Του Γιώργου Ρακκά
Όλη
η (μη)πολιτική της Τασίας Χριστοδουλοπούλου πάνω στο
προσφυγικό-μεταναστευτικό, ανακεφαλαιώνεται στην μονότονη επισήμανση,
που επαναλάμβανε διαρκώς σε κάθε της δήλωση: «Είναι πρόσφυγες». Χαίρουμε
πολύ. Κάποιοι άλλοι μεταξύ τους είναι «μετανάστες», οι άλλοι οι
άνθρωποι που παρατηρούμε να κυκλοφορούν στις νήσους Κω και Μυτιλήνη
είναι «κάτοικοι», ενώ υπάρχουν και μερικοί «τουρίστες»…
Αφού
ξεμπερδέψαμε με την απαραίτητη ονοματοθεσία των πραγμάτων («Τασία να
ένα Μήλο»), τώρα, ας προχωρήσουμε σε κάποιες αυτονόητες διαπιστώσεις:
Μια πολιτική που αφήνει την μοίρα του προσφυγικού/μεταναστευτικού στην
αόρατη χείρα των δουλεμπορικών κυκλωμάτων, και διατάσσει το λιμενικό να
αναλάβει ρόλο υποστήριξης των δραστηριοτήτων τους, υπήρξε καταστροφική
για τα νησιά όπου συγκεντρώθηκαν αυτοί οι άνθρωποι τους τελευταίους
μήνες, εγκληματική για την χώρα, κι επίσης άκρως αντι-ανθρωπιστική για
τους ίδιους τους πρόσφυγες. Που προφανώς δεν εγκατέλειψαν την Συρία για
να «λιάζονται» στα ξενοδοχεία της Κω-Μυτιλήνης, στο Πεδίον του Άρεως ή
τους Ελαιώνες.
Μια σοβαρή πολιτική απέναντι στο ζήτημα, είναι εξίσου αυτονόητη
Ως πρώτη προτεραιότητα
θα έπρεπε να διώκονται ανελέητα οι δουλέμποροι, και να καταγγέλλεται το
τουρκικό κράτος που τους βοηθάει ώστε να παροξύνει την παράνομη
διακίνηση μεταναστών προς την Ελλάδα, τώρα που με τους πρόσφυγες έχει
ανοίξει ρήγμα στα σύνορα.
Από εκεί και πέρα, στην πρώτη φάση του ζητήματος, όταν η διεθνής κοινότητα έκανε τα μαύρα μάτια, οι πρόσφυγες αυτοί έπρεπε να μεταφέρονται αυθημερόν ή την επόμενη
στην κεντρική Ελλάδα, σε έναν οργανωμένο καταυλισμό που θα στηνόταν
στον σιδηροδρομικό άξονα Αθήνας-Θεσσαλονίκης, όπου θα καταγράφονταν και
σταδιακά θα μετέβαιναν με το τρένο στα Σκόπια, αφού προφανώς
έχουν πραγματοποιηθεί οι κατάλληλες συνεννοήσεις σε διακρατικό επίπεδο.
Και βέβαια, θα έπρεπε να πιεστεί η διεθνής κοινότητα, και ιδιαίτερα η
Ε.Ε. ώστε να μην κάνει ότι δεν βλέπει, και να αναλάβει τις ευθύνες της
σε σχέση με το Συριακό.
Στην δεύτερη φάση,
τώρα που η Γερμανία αποφάσισε να πράξει το αυτονόητο, η χώρα μας θα
έπρεπε να παρέμβει στην Ε.Ε. (μιας και ο Αβραμόπουλος είναι αρμόδιος της
Ε.Ε. γι’ αυτά ακριβώς τα θέματα) ώστε να στηθεί μια ανθρωπιστική
αερογέφυρα, που θα μετέφερε απευθείας τους πρόσφυγες στους τόπους
προορισμού –ώστε να μην αναγκάζονται να πηγαίνουν από τα ανατολικά
παράλια του Αιγαίου στο Βερολίνο… με τα πόδια, δια μέσω της Ελλάδας! Και
βέβαια, θα έπρεπε να παρέμβει διεθνώς η Ελλάδα, σε συνεργασία
με άλλες χώρες, ώστε να υπάρξει επέμβαση στην Συρία για την καταπολέμηση
του Ισλαμικού Χαλιφάτου, και την δημιουργία μιας ασφαλούς ζώνης
ανθρωπιστικής ανακούφισης μέσα στην χώρα, ώστε πάψει η γενοκτονία του συριακού λαού που εξαπολύει ο ISIS.
