Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος Κιλκίς
«Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω»
Οδ. Ελύτης «Άξιον Εστί»
«Μνήμη είναι η ιθαγένεια. Χωρίς την μνήμη δεν υπάρχει τίποτε. Κι ας
λένε. Μόνον όταν θυμάσαι, υπάρχεις στ’ αλήθεια. Και μόνον όταν υπάρχεις
στ’ αλήθεια, είσαι στ’ αλήθεια ελεύθερος. Ελευθερία μονάχη είναι η μνήμη
μας. Πάνω σ’ αυτή σαν σε τεντωμένο σχοινί ισορροπούμε και υπάρχουμε
“ένα σημείο μοναχά, ένα σημείο”.
Πέρα απ’ αυτήν την αναγκαστική σχοινοβασία της εποχής, δεν είμαστε
πια “εμείς”. Είμαστε-όχι οι Άλλοι. Αυτό θα ήταν τουλάχιστον μία ευγενής
αποδοχή αυτοκτονίας-είμαστε οι “δήθεν Άλλοι”. Σκιάχτρα ζωής, τέρατα
νοθείας, βάρβαροι ήχοι, βλάσφημα μέτρα, ό,τι το αλλόκοτο, μάταιο και
κίβδηλο. Είμαστε οι πλεγματικοί, δυτικοειδείς, ένοχοι πίθηκοι της
Βαλκανικής των τύψεων.
Ξέρω. Η αγάπη ούτε επιβάλλεται ούτε νομοθετείται. Ανοίγονται πάντως
προς αυτήν μονίμως δύο δρόμοι. Ο δρόμος της μαϊμούς και ο δρόμος των
δέντρων. Η μαϊμού μιμείται στις κατασκευές του τον ξυλουργό που
θαυμάζει. Δεν κατασκευάζει όμως τίποτα η μαϊμού κι ας το νομίζει. Ο
άλλος δρόμος είναι διπλής κατευθύνσεως: “οδός άνω και κάτω μία”. Πάει
απ’ την γη στον ουρανό κι αντίστροφα. Για να πας στον ουρανό, λέει,
πρέπει να ταπεινωθείς, στην όποια γη σου πρώτα. Αυτό κάνουν τα δέντρα.
Αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς…». (Τ. Λιγνάδης, «Το Άξιον Εστί του
Ελύτη», Αθήνα 1971).
Ωραία, ωραιότατα η παρομοίωση του αείμνηστου, σπουδαίου Τάσου
Λιγνάδη. Το δέντρο για να τρανέψει, να υψωθεί στον ουρανό, πρέπει να
απλώσει γερές ρίζες στο χώμα του, στη γη που φύτρωσε. Αυτό να κάνουμε κι
εμείς, ως λαός πρωτίστως. Να γνωρίσουμε το γενοτόπι μας, το χώμα το
ελληνικό, να ξαναβρούμε τη μνήμη μας, δηλαδή την ιθαγένειά μας. Μόνο
έτσι θα πάμε στον ουρανό, στο σπίτι μας. «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν
πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».
Και τι καλοσυνάτη φράση: Μνήμη είναι η ιθαγένεια. Τώρα οι «μύγες της
Αγοράς» έβγαλαν την ιθαγένεια σαν πραμάτεια σε καροτσάκι πλανόδιου
μικροπωλητή. Την ιθαγένεια την πουλούν και την αγοράζουν. (Θυμήθηκα μία
φράση από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου: «Βουλευταί, Εκτελεσταί,
πουλειταί και αγορασταί»). Την μνήμη μας, όμως, δεν μπορούν να την
πουλήσουν, δεν υπάρχει στα ράφια. Δεν μπαίνει στο τραπέζι των
διαπραγματεύσεων. Την χάνεις, δεν ξεπουλιέται…
«Μνήμη το λαού μου» είναι η Κυρά-Πηνελόπη που καρτερούσε τον βασιλιά
της, η συλημένη Καρυάτιδα, οι χαιρετισμοί στο Ρόδον το Αμάραντον, η
πανώρια Λυγερή που την έσερνε ο πεθαμένος Κωνσταντής, το στασίδι του
Κανάρη. Μνήμη μας είναι ο πατέρας του Γρ. Αυξεντίου που όταν οι Άγγλοι
του ζήτησαν να αναγνωρίσει τον πυρπολημένο γιο του, είπε: «Δεν κλαίω που
σ’ έχασα/που σε είχε για καμάρι/κλαίω που δεν έχω άλλο γιο/τη θέση σου
να πάρει».
