Ο
άγιος Διονύσιος, ο μεγάλος ιεράρχης, που το λείψανο του σώζεται άφθαρτο
στην Ζάκυνθο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε στο μοναστήρι της
Παναγίας της Αναφωνητρίας στην Ζάκυνθο.
Η ψυχή του ευφραινόταν στην γαλήνη της ζωής στο μοναστήρι• χόρταινε και γέμιζε χαρά. Μα δεν άργησε να τον βρη μια μεγάλη θλίψη.
Κάποιος εσκότωσε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Σιγούρο! Είναι εύκολο να φαντασθή κανείς πόσο πόνεσε η ψυχή του αγίου!
Οι άγιοι λυπούνται για το κάθε κακό, που γίνεται στον κόσμο. Πόσο περισσότερο, για τόσο μεγάλα εγκλήματα!
Αλλά να, μια ήμερα έρχεται στο μοναστήρι ένας ξένος έντρομος. Πέφτει στα πόδια του Αγίου και τον καθικετεύει:
- Λυπήσου με, άνθρωπε του Θεού! Κρύψε με. Ψάχνουν να με βρουν! Και αν με βρουν, θα με σφάξουν σαν αρνί! Σώσε με!...
- Γιατί, παιδί μου, Τι κακό έκαμες;
- Σκότωσα άνθρωπο! Λυπήσου με! Κρύψε με! Από στιγμή σε στιγμή φθάνουν! Με έχουν πάρει από πίσω!....
- Ποιοι, παιδί μου; Ποιοι;
- Οι Σιγούροι! Σκότωσα τον αδελφό τους!...
Τρέμει ο άγιος από τον πόνο. Δάκρυα τρέχουν στα μάπα του. Και με φωνή σβησμένη ψελλίζει:
Και τι σου έφταιξε ο καλός αυτός άνθρωπος;
Μα δεν προχωρεί. Θυμάται τον λόγο του Χριστού:
Αγαπάτε τους εχθρούς σας. Συγχωρείτε και ευεργετείτε τους εχθρούς σας, αν θέλετε να είσθε τέκνα του επουρανίου Πατέρα. Και ακόμα ο άγιος Διονύσιος θυμάται πως ήταν πνευματικός πατέρας. Και αγκάλιασε το φονιά του αδελφού του. Και τον έκρυψε.
Και μετά από λίγο έφθασαν οι αδελφοί του. Με μαχαίρια και τουφέκια. Για να πάρουν εκδίκηση για το χυμένο αίμα.
Σπίθες πετάνε τα μάτια τους. Οργή και μίσος βγαίνει από το στόμα τους. Βράζει η καρδιά τους.
Και ο άγιος προσποιείται, πως συμφωνεί μαζί τους. Και κάνει πως δεν ξέρει τίποτε! Δεν είδε, τάχα, τίποτε! Και δεν άκουσε τίποτε! Θρηνούν και κλαίνε όλοι μαζί. Και μετά; Ο άγιος διώχνει με ευγένεια τα αδέλφια του από το μοναστήρι. Τους δείχνει τόπους μακρινούς, που τάχα θα μπορούσε να είναι κρυμμένος ο φονιάς. Και εκείνοι τρέχουν! Να τον βρουν!...
Όταν πια εκείνοι ήταν μακριά, ο άγιος πηγαίνει κοντά στον εχθρό του, τον φονιά του αδελφού του. Και με λόγια γεμάτα αγάπη και καλοσύνη και συγγνώμη, προσπαθεί να μαλακώσει τη σκληρή καρδιά του φονιά! Ο φονιάς πέφτει στα πόδια του. Και ζητεί συγγνώμη. Και υπόσχεται ότι θα μετανοήσει ειλικρινά. Και ο άγιος τον συγχώρεσε, και όχι μόνο αυτό. Του είπε:
- Φύγε μακριά! Σε ξένα μέρη. Να μη μπορούν πια να σε βρουν οι Σιγούροι. Και ζήσε εκεί εν μετάνοια. Για να σε ελεήσει ο Θεός.
Μα δεν περιορίστηκε σ' αυτό ο άγιος. Εφρόντισε και με δική του βάρκα να τον στείλει μακριά. Και τον συνόδευσε, μέχρι που αναχώρησε. Σαν να ήταν φίλος του. Και του έδωσε τροφές για το ταξίδι. Και χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες στην ξενιτιά!
