Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ




 
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ
ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Ι.Μ. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ

Χαρατσώματα
     Όταν θέλομε σήμερα να πούμε ότι επιβλήθηκε υπερβολι­κή φορολογία ή ότι το ποσό που ζητήθηκε για μια υπηρεσία ή για μια κοινωνική εκδήλωση ήταν πολύ μεγάλο χρησιμο­ποιούμε συνήθως τη λέξη «χαράτσωμα». Η λέξη αυτή προέρ­χεται από τον προσωπικό, κεφαλικό φόρο, που πλήρωναν οι υπόδουλοι και λεγόταν «χαράτσι». Ανάλογα με την οικονο­μική κατάσταση, αλλά και την ηλικία κλιμακωνόταν. Με τον καιρό διαμορφώθηκαν τρία επίπεδα. Xαράτσι δεν πλήρωναν οι γυναίκες, τα παιδιά, οι γέροι, και οι ανάπηροι. Επρόκει­το για τακτικό φόρο, επιβάλλονταν όμως και άλλοι φόροι σε έκτακτες περιστάσεις για τους δρόμους, τα γεφύρια, τις δα­πάνες του στρατού, των δημοσίων υπαλλήλων κ.λπ. Ακόμη πλήρωναν φόρους εκείνοι που είχαν τη νομή και κατοχή γαιών, των λεγομένων άφθαρτων, γιατί κυριότητα των φθαρτών ονομαζόμενων γαιών είχαν μόνο μουσουλμάνοι. Εκτός από τις ιδιωτικές εκτάσεις (μούλκια), υπήρχαν δημόσιες που παρα­χωρούνταν με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικών υπηρε­σιών στους μπέηδες, ζαΐμηδες και σπαχήδες και εκείνες που ανήκαν σε θρησκευτικά ιδρύματα (τα βακούφια). Η είσπρα­ξη των φόρων από αυτούς γινόταν μέσω των βοεβόδων. Τα 13 μικρά νησιά του Αρχιπελάγους, όπως είδαμε, είχαν δοθεί στον Αρχιναύαρχο του τουρκικού στόλου (Καπουδάν πασά). Οι φόροι όμως που πλήρωναν οι Ρωμιοί δεν τελειώνουν εδώ, καθώς υπήρχαν έγγειοι φόροι, η δεκάτη και τα δοσίματα. Από προϊόντα, όπως το βαμβάκι, το λάδι, ο καπνός, το σιτάρι και το κριθάρι, έδιναν το ένα δέκατο. Υπήρχαν, εξ άλλου, φόροι για τα βοσκοτόπια, τα αμπέλια, ταχυδρομικά τέλη, τελωνεια­κοί δασμοί κ.λπ.
«Η γη που αφέθηκε στους χριστιανούς, γράφει ο Σβορώνος (όπ. παρ., σελ. 41), περιοριζόταν στις ορεινές περιοχές της Μακεδονίας και της Δυτικής Θεσσαλίας, στην Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στα νησιά. Στις περιοχές αυτές, που κατακτήθηκαν αργότερα και όταν οι Τούρκοι εφοδιασμένοι ήδη με γαίες, ήταν πολύ λίγοι, ακόμα και εύφορες πεδιάδες αφήνονται στους χριστιανούς και Έλληνες, μεγαλο-γαιοκτήμονες εισέρχονται στην τουρκική ιεραρχία».
Όταν καταργήθηκε το παιδομάζωμα της πρώτης περιόδου, επιβλήθηκε στα παιδιά από ηλικίας 9 έως 18 χρόνων, η οπέντζα, που την εισέπρατταν κι αυτήν οι σπαχήδες. Όπως γί­νεται αντιληπτό, το φορολογικό σύστημα ποίκιλλε και δε λει­τουργούσε πάντοτε. Στα Δωδεκάνησα, που λέγονταν Νότιες Σποράδες, είχε επιβληθεί ένα προνομιακό καθεστώς. Πλήρω­ναν κάθε χρόνο ένα χρηματικό ποσό, που λεγόταν «μακτού» και ήταν απαλλαγμένο από κάθε άλλο φόρο πού κατέβαλλαν οι κάτοικοι των άλλων διαμερισμάτων της Αυτοκρατορίας.
Εκτός από τη δεκάτη σε είδος, κάθε πέντε και αργότερα κάθε τέσσερα χρόνια, οι υπόδουλοι Έλληνες απέδιδαν την αποκληθείσα από τον Babinger «ανθρώπινη δεκάτη» ή αλ­λιώς «δεκάτη του αίματος», το φοβερό παιδομάζωμα που στε­ρούσε από το σκλαβωμένο γένος τους ανθούς και τις ελπίδες της ανάκαμψης του, αφού στρατολογούνταν για το σώμα των γενιτσάρων οι «από 15 έως 20 ετών καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι νέοι των απίστων», όπως όιέ-τασσε το 1601 ο σουλτάνος τον μπεηλέρμπεη της Ρούμελης. Ο επιφανής λόγιος Κωνσταντίνος Κούμας στο έργο του "Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων" (τόμος 12ος, Βιέννη 1832) διεκτραγωδώντας τα δεινά των Ελλήνων κατά την Τουρκο­κρατία σημειώνει:
«Εκ μέρους της εξουσίας δεν εδοκίμαζαν πολλά βάρη. Οι φόροι ήσαν μέτριοι και πολλαχού μετά το ετήσιον χαράτσιον μικρότατη ποσότης γροσιών ήτο το επίλοιπον δόσιμον. Αλλ' οι άγριοι Γενίτσαροι κατέτρωγαν τους πτωχούς Χριστιανούς ασπλάγχνως. Εζήτουν κρασιά, φαγητά, ενδύματα, αργύριον, στέλλοντες το ρινόμακτρόν των με δύο σφαιρίδια πιστόλας εγκομβωδεμένον. Τις ηδύνατο να αντισταθή εις τοιούτους απαι­τητός; Πολλοί έπιπταν θύματα των Γιανιτσάρων ατιμωρητί εις τους δρόμους, διότι δεν ηδυνήθησαν να εκπληρώσωσι τα ζη­τήματά των».
Μπροστά στην οδυνηρή αυτή κατάσταση οι υπόδουλοι αναγκάζονταν, όταν δεν ήταν σε θέση να δώσουν όσα τους ζητούσαν, να φυγαδεύουν τα παιδιά τους, στα οποία ξεσπού­σαν οι γενίτσαροι ή να μεταναστεύουν οι ίδιοι. Δεν έλειψαν όμως και ξεσηκωμοί, όπως το 1705 στη Νάουσα, που οι κάτοικοί της πήραν τα όπλα αρνούμενοι να ανταποκριθούν στο παιδομάζωμα. Σε έγγραφο του μπεηλέρμπεη της Ρούμελης προς τις τοπικές αρχές αναφέρεται:
«... οι άπιστοι κάτοικοι της ειρημένης πόλεως, επαναστατήσαντες και λέγοντες, ημείς δεν παραδίδομεν τους υιούς μας εις τους μουσουλμάνους, απετόλμησαν να φονεύσουν δημοσία και εν μέση σουλτανική οδώ, τον οιλιχτάρην μετά των δύο συνο­δών του μουσουλμάνων, εν τέλει δε σχηματίσαντες συμμορίαν δι εκατόν και πλέον κακούργων, οι άπιστοι ούτοι φονείς και ίχοντες επικεφαλής τον αρματολόν Ζήσην Καραδήμον και τους δυο αυτού υιούς ύψωσαν την σημαίαν της ανταρσίας και διατρέχοντες ήδη τα όρη και τας πεδιάδας των καζάδων Βέροιας και Ναούσης μύρια διέπρατταν και εξακολουθούν να διαπράττουν κακουργήματα, ήτοι φόνους και ληστείας εις βάρος των μουσουλμάνων πιστών του Ισλάμ».
Η έδρα του «Υψηλού Διβανίου» του μπεηλέρμπεη της Ρού­μελης, από όπου εξαπολύθηκε η διαταγή αυτή, βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη (βλ. I. Κ. Βασδραβέλλη: Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, Θεσσαλονίκη 1948, σσ. 69-71).

Το «νέφος» των νεομαρτύρων
     Ένα άλλο πολύ σοβαρό φαινόμενο που παρατηρείται τους πρώτους χρόνους μετά την Άλωση είναι οι βίαιοι εξισλαμισμοί, που έχουν συχνά ομαδικό χαρακτήρα, περισσότερο στον μικρα­σιατικό παρά στον σημερινό ελλαδικό χώρο. Την ελεεινότατη κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει τότε, με όσα εις βάρος του διέπραττε ο κατακτητής, το Γένος οδηγώντας το σε συρ­ρίκνωση, περιγράφει ο πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος το 1460:
«Οίμοι' τι πρώτον οδύρωμαι; την εν τοις σώμασι δουλείαν Ελλήνων, ή την εν ταις ψυχαίς φθοράν και ταις έτι τετηρείσθαι δοκούσαις; την παντελή των παρ' ημίν σεβασμίων απώλειαν, ή των έτι μενόντων την ατιμίαν; τας κατά της πίστεως ύβρεις των βαρβάρων, ή τα ταις ψυχαίς των πιστών εμβασιλεύσαντα σκάνδαλα; τους αφισταμένους οσημέραι της πίστεως, παντα­χού, ή τους την αποστασίαν ωδίνοντας; την εσχάτην της Εκ­κλησίας ταπείνωσιν και συντριβήν» (εκδ. L. Petit - Χ.Α. Sideri-des - Martin Jugie, Γεωργίου του Σχολαρίου άπαντα τα ευρι­σκόμενα, τόμ. α', Παρίσι 1928, σελ. 285).
Στους εξισλαμισμούς αντιστάθηκαν και οδηγήθηκαν στο μαρτύριο απλοί άνθρωποι του λαού είτε γιατί αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν είτε γιατί μετά τον βίαιο εξισλαμισμό τους δεν δίστασαν να ομολογήσουν, να διακηρύξουν την πίστη τους στον Χριστό και να απαγχονισθούν ή αποκεφαλισθούν μετά από φρικτά βασανιστήρια. Άλλους τους κάρφωναν, τους τύφλω­ναν, τους έκοβαν τα αφτιά, τη μύτη, τους προκαλούσαν κα­κώσεις σε όλο το σώμα και τους οδηγούσαν σταδιακά στο θάνατο, χωρίς να κάμψουν το φρόνημα τους. Δεν έλειψαν όμως κι εκείνοι που ασπάσθηκαν τον μουσουλμανισμό για να προ­στατέψουν τις ιδιοκτησίες και άλλα συμφέροντα τους. Αυτοί επί το πλείστον προέρχονταν από τη βυζαντινή αριστοκρατία. Ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης Μουράτ ήταν γόνος των Πα­λαιολόγων, όπως και ο μεγάλος βεζύρης Μαχμούτ πασάς γό­νος των Αγγέλων, ακόμη κι ένας μητροπολίτης, ο Ρόδου Με­λέτιος εξισλαμίσθηκε, ονομάσθηκε Ασλάνης και μπήκε στην Υψηλή Πύλη. Η περίπτωση είναι ασυνήθης. Θανατώθηκε, όμως, από τους Οθωμανούς το 1661.