«Ελευθερία μοναχή είναι η μνήμη μας. Αλλοίμονο, αν την στερηθούμε».
Σάπισε το κάποτε «ολόδροσο δέντρο της φυλής μας», όπως το ονόμαζε ο
Κόντογλου.
Γονυπετείς, ψωμοζητούντες, σερνόμαστε εμείς, «οι ένοχοι πίθηκοι της
Βαλκανικής» σε συνέδρια ανόμων, στον Καϊάφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Χάσαμε τη μνήμη μας, χάσαμε την ελευθερία μας. Και κλαίνε και οδύρονται,
να μείνουμε στην Ευρώπη που κοπροκρατεί το μέλλον μας. Στην Ευρώπη, την
πόρνη Βαβυλώνα, που μαγάρισε την μνήμη μας και ξεπουλά την ιθαγένειά
μας, την ιστορία μας.
«Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου /τους γόους της
υστερικής σειρήνας σταματήστε /κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα
χέρια/ το πιο φρικτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε» (Κ. Ουράνης, «Πάψετε
πια…»).
Η μνήμη του λαού μας λέει Πίνδο και λέει Άθω. Άγιοι και ήρωες μας
δείχνουν στα σκοτεινά τον δρόμο προς την λύτρωση. Και τα δύο είναι όρη
υψηλά. Θέλει κόπο και θυσίες για να φτάσεις στις κορυφές τους…
Οι Ευρωπαίοι χαγάνοι βυσσοδομούν. Καλά αυτοί, αλλά οι δικοί μας ή
καλύτερα οι δικοί τους δικοί μας; Ας το καταλάβουμε: «ει μη ταχέως
απολλώμεθα, ουκ αν εσώθημεν». Αν δεν καταστραφούμε, αν δεν καταστρέψουμε
τα τέρατα που μας καταστρέφουν, δεν θα σωθούμε. Όλοι οι
παλαιοκομματικοί κοτζαμπάσηδες παλεύουν να κρατηθούν. «Είναι δεμένοι
μεταξύ τους, όπως είναι οι κάμπιες κολλημένες η μία στον πισινό της
άλλης» (Κόντογλου).
Ενώθηκαν και προσκυνούν το θηρίο των Βρυξελλών. Υποστηρίζω εδώ και
δεκαετίες ότι η Ε.Ε. είναι ο τάφος του Γένους μας. Μόνο αν
απαγκιστρωθούμε από την διεφθαρμένη πόρνη της Δύσης θα θεριέψει η
αποσταμένη ελπίδα μας.
Ξεκίνησα με το «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» του Ελύτη. Να κλείσω με την συγκλονιστική
διήγηση του ποιητή για το πώς γεννήθηκε το ποίημα. Θα καταλάβουμε με
ποιους συζητάμε, την «ευρωπαϊκή οικογένεια» στην οποία ανήκουμε, όπως
αυτοϊκανοποιούμενοι εκσφενδονίζουν οι «μενομευρωπαίοι». Να δούμε πότε θα
ξαναγίνουμε Έλληνες;
<<Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω
το ποίημά μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με
’51.
Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί-πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος-δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα.
Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο
παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας
αναγκάστηκε να σταματήσει για μία στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ.
Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια.
Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα
πρόσωπα. Τριγύριζαν μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε
τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που
έπαιρνα από την Ελλάδα.
Και αυτή, σκεπτόμουν, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο
της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες
περιδιάβαινα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και
ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές.
Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία.
Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα,
θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που
φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’
άφησαν σε μία κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην
τόση αδικία, μία διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο,
παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις.
Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου-η πρώτη ήτανε στην Αλβανία- που
έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι μόνο αλληλέγγυος, αλλά
ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου.
Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο
Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα
πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα.
Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας!
Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας!
Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσαν.
Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε:
εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι
ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α,
κι εσείς ε;
Καταλάβαινα ότι ήμασταν, αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην
άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική
διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις
διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας.
Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή.
Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να
φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα
στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους
ανθρώπους-και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας.
Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα.
Και η ανάγκη που ένιωθα για μία δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα.
Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας.
Κι έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί>>