύτερος ίσως εσύ ποτέ να μην έφθανες σε εξευτελιστικές πράξεις».
Να γιατί λοιπόν πάνω σε αυτό το αριθμημένο φέρετρο αντικατοπτρίζεται η
δική μας συνενοχή. Είμαστε κομμάτια αυτού του κόσμου που σε πέταξε στο
κύμα. Είμαστε συνυπεύθυνοι, όσο σιωπούμε στις φονικές πολιτικές των
κρατούντων.
Σε κάποιο από τα «κέντρα υποδοχής» στη Λαμπεντούζα, κάποιος από
τους λαθρομετανάστες, που ξεγέλασε το Χάρο, (θα μπορούσε να είναι το Νο:
133) έγραψε σε έναν τοίχο, με απαράμιλλη πειθώ: «I spend all my life to search freedom»!
Άρα, είμαστε και υπόλογοι, όσο υποθηκεύουμε την πνευματική μας
ελευθερία για λίγα κόκκαλα υλικής ευδαιμονίας. Είμαστε αξιολύπητοι όσο
συμβιβαζόμαστε με τη χαμέρπεια της εγωπαθούς αδράνειας και δε γινόμαστε
εμείς η αλλαγή που θέλουμε να συμβεί. Είμαστε οι ίδιοι θύτες και θύματα,
όσο δεν απλώνουμε το χέρι στον οποιονδήποτε «ναυαγό» – συνάνθρωπο,
γιατί δε θέλουμε να ριψοκινδυνεύσουμε την τόσο εύθραυστη ασφάλειά μας.
Μικρέ μου, ανώνυμε λαθρομετανάστη
Η
αθάνατη ψυχή σου είμαι σίγουρος πως θα ανακουφίζεται κάθε φορά που θα
ακούμε τη σιωπηλή σου φωνή. Το αξίζεις. Και μόνο έτσι ίσως ελπίζουμε να
σταματήσουν να αυξάνονται οι …αριθμοί των διαδόχων σου. Μέχρι τότε εσύ
και τα παιδιά σου – αυτά που ίσως δεν πρόλαβες να φέρεις στο κόσμο – θα
μας ελέγχουν… Όπως λέει και ο ποιητής μας:
« Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί» (Κ. Παλαμάς)
Λουκάς Κασιάρας
Φιλόλογος
Ιούνιος 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;