Φίμωση της αντίθετης γνώμης – "καλή βία" -
πόλεμος κατά της Εκκλησίας – πόλεμος κατά της οικογένειας – ιδιοκτησίες
παραδίδονται σε ξένους – δωρεάν αμβλώσεις – "ελεύθερες" σχέσεις χωρίς κανένα ηθικό
φραγμό. Το πνεύμα του Λενινισμού «ζει και βασιλεύει» στις μέρες μας…
Άλλο ένα καταπληκτικό κείμενο του Βρετανού αρθρογράφου που έγινε
Χριστιανός Ορθόδοξος (Ρωσικό Πατριαρχείο) - σύντμηση από το εκτενέστερο άρθρο του "The Spirit of Leninism"
Άγαλμα του Λένιν στο Fremont του Seattle των ΗΠΑ! Πίσω του το μασονικό έμβλημα |
Ο Λένιν, προερχόμενος από μια οικογένεια ευγενών ρωσικής,
γερμανικής και εβραϊκής καταγωγής και ζώντας από κεφάλαια του κόμματος και το
εισόδημα από την περιουσία της μητέρας του, είχε πολύ μικρή γνώση του τρόπου ζωής
των απλών ανθρώπων. «Σύμφωνα με τον Γκόρκι, ήταν αυτή η άγνοια της καθημερινής
εργασίας, και της ανθρώπινης δυστυχίας που είχε προκαλέσει στον Λένιν μια «ανελέητη
περιφρόνηση, αντάξια ενός ευγενούς, για τις ζωές των απλών ανθρώπων... Η ζωή σε
όλη την πολυπλοκότητά της ήταν άγνωστη στον Λένιν. Δεν ξέρει τους απλούς
ανθρώπους. Ποτέ δεν έχει ζήσει ανάμεσά τους».
Ο Λένιν μισούσε την ίδια του τη χώρα. «Φτύνω τη Ρωσία», είχε
πει κάποτε και οι ενέργειές του έδειχναν την περιφρόνησή του για τους Ρώσους όλων
των τάξεων. Δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας στην ιδέα ότι η επανάσταση του Λένιν
έγινε για χάρη της Ρωσίας ή των Ρώσων: έγινε, όχι από αγάπη για κάποιον ή κάτι, αλλά
απλά από παράλογο, δαιμονικό, καθολικό μίσος ...
Ως επαναστάτης, ο Λένιν ζούσε μια σχετικά απλή, ακόμη και
ασκητική ζωή και είχε μόνο μια σχέση - με την Inessa Armand. Αλλά, όπως γράφει ο Oliver Figes, «ο ασκητισμός ήταν ένα
κοινό χαρακτηριστικό των επαναστατών της γενιάς του Λένιν. Όλοι είχαν εμπνευστεί
από την αυταπάρνηση του επαναστάτη Rakhmetev στο μυθιστόρημα του Chernyshevsky (Νικολάι Γαβρίλοβιτς
Τσερνισέφσκι 1828-1889) “Τι να κάνουμε;”. Καταστέλλοντας τα συναισθήματά του,
αρνούμενος στον εαυτό του τις χαρές της ζωής, ο Λένιν προσπάθησε να ενισχύσει
την αποφασιστικότητά του και να γίνει όπως ο Rakhmetev, αδιάφορος ως προς τα βάσανα των άλλων. Αυτή, πίστευε,
ήταν η «σκληρότητα» που απαιτείται από κάθε επιτυχημένο επαναστάτη: η ικανότητα να χύνει αίμα για πολιτικούς
σκοπούς. «Το τρομερό πράγμα στον Λένιν», παρατήρησε κάποτε ο Στρούβε, «ήταν ότι
συνδύαζε την αυτο-διαπόμπευση, η οποία είναι η όλη ουσία του ασκητισμού, με
την διαπόμπευση των άλλων ανθρώπων, όπως εκφράζεται σε ένα αφηρημένο κοινωνικό μίσος
και ψυχρή πολιτική σκληρότητα ..
«Ο Λένιν είχε απόλυτη πίστη στη δική του ιστορική μοίρα. Δεν
αμφέβαλλε ούτε για μια στιγμή, ότι ήταν ο άνθρωπος που είχε την «μπαγκέτα του
μαέστρου» στο κόμμα. Όσοι τον γνώριζαν πριν από τον πόλεμο είχαν παρατηρήσει
μια δραματική αλλαγή στην προσωπικότητά του. «Πώς γέρασε έτσι;», είπε ο Roman Gul, ο οποίος είχε μια σύντομη
συνάντηση μαζί του το 1905. «Όλη η εμφάνιση του Λένιν είχε αλλάξει. Και όχι
μόνο αυτό. Δεν υπήρχε τίποτα από την παλιά εγκαρδιότητα, φιλικότητα ή χιούμορ,
στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους. Ο νεαρός Λένιν ήταν κυνικός,
μυστικοπαθής και αγενής, ένας συνωμότης ενάντια σε όλους και όλα, που δεν
εμπιστευόταν κανέναν, υποψιαζόταν τους πάντες και ήταν αποφασισμένος να
ξεκινήσει την κούρσα για την εξουσία»...
