Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911). Δημοσιεύτηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1906 στην εφημερίδα Εστία.
Ο Μάνος του Κορωνιοῦ, λεμβούχος ψαράς, ήτον αδύνατος στα μυαλὰ όπως και πας θνητός. Αρκετὸν ήτο ήδη οπού έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ εκεί, δίπλα εις τους δυο μαυρισμένους βράχους, κάτω από το ερημόσπιτον εκείνο, τ᾿ ολόρθον άψυχον φάντασμα, το οποίον είχε την φήμην, ότι ήτο στοιχειωμένον. Εκαλεῖτο κοινώς «της Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δεν ήξευρεν. Ή, αν υπήρχον ολίγα γραίδια «λαδικά», ή και δυο τρεις γέροι, γνωρίζοντες τας παλαιάς ιστορίας του τόπου, ο Μάνος δεν έτυχεν ευκαιρίας να τους ερωτήση.
Έβλεπε, βραδιές τώρα, το παράδοξον εκεῖνο μεμακρυσμένον φως να τρέμη και να φέγγη εκεί εις το πέλαγος, ενώ ήξευρεν, ότι δεν ήτο εκεί κανεὶς φάρος. Η Κυβέρνησις δεν είχε φροντίσει δι᾿ αυτὰ τα πράγματα εις τα μικρά μέρη, τα μη έχοντα ισχυρούς βουλευτάς.
Τι, λοιπόν, ήτο το φως εκείνο; Ησθάνετο επιθυμίαν, επειδὴ σχεδὸν καθημερινώς επέρνα με την βάρκα του από εκείνο το πέραμα, ανάμεσα εις τα δυο χλοερὰ νησάκια, και δεν έβλεπε κανὲν ίχνος εκεί την ημέραν, το οποίον να εξηγή την παρουσίαν του φωτὸς την νύκτα, να πλεύση τα μεσάνυχτα, διακόπτων τον μακάριον ύπνον του, και τους ρεμβασμούς του προς τ᾿ άστρα και την Πούλιαν, να φθάση έως εκεῖ, να ιδή τι είναι, και, εν ανάγκῃ, να το κυνηγήση το μυστηριώδες εκείνο φέγγος. Όθεν ο Μάνος, επειδή ήτο ασθενής άνθρωπος, καθὼς είπομεν, νέος εἰκοσαετής, εκάλεσεν επίκουρον και τον Γιαλήν τῆς Φαφάνας, δέκα έτη μεγαλύτερον του, αφού του διηγήθη τὸ νυκτερινὸν όραμά του, δια να του κάμη συντροφιὰν εις την ασυνήθη εκδρομήν.
Αλλαγή κεφαλαίου μία λευκή σειρά
Eπήγαν μίαν νύκτα, όταν η σελήνη ήτο εννέα ημερών, κι᾿ έμελλε να δύση περί την μίαν μετά τα μεσάνυχτα. Το φως εφαίνετο εκεί, ακίνητον ως καρφωμένον, ενώ ο πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ήρεμα προς δυσμάς κι᾿ έμελλε να κρυφθή οπίσω του βουνού. ΄Οσον έπλεαν αυτοί με την βάρκαν, τόσον τούς έφευγε, χωρίς να κινήται οφθαλμοφανώς, ο μυστηριώδης πυρσός. Έβαλαν δύναμιν εις τα κουπιά, «εξεπλατίσθηκαν». Το φως εμακρύνετο, εφαίνετο απώτερον ολονέν. Ήτο άφθαστον. Τέλος έγινεν άφαντον από τους οφθαλμούς των.
Ο Μάνος, μαζί με τον Φαφάναν, έκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Αντήλλαξαν ολίγας λέξεις:
- Δεν είναι φανάρι, δεν είναι καίκι, όχι.
- Και τι είναι;
- Είναι...
Ο Γιαλής της Φαφάνας δεν ήξευρε τι να είπῃ.
