Αντώνης Ανδρουλιδάκης
Όσο πιο τοπικό, τόσο και πιο παγκόσμιο! Ή σε σύγχρονα ελληνο-βρυξελιώτικα «Plus c’est local et plus c’ est universel».
Η φράση ανήκει στον διάσημο κινηματογραφιστή Ρενουάρ όταν τον ρώτησαν,
πως εξηγεί το γεγονός ότι ενώ τα έργα του είναι τόσο «γαλλικά»,
συναντούν την ίδια στιγμή τέτοια παγκόσμια αποδοχή. Είμαστε λοιπόν τόσο
παγκόσμιοι, μόνο όσο γνήσια τοπικοί καταφέρνουμε να γίνουμε. Με άλλα
λόγια, κάτι υπάρχει πραγματικά ως αυθεντικά τοπικό, μόνο στο βαθμό και
στο μέτρο που τολμάει να έχει σημασία σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν δεν έχει
σημασία για τον πιο απόμακρο γείτονα του πλανητικού χωριού, ας μην
κρυβόμαστε, είναι ανύπαρκτο.
Έτσι, ετούτη η αγωνία, η ταλάντευση, ανάμεσα στο τοπικό και στο εθνικό,
ανάμεσα στο εθνικό και στο παγκόσμιο ή ακόμη-ακόμη, γιατί όχι, ανάμεσα
στο τοπικό και το παγκόσμιο, βρίσκει πεντακάθαρα την «γαλλική» απάντηση
της.
Κι εμείς με την παράδοση παραδομένη μπρος στα πόδια μας, με αυτήν την
παράδοση που κατέθεσε για δύο φορές στην πανανθρώπινη ιστορία πρόταση με
οικουμενικό ενδιαφέρον -και γι’ αυτό άλλωστε υπήρξε γνήσια και σε
εθνικοτοπικό επίπεδο- εμείς, με το πείσμα επαρχιώτη, αρνιόμαστε το
μπόλιασμα της παράδοσης μας και πιθηκίζουμε ακόμη ευρωπαϊκές συνταγές
ευτυχίας. Τώρα μάλιστα και συνταγές κατ’ εντολήν των αποικιοκρατών!
Αλλά εμείς εκεί! Πεισματικά πιθηκίζουμε, γοητευμένοι ακόμη από τα φώτα
της κάθε εσπερίας, ακόμη και τώρα που τα φώτα της τρεμοπαίζουν, ακόμη
και τώρα που το σκοτάδι της νεοεποχίτικης τάξης, φιλοξενεί στη σκιά του
τους πιο δραματικούς εφιάλτες του τόπου αλλά και της ανθρωπότητας. Και
νομίζω πως τόσο ο τόπος όσο και η ανθρωπότητα κάπου το έχει ψυλλιαστεί. Η
μαγιά της αντίστασης σ’ ολόκληρο τον κόσμο ξέρει καλά πως «ένας άλλος
κόσμος είναι εφικτός». Ίσως δεν ξέρει ακόμη ποιος και πως θα είναι αυτός
ο κόσμος, μα ψάχνει ο καθείς στις ντόπιες παραδόσεις του. Από τους
ινδιάνους της λατινικής Αμερικής, μέχρι τους άραβες ισλαμιστές και τους
Ρώσους ορθόδοξους.
Σ’ αυτή τη παγκόσμια μαγιά, που σαρκώνει το προζύμι ενός αληθινού
πρόσφορου για τον πλανήτη, ένα πράγμα είναι καθαρό. Ότι μας κληροδότησε ο
δυτικός τρόπος του βίου, χάσκει πια πουκάμισο αδειανό. Και είναι
τραγικό ο τόπος μας, δηλαδή οι πέτρες, η θάλασσα, το φως στις γωνίες των
ναών, οι ταπεινές βάρκες, το ταψί της Κυριακής, μια σειρά λιόδεντρα που
κατεβαίνουν την πλαγιά, ένα τσαμπί σταφύλι, ένα χέρι γδαρμένο από το
χώμα και το βράχο, η ιστορία σ’ ένα ξεφλουδισμένο κάδρο που κρέμεται
στον χρισμένο τοίχο ενός σχολειού, αυτός ο τόπος, γιατί αυτός είναι ο
τόπος και ταυτόχρονα ο τρόπος μας, είναι τραγικό αυτός ο τόπος, να
μηρυκάζει ακόμη ένα αδειανό πουκάμισο και να καμώνεται πως σαν καλή
ράφτρα πρέπει τώρα να ράψει τα μανίκια, ύστερα να εκσυγχρονίσει τους
φθαρμένους γιακάδες. Για το χάλι μας φταίνε τα άραφτα μανίκια μας. Για
τη φτώχεια μας φταίνε οι κακοραμένοι γιακάδες μας. Κι η υπόσχεση μας για
το μέλλον, είναι πως αύριο θα μεταρρυθμίσουμε τα ανύπαρκτα
μανικετόκουμπα, φτιάνοντας στο τέλος ένα πουκάμισο «εφάμιλλο των
καλυτέρων ευρωπαϊκών». Και τι κρίμα αδερφέ μου, κάνουμε ακόμη και τώρα
σαν να μην βλέπουμε ότι το πουκάμισο τους είναι άσαρκο.
