Μεγάλη δυστυχία είναι να έχη κανείς πολύ καλήν καρδίαν. Το ηξεύρω εκ πείρας διότι μ’ έκαμεν ο Θεός παραπολύ ευαίσθητον. Δεν ημπορώ να ιδώ άνθρωπον να πάσχη και να κλαίη, χωρίς να γείνουν τα νεύρα μου άνω κάτω, ούτε να εννοήσω πως κατορθώνουν άλλοι να παρευρίσκωνται εις λυπηρά θεάματα. Αν τύχη ν’ αποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εις την κηδείαν, ακόμη και αν χιονίζη. Αλλ’ εγώ δεν ημπορώ να ίδω αποθαμμένον άνθρωπον όπου εγνώρισα ζωντανόν, χωρίς να με ταράξη η σκέψις ότι κ’ εγώ θ’ αποθάνω. Έπειτα, αν οι συγγενείς του εφαίνοντο φρόνιμοι και παρηγορημένοι, τούτο θα μ’ επείραζε, διότι δεν αγαπώ τους εγωιστάς, αν πάλιν έκλαιαν και εθρήνουν, το θέαμα θα μου έκοπτε την όρεξιν ή θα εχαλούσε την χώνεψίν μου. Το στομάχι μου είναι κ’ εκείνο ευαίσθητο και δύο πράγματα δεν ημπορεί να χωνέψη, τον αστακόν και τας συγκινήσεις. Τας συγκινήσεις εύκολον είναι να τας αποφύγω, να μη τρώγω όμως αστακόν θα ήτο θυσίαν τόσον μεγάλην, ώστε μου συμβαίνει πολλές φορές να ξεχάσω πως είναι βαρυστόμαχος και να θυμηθώ ότι πρέπει κανείς να συγχωρή εις όσους αγαπά τα ελαττώματά των.
Εμμανουήλ Ροϊδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;