«Ο Λένιν δεν ήταν ποτέ ανεκτικός στη διαφωνία στους κόλπους
του κόμματός του. Ο Μπουχάριν παραπονέθηκε ότι “δεν δίνει δεκάρα για τις
απόψεις των άλλων”. Ο Λουνατσάρσκι (επίτροπος "εκπαίδευσης" των μπολσεβίκων) υποστήριξε ότι ο Λένιν σκόπιμα «ήταν περικυκλωμένος
από ανόητους» που δεν θα τολμούσαν να τον αμφισβητήσουν. Η αυταρχική του στάση
μεγεθύνθηκε με τον καιρό. Η Krupskaya
(σύζυγος του Λένιν) αποκάλεσε «οργή» την φρενήρη κατάσταση του συζύγου της, όταν ασχολούνταν με
συγκρούσεις με τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ενεργούσε σαν ένας άνθρωπος που διακατέχεται
από μίσος και θυμό. Είχε νευρικές συσπάσεις σε ολόκληρο το σώμα του και δεν
μπορούσε ούτε να κοιμηθεί, ούτε να φάει. Η ομιλία του έγινε χυδαία και χοντροκομμένη.
Ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτός ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος. Χλεύαζε
τους αντιπάλους του, τόσο εντός όσο και εκτός του κόμματος, με βρισιές και βίαιη
γλώσσα. Ήταν «καθάρματα», «βρώμικα αποβράσματα», «πόρνες», «μ…ιά», «σκ..ά»,
«κρετίνοι», «ηλίθιες κότες» κλπ. Όταν η οργή υποχωρούσε, κατέρρεε σε μια
κατάσταση εξάντλησης, ατονίας και κατάθλιψης, μέχρι που ξέσπαγε και πάλι. Αυτή
η μανιακή αλλαγή της διάθεσης ήταν χαρακτηριστικό της ψυχολογίας του Λένιν και
συνεχίστηκε αδυσώπητα μεταξύ 1917 και 1922, και πρέπει να συνέβαλε στην
εγκεφαλική αιμορραγία από την οποία τελικά πέθανε.
Λίγο πριν το τέλος |
Οι φωτογραφίες του στην τελευταία ασθένειά του αποκαλύπτουν
έναν άνθρωπο που ήταν πραγματικά τρελός – η νεκροψία έδειξε ότι ο εγκέφαλός του
είχε τρομερά καταστραφεί από σύφιλη. Επιπλέον, με την πνευματική έννοια: είχε
δαιμονιστεί, με μια παράλογη οργή ενάντια στο Θεό και τον άνθρωπο, και μια παρόρμηση
να καταστρέψει και να σκοτώσει και να ακρωτηριάσει ότι δεν μπορεί να έχει
λογική βάση.
«Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του Λένιν το 1917 ήταν αναμφίβολα η απόλυτη κυριαρχία του πάνω στο κόμμα. Κανένα άλλο κόμμα δεν ήταν ποτέ τόσο στενά συνδεδεμένο με την προσωπικότητα ενός και μόνο ανθρώπου. Ο Λένιν ήταν ο πρώτος ηγέτης κόμματος που έφερνε κοντά στην ιδιότητα του θεού: ο Στάλιν, ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ και ο Μάο Τσε Τουνγκ ήταν όλοι οι διάδοχοί του σε αυτή την έννοια».
Ο πρωτοπρεσβύτερος Lev Lebedev, γράφει ότι ο Λένιν «δημιούργησε όχι απλά ένα πολιτικό επαναστατικό κόμμα στη βάση της οικονομικής και κοινωνικής “επιστημονικής” θεωρίας του μαρξισμού: ίδρυσε μια θρησκεία, και έναν «θεό» που αποδείχθηκε ότι ήταν ο ίδιος!... Για τον Λένιν, όπως και για τον Μαρξ, το μόνο πράγμα που ήταν αναγκαίο και σημαντικό ήταν η προσωπική του δύναμη με την υποχρεωτική θεοποίηση του δικού του προσώπου.. Ο Λένιν (όπως και ο Μαρξ) θεωρούσε τον εαυτό του ότι ήταν ο «Μεσσίας» - ο «δάσκαλος» και ο «ηγέτης», όχι μόνο των Ρώσων, αλλά και όλου του κόσμου. Αυτή είναι ψυχολογία Αντίχριστου. Για τον Λένιν δεν υπήρχαν νομικά, δεοντολογικά ή ηθικά όρια. Όλα τα μέσα, ανάλογα με τις περιστάσεις, ήταν επιτρεπτά για την επίτευξη του στόχου του. Ψέματα, απάτη, συκοφαντία, προδοσία, δωροδοκία, εκβιασμός, δολοφονία - ήταν η σχεδόν καθημερινή επιλογή των μέσων που ο ίδιος και το κόμμα του χρησιμοποιούσαν, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσαν για τα μέλη του κόμματος και τις μάζες τη μάσκα του “κρυστάλλινης ειλικρίνειας”, της ευπρέπειας και της ανθρωπιάς. Ο Λένιν είχε πάντα μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση να μαθαίνει για δολοφονίες, τόσο ανθρώπων όσο και μαζικές δολοφονίες. Αυτή η δίψα για αίμα ήταν το κλειδί για την ειδική δύναμη που «ο ηγέτης του παγκόσμιου προλεταριάτου» έλαβε από το διάβολο...
Το κόμμα των Μπολσεβίκων ήταν πράγματι περισσότερο σαν μια
θρησκευτική αίρεση παρά ένα κανονικό πολιτικό κόμμα. Ενώ τα μέλη των άλλων
κομμάτων, ακόμη και των σοσιαλιστικών, είχαν μια ιδιωτική ζωή ξεχωριστή από την
πολιτική τους ζωή, αυτό δεν συνέβαινε με τους Μπολσεβίκους. Ο Igor Shafarevich γράφει: «Ο Γερμανός
αρθρογράφος Β. Schlamm
αφηγείται την ιστορία πώς το 1919, στην ηλικία των 15, ήταν ένας συνοδοιπόρος
των κομμουνιστών, αλλά δεν μπόρεσε να διεισδύσει μέσα στο στενό κύκλο των
λειτουργών τους. Τον λόγο, εξήγησε είκοσι χρόνια αργότερα, όταν τα χάλασε με
τον κομμουνισμό. Όταν ο Schlamm,
εκκλήθη να ενταχθεί στο κόμμα, είχε πει: «Είμαι έτοιμος να δώσω στο κόμμα τα
πάντα εκτός από δύο βράδια την εβδομάδα, όταν θα ακούω Μότσαρτ». Η απάντηση αυτή
έμελλε να είναι μοιραία: ένας άνθρωπος που έχει ενδιαφέροντα που δεν θέλει να
τα θυσιάσει στο κόμμα δεν είναι κατάλληλος για αυτό.
Έχοντας εντελώς παραδώσει τα μυαλά τους και τις βουλήσεις τους
στο κόμμα, όπως και οι Ιησουίτες στον Πάπα, οι Μπολσεβίκοι ήταν σε θέση να
προχωρήσουν στη βία και την αιματοχυσία σε μια κλίμακα που ξεπέρασε κατά πολύ την
Ιερά Εξέταση και κάθε προηγούμενη τυραννία στην ιστορία του κόσμου. Ο Λένιν έκανε
έκκληση για «μαζική τρομοκρατία εναντίον των κουλάκων, των ιερέων και της Λευκής
φρουράς». Και ο Τρότσκι είπε: «Πρέπει να θέσουμε ένα τέλος, μια για πάντα, στην παπική-κουακερική φλυαρία για την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής» Και : η πρώτη
έκδοση του “Krasnij Mech”
(Το κόκκινο ξίφος), το 1918 διακήρυξε: «Απορρίπτουμε τα παλαιά συστήματα ηθικής
και “ανθρωπότητας” που επινοήθηκαν από την αστική τάξη για να καταπιέζουν και
να εκμεταλλεύονται τις “κατώτερες τάξεις”. Η ηθική μας δεν έχει προηγούμενο,
και η ανθρωπιά μας είναι απόλυτη, διότι στηρίζεται σε ένα νέο ιδανικό…. Για
εμάς, τα πάντα επιτρέπονται, γιατί είμαστε οι πρώτοι που σηκώνουμε το σπαθί όχι
για να καταπιέζονται φυλές και να γίνουν δούλοι, αλλά για να ελευθερώσουμε την
ανθρωπότητα από τα δεσμά ... Αίμα; Ας ρεύσει το αίμα, όπως το νερό!...Μόνο μέσα
από τον θάνατο του παλιού κόσμου μπορούμε να απελευθερωθούμε από την επιστροφή
αυτών των τσακαλιών!»
Στις 19 Ιανουαρίου / 1 Φεβρουαρίου 1918 ο Πατριάρχης Τύχων της Μόσχας αναθεμάτισε τους μπολσεβίκους και
όλους όσους συνεργάστηκαν μαζί τους. Και στις 8 Αυγούστου 1918, σε ομιλία του «προς
όλα τα πιστά τέκνα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας», είπε: «Η αμαρτία έχει ανάψει
παντού τη φλόγα των παθών, εχθρότητα και οργή, αδελφός έχει ξεσηκωθεί εναντίον
αδελφού, οι φυλακές γεμίζουν με αιχμαλώτους, η γη είναι ποτισμένη με αθώο αίμα,
που έχυσε το χέρι κάποιου αδελφού, είναι μολυσμένη από τη βία, τις λεηλασίες, την
πορνεία και κάθε ακαθαρσία. Από αυτή την ίδια δηλητηριώδη πηγή της αμαρτίας
έχει βγει η μεγάλη απάτη των υλικών γήινων αγαθών, με την οποία ο λαός μας έχει
δελεαστεί, ξεχνώντας ένα πράγμα απαραίτητο. Δεν απορρίψαμε αυτόν τον πειρασμό,
όπως ο Σωτήρας Χριστός τον απέρριψε εν τη ερήμω. Θελήσαμε να δημιουργήσουμε
έναν επίγειο παράδεισο, αλλά χωρίς το Θεό και τις ιερές εντολές Του. Ο Θεός δεν
εμπαίζεται. Και γι’ αυτό η πείνα και η δίψα και η γυμνότητα πάνω στη γη, που ευλογήθηκε
με αφθονία των δώρων της φύσης, και τώρα η σφραγίδα της κατάρας έχει πέσει στην
ίδια την εργασία του λαού και σε όλα του τα έργα. Η αμαρτία, βαριά και
αμετανόητη, έχει καλέσει τον Σατανά από την άβυσσο, και τώρα μουγκρίζει και συκοφαντεί
ενάντια στον Κύριο και ενάντια στον Χριστό Αυτού και δημιουργεί ανοιχτές διώξεις
κατά της Εκκλησίας».
Μήπως όμως, ο σοσιαλισμός είναι ένα καλοπροαίρετο κίνημα που
απλά «πήγε στραβά, διότι δεν έλαβε υπόψη του τον Θεό, τις εντολές του Θεού και
την πεπτωκύα ανθρώπινη φύση;» Ο Igor Shafarevich λέει ότι ο σοσιαλισμός στην πιο ριζοσπαστική του μορφή -
δηλαδή, ο επαναστατικός σοσιαλισμός (μπολσεβικισμός, λενινισμός, Μαοϊσμός) δεν ασχολείται
με τη δικαιοσύνη και με τη φιλανθρωπία. Το πραγματικό κίνητρο του είναι απλά το
σατανικό μίσος, το μίσος κατά του συνόλου του παλιού κόσμου και όλων όσων που
τον συνθέτουν και η επιθυμία να καταστρέψουν τα θεμέλιά του.
1. Ιεραρχία. Η ιεραρχία είχε ήδη εν πολλοίς καταστραφεί κατά
τη στιγμή που οι Μπολσεβίκοι ήρθαν στην εξουσία: από εκείνη τη στιγμή η μόνη
ιεραρχία ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα και όλοι οι άλλοι ήταν ‘ίσοι’ στην
αθλιότητα σε σχέση με αυτό.
2. Ιδιωτική Περιουσία. Διάσημο σύνθημα του Λένιν: “Loot the loot” (αποκτήστε με πλιάτσικο
ό,τι αποκτήθηκε με πλιάτσικο). Μέχρι το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου όλη η
περιουσία και τα προνόμια είχαν περάσει στα χέρια της νέας αριστοκρατίας, στο
Κομμουνιστικό Κόμμα. Τα σχέδια του Λένιν βοηθήθηκαν από ένα χαρακτηριστικό των
αγροτών (όχι όλων, βέβαια, αλλά μάλλον της πλειοψηφίας): την άρνησή τους
να παραδεχτούν το δικαίωμα στη γη κανενός άλλου εκτός των αγροτών..
3. Η οικογένεια. Ο Oliver Figes γράφει: «Οι Μπολσεβίκοι ήθελαν να κατασκευάσουν την κομμουνιστική ουτοπία τους ως μια συνεχή μάχη ενάντια στα έθιμα και τις συνήθειες του λαού. Με το τέλος του εμφυλίου πολέμου προετοιμάζονταν για μια νέα και μεγαλύτερη μάχη που δόθηκε στο «εσωτερικό μέτωπο», ένα επαναστατικό πόλεμο για την απελευθέρωση του κομμουνιστικού ανθρώπου μέσα από την εξάλειψη της ατομικιστικής («αστικής») συμπεριφοράς και των αποκλίνουσων συνηθειών (πορνεία, αλκοολισμός, χουλιγκανισμός και θρησκεία) που κληρονομήθηκαν από την παλιά κοινωνία. Υπήρχε μικρή διαφωνία στους μπολσεβίκους, ότι για αυτήν την μάχη που θα μεταμόρφωνε την ανθρώπινη φύση θα χρειαστούν δεκαετίες. Υπήρχε μόνο η διαφωνία σχετικά με το πότε θα έπρεπε να αρχίσει η μάχη. Ο Μαρξ είχε διδάξει ότι η μεταβολή της συνείδησης εξαρτάται από τις αλλαγές στο υλικό κομμάτι και ο Λένιν επιβεβαίωσε ότι αυτή θα ήταν μια διαδικασία που θα έπαιρνε μια ολόκληρη ιστορική εποχή. Αλλά οι περισσότεροι Μπολσεβίκοι πίστευαν ότι η ενεργός συμμετοχή ήταν απαραίτητη σε κάθε στιγμή και σε κάθε πεδίο της μάχης της καθημερινής ζωής - στην οικογένεια, το σπίτι και το εσωτερικό κόσμο του ατόμου, καθώς η διατήρηση των παλαιών νοοτροπιών ήταν μια σημαντική απειλή για τους βασικούς ιδεολογικούς στόχους του κόμματος. Όπως ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι έγραψε το 1927: «Η λεγόμενη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής δεν μπορεί να μας ξεφύγει, διότι εδώ ακριβώς είναι που θα επιτευχθεί ο τελικός στόχος της Επανάστασης».