Για χρόνια ολόκληρα κάναμε τον μικρό θάνατο της μειονεξίας μας,
ναρκισσισμό, προσδοκώντας σε μια ψεύτικη κονομημένη ανάσταση, σε ένα
δεκανίκι, που να κρύβει την αναπηρία μας. Κι ύστερα μας έλειψαν τα
φράγκα. Πώς να το παίξεις ναρκισσιστής δίχως φράγκο στη τσέπη; Μια νύχτα
μας κλέψαν τους καθρέφτες που ηδονικά καμαρώναμε τους εαυτούληδες μας.
Πού να κοιταχτούμε τώρα να μας λατρέψουμε; Αυτό προκάλεσε κυρίως η
οικονομική κρίση: μας αφαίρεσε τους μαγικούς καθρέφτες όπου
χαζογελούσαμε αυτάρεσκα.
Μα με στεναχωρεί, ακόμη πιο πολύ, πως αυτός ο τόπος, είχε και έχει
ακόμη τους ραφτάδες και τα ραφτικά, να κεντήσει για ακόμη μια φορά, την
πιο ευρύχωρη την πιο ανθρώπινη φορεσιά. Την πιο καλοπλυμένη και
καλοσιδερωμένη, έτοιμη να σαρκώσει ένα αύριο, ποιος ξέρει περισσότερο ή
λιγότερο σπουδαίο, μα πάντως σίγουρα λιγότερο απάνθρωπο.
Αν αυτός γινόταν ο νέος μας στόχος, η νέα μεγάλη αφήγηση της κοινωνίας
μας, να το πω πιο επιστημονικά, αν βάζαμε λέει έναν σκοπό, να μειώσουμε
το επίπεδο της κατά κεφαλήν απανθρωπιάς μας, θα ‘πρεπε πριν απ’ όλα να
τολμήσουμε να διαπιστώσουμε τα χαΐρια μας, το αδειανό πουκάμισο τους,
που με το στανιό μας βάλανε να το φορέσουμε κι εμείς. Να διαπιστώσουμε
ακόμη πως είναι το πουκάμισο που είναι στενό κι όχι εμείς παχύσαρκοι.
Κι’ ύστερα, να βγούμε φωναχτά και :
Να παραδεχτούμε, πως οι πόροι του πλανήτη, τελικά, δεν ήταν
ανεξάντλητοι. Και να σημειώσουμε παρενθετικά πως άλλο “πόροι” και άλλο
“resources”. Πως το περιβάλλον που μας περιβάλλει, όπως το λέει η
λεξούλα, άμα το τιγκάρουμε στο σκατό, τότε πολύ λογικά πρέπει να
αποδεχτούμε oτι μας περιβάλλουν σκατά και ύστερα να μην ξεχάσουμε να
σημειώσουμε και πάλι πως άλλο περιβάλλον που περιβάλλει και άλλο
environment που ‘ντάξει δεν τρέχει και τίποτε.
Να ομολογήσουμε ότι η αποτελεσματική λειτουργία των συστημάτων, των
κάθε λογής συστημάτων, προϋποθέτει τον άνθρωπο με τα λογής προσωπεία. Οι
άνθρωποι φορούν μάσκες για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των
συστημάτων. Κι’ ύστερα καλούνται να διαχειριστούν το διχασμό τους
ανάμεσα στο προσωπείο και στην αλήθεια της ύπαρξη τους. Η χαρά του
ψυχαναλυτή.
