Στό τέλος τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (23η Ἀπριλίου) διαβάζουμε ἕνα συγκλονιστικό θαῦμα πού ἀποκαλύφθηκε ὄχι σ᾿ ἕνα Ὀρθόδοξο ἱερέα ἤ Χριστιανό, ἀλλά σ᾿ ἕναν εἰδωλολάτρη.
Τό θαῦμα αὐτό θά εἶναι καί μία τρανή ἀπάντησις στήν Παπική ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατήργησε τήν Ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς, ἀπηγόρευσε τήν κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς χριστιανούς της καί καθιέρωσε τήν ἄζυμη ὄστια ἀντί τοῦ κανονικοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Λυτρωτοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἀμιρᾶς τῆς Συρίας (Ἀμιρᾶς, περσική λέξις, σημαίνει ἡγεμόνας, ἀρχηγός) ἀπέστειλε κάποτε τόν ἀνεψιό του στήν πόλι Λύδδα (ἄλλοτε ὠνομαζόταν Ράμελ καί Διόσπολις) τῆς Παλαιστίνης, πατρίδα τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου γιά νά ἐξετάση διάφορες ὑποθέσεις αὐτῆς τῆς ἐπαρχίας του. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μεγαλοπρεπής ναός τοῦ Ἁγίου, στόν ὁποῖον ὁ νεαρός Σαρακηνός ἔδωσε ἐντολή νά μεταφερθοῦν ἐκεῖ στόν γυναικωνίτη οἱ ἀποσκευές του. Ἐνῶ τίς 12 καμῆλες του διέταξε νά τίς βάλουν μέσα στόν κυρίως ναό γιά ἀσφάλεια. Οἱ ἱερεῖς τοῦ ναοῦ τόν παρεκάλεσαν νά μή κάνη τέτοιο ἀπαίσιο καί παμβέβηλο πρᾶγμα, ἀλλά ἐκεῖνος δέν τούς ἄκουσε καί οἱ καμηλιέρηδες μετέφεραν τά ζῶα μέσα στόν ναό. Ἀλλά, ὤ τοῦ θαύματος, τοῦ Τροπαιοφόρου ἁγίου Γεωργίου, ἀμέσως τά ζῶα ἀπέθαναν. Ἐξεπλάγη ἀπό τό παράδοξο αὐτό θαῦμα ὁ νεαρός μουσουλμᾶνος καί διέταξε νά σύρουν ἔξω τά νεκρά ζῶα καί κἄπου νά τά θάψουν.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα ἐπῆγε στόν ναό νά λειτουργήση ὁ ἱερεύς. Ὁ νεαρός ἡγεμόνας ἐζήτησε νά μείνη μέσα στόν ναό νά παρακολουθήση τόν ἱερέα τί θά κάνη. Γνωρίζοντας ὁ Παντογνώστης καί Φιλάνθρωπος Θεός μας τήν καρδιά τοῦ νεαροῦ, τοῦ ἄνοιξε τά μάτια τῆς ψυχῆς του καί τόν ἀξίωσε νά ἰδῆ συνταρακτικά γεγονότα. Ὅταν ἐπλησίαζε ἡ ὥρα τῆς μεταβολῆς τῶν Τιμίων Δώρων σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, εἶδε ὁ Σαρακηνός ὅτι ἔλαβε ὁ ἱερεύς ἕνα νήπιο καί τό ἔσφαξε. Τό Αἷμα του τό ἔριξε στό Ἅγιο Ποτήριο καί τό Σῶμα του τό κατέκοψε σέ μικρά τεμάχια καί τά ἔβαλε ἐπάνω στό ἅγιο Δισκάριο. Ὅταν τελείωσε τό ψάλσιμο τοῦ Κοινωνικοῦ εἶδε τόν ἱερέα, ὁ ὁποῖος στάθηκε στήν Ὡραία Πύλη καί μετέδιδε στόν λαό ἀπό τίς σάρκες καί τό αἷμα αὐτοῦ τοῦ νηπίου. Μετά τήν Θεία Λειτουργία ἐπῆρε μερικά πρόσφορα ὁ ἱερεύς καί τά προσέφερε σάν δῶρο τιμῆς στόν νεαρό ἡγεμόνα.Ἐκεῖνος τόν ἐρώτησε:
-Τί εἶναι αὐτά, πού μοῦ δίνεις; Ὁ ἱερεύς τοῦ ἀπήντησε:
-Εἶναι πρόσφορα ἀπό τά ὁποῖα λειτουργοῦμε ἐμεῖς στήν Ἐκκλησία μας. Καί ὁ Σαρακηνός τοῦ εἶπε μέ θυμό:
-Μέ αὐτά τά ψωμιά δέν λειτούργησες σήμερα; Δέν σέ εἶδα ἐγώ πού ἅρπαξες τό παιδάκι, τό ἔσφαξες καί ἔρριξες τό αἷμα του στό Ποτήριο αὐτό καί κατόπιν κατέκοψες τό σῶμα του σέ τεμάχια καί τά ἔβαλες στόν δίσκο καί μετά τά μοίρασες στόν λαό; Νομίζεις, δέν σέ ἔβλεπα ἐγώ τί ἔκανες; Εἶσαι φονιᾶς καί μιαρός.
Ὅταν ἄκουσε τά λόγια του αὐτά ὁ ἱερεύς φοβήθηκε πολύ. Ἔπεσε στά πόδια τοῦ Σαρακηνοῦ καί τοῦ εἶπε: «Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος πού σέ ἀξίωσε, Αὐθέντη μου, νά ἰδῆς ἕνα τόσο φρικτό Μυστήριο. Πιστεύω, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅτι θά γίνης μεγάλος ἄνθρωπος καί ὁ Θεός μέλλει νά σέ κατατάξη μεταξύ τῶν σωζομένων». Ὁ Σαρακηνός ξαφνιάστηκε μέ τά λόγια αὐτά τοῦ ἱερέως καί τόν ἐρώτησε πάλι:
-Δέν ἔγιναν, λοιπόν, αὐτά ὅπως ἀκριβῶς τά εἶδα; Ὁ ἱερεύς τοῦ ἀπήντησε:
-Ναί, Αὐθέντη μου, ἔτσι εἶναι ὅπως τά εἶδες καί ἔτσι πιστεύουμε ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος πού προσφέρουμε ἐμεῖς στήν θεία Λειτουγία μας μεταβάλλονται πράγματι μέ τήν Χάρι τοῦ Κυρίου μας, σέ Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅμως τό ὅραμα αὐτό δέν ἀξιώθηκα νά τό ἰδῶ ἐγώ, διότι εἶμαι ἁμαρτωλός καί βλέπω μπροστά μου μόνοι ἄρτο καί οἶνο. Καί ἐπειδή ὁ Κύριος σέ ἀξίωσε, Ἐξοχώτατε, νά ἰδῆς ἕνα τέτοιο Μυστήριο, πιστεύω ὅτι εἶσαι μεγάλος ἄνθρωπος, διότι μόνο οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀξιώθηκαν νά βλέπουν τέτοια ὑπερφυῆ Μυστήρια.
Ὁ Σαρακηνός ἔσκυψε τό κεφάλι του γι᾿ ἀρκετή ὥρα καί συλλογιζόταν ὅλα αὐτά. Κατόπιν εἶπε στόν ἱερέα:
-Βλέπω καί πληροφοροῦμαι ὅτι ἡ Πίστις τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἀληθινή καί ἀλλοίμονο σέ μένα πού ἐπέρασα στήν ζωή μου στήν ἀσωτία, στό ψεῦδος καί στήν ματαιότητα. Στήν ἀκάθαρτη θρησκεία τῶν Σαρακηνῶν. Ἀλλά, ἐπειδή εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ νἀ βαπτισθῶ, βάπτισέ με γιά νά ἠμπορῶ στό ἑξῆς νά λατρεύω τόν Θεό μέ καθαρή συνείδηση.