Την νύκτα της τρίτης ημέρας, και πάλιν δυο ή τρεις ημέρας μετ᾿ αυτήν, οι δυο ναυτίλοι επεχείρησαν εκ νέου την εκδρομήν. Πάντοτε έβλεπαν την μυστηριώδη λάμψιν να χορεύη εις τα κύματα. Είτα, όσον επλησίαζαν αυτοί, τόσον το όραμα έφευγε. Και τέλος εγίνετο άφαντον. Τι άρα ήτο;
Εiς μόνον γείτων είχε παρατηρήσει τας επανειλημμένας νυκτερινὰς εκδρομὰς των δυο φίλων με την βάρκαν. Ο Λίμπος ο Κόκοϊας, άνθρωπος πενηντάρης, είχε διαβάσει πολλά παλαιά βιβλία με τα ολίγα κολλυβογράμματα που ήξευρε, και είχεν ομιλήσει με πολλάς γραίας σοφάς, αίτινες υπῆρξαν το πάλαι. Εκάθητο όλην την νύκτα, αγρυπνών, σιμὰ εις το παράθυρόν του, βλέπων προς την θάλασσαν, και πότε εδιάβαζε τα βιβλία του, πότε ερρέμβαζε προς τα άστρα και προς τα κύματα. Η καλύβη του, όπου έρημος και μόνος εκατοικούσεν, έκειτο ολίγους βράχους παραπέρα απὸ το σπίτι της Λουλούδως, όπου έδενε την βάρκαν του ο Μάνος, ανάμεσα εις το σπίτι της Βάσως του Ραγιά και της Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ο Κορωνιὸς και ο εγγονὸς της Φαφάνας ητοιμάζοντο να λύσουν την βάρκαν, και να κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, δια να κυνηγήσουν το ασύλληπτον θήραμά των.
Ο Λίμπος ο Κόκοϊας τους είδεν, εξήλθεν απὸ την καλύβην του, φορών άσπρον σκούφον και ράσον μακρύ, όπως εσυνήθιζε κατ᾿ οίκον, επήδησε δυο τρεις βράχους προς τα εκεί, κι᾿ έφθασε παραπάνω απὸ το μέρος, όπου ευρίσκοντο οι δυο φίλοι.
- Για που, αν θέλη ο Θεός, παιδιά; τους εφώναξεν. Είναι βραδιὲς τώρα που τρέχετε έξω απὸ το λιμάνι, χωρὶς να γιαλεύετε, χωρὶς να πυροφανίζετε - καὶ τὰ ψάρια σας δεν τα είδαμε. Μήπως σας ωνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, για να βρήτε τίποτα θησαυρό;
Ο Μάνος παρεκάλεσε τον Κόκοϊαν να κατεβή παρακάτω και να ομιλή σιγανώτερα. Είτα δεν εδίστασε να του διηγηθη το όραμά του.
Ο Λίμπος ήκουσε μετά προσοχῆς. Είτα εγέλασε:
- Αμ᾿ που να τα ξέρετε αυτὰ εσεῖς, οι νέοι, είπε, σείων σφοδρώς την κεφαλήν. Τον παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σαν αυτὸ που είδες, Μάνο, τα έβλεπαν όσοι ήταν καθαροί, τώρα τα βλέπουν μόνο οι ελαφροΐσκιωτοι. Εγὼ δε βλέπω τίποτα!.. Το ίδιο κι ο Γιαλὴς βλέπει αυτὸ που λες πως βλέπεις;
Ο Γιαλὴς ηναγκάσθη με συστολὴν κατωτέραν της ηλικίας του να ομολογήση, ότι δεν έβλεπε το φως, περὶ ου ο λόγος, αλλ᾿ επείθετο εις την διαβεβαίωσιν του Μάνου, όστις έλεγεν ότι το βλέπει.
Ο Κόκοϊας, ήρχισε τότε να διηγήται:
«- Ακοῦστε να σας πω, παιδιά. Εγὼ που με βλέπετε, έφθασα τη γριά-Κοεράνω του Ραγιά, τὴν μαννοὺ αυτής της Βάσως της γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα της Γκαβαλογίνας, ακόμα κι άλλες γριές. Μου είχαν διηγηθή πολλὰ πρωτινά, παλαιϊκὰ πράματα, καθὼς κι αυτὸ που θα σας πω τώρα:
»Βλέπετε αυτὸ το χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, που λένε πως είναι στοιχειωμένο; Εδῶ τον παλαιὸν καιρὸ εκατοικούσε μιὰ κόρη, η Λουλούδω, οπού την είχαν ονοματίσει για την εμορφιά της, - έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι αυτὴ - μαζὶ με τον πατέρα της τον γερό-Θεριὰ (ελληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), όπου εκυνηγούσε όλους τους Δράκους και τα Στοιχειά, με την ασημένια σαγίτα καὶ με φαρμακωμένα βέλη.Ένα Βασιλόπουλο απὸ τα ξένα την αγάπησε την όμορφη Λουλούδω. Της έδωκε το δαχτυλίδι του, κ᾿ εκίνησε να πάη στο σεφέρι και της έταξε με όρκον ότι, άμα νικήση τους βαρβάρους, την ημέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, θα έρθη να την στεφανωθή.