Να καταθέσουμε ενώπιον των μαρτύρων και των αγίων μας, πως η μεσσιανική
επένδυση που κάναμε στην επιστήμη και στην τεχνολογία, ήταν όπως κάθε
μεσσιανισμός, ένα εύπεπτο μπαρμπούτσαλο. Ήταν μονάχα ένα ψυχολογικό
υποκατάστατο του Θεού, που βιαστήκαμε να σκοτώσουμε, επειδή δεν
μπορούσαμε να καταλάβουμε με το χαζομυαλό μας. Όπως τα νήπια που
διαλύουν τα ηλεκτρικά αυτοκινητάκια τους στην προσπάθεια τους να
καταλάβουν πως λειτουργούν.
Να πούμε, ψιθυριστά έστω, στα βουτυρένια παιδάκια μας πως η ανάπτυξη
τελικά δεν μπορεί να είναι αειφόρος, ούτε και μας πολυκόφτει αν θα ‘ρθεί
και να κόψουμε τις βρυξελιώτικες παπαριές των τοκογλύφων. Να
προλάβουμε να ειδοποιήσουμε, τουλάχιστον τα παιδιά μας, πως η διαρκής
γραμμική πρόοδος οδηγεί αργά ή γρήγορα στο εντελώς αντίθετο της. Την
σταθερή υπερβολή της οπισθοδρόμησης.
Να πλακώσουμε στις σφαλιάρες τους πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών,
μπας και ξυπνήσουν και καταλάβουν ότι σε μια «οικονομική μονάδα», ο
άνθρωπος και η εργασία του, είναι αδιανόητο να είναι απλώς ένας
παράγοντας, ένας συντελεστής, προς την επίτευξη της οικονομικής αρχής,
του αποτελέσματος. Το κυρίως πρόβλημα δεν βρίσκεται στο δίλημμα του
ποιος θα έχει την πρωτοκαθεδρία. Η εργασία ή το κεφάλαιο. Το πρόβλημα
έγκειται στον ίδιο τον ορισμό της οικονομικής αρχής. Στα αυτονόητα
προαπαιτούμενα που ο ορισμός θέτει. Χρειαζόμαστε, προς τούτο, έναν
καινούργιο ορισμό της οικονομικής αρχής. Έναν ορισμό όπου, το αποτέλεσμα
θα οφείλει να είναι υπηρετικό του ανθρώπου και όχι αντίστροφα.
Να καταγγείλουμε το Διαφωτισμό, την Αναγέννηση και τις ιδέες τους,
γιατί όλα αυτά μπορεί να ήταν σπουδαία για τον δυτικό ημιάγριο
σταυροφόρο του μεσαίωνα. Για τον άνθρωπο όμως της δικιάς μας Ανατολής,
ήταν στρέβλωση και πισωγύρισμα του κερατά. Ο τόπος μας δεν ήταν τότε
πεθαμένος για να χρειάζεται αναγέννηση, ούτε σκοτεινιασμένος για να
διαφωτιστεί. Σήμερα είναι. Σήμερα χρειάζεται.
Να παραιτηθούμε πρώτοι εμείς «απερισκέπτως ευέλπιδες» από τον νομικό
πολιτισμό των δικαιωμάτων που προϋποθέτει αλλά και αναπαράγει
ακοινώνητα, άτμητα και άσχετα μεταξύ τους άτομα, έτοιμα να
αλληλοσπαραχτούν υπερασπιζόμενο το καθένα το κωλοδικαίωμα του στην
απανθρωπιά ενάντια στο διπλανό του. Πλημμύρισαν τα δικαστήρια της κρίσης
με δικομανείς νεοέλληνες που κυνηγάνε το διπλανό τους.
Να απαιτήσουμε, με ευθύνη απέναντι στους νεκρούς μας, μια συγνώμη από
τους σύγχρονους πολιτισμένους των δικαιωμάτων του ανθρώπου, γιατί το
1204 κατούρησαν την Αγία μας Τράπεζα. Όχι το έπιπλο, αλλά το κοινόν
τραπέζιον της ανθροπομάζωξης του λαού μας. Γιατί από εκεί ξεκίνησαν την
πρώτη αποικιοκρατική συσσώρευση του πλούτου που σήμερα μας θαμπώνει, μας
δανείζει και εκ νέου μας αποικιοποιεί .
Να σταματήσουμε πρώτοι και καλύτεροι οι γονείς να τσιτώνουμε τα
ανταγωνιστικά παιδάκια μας, ως προεκτάσεις των στερημένων εγωκεντρισμών
μας, να αποκαταστήσουμε τη σχολή ως απουσία της ασχολίας, δηλαδή ως
αντίθετο της σχόλης και να γυρέψουμε απ’ τους παιδαγωγούς να απαλλάξουν
τα παιδιά μας από την άθλια χρησιμοθηρία. Να βάλουμε πιπέρι στο στόμα
όσων σαν αμερικανάκια θέλουν να συναρτήσουν το πανεπιστήμιο με την
παραγωγή, σε όσους δηλαδή γυρεύουν τη γνώση, πέρα για πέρα υποταγμένη,
στη μεζούρα της τυφλής αποτελεσματικότητας.