Η ψυχή του ευφραινόταν στην γαλήνη της ζωής στο μοναστήρι• χόρταινε και γέμιζε χαρά. Μα δεν άργησε να τον βρη μια μεγάλη θλίψη.
Κάποιος εσκότωσε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Σιγούρο! Είναι εύκολο να φαντασθή κανείς πόσο πόνεσε η ψυχή του αγίου!
Οι άγιοι λυπούνται για το κάθε κακό, που γίνεται στον κόσμο. Πόσο περισσότερο, για τόσο μεγάλα εγκλήματα!
Αλλά να, μια ήμερα έρχεται στο μοναστήρι ένας ξένος έντρομος. Πέφτει στα πόδια του Αγίου και τον καθικετεύει:
- Λυπήσου με, άνθρωπε του Θεού! Κρύψε με. Ψάχνουν να με βρουν! Και αν με βρουν, θα με σφάξουν σαν αρνί! Σώσε με!...
- Γιατί, παιδί μου, Τι κακό έκαμες;
- Σκότωσα άνθρωπο! Λυπήσου με! Κρύψε με! Από στιγμή σε στιγμή φθάνουν! Με έχουν πάρει από πίσω!....
- Ποιοι, παιδί μου; Ποιοι;
- Οι Σιγούροι! Σκότωσα τον αδελφό τους!...
Τρέμει ο άγιος από τον πόνο. Δάκρυα τρέχουν στα μάπα του. Και με φωνή σβησμένη ψελλίζει:
Και τι σου έφταιξε ο καλός αυτός άνθρωπος;
Μα δεν προχωρεί. Θυμάται τον λόγο του Χριστού:
Αγαπάτε τους εχθρούς σας. Συγχωρείτε και ευεργετείτε τους εχθρούς σας, αν θέλετε να είσθε τέκνα του επουρανίου Πατέρα. Και ακόμα ο άγιος Διονύσιος θυμάται πως ήταν πνευματικός πατέρας. Και αγκάλιασε το φονιά του αδελφού του. Και τον έκρυψε.
Και μετά από λίγο έφθασαν οι αδελφοί του. Με μαχαίρια και τουφέκια. Για να πάρουν εκδίκηση για το χυμένο αίμα.
Σπίθες πετάνε τα μάτια τους. Οργή και μίσος βγαίνει από το στόμα τους. Βράζει η καρδιά τους.
Και ο άγιος προσποιείται, πως συμφωνεί μαζί τους. Και κάνει πως δεν ξέρει τίποτε! Δεν είδε, τάχα, τίποτε! Και δεν άκουσε τίποτε! Θρηνούν και κλαίνε όλοι μαζί. Και μετά; Ο άγιος διώχνει με ευγένεια τα αδέλφια του από το μοναστήρι. Τους δείχνει τόπους μακρινούς, που τάχα θα μπορούσε να είναι κρυμμένος ο φονιάς. Και εκείνοι τρέχουν! Να τον βρουν!...
Όταν πια εκείνοι ήταν μακριά, ο άγιος πηγαίνει κοντά στον εχθρό του, τον φονιά του αδελφού του. Και με λόγια γεμάτα αγάπη και καλοσύνη και συγγνώμη, προσπαθεί να μαλακώσει τη σκληρή καρδιά του φονιά! Ο φονιάς πέφτει στα πόδια του. Και ζητεί συγγνώμη. Και υπόσχεται ότι θα μετανοήσει ειλικρινά. Και ο άγιος τον συγχώρεσε, και όχι μόνο αυτό. Του είπε:
- Φύγε μακριά! Σε ξένα μέρη. Να μη μπορούν πια να σε βρουν οι Σιγούροι. Και ζήσε εκεί εν μετάνοια. Για να σε ελεήσει ο Θεός.
Μα δεν περιορίστηκε σ' αυτό ο άγιος. Εφρόντισε και με δική του βάρκα να τον στείλει μακριά. Και τον συνόδευσε, μέχρι που αναχώρησε. Σαν να ήταν φίλος του. Και του έδωσε τροφές για το ταξίδι. Και χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες στην ξενιτιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;