»Επῆγε το Βασιλόπουλο. Έμεινεν η Λουλούδω, ρίχνοντας τα δάκρυά της στο κύμα, στον αέρα στέλνοντας τους αναστεναγμούς της, και την προσευχὴ στα ουράνια, να βγή νικητὴς το Βασιλόπουλο, να έρθη η μέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, να γυρίση ο σαστικός της, νὰ τὴν στεφανωθῆ.
»Έφθασε η μέρα που ο Χριστὸς γεννᾶται. Η Παναγία με αστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε το Βρέφος μες στη Σπηλιά, το εσήκωσε, το εσπαργάνωσε με χαρά, και το ῾βαλε στο παχνί, για να το κοιμίση. Ένα βοϊδάκι κ᾿ ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τα χνώτα τους στο παχνὶ κ᾿ εφυσούσαν μαλακὰ να ζεστάνουν το θεῖο Βρέφος. Να, τώρα θα ῾ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ήρθαν οι βοσκοί, δυο γέροι με μακριὰ ασπρα μαλλιά, με τις μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο με τη φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ έπεσαν κ᾿ επροσκύνησαν το θεῖο Βρέφος. Είχαν ιδεί τον Άγγελον αστραπόμορφον, με χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, είχαν ακούσει τ᾿ αγγελούδια που έψαλλαν: Δόξα εν υφίστοις Θεώ! Έμειναν γονατιστοί, μ᾿ εκστατικὰ μάτια, κάτω απὸ το παχνί, πολλὴν ώρα, κ᾿ ελάτρευαν αχόρταγα το θάμα το ουράνιο. Να! τώρα θα ῾ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
»Έφτασαν κι᾿ οι τρεις Μάγοι, καβάλα στις καμήλες τους. Είχαν χρυσὲς μίτρες στο κεφάλι, κι᾿ εφορούσαν μακριὲς γούνες με πορφύρα κατακόκκινη. Και τ᾿ αστεράκι, ένα λαμπρὸ χρυσὸ αστέρι, εχαμήλωσε κι᾿ εκάθισε στη σκεπὴ της Σπηλιάς, κι έλαμπε με γλυκὸ ουράνιο φως, που παραμέριζε της νύχτας το σκοτάδι. Οι τρεις βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν απ᾿ τις καμήλες τους, εμπήκαν στο Σπήλαιο, κι᾿ έπεσαν κι᾿ επροσκύνησαν το Παιδί. Άνοιξαν τα πλούσια τα δισάκια τους, κι᾿ επρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν. Να! τώρα θα ῾ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη τὴν Λουλούδω!
»Πέρασαν τα Χριστούγεννα, τελειώθηκε το μυστήριο, έγινε η σωτηρία, και το Βασιλόπουλο δεν ήρθε να πάρη την Λουλούδω! Οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το Βασιλόπουλο. Το φουσάτο του είχε νικήσει στην αρχή, τα φλάμπουρά του είχαν κυριέψει με αλαλαγμὸ τα κάστρα των βαρβάρων. Το Βασιλόπουλο είχε χυμήξει με ακράτητην ορμή, απάνω στο μούστωμα και στη μέθη της νίκης. Οι βάρβαροι με δόλο τον είχαν αιχμαλωτίσει!
»Τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα τ᾿ αρμυρό, οι αναστεναγμοί της εδιαλύθηκαν στον αέρα, κι᾿ η προσευχή της έπεσε πίσω στη γῆ, χωρὶς να φθάση στο θρόνο του Μεγαλοδύναμου. Ένα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυὸ αυτοὺς βράχους, οπού το λεν Ανθὸς του Γιαλού, αλλὰ μάτι δεν το βλέπει. Και το Βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, επαρακάλεσε να γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ του πελάγους, για να φτάση εγκαίρως, ως την ημέρα που γεννάται ο Χριστός, να φυλάξη τον όρκο του, που είχε δώσει στη Λουλούδω.
»Μερικοὶ λένε, πως το Άνθος του Γιαλοῦ έγινε ανθός, αφρὸς τοῦ κύματος. Κι᾿ η Σπίθα εκείνη, η φωτιὰ του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχὴ του Βασιλόπουλου, που έλιωνε, σβήσθηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανεὶς δεν την βλέπει πια, παρά μόνον όσοι ήταν καθαροί τον παλαιόν καιρόν, και οι ελαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας».