Κάθε Άνοιξη,
φεύγω………Όπως οι παλιοί Βλάχοι της γειτονιάς μου, όπως οι μετανάστες των
παιδικών μου χρόνων «χαιρετίσματα από την Γερμανία».
Φεύγω κάθε
Μάη για την πατρίδα μου την Πόλη:
Να παρασταθώ
στις δέσποινες του Βυζαντίου, να μαζέψω εσθήτες κουρελιασμένες -πορφυρά
ναυάγια-, να ψάξω τα σανδάλια του αυτοκράτορα πριν τα βρουν οι Τούρκοι, να
περιμαζέψω -στα όνειρά μου- θρηνούσες Λωξάντρες, να κάψω θυμίαμα στο Μπαλουκλί.
Φεύγω κάθε
Μάη για κει που η γιαγιά μου είπε να μην πάμε, παρά μόνο σαν την πάρουμε…
Φεύγω κάθε
που νυχτώνει και το πρωί στις προικώες δαντέλες του μαξιλαριού μου (τραντές
πλεγμένος από τη νενέ μου, κόμπο- κόμπο την πίκρα της βυζαντινής οδύνης)
ανιχνεύω δάκρυα ονείρων και ροδοπέταλα που στον ύπνο μου τα έκοψα, τάχα, για το
γλυκό το τριαντάφυλλο. Λες και στους αποθαμένους δεν κάνουν πιά ασσουρέ αλλά
γλυκό του κουταλιού….Θεός φυλάξοι…
«Μάη το κάναμε
το γλυκό το τριαντάφυλλο στην Πόλη» έλεγε η νενέ μου,» αρχές του Μάη, πριν τις
29….Να μην προλάβουν να ματώσουν τα ρόδα, από τη σφαγή….
Να το κάνεις το τριαντάφυλλο όταν γυρίσετε στην πατρίδα.
Εδώ να μην το κάνεις. Δεν υπάρχουν τα εκατόφυλλα της Πόλης. Και να θυμάσαι μόνο ένα λεπτό να το βράζεις! Ακούς; Μόνο ένα λεπτό»
Ύστερα με την ανάστροφη του χεριού της σκούπιζε ένα δάκρυ-προδότη και έπιανε να λέει, απαγγέλλοντας με σφιχτοπνιγμένο κλάμα:
«Πήραν την πόλη, πήραν την
Σημαίνει ο Θεός , σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια.
Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το Μέγα Μοναστήρι που ‘χε τρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυο καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Σιμά να βγούνε τα Άγια κι ο Βασιλεύς του κόσμου, φωνή τους ήρθε εξ’ ουρανού Αγγέλων απ’ το στόμα:«Αφείτ’ αυτή τη ψαλμουδιά να χαμηλώσουν τα Άγια και στείλτε λόγο στη Φραγκιά να ’ρθουν τρία καράβια.
Να πάρουν το Χρυσό Σταυρό και τ΄ άγιο το Ευαγγέλιο και την Αγία Τράπεζα να μην την αμολύνουν.»
«Τα σκυλιά» μουρμούριζε » τα αγαρηνά σκυλιά» και γω για χρόνια νόμιζα πως σκύλοι, σαν αυτούς που έτρεχαν στη γειτονιά, είχαν βάλει σκοπό να μολύνουν τα άγιά μας. Και τους μισούσα με πάθος και όπου τους έβρισκα τους κυνηγούσα!
«Σαν τα ’κουσε η Δέσποινα δακρύζουν οι εικόνες.
Σώπασε Κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις.»
«Ωχ Παναγίτσα μου» έλεγε «ωχ τί είδαν τα ματάκια Σου…. και τα δικά μας….»
Να το κάνεις το τριαντάφυλλο όταν γυρίσετε στην πατρίδα.
Εδώ να μην το κάνεις. Δεν υπάρχουν τα εκατόφυλλα της Πόλης. Και να θυμάσαι μόνο ένα λεπτό να το βράζεις! Ακούς; Μόνο ένα λεπτό»
Ύστερα με την ανάστροφη του χεριού της σκούπιζε ένα δάκρυ-προδότη και έπιανε να λέει, απαγγέλλοντας με σφιχτοπνιγμένο κλάμα:
«Πήραν την πόλη, πήραν την
Σημαίνει ο Θεός , σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια.
Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το Μέγα Μοναστήρι που ‘χε τρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυο καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Σιμά να βγούνε τα Άγια κι ο Βασιλεύς του κόσμου, φωνή τους ήρθε εξ’ ουρανού Αγγέλων απ’ το στόμα:«Αφείτ’ αυτή τη ψαλμουδιά να χαμηλώσουν τα Άγια και στείλτε λόγο στη Φραγκιά να ’ρθουν τρία καράβια.
Να πάρουν το Χρυσό Σταυρό και τ΄ άγιο το Ευαγγέλιο και την Αγία Τράπεζα να μην την αμολύνουν.»
«Τα σκυλιά» μουρμούριζε » τα αγαρηνά σκυλιά» και γω για χρόνια νόμιζα πως σκύλοι, σαν αυτούς που έτρεχαν στη γειτονιά, είχαν βάλει σκοπό να μολύνουν τα άγιά μας. Και τους μισούσα με πάθος και όπου τους έβρισκα τους κυνηγούσα!
«Σαν τα ’κουσε η Δέσποινα δακρύζουν οι εικόνες.
Σώπασε Κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις.»
«Ωχ Παναγίτσα μου» έλεγε «ωχ τί είδαν τα ματάκια Σου…. και τα δικά μας….»
Και έπιανε να κλαίει δυνατά με λυγμούς που της έκοβαν την ανάσα κι” εγώ κουλουριαζόμουν σε μια γωνιά και κοίταζα την Παναγιά που κοίταζε την νενέ μου, με μια συμπόνοια άλλο πράγμα.
» Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα’ ναι..» φώναζε μετά από ώρα δαρμού.
Το φώναζε σαν «ζήτω» σε παρέλαση, σαν ευχή-διαταγή σε άγιο και με έπαιρνε αγκαλιά και μούλεγε: " Ένα λεπτό να το βράζεις το τριαντάφυλλο. Ακούς;»
Από τότε μέχρι τώρα (και νομίζω και μέχρι τη θανή μου έτσι θάναι) τα δάκρυά μου για την Πόλη θαρρώ πως μυρίζουν τριαντάφυλλο και όταν λιβανίζω την Κυρά Δέσποινα πάλι τριαντάφυλλο διαλέγω να είναι το λιβάνι…