Τότε ὁ ἱερεύς τοῦ εἶπε:
-Δέν τολμῶ, Ἀρχηγέ, νά σέ βαπτίσω, διότι ἔχεις θεῖο βασιλέα καί αὐτός, ὅταν πληροφορηθῆ τά γεγονότα, θά μέ φονεύση καί θά καταστρέψη τίς ἐκκλησίες μας. Μόνο, ἄν θέλης, φῦγε ἀπ᾿ ἐδῶ καί πήγαινε κρυφά στόν πατριάρχη Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος καί θά σέ βαπτίση, χωρίς νά τοῦ ἀποκαλύψης ποιός εἶσαι.
Ἔτσι, ὁ Σαρακηνός ἐφόρεσε τρίχινα ροῦχα. Ἐπῆγε στά Ἱεροσόλυμα καί συνάντησε τόν Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος καί τόν ἐβάπτισε. Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες τόν ἐρώτησε τί νά κάνη γιά νά εὕρη τήν σωτηρία του. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἐάν θέλης νά σωθῆς, πήγαινε στό Ὄρος Σινᾶ, ὅπου ζοῦν πολλοί καί ἐνάρετοι μοναχοί καί ἐκεῖ νά γίνης μοναχός. Φύλαξε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι θά σωθῆς».
Ἀφοῦ ἔγινε ἐκεῖ μοναχός καί προώδευσε στήν ἀρετή, μετέβη στήν Λύδδα, καί συνάντησε ἐκεῖνον τόν ἱερέα στόν ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τοῦ εἶπε:
-Ἰδού βαπτίσθηκα. Ἔγινα καί μοναχός. Τώρα ἔχω ἐπιθυμία νά ἰδῶ τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Σέ παρακαλῶ νά ἐκπληρώσης τήν ἐπιθυμία μου. Ὁ Ἱερεύς τοῦ εἶπε:
-Πήγαινε στόν βασιλέα, τόν θεῖον σου καί μπροστά σέ ὅλους νά ὁμολογήσης ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός καί Δημιουργός ὅλης τῆς κτίσεως, ὁ ὁποῖος γιά τήν σωτηρία μας ἦλθε στόν κόσμο, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε μέ δόξα στούς οὐρανούς. Ὅταν κάνης αὐτά θά ἀξιωθῆς νά ἰδῆς τόν Κύριο μέ μεγάλη δόξα.
Ἐπῆγε πράγματι αὐτός ὁ εὐλογημένος μοναχός στό σπίτι τοῦ θείου του. Δέν μπῆκε μέσα ἀλλά ἀνέβηκε τό βράδυ στόν μιναρέ καί ἄρχισε νά φωνάζη: «Ἐλᾶτε, ἐδῶ Σαρακηνοί, ἔχω νά σᾶς εἰπῶ ἕνα μεγάλο λόγο». Ἦλθαν πολλοί Σαρακηνοί στούς ὁποίους εἶπε ὁ μοναχός:
-Ποῦ εἶναι ὁ ἀνεψιός τοῦ Ἀμιρᾶ, πού ἔφυγε πρό ἐτῶν στά κρυφά ἀπό κοντά του;
Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν:
–Ἄν μᾶς εἰπῆς ποῦ εἶναι, θά σοῦ δώσουμε ὅσα χρήματα μᾶς ζητήσεις. Καί ὁ Μοναχός ἀπήντησε:
-Νά μέ ὁδηγήσετε στόν Ἀμιρᾶ καί θά σᾶς εἰπῶ ποῦ εἶναι.
Ἐπῆραν οἱ Σαρακηνοί τόν μοναχό τόν πῆγαν στόν βασιλέα τους καί τοῦ εἶπαν:
-Αὐτός ὁ μοναχός γνωρίζει νά μᾶς εἰπῆ ποῦ εἶναι ὁ ἀνεψιός σου. Ὁ Ἀμιρᾶς τόν ἐρώτησε καί ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε:
-Ναί, τόν γνωρίζω. Εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος. Τώρα ὅμως εἶμαι Χριστιανός καί πιστεύω στόν Πατέρα, στόν Υἱό καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, Μία Θεότητα καί ὁμολογῶ ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία καί ἔκανε στόν κόσμο μεγάλα καί ἐξαίσια ἔργα. Μετά σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε καί ἐκάθισε στά δεξιά τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί πρόκειται νά ἔλθη πάλι γιά νά κρίνη ζῶντες καί νεκρούς.
Ὁ θεῖος του τόν ἄκουσε κατάπληκτος καί τοῦ εἶπε:
-Τί ἔπαθες, ταλαίπωρε, ν᾿ ἀφήσης τό σπίτι σου, τά πλούτη σου, τήν δόξα σου καί νά περπατᾶς ἔτσι σάν ζητιᾶνος; Δέν ἐπιστρέφεις στήν θρησκεία σου νά ὁμολογήσης προφήτη τόν Μωάμεθ καί νά γυρίσης πάλι στήν πρώτη σου κατάστασι; Καί ὁ μοναχός τοῦ ἀποκρίθηκε:
-Ἐγώ, ὅσα καλά εἶχα, ὅταν ἤμουν μουσουλμᾶνος, ἦταν ὅλα ἔργα τοῦ διαβόλου. Κι αὐτό τό τρίχινο ράσο πού φορῶ εἶναι καύχημά μου καί πλοῦτος μου καί ἀραββώνας τῆς αἰωνίου δόξης καί χαρᾶς, τήν ὁποία μέλλω ν᾿ ἀπολαύσω μέσῳ τῆς ἀληθινῆς Πίστεώς μας στόν Ἰησοῦ Χριστό. Τόν Μωάμεθ πού σᾶς ἐπλάνησε καθώς καί τήν θρησκεία του, ἀναθεματίζω καί ἀποστρέφομαι.
Ὁ βασιλεύς, σύμφωνα μέ τούς νόμους τῆς θρησκείας τους, ἔπρεπε ἀμέσως νά διατάξη νά τόν θανατώσουν. Ἀλλά, ἐπειδή τόν λυπήθηκε, εἶπε στούς παρευρεθέντας ἐκεῖ Σαρακηνούς: «Αὐτός ἔχασε τά μυαλά του καί δέν ξέρει τί λέγει. Βγάλτε τον ἔξω καί διῶξτε τον». Καί ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν:
-Αὐτός πού ἀνεθεμάτισε τήν θρησκεία μας τόν ἀπολύεις; Αὐτός εἶναι ἄξιος μυρίων θανάτων. Ν᾿ ἀρνηθοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς τήν θρησκεία μας καί νά γίνουμε Χριστιανοί.
Ὁ Ἀμιρᾶς φοβήθηκε τούς ὄχλους καί τούς εἶπε νά τόν πάρουν καί νά τόν κάνουν ὅ,τι θέλουν.
Αὐτοί τρίζοντας τά δόντια τους, ἅρπαξαν τό εὐλογημένο πρόβατο τοῦ Χριστοῦ καί τό ὡδήγησαν ἔξω ἀπό τήν πόλι τους. Ἐκεῖ τόν ἐλιθοβόλησαν, τήν στγμή πού ἐκεῖνος ἐπεκαλεῖτο τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἐτελείωσε ὁ ἀοίδιμος τόν μαρτυρικό του δρόμο καί ἔλαβε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Πάνω ἀπό τούς λίθους πού σκέπασαν τό πάντιμο σῶμα του, φαινόταν γιά πολύ διάστημα ἕνα φωτεινό ἀστέρι, τό ὁποῖον ἔβλεπαν οἱ Μουσουλμᾶνοι καί ἀποροῦσαν.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ὁ θεῖος του ἔδωσε τήν ἄδεια στούς Χριστιανούς νά βγάλουν μέσα ἀπό τίς πέτρες τό Λείψανο τοῦ Μάρτυρος γιά νά τό ἐνταφιάσουν. Ἀλλά, ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος, τό Λείψανο ἦταν σῶο καί ἀδιάφθορο καί ἀπέπνεε μία γλυκυτάτη εὐωδία. Τό παρέλαβαν μέ πολλή εὐλάβεια οἱ Χριστιανοί καί τό ἐνεταφίασαν δοξάζοντας τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, στόν Ὁποῖον ἀνήκει κάθε δόξα καί ἐξουσία στούς αἰῶνες.
από το βιβλίο: «Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΛΑΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ» – Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου (ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...έκανες κου πε πε;