«Στα μάτια της Νορβηγικής
Επιτροπής των Βραβείων Νόμπελ, η Μητέρα Τερέζα αποτελεί παράδειγμα
ανθρώπινου πνεύματος που πραγματοποίησε εποικοδομητικές προσπάθειες για
την εξάλειψη της πείνας και της φτώχειας σε όλη τη υφήλιο, αλλά και την
διασφάλιση ενός καλύτερου και ασφαλέστερου μέλλοντος για όλη την
παγκόσμια κοινότητα».
Αυτό έλεγε, εν συντομία, η ανακοίνωση που εκδόθηκε στο Όσλο σαν
σήμερα, πριν 35 χρόνια, από την Επιτροπή των βραβείων, απονέμοντας το
Νόμπελ Ειρήνης στην μικροσκοπική μοναχή, η οποία γεννήθηκε στις 26
Αυγούστου του 1910 κι έφυγε από τη ζωή στις 5 Σεπτεμβρίου του 1997,
πλήρης ημερών και διάσημη για το φιλανθρωπικό της έργο στην Ινδία.
Η «Αγία της Καλκούτα», όπως ονομαζόταν, λόγω της πολυετούς της
φιλανθρωπικής δράσης στην μεγάλη ινδική πόλη, γεννήθηκε ως Ανιέζ Γκόντζε
Μποζάντζιου στα Σκόπια της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και σήμερα
πρωτεύουσας της ΠΓΔτΜ –η καταγωγή της, ωστόσο, ήταν από την πόλη Σκόδρα
της Αλβανίας και θεωρείται Αλβανίδα. Το 1929 μετέβη στη πόλη
Νταρτζίλινγκ της Ινδίας και δυο χρόνια μετά ορκίστηκε μοναχή. Από το
1937 διέμενε στην Καλκούτα, αρχικά εργαζόμενη ως δασκάλα σε ένα σχολείο
και από το 1950 ως εντεταλμένη από το Βατικανό για να διεξάγει
ιεραποστολικό έργο. Το 1952 μετέτρεψε έναν παλαιό Ινδουιστικό ναό της
πόλης σε νοσοκομείο και το 1955 άνοιξε ένα ορφανοτροφείο. Έγινε το
απόλυτο σύμβολο της προσφοράς και της ανιδιοτέλειας, στη συνέχεια ίδρυσε
τους Ιεραπόστολους της Ελεημοσύνης και έγινε γνωστή στα δυτικά ΜΜΕ ως η
«Αγία των Φτωχών» που αφιέρωσε τη ζωή της στους άστεγους και αρρώστους
του πλανήτη μας.
Θαυμάσια, ως εδώ, θα πει κανείς και μπράβο της που τα έκανε όλα αυτά.
Όμως τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής της, όσο και μετά το θάνατο της,
υπήρξαν αρκετοί που αμφισβήτησαν την παροιμιώδη της κοινωνική προσφορά
και της απέδωσαν κίνητρα… όχι και τόσο ανιδιοτελή. Το εναρκτήριο
λάκτισμα έδωσε, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, λίγο πριν το θάνατο της
μονάχης, ο διαπρεπής βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Κρίστοφερ
Χίτσενς που στο βιβλίο με τίτλο «Ιεραποστολική Στάση: η Μητέρα Τερέζα
στη θεωρία και τη πράξη» (1995) αποπειράται να απομυθοποιήσει κάθε πτυχή
της, δήθεν, άγιας ζωής της.
Η κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι πως η μοναχή ενστερνιζόταν την
απάνθρωπα μίζερη άποψη πως ο ανθρώπινος πόνος είναι «δώρο του Θεού» και
προπαγάνδιζε με κάθε τρόπο την ιδέα της διαρκούς αυτομαστίγωσης.
Μάλιστα, στο βιβλίο του ο Χίτσενς αναφέρει ένα όχι και τόσο… συνεπές με
την οσιότητα περιστατικό, όπου κάποιος καρκινοπαθής ασθενής της μοναχής,
απηυδισμένος από τα κούφια λόγια ανακούφισης της, την ειρωνεύτηκε. Η
Μητέρα Τερέζα του είπε να κάνει υπομονή, λέγοντας του πως «όταν
υποφέρετε, αυτό σημαίνει πως ο Ιησούς σας φιλάει» και τότε ο ασθενής, με
όσο κουράγιο του είχε μείνει, της αντίτεινε με περίσσιο θράσος «να
πείτε στον Ιησού σας να σταματήσει να με ασπάζεται!».