Όλα
αυτά, αν και εφικτά, είναι «επιστημονική φαντασία» για έναν πρωθυπουργό
που νομίζει ότι η πολιτική είναι εκλογικό άθλημα, για μια υπουργό
μετανάστευσης που νομίζει ότι κάθε μέρα γράφει έκθεση ιδεών τρίτης
γυμνασίου με θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα, και για έναν υπουργό αρμόδιο
για το λιμενικό που νομίζει ότι όλοι οι ένστολοι είναι ΜΑΤατζήδες που
δέρνουν στις πορείες.
Το πρόβλημα γίνεται χειρότερο, καθώς αυτές οι αντιλήψεις που κατ εξοχήν εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ κυριάρχησαν στον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισε η ελληνική πολιτεία το μεταναστευτικό ζήτημα εδώ και είκοσι πέντε χρόνια.
Υπήρχαν βέβαια, και τα διαλείμματα της Νέας Δημοκρατίας, μόνο που η
δεξιά σε αυτή τη χώρα δεν έχει άποψη για τίποτα, οπότε είναι εντελώς
μάταιο να συζητάμε γι’ αυτήν.
Μετανάστευση στην Ελλάδα: Οι δύο φάσεις
Από
το 1990, το μεταναστευτικό ζήτημα της Ελλάδας, διήλθε από δύο εντελώς
διαφορετικές φάσεις, ενώ σήμερα διέρχεται μια τρίτη, που αποτελεί την
παροξυστική συνέχεια της δεύτερης.
Σε μια πρώτη περίοδο,
1990-2005, θα κυριαρχήσει η εισροή πληθυσμών από τα Βαλκάνια και την
Ανατολική Ευρώπη. Την κύρια ευθύνη για την διαχείρισή του, θα την έχει
το ΠΑΣΟΚ και ο Κώστας Σημίτης. Τότε είναι που χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία
για την χώρα, να ενσωματώσει ουσιαστικά αυτά τα ρεύματα, και
να τα χρησιμοποιήσει ως μοχλό πολιτικής της χώρας προς τα Βαλκάνια και
την Ανατολική Ευρώπη. Και λέμε να ενσωματώσει ουσιαστικά, διότι τότε υπήρχαν ακόμα οι δυνατότητες
να ενταχθούν αυτοί οι άνθρωποι οργανωμένα και οργανικά στην ελληνική
κοινωνία, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτισμικής συνοχής. Εξ
άλλου προέρχονταν από οικεία ή συγγενή πολιτισμικά περιβάλλοντα.