Να αποδώσουμε ξανά στις λέξεις μας το αυθεντικό τους περιεχόμενο. Να
ξαναπούμε κοινωνία και να σταματήσουμε να εννοούμε society. Έτσι και η
Θεία Κοινωνία θα βρει το περιεχόμενο της και θα πάψει να είναι holy
society.
Να ξαναπούμε δημιουργία και να εννοούμε το Έργο του Δήμου και όχι
creative. Να ξαναπούμε πληροφορία και να εννοούμε «φέρω πληρότητα» και
όχι «είμαι μέσα στον τύπο – in form-ation». Έτσι η κοινωνία της
πληροφορίας θα είναι κοινωνία πληρότητας, κοινωνία προσώπων και όχι
άθροισμα ακοινώνητων ατομικών υπάρξεων.
Να ξαναπούμε τον πολιτισμό πολιτισμό, δηλαδή τρόπο να καταλαβαίνουμε τα
πράγματα και να ξεκαθαρίσουμε πως πολυπολιτισμικές κοινωνίες δεν
υπάρχουν, γιατί δεν μπορεί μια κοινωνία να καταλαβαίνει με εκατοντάδες
διαφορετικούς τρόπους τα πράγματα. Υπάρχουν πολυπολιτισμικοί χυλοί που
τους ενώνει το κοινό συμφέρον της καθημερινής κονομισιάς ή το κοινό
συμφέρον της αποικιοκρατικής κλοπής του υπόλοιπου κόσμου. Αν ο
πολιτισμός γίνει πάλι ο κοινός μας τρόπος να καταλαβαίνουμε τα πράγματα
θα σημαίνει πως έχουμε πια κοινές ανάγκες, τις ξέρουμε και τις
ιεραρχούμε με τον ίδιο τρόπο. Τότε μπορεί να αρχίσουμε πάλι να λέμε
πολιτισμός (πόλις-πολίτης), δίχως να εννοούμε culture.
Να πούμε στους ανθρώπους την αλήθεια για το καθημερινό τρεχαλητό της
επιτυχημένης ευ-ζωούλας μας. Όποιος δεν υποψιάζεται ότι υπάρχουν και
πράγματα σπουδαιότερα από τα χρήσιμα και τα αναγκαία, όποιος σπαταλιέται
στην αναζήτηση τους είναι σκλάβος και σκατόψυχος. Και πολύ περισσότερο
όποιος θέλει να επικαλείται τον Αριστοτέλη και τον ορθολογισμό του, δεν
δικαιούται ταυτόχρονα να εξαντλεί τη ύπαρξη του στον ωφελιμισμό της
μικρο-ζωούλας του.
Να μαζέψουμε τους Δημάρχους και τους Υπουργούς των Εσωτερικών και της
δήθεν Αποκέντρωσης και να τους ενημερώσουμε, πως ότι για 180 χρόνια τώρα
«πασχίζουν» -δηλαδή από την ίδρυση του κρατιδίου και εντεύθεν-, ο
τρόπος-τόπος μας το είχε κατακτήσει στην καθημερινότητα του με μια
λαϊκή κοινωνική εμπειρία αιώνων, που ξεκινάει από το πρότυπο των
αμφικτιονιών και φτάνει ίσαμε της κοινότητες της τουρκοκρατίας. Ύστερα
θα πρέπει να τους καλέσουμε να μας εξηγήσουν πως γίνεται όταν έχεις τις
πρώτες συντεχνίες και τα εισνάφια ήδη από το 700 μ.Χ. και το 1800
φτάνεις ίσαμε τον συνεταιρισμό στα Αμπελάκια με 4.000 συνεταιρισμένους,
με 200 εμπορικούς αντιπροσώπους σε όλη την Ευρώπη, όταν με αυτή την
διοικητική οργάνωση καταφέρνεις να οργανώσεις μια επανάσταση εθνικής
ανεξαρτησίας, όταν ο Υπουργός Ανάπτυξης της Βενεζουέλας μιλάει για αυτό
το σύστημα τοπικής ανάπτυξης, πως γίνεται εσύ σήμερα να θες να
αντιγράψεις το γερμανικό μοντέλο τοπικής αυτοδιοίκησης. Κι αυτοί σήμερα
ονομάζουν την εκ νέου συγκεντρωποίηση των ρημαγμένων μας κοινοτήτων
Σχέδιο Καποδίστριας ή Καλλικράτης. Η τόλμη θα ήταν να το ονόμαζαν Σχέδιο
Καραϊσκάκης και να αφορούσε στην ανάδειξη του προσωποκεντρικού στόχου
μας σε τοπικό-κοινοτικό επίπεδο. Στόχος με άλλα λόγια του Σχεδίου θα
έπρεπε να είναι η μείωση της κατά κεφαλήν κακογουστιάς, αυτής που κάνει
την Ρόδο, το Ηράκλειο και τα Τρίκαλα να μοιάζουν ανεπανόρθωτα ίδιες
καχεκτικές πολιτείες ακοινώνητων υπάρξεων έτοιμων να σκοτωθούν –και το
κάνουν-για μια θέση parking.