Παραβλέποντας τις ακραίες απόψεις της πως «η άμβλωση είναι
καταστροφική για την ειρήνη» ή πως «το Έιτζ είναι μια δίκαιη τιμωρία για
την ανάρμοστη ερωτική συμπεριφορά», ο Χίτσενς την κατακρίνει με
σφοδρότητα για την προσπάθεια της να αθωώσει τον απατεώνα τραπεζίτη
Τσαρλς Κίτινγκ. Αμέσως μετά την σύλληψη του Κίτινγκ, η Μητέρα Τερέζα,
έγραψε μια επιστολή στον δικαστή Λανς Ιτο, ζητώντας επιείκεια για τον
συλληφθέντα, γιατί «υπήρξε πάντοτε ευγενικός και γενναιόδωρος με τους
φτωχούς του Θεού». Στην μοναχή απάντησε ο αναπληρωτής γενικός
εισαγγελέας του Λος Άντζελες, Πολ Τάρλεϊ, λέγοντας της πως «ο Κίτινγκ
έκλεψε 252.000.000 δολάρια, τα οποία πρέπει να επιστραφούν στους
νόμιμους κατόχους τους». Η Μητέρα Τερέζα δεν του απάντησε ποτέ.
Το δεύτερο επιχείρημα του Χίτσενς αφορά στη δήθεν «μη πολιτική στάση»
που η μοναχή είχε υποσχεθεί να τηρεί στη ζωή της. Οι στενές σχέσεις της
με στυγνούς δικτάτορες όπως ο Ζαν-Κλοντ Ντιβαλιέ της Αϊτής και ο Εμβέρ
Χότζα της Αλβανίας αποδεικνύουν το αντίθετο, ισχυρίζεται ο Χίτσενς,
προσθέτοντας πως η μοναχή δεν είχε κανένα λόγο να καταθέσει στεφάνι στον
τάφο του Αλβανού δικτάτορα που μάλιστα ήταν και άθεος.
Στο πλευρό του Χίτσενς στέκεται και μια περσινή μελέτη από τρεις
Καναδούς ακαδημαϊκούς, γκρεμίζοντας ολοκληρωτικά τον μύθο περί
οσιότητάς της. Οι ερευνητές Κάρολ Σενεσάλ του Πανεπιστημίου της Οτάβα και Ζενεβιέβ Σενάρ και Σερζ Λαριβέ
από το Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ εξέτασαν ενδελεχώς το 96% των έργων
που έχουν δημοσιευθεί μέχρι τώρα για τη Μητέρα Τερέζα και δημοσίευσαν τα
αποτελέσματα αυτής στο γαλλόφωνο επιστημονικό θρησκειολογικό περιοδικό
«Studies in Religion/Sciences».
Σύμφωνα με την έρευνα, περίπου το ένα τρίτο από τους ασθενείς που
πήγαιναν στα ιδρύματά της αφήνονταν στη μοίρα τους και τελικά πέθαιναν,
ενώ αρκετοί επιστήμονες διαπίστωναν σοβαρές ελλείψεις σε πραγματικές
υπηρεσίες φροντίδας, ανεπαρκή τροφή και καθόλου παυσίπονα.
Στα ταμεία των ιδρυμάτων της συνέρεαν εκατομμύρια δολάρια, αλλά η
πλειοψηφία των ασθενών δεν είχε τη σωστή ιατρική φροντίδα και αρκετοί
αφέθηκαν να πεθάνουν. «Δεδομένης της φειδωλής διαχείρισης των έργων της
Μητέρας Τερέζας μπορεί να αναρωτηθεί κανείς «πού πήγαν τα εκατομμύρια
δολάρια που προορίζονταν για τους φτωχότερους των φτωχών»», αναρωτιέται ο
Λαριβέ που σημειώνει πως πολλά από αυτά τα χρήματα φαίνεται να έχουν
εξαφανιστεί σε αρκετούς «μυστικούς» τραπεζικούς λογαριασμούς, τους
οποίους φέρεται να διαχειριζόταν η ίδια η μοναχή.
Η έρευνα καταλήγει πως η δημόσια εικόνα της μοναχής στηρίχτηκε κατά
πρώτον στην προώθηση που η ίδια έτυχε από έγκριτες εκπομπές κυρίως του
BBC, αλλά κι από την γνωστή τακτική του Βατικανού να κρατάει τις πιο
σκιώδεις δραστηριότητες των ευνοούμενων του «κάτω από το χαλάκι».
πηγή