Φυσικά, αυτή η επιλογή ήταν έξω από τους ορίζοντες του Σημιτισμού, ο οποίος προέκρινε έναν σχεδόν δουλοκτητικό
τρόπο αντιμετώπισης του ζητήματος. Και αυτό, για να εξαγοράσει τις
συνειδήσεις της ελληνικής κοινωνίας. Εγκατέλειψε, λοιπόν, το καίριο
ζήτημα της απορρόφησης των μεταναστών στην αόρατη χείρα του ελληνικού
παρασιτισμού, και αυτοί χρησιμοποιήθηκαν ως κύριος μοχλός όλων των
βασικών αλλαγών που συνεπέφερε ο εκσυγχρονισμός στην ελληνική κοινωνία
από το 1996 κι ύστερα: Οι μετανάστες υποκατέστησαν τους Έλληνες εργάτες
στο χωράφι, και στην συρρικνωμένη μεταποίηση, επέτρεψαν στους γόνους των
αγροτών να σπουδάσουν και να ανέλθουν την κλίμακα της κοινωνικής
κινητικότητας, απάλλαξαν τα νοικοκυριά από την φροντίδα των παιδιών και
των ηλικιωμένων, κατασκεύασαν τα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων, έγιναν βορά
στην αθλιότητα των «κωλόμπαρων» της επαρχίας. Γενικώς, ανέλαβαν σχεδόν
όλες τις απαξιωμένες εργασίες και δραστηριότητες εντός της ελληνικής
κοινωνίας, επιτρέποντας στους Έλληνες να ζήσουν επιτέλους το ευρωπαϊκό
όνειρο, να γίνουν «αφεντικά», «καταναλωτές», λαθρεπιβάτες στην νέα
Πομπηία των Βρυξελλών.
Τότε, οι
αντιδράσεις θα περιοριστούν μόνο σε εκείνο το κομμάτι της ελληνικής
εργατικής τάξης το οποίο δεν κατάφερε να δραπετεύσει από την ταξική του
θέση, και καταστράφηκε από την ραγδαία υποτίμηση της ανειδίκευτης
εργασίας που αναπόφευκτα προκάλεσαν οι «εργατικές ρεζέρβες» του
ογκούμενου μεταναστευτικού κύματος. Και θα καλυφθούν, από το γεγονός ότι
ο Σημίτης θα επιτρέψει σε μια μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας
να επωφεληθεί άτιμα από το φαινόμενο.
Μεταναστευτικό αδιέξοδο
Την ίδια στιγμή όμως, η πολιτική του Σημίτη έθετε τις βάσεις για την ανυπαρξία
του κράτους στην διαχείριση των μεταναστευτικών ρευμάτων, πράγμα το
οποίο έχουμε αρχίσει να πληρώνουμε πολύ ακριβά εδώ και μερικά χρόνια.
Διότι, το 2008, πριν μάλιστα «σκάσει» η φούσκα του ελληνικού παρασιτισμού, η πολιτική Σημίτη που περιγράψαμε σταμάτησε να λειτουργεί.
Η ελληνική αγορά εργασίας, που κατά την προηγούμενη δεκαετία θα
διογκωθεί κύριως μέσω της απορρόφησης των ξένων, και ως επί το πλείστον
ανειδίκευτων εργατικών χεριών, εμφανίζει σημάδια ολοκληρωτικού κορεσμού
(αυξάνεται μόνο κατά 0,1% το 2008, ενώ ο ρυθμός αύξησής της στην μπελ
επόκ του σημιτικού εκσυγχρονισμού ήταν 3,3%).
Και
αυτό μάλιστα συνέπεσε με μια άλλη αλλαγή που διαπιστώνεται στην ίδια
την υφή του μεταναστευτικού φαινομένου, στο γεγονός ότι από το 2004-2005
και μετά οι ροές από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη σταματούν,
και ξεκινούν εκείνες από την Κεντρική Ασία, την Αφρική, και την Μέση
Ανατολή.
Έκτοτε, το φαινόμενο αλλάζει χαρακτήρα στην ελληνική κοινωνία και η πλάστιγγα γέρνει από την πλευρά του (βραχυπρόθεσμου) κέρδους σε εκείνην του διαρκώς αυξανόμενου κόστους.
Κατ’
αρχάς διότι ο κορεσμός της αγοράς εργασίας, σπρώχνει αυτούς τους
ανθρώπους κατευθείαν στην ανεργία, στην παραοικονομία, στην επέκταση
πρακτικών ανομίας και γενικώς σε παράγοντες που παροξύνουν την κρίση
κοινωνικής συνοχής που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας.
Αφ
ετέρου διότι τα νέα κύματα μεταναστών, προέρχονται από απομακρυσμένα
πολιτισμικά περιβάλλοντα, και έχουν τρόπους ζωής αν μη τι άλλο ασύμβατους
με εκείνους της ελληνικής κοινωνίας –πράγμα που δημιουργεί σοβαρά
προβλήματα συνύπαρξης. Τα οποία παροξύνονται από το γεγονός ότι η
ελληνική κοινωνία περνάει μια σοβαρότατη κρίση ταυτότητας, την ίδια
στιγμή που οι μεταναστευτικές ομάδες που συρρέουν στην ελληνική κοινωνία
προέρχονται από πτέρυγες του μουσουλμανικού κόσμου, οι οποίες βιώνουν
μια φάση έντονου σωβινισμού και επιθετικότητας απέναντι στον «άλλο».
Το
αδιέξοδο ξεδιπλώνεται ολοκληρωτικά με το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης:
Από την μία, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις αυξάνονται διαρκώς, γιατί
εκδηλώνεται γενικευμένη αποσταθεροποίηση στην Κεντρική Ασία, την Αφρική
και την Μέση Ανατολή. Και από την άλλη έχουμε μια κοινωνία που είναι
γερασμένη, δημογραφικά συρρικνωμένη, και πολιτιστικά αποτελματωμένη,
όπου οι νέοι την εγκαταλείπουν, μια οικονομία που είναι σάπια, και ένα
κράτος που δεν λειτουργεί.
Άρα οδεύουμε προς μια γενική κρίση,
η οποία αν συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια θα υπονομεύσει καίρια και
αποφασιστικά το μέλλον της χώρας: Η κοινωνία θα αντιμετωπίσει έναν
πληθωρισμό εισαγόμενης εξαθλίωσης, που θα προστίθεται στην εγχώρια, και
την ίδια στιγμή θα συγκροτηθούν στο εσωτερικό της αντιμαχόμενες
εθνο-θρησκευτικές φατρίες που σταδιακά θα την πιέζουν από την
περιφέρεια, προς το κέντρο των πολιτισμικών συγκρούσεων που εξελίσσονται
δίπλα μας. Και την ίδια στιγμή, μεταβάλλεται σε μια βαβέλ ανειδίκευτων
εργατικών χεριών, που είναι ικανή μόνον για μια οικονομική ανάπτυξη
αποικίας –εξαγωγής ακατέργαστων αγροτικών προϊόντων, πρώτων υλών, και
τουριστικών υπηρεσιών.
Την ίδια στιγμή, υπάρχει και η γεωπολιτική διάσταση: Το τουρκικό κράτος μοχλεύει
τις μετακινήσεις των πληθυσμών προς την Ελλάδα και τα Βαλκάνια, για να
εγκαταστήσει εδώ πληθυσμούς που είναι ευάλωτοι στην πολιτική και την
πολιτιστική της επιρροή, και την ίδια στιγμή η Δύση οχυρώνεται και
αξιώνει να μεταβάλει την χώρα μας σε μεθοριακό σταθμό που θα λειτουργεί
ως «φίλτρο» των μεταναστευτικών ρευμάτων που διέρχονται προς την Δύση,
για να αποσπά από αυτό μόνο εκείνους που χρειάζεται (μετανάστες με υψηλό
μορφωτικό επίπεδο, με πολιτιστικές συνήθειες ανοχής κ.ο.κ.).
Αυτά
είναι τα υλικά του μεταναστευτικού αδιεξόδου, και αυτή είναι η
προοπτική που διαμορφώνει. Απέναντι σε αυτά, το πολιτικό σύστημα κλείνει
τα αυτιά και τα μάτια του –ακόμα δεν παραδέχεται ότι υφίσταται τέτοιο
πράγμα στην Ελλάδα.
Μεταναστευτικό αδιέξοδο και άκρα δεξιά
Γι’ αυτό από το 2008-2009 κι έπειτα έχουμε ζήσει την ενίσχυση μιας αντιμεταναστευτικής ακροδεξιάς
που αξιοποιεί την άρνηση των υπολοίπων να παραδεχθούν την ύπαρξη του
αδιεξόδου. Γιατί από το μεταναστευτικό αδιέξοδο μπήκε αρχικώς το ΛΑΟΣ
στην βουλή, και στην συνέχεια η Χρυσή Αυγή –αξίζει να θυμηθούμε ότι τον
Άγιο Παντελεήμονα και τον ρόλο που έπαιξε ώστε να καταφέρει να μπει η
Χ.Α. στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων.
Οι
δυνάμεις της, διαπράττουν μια σκανδαλώδη λαθροχειρία πάνω στο
μεταναστευτικό αδιέξοδο: Ισχυρίζονται ότι γι’ αυτό, δεν ευθύνονται οι
ελληνικές άρχουσες τάξεις, που το άφησαν να οξύνεται επειδή αυτό
ευνοούσε τον δουλοκτητικό μηχανισμό που οι ίδιες δημιούργησαν, ούτε η
Τουρκία που ασκεί επεκτατική πολιτική εκμεταλλευόμενη αυτές τις
πληθυσμιακές μετακινήσεις. Ούτε βέβαια η Δύση και η Ε.Ε. που θέλει να
μεταβάλει την Ελλάδα και τα Βαλκάνια σε κυματοθραύστη των ρευμάτων, στην
λογική της Δύσης-Φρούριο. Για το αδιέξοδο φταίνε… οι ίδιοι οι
μετανάστες –και εδώ βρισκόμαστε μπροστά στην κλασική προπαγάνδα του
αποδιοπομπαίου τράγου που ιστορικά χαρακτηρίζει την πολιτική της άκρας
δεξιάς.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό το
τι έκανε η Χ.Α. στον Άγιο Παντελεήμονα: Οργάνωσε τάγματα εφόδου τα οποία
με την άδεια του αστυνομικού διευθυντή του Α.Τ. της συνοικίας,
υποκατέστησαν την δράση της αστυνομίας με την δική τους αντίληψη περί
«δικαιοσύνης» (καρτέρια, ξύλο και μαχαιρώματα σε εξαθλιωμένους, κυρίως
τις νύχτες). Και έστησαν ένα δίκτυο «προστασίας» σε μαγαζιά των
μεταναστών (εν είδει κεφαλικού φόρου), αλλά και σωματεμπορίας, για την
χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους. Εν ολίγοις, κατήργησαν το κράτος
δικαίου, λειτούργησαν ως κράτος εν κράτει, και επέβαλαν ένα δουλοκτητικό
καθεστώς αναμεμειγμένο σε δίκτυα οργανωμένου εγκλήματος.
Και,
τέλος, εκμεταλλεύτηκαν την πολιτική υποστήριξη ενός μέρους της
ελληνικής κοινωνίας, κρύβοντας πίσω από την κοινοβουλευτική τους
παρουσία το σχέδιο για ένα «πραξικόπημα των πεζοδρομίων» όπου «θα
ακονίζονται οι λόγχες στα πεζοδρόμια» (όπως δήλωσε ο Νίκος Μιχαλολιάκος
το 2012), σχέδιο το οποίο αποκαλύφθηκε σε όλη του την έκταση έπειτα από
την δολοφονία του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι.
Αυτά
διέπραξε η άκρα δεξιά, μπροστά στο μεταναστευτικό αδιέξοδο. Και η
αποκάλυψη του έργου της, είναι εκ των ουκ άνευ στην προσπάθειά να
απαντήσουμε επί της ουσίας στο ίδιο το αδιέξοδο.
Όπως
εκ των ουκ άνευ είναι και να κατανοήσουμε πολύ καλά, ότι η Αριστερά με
τις σοσιαλφιλελεύθερες αυταπάτες της, και τις αστειότητες της κάθε
«Τασίας» και του κάθε «Αλέξη» αποτελεί τον καλύτερο σπόνσορα της Άκρας
Δεξιάς –κανονικά θα έπρεπε να τους είχαν ανακηρύξει ήδη σε επίτιμα μέλη
για το καλό που τους κάνουν.
Αντί επιλόγου
Το μεταναστευτικό/προσφυγικό αδιέξοδο της χώρας, πρέπει να γίνει κεντρικό ζήτημα της
ελληνικής κοινωνίας στα επόμενα χρόνια. Η τοποθέτηση σε αυτό, κρίνει
μαζί με τα άλλα μεγάλα προβλήματα το αν μια δύναμη είναι «φιλολαϊκή» και
«αντιστασιακή» ή αν οι επιλογές της στρέφονται εναντίον του ελληνικού
λαού και της χώρας.
Πρέπει να γίνει
άμεσα κατανοητό απ’ όλους, ότι αν συνεχίσουμε να το αντιμετωπίζουμε όπως
κάναμε μέχρι σήμερα, σε λίγες δεκαετίες θα γίνουμε Λίβανος ή πολύ χειρότερα, σαν την Συρία.
Η γεωπολιτική, η δημογραφία, οι εκτεταμένες πολιτιστικές συγκρούσεις,
και ο λυσσαλέος αγώνας κατανομής που διεξάγεται μεταξύ της Δύσης και των
υπολοίπων, είναι πολύ σοβαρό πράγμα.
Και
μπροστά σε αυτές τις προκλήσεις, στα μεγέθη που συγκρούονται, και τις
συνέπειες που προκύπτουν για εμάς, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ κατά πρώτο λόγο
(καθώς αυτός κυβερνούσε, και αυτός σήμερα είναι το «αγαπημένο παιδί»
της Μέρκελ, του Νταβούτογλου και των Ελλήνων ολιγαρχών) αλλά και
ολόκληρου του πολιτικού συστήματος κατά δεύτερο λόγο, είναι αυτοκτονική, και καταστροφική.
Η χώρα μας, στην κατάσταση που είναι δεν αντέχει να υποδεχθεί και άλλες πληθυσμιακές μετακινήσεις. Αυτό είναι το
αυτονόητο.
Αν θέλουμε να διαμορφώσουμε μια δημοκρατική πολιτική, προφανώς
ανθρωπιστική, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την παραδοχή του. Ειδάλλως «ο
γάιδαρος πετάει» -και βέβαια δεν είναι «ανθρωπισμός» να ισχυρίζεσαι ότι
οι πρόσφυγες έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους «κατοίκους»
επιδεικνύοντας έναν αντίστροφο ρατσισμό. Γιατί τότε συμβάλεις στην
διάλυση μιας χώρας –τα περιστατικά που είδαμε στην Κω
[1] είναι χαρακτηριστικά– και ταυτόχρονα επιτρέπεις στον πραγματικό ρατσισμό να πάρει κεφάλι.-
[1]
Όσο για τα περιστατικά που σύσσωμη η αριστερά κατήγγειλε ως «κατάχρηση
εξουσίας», δεν κατανοεί ότι αποτελούν ακριβώς προϊόν της ίδιας της
πολιτικής της! Όταν δεν πλαισιώνει το κράτος και η πολιτεία τους
μηχανισμούς ασφαλείας με ένα σαφέστατο σχέδιο για το τι πρέπει να κάνουν
και τι όχι στην αντιμετώπιση του φαινομένου –τότε αφήνουν την
αντιμετώπισή του στην διακριτική ευχέρεια του κάθε «οργάνου», στην
ψυχολογική του κατάσταση, στην κόπωση, και σε τελευταία ανάλυση στις
ιδιωτικές απόψεις που μπορεί να έχει ή να μην έχει για το ζήτημα. Έτσι,
τα σώματα ασφαλείας αφήνονται στην τύχη τους, για το καλύτερο ή το
χειρότερο, γι’ αυτό άλλοτε μαθαίνουμε για πράξεις αυτοθυσίας, και άλλοτε
μαθαίνουμε για αποτρόπαια και ντροπιαστικά συμβάντα.