Στην εξαίρετη εργασία του «Ετούρκευσεν ο Γεώργιος Αμιρούτζης;» που δημοσιεύθηκε στον 18ο τόμο (1948) της Επετηρίδας της Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών (σσ. 39-143) ο καθηγητής Ν.Β. Τωμαδάκης έδειξε ότι αυτό δεν συνέβη, οι γιοι του εντούτοις εξισλαμίσθηκαν (ένας από αυτούς, ο Μεχμέτμπεης, εθεωρείτο «λογιώτατος και ελληνικώς και αραβικώς» και είχε κάνει πολλές μεταφράσεις από τα ελληνικά στα αραβικά). Ξεφυλλίζοντας κανείς το «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου (Βενε­τία 1799) διαπιστώνει πόσο αθώο αίμα έρρευσε για την πίστη του Χριστού. Εγκωμιάζοντας τους νεομάρτυρες ο Φώτης Κόντογλου (Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη, 1976, σσ. 226-228) έγραφε:
«Κανένας λαός δεν έχασε τόσο αίμα για την πίστη του Χριστού όσο έχυσε ο δικός μας από καταβολή του χριστιανι­σμού ίσαμε σήμερα. Κι αυτός ο ματωμένος ποταμός είναι μια πορφύρα που φόρεσε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας και που θάπρεπε να την έχουμε για το μεγαλύτερο καύχημα... Οι δικοί μας άγιοι, που μαρτυρήσανε στον καιρό που είμαστε σκλάβοι στους Τούρκους είτανε ταπεινοί, απλοί, λιγομίλητοι, με τη φωτιά της πίστης στα στήθια τους, απονήρευτοι και αγράμματοι, αφού το μόνο που γνωρίζανε να λένε μπροστά στον αγριεμένο τον κριτή ήτανε: «Χριστιανός γεννήθηκα και χριστιανός θ' αποθά­νω». Νέοι άνθρωποι, παλληκάρια απάνω στ' άνθος της νιότης τους, πηγαίνανε προθυμερά να παραδοθούνε για τ' όνομα του Χριστού, σφαζόντανε σαν τ' αρνιά ή κρεμαζόντανε με τη θε­λιά στον λαιμό τους».
Αρκετοί από εκείνους που είχαν αλλαξοπιστήσει, δοκίμα­ζαν τόσο μεγάλες τύψεις, που το ψυχικό τους μαρτύριο τελείωνε μόνο με το σωματικό. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πέσουν στα νύχια του δυνάστη, που τους επιφύλασσε την πιο απάν­θρωπη μεταχείριση. Δεν τους αρκούσε η αφαίρεση της ζωής, αλλά ένιωθαν ιδιαίτερη ευχαρίστηση να τους συνθλίψουν, ανασκολοπίσουν κ.λπ. Γάλλος περιηγητής, που το όνομα του δεν είναι γνωστό, περιγράφει το παλούκωμα που είδε το 1739 ως εξής:
«Ξαπλώνουν το μελλοθάνατο καταγής μπρούμυτα κι ο δήμιος ανοίγει το κάτω μέρος του σώματος μ' ένα ξουράφι. Ύστερα μπήγουν στην πληγή ένα μυτερό παλούκι μακρύ οχτώ πόδια και αρκετά χοντρό χτυπώντας την άκρη με ξύλινο κό­πανο. Όταν η μυτερή άκρη βγει από το δεξιό ώμο του θύματος δένουν τα χέρια στο παλούκι και το καρφώνουν όρθιο στο χώμα» (Πρβλ. Κυριάκου Σιμόπουλου: Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800, Αθήνα 1973, σελ. 399).
Όπως είναι γνωστό, η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρ­κων από το 1645 (Χανιά, το Ρέθυμνο έπεσε το 1646) ως το 1669, που κατέλαβαν τον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Τότε άρχισαν στη μεγαλόνησο οι εξισλαμισμοί των Χριστιανών. «Οι λόγοι», γράφει ο Μανόλης Γ. Πεπονάκης, «που τους προκά­λεσαν ήταν αρχικά: τα δικαιώματα που παρείχε το Ισλάμ στους αρνησίθρησκους, η οικονομική εξουθένωση μέρους τον πληθυ­σμού από τις μακροχρόνιες πολεμικές επιχειρήσεις, η προσπά­θεια της Πύλης να οργανώσει ισχυρό ντόπιο στρατό, είτε μέσω παιδομαζώματος είτε με προσφορά χρηματικών ποσών στους νεοφώτιστους μουσουλμάνους, οι νίκες των Οθωμανών και το ιεραποστολικό έργο των μπεκτασήδων δερβίσηδων. Στους λό­γους αυτούς προστέθηκαν μετά την ολοκλήρωση της κατάκτη­σης οι φορολογικές καταπιέσεις, που έφτασαν στο αποκορύφω­μα τους στην περίοδο 1770-1821» (Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1899), Ρέθυμνο 1997, σελ. 161).

Κρυφοί παπάδες
     Το μαρτύριο των κρυπτοχριστιανών δηλ. των εξισλαμισθέντων Ελλήνων, που υποκρίνονταν στα φανερά ότι ακολου­θούσαν τη μουσουλμανική θρησκεία και στα κρυφά λάτρευαν τον Ιησού Χριστό είναι δυσπερίγραπτο (βλ. γενικά Γ.Θ. Πρίντζιπα: Οι Κρυπτοχριστιανοί, Αθήνα 1997). Ο ίδιος δυνάστης, που αναγνώριζε το Πατριαρχείο, κυνηγούσε την ορθόδοξη χριστια­νική θρησκεία με πραγματική μανία και όποτε του δινόταν η ευκαιρία, εξεδήλωνε το μένος και την απέχθεια τους. Για τις ανάγκες των κρυπτοχριστιανών η Εκκλησία χρησιμοποιούσε και κρυφούς παπάδες. Ο Νίκος Ε. Μηλιώρης στο βιβλίο του «Οι Κρυπτοχριστιανοί» γράφει:
«Κρυφοί παπάδες ήσαν ακόμη δερβίσηδες -ιεραπόστολοι μυστικοί-, που περιοδεύανε στα κέντρα των κρυπτοχριστιανών και τελούσαν τα χριστιανικά μυστήρια. Ήσαν απεσταλμένοι κάποιων μοναστηριών. Ειδική και επιμελημένη ήταν η επιλο­γή και προετοιμασία από τα μεγάλα μοναστήρια του Πόντου των περιοδευόντων αυτών μυστικών ιεραποστόλων και μακρο­χρόνια και γεμάτη από απρόοπτους και θανάσιμους συχνά κινδύνους η αποστολή τους. Διαλέγανε όσους από τους καλό­γερους παρουσιάζανε τα περισσότερα για τον προορισμό, που θα αναλαμβάνανε, προσόντα. Τους διδάσκανε τα τούρκικα, τους μυούσαν στους τύπους της μουσουλμανικής λατρείας και στις θρησκευτικές τελετές της κι ύστερα τους ντύνανε ντερδίσηδες και τους εξαποστέλνανε στον Πόντο. Μπαίνανε στα χωριά των κρυ­πτοχριστιανών σαν κήρυκες του Μωάμεθ. Τη νύχτα λειτουργούσανε μέσα σε κατακόμβες και κρύπτες. Μήνες ολόκληρους οδοιπορούσανε και χρόνια ολόκληρα πολλές φορές, ταλαιπωρούμενοι και αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο σε κάθε τους βήμα. Πολ­λοί υποκύπτανε στις κακουχίες, άλλοι αναγνωρίζονταν και τότε τελειώνανε με μαρτυρικό θάνατο. Μερικοί είχανε την καλή τύχη να γυρίσουν πίσω στο μοναστήρι τους αλλά και πάλι, αφού κάνανε εκεί την αναφορά τους, σύντομα ξαναφεύγανε σε και­νούρια αποστολή. Σε τέτοια μοναστήρια του Πόντου κρατούσαν και κρυπτογραφικούς κώδικες- καταγράφανε σ'αυτούς συνθη­ματικά την κίνηση των κρυπτοχριστιανών της δικαιοδοσίας ή της περιοχής των» (Πρβλ. Νίκου Ε. Μηλιώρη: Οι Κρυπτοχριστια­νοί, έκδοση Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήναι 1962, σο. 47-48).
Oι Κρυπτοχριστιανοί τους περίμεναν με προσδοκία και υπο­μονή. Μόλις έφταναν, όπως περιγράφει ο Μηλιώρης, έπαιρναν τις δέουσες προφυλάξεις και τους οδηγούσαν στο υπόγειο, όπου μέσα σε καλά σφαλισμένα σεντούκια είχαν κρυμμένα τα εικο­νίσματα που είχαν κληρονομήσει από τους παπούδες και τους πατεράδες τους. Οι κρυφοί αυτοί παπάδες έβγαζαν τα ρούχα των χοτζάδων, έβαζαν το πετραχήλι που είτε το φύλαγαν οι κρυπτοχριστιανοί είτε οι ίδιοι το είχαν καλά κρυμμένο στις απο­σκευές τους και τελούσαν όλα τα μυστήρια, γάμους, βαφτίσια, ακόμη και τρισάγια για εκείνους που έφυγαν χωρίς χριστιανι­κή κηδεία.
Τέτοια περιστατικά αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Νικόλαος Βαφείδης με πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες:
«Εκεί βγάλανε από τα κεφάλια τα φέσια και του φιλήσανε με σεβασμό το χέρι. Σε λίγο μπήκανε και οι δυο χανούμισσες. Η πεθερά και η νύφη. Η νύφη κρατούσε στην αγκαλιά της κι ένα νεογέννητο μωρό, που παρακάλεσε τον παπά να της το ευλογήσει. Τον βάλανε πρόχειρο τραπέζι να φάγει, ενώ εν τω μεταξύ μαζεύτηκαν στο σπίτι και αρκετοί συγχωριανοί, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Όλοι τους φιλήσανε το χέρι του παπά και κατόπιν καθήσανε γύρω-γύρω. Αρχίσανε να μιλάνε όχι πια τούρκικα, αλλά ελληνικά, στην ποντιακή διάλεκτο. Και οι πε­ρισσότερες κουβέντες ήταν σχετικές με τον Χριστό, την Παναγία και γενικά τη χριστιανική θρησκεία. Ο παπάς κατάλαβε πως είχε να κάνει με κρυπτοχριστιανούς. Μες στην κουβέντα του ήλθε η έμπνευση κι έκανε το σταυρό του. Στη στιγμή τους είδε όλους αδίσταχτα να σταυροκοπιούνται με μεγάλη ευλάβεια. Κι έτσι φανερωθήκανε καθαρά και τότε τον παρακαλέσανε να βαφτίσει το μωρό».
Ξέθαψαν στη στιγμή τα εικονίσματα, τα άμφια που είχαν κρυμμένα και με πολλή κατάνυξη παρακολούθησαν το μυστή­ριο. Δεν πρόκειται για θρύλους κι ας μοιάζουν. Επιβεβαιώνονται τα τραγικά αυτά περιστατικά από σοβαρότατα ιστορικά στοιχεία, από τη μέριμνα της Εκκλησίας για τους λαθρόβιους αυτούς Ορθοδόξους, όπως τους αποκαλεί ο Μανουήλ Γεδεών, από τους κρυπτοχριστιανούς που φανερώθηκαν με την ανα­γνώριση της θρησκευτικής ελευθερίας στα 1856.
Πολύ σωστά, η Εκκλησία πρεσβεύοντας ότι «ου τα σχήματα κρίνεται, αλλ' η προαίρεσις», περιέβαλε τους κρυπτοχριστιανούς με την αγάπη της. Πολύ πρώιμα, πριν πέσει η Πόλη, είχε δημιουργηθεί ζήτημα με τον εξισλαμισμό Ελλήνων της Νικαίας. Να τι τους έγραφε ανάμεσα σε άλλα ο τότε Οικουμενικός πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας:
«Ει γάρ και κυριεύουσιν υμών οι εχθροί, αλλά των οικείων ψυχών και της γνώμης αυτοί εαυτών εστέ κύριοι, και της προαι­ρέσεως υμών εστι, φυλάξαι το καλόν και μη φύλαξαν πλην ως μάθομεν παρά του κριτού, συντηρείσθε και φυλάσσετε τα της χριστιανικής υμών καταστάσεως, εις ο και ασάλευτους και πα­γίους μένειν ευχόμεθα, ίνα και των επηγγελμένων επιτύχητε αγαθών, ά ητοίμασε ο Θεός τοις αγαπήσασιν αυτόν εκ ψυχής, και τα σωτηρίους αυτού φυλάξασιν εντολάς, ου η χάρις διαφυλάξαι υμάς».

Και κρυφοί ναοί
     Όπως υπήρχαν κρυφοί παπάδες, υπήρχαν και κρυφοί ναοί. Τέτοιοι ναοί είχαν δημιουργηθεί από πλούσιους κρυπτοχριστιανούς στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μανουήλ Γεδεών αναφέρει την πληροφορία ότι «εις τινα των ιδιωτικών μεγάρων της πρωτευού­σης ταύτης σώζονται βυζαντινοί ναοί υπό γην, ους οι κάτοχοι των μεγάρων, οθωμανοί εις το φανερόν, χριστιανοί δε εις το κρυπτόν, περιποιούνται διατηρούντες και ιερέα προς επιτέλεσιν των ιερουργιών». Μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τους ναούς αυτούς καταθέτει ο Μελανοφρύδης στην «Ποντιακή Εστία» και θησαυρίζεται στο παραπάνω βιβλίο του Μηλιώρη:
«Στην Παναγία του Γαλατά εφημέρευε ο γέρων παπά Με­λέτιος. Πλησιάζουν αι ημέραι του Πάσχα. Μεσάνυχτα, το Σάβ­βατο τον Λαζάρου έξαφνα χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Δυο νεαροί καλοενδεδυμένοι και ευπρεπείς εμπήκαν εχαιρέτησαν με σεβασμόν και τους είπαν:
-Πάτερ, έχομε έναν άρρωστον ετοιμοθάνατο και σε παρα­καλούμε να κάμεις τον κόπον να πας να τον μεταλάβεις.
Στην πόρτα, επερίμενεν αμάξι, εμπήκαν και οι τρεις και εξεκίνησαν. Το αμάξι επέρασε τη γέφυρα και χώθηκε στον δαίδαλο των στενών δρόμων της Σταμπούλ, έκαμεν αρκετήν διαδρομήν και εσταμάτησε στην πόρτα ενός μεγαλοπρεπούς μεγάρου. Σε μια πολυτελή αίθουσα τον υποδέχτηκε ένας σεβά­σμιος μολλάς. Του προσέφερε καφέ και κατόπιν τον ένευσε να τον ακολουθήσει. Κατέβηκαν πολλές σκάλες και τελευταία εμπήκαν σε μια υπόγεια εκκλησία με καντήλες ολόχρυσες, πολυελαίους, μανουάλια, εικόνες, τέμπλον θαυμάσιον και μέσα ένα πλήθος παρδαλό. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, αξιωματικοί, ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, πασάδες και μπέηδες, σαρικοφόροι σεβάσμιοι γέροντες. Κατάπληκτος ο Μελέτιος προχώρησε προς την Ωραίαν Πύλην. Τότε ο οδηγός του μολλάς του είπε εις άπταιστον ελληνικήν:
-Πάτερ, μην ανησυχείς. Ξέρεις από την ιστορία ότι η συνοι­κία αυτή έχει εποικισθεί από ελληνικάς οικογενείας κυρίως της αριστοκρατίας του γένους και των γραμμάτων, οι οποίοι εξισ­λαμίσθηκαν βιαίως. Έκτοτε διετήρησαν αυτοί θέσεις υψηλές εις το Οθωμανικόν Κράτος. Δεν ελησμόνησαν όμως την καταγωγήν των ως Ελλήνων και την θρησκείαν των Πατέρων των. Κρυφά όσο μπορούμε, εξακολουθούμε να λατρεύουμε τον Ιησούν Χριστόν και να εκτελούμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα Βοηθούμε και το Πατριαρχείο σε στιγμές κρίσιμες. Αυτό λίγοι το ξέρουν. Κάθε χρόνο μαζευόμεθα εδώ να εορτάσουμε το Πάσχα. Εφέτος συ θα είσαι ο εφημέριος μας και μαζί θα εορτάσωμεν τα Πάθη και την Ανάστασιν του Χριστού»...
    Να πώς αντιμετώπιζε ο Ελληνισμός τους εξισλαμισμούς της Τουρκοκρατίας, πως επιβίωσε το γένος. Η τραγωδία ήταν και το μεγαλείο του. Το κεφάλαιο κρυπτοχριστιανοί, τεράστιο και βαρυσήμαντο, έχει πολλά να ιστορήσει και πολλά να φανερώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

...έκανες κου πε πε;