Εκεί θα είχα τη ψυχή να ονειρευτώ μιαν άμεση δημοκρατία της
αριστοκρατίας. Δηλαδή, της ισχύος των αρίστων. Και μάλιστα μετ’
ευβουλίας αριστοκρατία. Και πάλι πρέπει να σημειώσω παρενθετικά άλλο
αριστοκρατία και άλλο μπουρζουαζία. Σ’ αυτήν την αμεσοδημκρατική
κοινότητα, ίδια και απαράλλαχτη με αυτήν που είχαν οι παππούδες μας,
όταν εθελοντικά πρόσφεραν την εργασία τους στην υπηρεσία του Δήμου
εναλλακτικά ή όταν αντάλλασσαν την εργασία τους ο ένας στο χωράφι του
διπλανού εναλλάξ, σ’ αυτήν την κοινότητα ,ο πολίτης ριψοκινδυνεύει να
οικοδομεί σχέσεις με τον διπλανό του άνθρωπο, άρα μπορεί και να
τσακώνεται, εκεί ο πολίτης γίνεται οπλίτης άμα λάχει και χρειαστεί, εκεί
ερωτεύεται άμεσα και αδιαμεσολάβητα δίχως προξενήτρες, γραφεία
συνοικεσίων ή τηλεοπτικές πουτάνες, εκεί αποφασίζει άμεσα και
αδιαμεσολάβητα δίχως κόμματα, αρχηγίσκους, πελατειακές σχέσεις και
πολιτικό marketing, εκεί τρώει στην μάπα τον εκλεκτό του, που τον βλέπει
να ξυπνάει το πρωί και τον ακούει να μπινελικιάζει και την κυρά του,
εκεί πεθαίνει και κυρίως εκεί βιώνει, εκεί ζει αρνούμενος την απλή
επιβίωση, εκεί κοινωνεί, εκεί ο πολίτης από άσχετο νήπιο οδηγείται στην
αδιαμεσολάβητη ενηλικίωση, στη σχέση των προσώπων, δίχως μεσσίες,
σωτήρες, μπαμπούλες, πατερούληδες, πρίγκηπες κλ.π.
Εκεί «ένα φύλλωμα λέξεων θα μας ντύσει ελληνικά να μοιάζουμε αήηττητοι» κατά τον ποιητή.
Μπορείς κανείς να βρει ένα δεντρί, που κλαρί – κλαρί να χτίζει ετούτο
το φύλλωμα; Και δεν πρέπει πριν απ’ όλα ετούτο το δεντρί να μιλά «αυτά
στη γλώσσα την δική μου» έστω και αν «Άλλοι, άλλα σε άλλες» πάλι κατά
τον άλλο ποιητή;
Αν χτίσουμε αυτό το δεντρί, μ’ αυτό το φύλλωμα των λέξεων, εδώ στη
«κοσμογωνιά» μας, αν το δεντρί μας αυτό καρποφορήσει και κομίσει μια
πρόταση για το οικουμενικό κενό της οικολογίας, της κοινωνίας και της
ύπαρξης, ίσως τότε αυτή η μικρή γωνιά και η πρόταση της, να αποκτήσει
τόσο οικουμενικό ενιδαφέρον όσο πιο γνήσια εθνική καταφέρει αν είναι.
Τότε στ’ αλήθεια πιστεύω πως «ένα φύλλωμα λέξεων θα μας ντύσει ελληνικά να μοιάζουμε αήηττητοι».
Μέχρι τότε θα προσδοκώ τουλάχιστον να μιλώ «αυτά στη γλώσσα την δική μου, και άλλοι, άλλα σε άλλες».