3. Η οικογένεια. Ο Oliver Figes γράφει: «Οι Μπολσεβίκοι ήθελαν να κατασκευάσουν την κομμουνιστική ουτοπία τους ως μια συνεχή μάχη ενάντια στα έθιμα και τις συνήθειες του λαού. Με το τέλος του εμφυλίου πολέμου προετοιμάζονταν για μια νέα και μεγαλύτερη μάχη που δόθηκε στο «εσωτερικό μέτωπο», ένα επαναστατικό πόλεμο για την απελευθέρωση του κομμουνιστικού ανθρώπου μέσα από την εξάλειψη της ατομικιστικής («αστικής») συμπεριφοράς και των αποκλίνουσων συνηθειών (πορνεία, αλκοολισμός, χουλιγκανισμός και θρησκεία) που κληρονομήθηκαν από την παλιά κοινωνία. Υπήρχε μικρή διαφωνία στους μπολσεβίκους, ότι για αυτήν την μάχη που θα μεταμόρφωνε την ανθρώπινη φύση θα χρειαστούν δεκαετίες. Υπήρχε μόνο η διαφωνία σχετικά με το πότε θα έπρεπε να αρχίσει η μάχη. Ο Μαρξ είχε διδάξει ότι η μεταβολή της συνείδησης εξαρτάται από τις αλλαγές στο υλικό κομμάτι και ο Λένιν επιβεβαίωσε ότι αυτή θα ήταν μια διαδικασία που θα έπαιρνε μια ολόκληρη ιστορική εποχή. Αλλά οι περισσότεροι Μπολσεβίκοι πίστευαν ότι η ενεργός συμμετοχή ήταν απαραίτητη σε κάθε στιγμή και σε κάθε πεδίο της μάχης της καθημερινής ζωής - στην οικογένεια, το σπίτι και το εσωτερικό κόσμο του ατόμου, καθώς η διατήρηση των παλαιών νοοτροπιών ήταν μια σημαντική απειλή για τους βασικούς ιδεολογικούς στόχους του κόμματος. Όπως ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι έγραψε το 1927: «Η λεγόμενη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής δεν μπορεί να μας ξεφύγει, διότι εδώ ακριβώς είναι που θα επιτευχθεί ο τελικός στόχος της Επανάστασης».
«Η οικογένεια ήταν η πρώτη αρένα στην οποία οι Μπολσεβίκοι έπεσαν
να αγωνιστούν. Στη δεκαετία του 1920, το δόγμα τους ήταν ότι η «αστική
οικογένεια» ήταν κοινωνικά επιζήμια: ήταν εσωστρεφής και συντηρητική, ένα
προπύργιο της θρησκείας, με δεισιδαιμονία, άγνοια και προκαταλήψεις, προωθηθεί τον
εγωισμό και την απληστία και καταπιέζει τις γυναίκες και τα παιδιά. Οι
Μπολσεβίκοι έλπιζαν ότι η οικογένεια θα εξαφανιζόταν καθώς η Σοβιετική Ρωσία θα
εξελισσόταν σε ένα πλήρως σοσιαλιστικό σύστημα, στο οποίο το κράτος θα αναλάμβανε
την ευθύνη για όλες τις βασικές λειτουργίες του νοικοκυριού και απελευθερωμένες
από την εργασία στο σπίτι, οι γυναίκες θα ήταν ελεύθερες να εισέλθουν στο
εργατικό δυναμικό επί ίσοις όροις με τους άνδρες. Ο πατριαρχικός γάμος, με
επακόλουθο τη σεξουαλική ηθική του, θα σβήσει – και θα αντικατασταθεί από
«ελεύθερα συνδικάτα της αγάπης».
«Για τους Μπολσεβίκους, η οικογένεια ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. «Με το να βιώνει αγάπη ένα παιδί, η οικογένεια το μετατρέπεται σε ένα εγωιστικό ον, ενθαρρύνοντας το να βλέπει τον εαυτό του ως το κέντρο του σύμπαντος», έγραψε η σοβιετική εκπαιδευτική στοχάστρια Zlata Lilina. Μπολσεβίκοι θεωρητικοί συμφώνησαν για την ανάγκη να αντικατασταθεί αυτή η «εγωιστική αγάπη» με την «ορθολογική αγάπη» μιας ευρύτερης «κοινωνικής οικογένειας». Το αλφαβητάρι του κομμουνισμού (1919) προέβλεπε τη μελλοντική κοινωνία στην οποία οι γονείς δεν θα χρησιμοποιούν πλέον τη λέξη «μου» για να αναφερθούν στα παιδιά τους, αλλά και θα φροντίζουν για όλα τα παιδιά στην κοινότητά τους. Μεταξύ των μπολσεβίκων υπήρχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το πόσο καιρό θα έπαιρνε αυτή η αλλαγή. Οι ριζοσπάστες υποστήριξαν ότι το Κόμμα θα έπρεπε να λάβει άμεσα μέτρα για να υπονομεύσει την οικογένεια, αλλά οι περισσότεροι αποδέχθηκαν τα επιχειρήματα του Μπουχάριν ότι σε μια χώρα αγροτών, όπως ήταν η Σοβιετική Ρωσία η οικογένεια θα παραμείνει για κάποιο χρονικό διάστημα η κύρια ενότητα της παραγωγής και της κατανάλωσης και ότι θα αποδυναμώσει σταδιακά καθώς η χώρα θα έκανε τη μετάβαση σε μια αστική σοσιαλιστική κοινωνία.
«Εν τω μεταξύ, οι Μπολσεβίκοι ενέκριναν διάφορες στρατηγικές
- όπως ο μετασχηματισμός του οικιακού χώρου - που προοριζόταν να επιταχύνει την
αποσύνθεση της οικογένειας. Για την αντιμετώπιση των ελλείψεων κατοικιών στις
υπερπλήρεις πόλεις οι μπολσεβίκοι ανάγκασαν πλούσιες οικογένειες να μοιράζονται
τα διαμερίσματά τους με φτωχούς αστούς - μια πολιτική γνωστή ως «συμπύκνωση» (uplotnenie). Κατά τη διάρκεια
της δεκαετίας του 1920 ο πιο κοινός τύπος κοινόχρηστου διαμερίσματος (kommunalka) ήταν εκείνο στο οποίο
οι αρχικοί ιδιοκτήτες κατελάμβαναν τα κύρια δωμάτια στην «μπροστινή πλευρά»,
ενώ τα πίσω δωμάτια γέμιζαν από ξένες οικογένειες. Εκείνη την εποχή ήταν ακόμα
δυνατό οι πρώην ιδιοκτήτες να επιλέξουν
τους συγκατοίκους τους, με την προϋπόθεση ότι θα πληρούσαν τον «υγειονομικό κανόνα»
(ο κατά κεφαλήν ζωτικός χώρος έπεσε από τα 13,5 τετραγωνικά μέτρα
το 1926, στα μόλις 9
τετραγωνικά μέτρα το 1931). Πολλές οικογένειες έφερναν υπαλλήλους
ή γνωστούς τους για να γεμίσουν τον πλεονάζοντα χώρο διαβίωσης και να αποτρέψουν την εγκατάσταση
αγνώστων. Η συγκεκριμένη πολιτική είχε μια ισχυρή ιδεολογική γοητεία, όχι μόνο
ως «ένας πόλεμο κατά των προνομίων», όπως παρουσιάστηκε από την προπαγάνδα του
νέου καθεστώτος («Πόλεμος κατά των Ανακτόρων!»), αλλά και ως μέρος μιας
σταυροφορίας για την οικοδόμηση ενός πιο συλλογικού τρόπου ζωής. Αναγκάζοντας
τους ανθρώπους να μοιράζονται κοινοτικά διαμερίσματα, οι μπολσεβίκοι πίστευαν
ότι θα μπορούσαν να τους κάνουν κομμουνιστές στον τρόπο σκέψης και συμπεριφορά.
Ο ιδιωτικός χώρος ιδιοκτησίας θα εξαφανιζόταν και η «μπουρζουά» οικογένεια θα αντικαθίσταντο
από την κομμουνιστική αδελφότητα και οργάνωση, και η ζωή του ατόμου, θα βυθιζόταν
στην κοινότητα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, οι νέοι τύποι κατοικιών
σχεδιάζονταν με αυτόν τον τρόπο σκέψης. Οι πιο ριζοσπαστικοί σοβιετικοί
αρχιτέκτονες πρότειναν την πλήρη εξάλειψη της ιδιωτικής σφαίρας με την
οικοδόμηση «κοινοτικών σπιτιών» (doma kommuny) όπου όλα τα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων
ακόμα και των ρούχων και των εσωρούχων, θα τα μοιράζονταν όλοι οι συγκάτοικοι,
όπου οι οικιακές δουλειές όπως το μαγείρεμα και η φροντίδα των παιδιών θα έπρεπε
να ανατεθούν σε ομάδες εκ περιτροπής, και όπου όλοι θα κοιμούνταν σε ένα μεγάλο
κοιτώνα, διαιρούμενο ανά φύλο, με ειδικά δωμάτια για σεξουαλικές σχέσεις. Λίγα
σπίτια αυτού του είδους κατασκευάστηκαν, παρόλο που δεσπόζουν στα ουτοπικά φουτουριστικά
μυθιστορήματα όπως το «Εμείς» του Yevgeny Zamiatin (1920).
«Οι Μπολσεβίκοι παρενέβησαν επίσης πιο άμεσα στην οικογενειακή ζωή. Ο νέος κώδικας του γάμου και της οικογένειας (1918), θέσπισε ένα νομοθετικό πλαίσιο που αποσκοπούσε σαφώς στην διευκόλυνση της διάσπασης της παραδοσιακής οικογένειας. Αφαιρούσε κάθε επίδραση της Εκκλησίας από το γάμο και το διαζύγιο, κάνοντας και τα δύο μια απλή διαδικασία του κράτους. Παρέχονταν τα ίδια νομικά δικαιώματα με τους νόμιμους γάμους στα ζευγάρια που ζούσαν μαζί. Ο νέος κώδικας μετέτρεψε το διαζύγιο από μια πολυτέλεια για τους πλούσιους σε κάτι που ήταν εύκολο και προσιτό για όλους. Το αποτέλεσμα ήταν μια τεράστια αύξηση των ‘χαλαρών’ γάμων και το υψηλότερο ποσοστό διαζυγίων στον κόσμο - τρεις φορές υψηλότερο από ό, τι ήταν στη Γαλλία ή τη Γερμανία και είκοσι έξι φορές υψηλότερο από ό, τι ήταν στην Αγγλία το 1926 - καθώς η κατάρρευση της χριστιανικής-πατριαρχικής τάξης και το χάος των επαναστατικών χρόνων χαλάρωσαν τα σεξουαλικά ήθη, μαζί με τους οικογενειακούς και τους κοινοτικούς δεσμούς».
Τον Νοέμβριο του 1920 οι Μπολσεβίκοι νομιμοποίησαν επίσης
τις αμβλώσεις, που γίνονταν δωρεάν κατόπιν αιτήματος της μητέρας. Η «απόστολος
του ελεύθερου έρωτα» στη Σοβιετική Ρωσία ήταν η Αλεξάνδρα Κολοντάι, η πιο
σημαντική γυναίκα των Μπολσεβίκων. Είτε έκανε αυτά που κήρυττε, είτε κήρυττε αυτά
που έκανε, τα στοιχεία δείχνουν ότι η Κολοντάι είχε μια ανεξέλεγκτη σεξουαλική
ορμή σε συνδυασμό με την αδυναμία να σχηματίσει σταθερές σχέσεις. Κόρη ενός πλούσιου,
ήταν τρομερά κακομαθημένη στην παιδική ηλικία, και αντέδρασε στην αγάπη που της δόθηκε επλόχερα, με εξέγερση.
Το 1906 πήγε στους μενσεβίκους, στη συνέχεια, το 1915, πήγε στον Λένιν, του οποίου
την αντιπολεμική στάση θαύμαζε, και του οποίου πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες ως
πράκτορας.
«Στα κείμενά της, η Κολοντάι υποστήριξε ότι η σύγχρονη
οικογένεια είχε χάσει την παραδοσιακή οικονομική της λειτουργία, το οποίο
σήμαινε ότι οι γυναίκες θα πρέπει να αφήνονται ελεύθερες να επιλέξουν τους συντρόφους
τους. Το 1919 εξέδωσε την Νέα Ηθική και την Εργατική Τάξη, ένα έργο βασισμένο
στα γραπτά της γερμανίδας φεμινίστριας Grete Meisel-Hess.
Σε αυτό που υποστήριζε ότι οι γυναίκες έπρεπε να χειραφετηθούν, όχι μόνο
οικονομικά, αλλά και ψυχολογικά. Για αυτό έπρεπε να υποβληθούν σε μαθητεία με τη
μορφή «παιχνιδιών αγάπης» όπου θα συμμετείχαν σε σεξουαλικές σχέσεις χωρίς συναισθηματική
προσήλωση. Κάθε μορφή σεξουαλικής σχέσης ήταν αποδεκτή: η Κολοντάι υποστήριζε αυτό
που ονόμαζε «διαδοχική πολυγαμία». Με την ιδιότητα της "Κομισάριου Κηδεμονίας" (Prizrenia) προώθησε τις κοινόχρηστες
κουζίνες ως έναν τρόπο «που θα χώριζε την κουζίνα από το γάμο», ήθελε την φροντίδα
των παιδιών να αναλάβει η Κοινότητα και εκλαΐκευσε τις θεωρίες της στη νουβέλα της
«Ελεύθερη Αγάπη: Η αγάπη των Εργαζομένων Μελισσών» (Svobodnaia liubov’: liubov’ pchel trudovykh) (1924). Η ηρωίδα
της κήρυττε τον χωρισμό του σεξ από την ηθική και από την πολιτική. Γενναιόδωρη
με το σώμα της, είπε ότι αγαπούσε τους πάντες, από τον Λένιν μέχρι τον
τελευταίο και θα έδινε τον εαυτό της σε κάθε άντρα που θα έτυχε να την ελκύσει. [Διάβασε: Το «Γραφείο του ελεύθερου έρωτα» και η εθνικοποίησητων γυναικών από τους Μπολσεβίκους]
«Παρόλα αυτά μελέτες που διεξήχθησαν μεταξύ των νέων το 1920
έδειξαν σημαντική διαφορά ανάμεσα σε αυτό που οι νέοι έλεγαν ότι πίστευαν και σε
αυτό που πραγματικά έκαναν. Παρόλο που οι νέοι της Ρωσίας δήλωναν ότι θεωρούσαν
την αγάπη και το γάμο «αστικά λείψανα» και ότι έπρεπε να έχουν σεξουαλική ζωή χωρίς
αναστολές, βαθύτερη διερεύνηση της στάσης τους, ωστόσο, αποκάλυψε ότι πίσω από
την πρόσοψη της αμφισβήτησης της παράδοσης, οι παλιές νοοτροπίες παρέμειναν
άθικτες. Οι σχέσεις που βασίζονταν στην αγάπη ήταν το ιδανικό στο 82,6 τοις
εκατό των ανδρών και στο 90,5 τοις εκατό των γυναικών.
4. Θρησκεία. Από τα τέσσερα καταστροφικά άκρα του μπολσεβικισμού,
το πιο θεμελιώδες είναι η καταστροφή της θρησκείας, ιδιαίτερα του
Χριστιανισμού. Η ασυμβατότητα ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον Χριστιανισμό ουδέποτε
αμφισβητήθηκε από τους αποστόλους του σοσιαλισμού. Η θρησκεία για τον Μαρξ ήταν
«το όπιο του λαού», και για τον Λένιν «η πνευματικό βότκα». Ο Λένιν έγραφε ότι
«κάθε θρησκευτική ιδέα, κάθε ιδέα περί θεού, ακόμη και το να φλερτάρει κάποιος με
την ιδέα του Θεού είναι ανέκφραστη προστυχιά του πιο επικίνδυνου είδους» και το
1918, είπε στον Krasin:
«Η ηλεκτρική ενέργεια θα πάρει τη θέση του Θεού. Ας προσευχηθεί ο αγρότης στην
ηλεκτρική ενέργεια. Θα νιώσει τη δύναμη των κεντρικών αρχών περισσότερο από αυτή
του ουρανού». Όπως Αλεξάντερ Σολζενίτσιν έγραψε: «Στο φιλοσοφικό σύστημα του
Μαρξ και του Λένιν, και στο επίκεντρο της ψυχολογίας τους, το μίσος για τον Θεό
είναι η κύρια κινητήρια δύναμη, η πιο ουσιαστική από όλες τις πολιτικές και
οικονομικές τους αξιώσεις. Ο μαχητικός αθεϊσμός δεν είναι απλώς κάτι το συμπτωματικό
ή το περιθωριακό στην κομμουνιστική πολιτική. Δεν είναι μια παρενέργεια, αλλά το κεντρικό θεμέλιο...»
Όσο για την ηθική, στην ομιλία του στο Τρίτο Πανρωσικό
συνέδριο της Ένωσης της Ρωσικής Νεολαίας, τον Οκτώβριο του 1920, ο Λένιν
έγραφε: «Με ποια έννοια απορρίπτουμε την ηθική και τη δεοντολογία; Υπό την
έννοια με την οποία κηρύχθηκαν αυτές από την αστική τάξη, η οποία έχει αποκομίσει
αυτή την ηθική από τις εντολές του Θεού… Όλη αυτή την ηθική, εμείς την απορρίπτουμε.
Εμείς λέμε ότι είναι μια απάτη, ότι είναι καταπίεση των μυαλών των εργατών και
των αγροτών προς το συμφέρον των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών. Η δική μας ηθική είναι συνδεδεμένη με τα ταξικά συμφέροντα και τους αγώνες του προλεταριάτου».
Φυσικά, υπάρχει μια εσωτερική αντίφαση εδώ. Αν ο Θεός δεν
υπάρχει, και όλα τα μεγάλα συστήματα της ηθικής είναι ανοησίες, γιατί να
υποστηρίζουμε τις έννοιες του καλού και του κακού; Και γιατί να προτιμούμε τα
συμφέροντα του προλεταριάτου αντί κάποιου άλλου; Στην πραγματικότητα, αν δεν
υπάρχει Θεός, τότε, όπως είπε ο Ντοστογιέφσκι, τα πάντα επιτρέπονται και τίποτα
δεν είναι ιερό - ούτε καν τα συμφέροντα του προλεταριάτου..
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;