Προτεσταντικές καταβολές
Σεβ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου
Ιεροθέου
Πηγή:
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί»
σελ 123-184.
Η θεολογική διαφοροποίηση
της Δύσεως από την Ανατολή δημιούργησε τεράστια προβλήματα στον
δυτικό χώρο και συγκεκριμένα στους ανθρώπους που ζουν εκεί. Η
θεολογική αυτή απόκλιση, η αιρετική τοποθέτηση, δεν παρέμεινε
μόνον στο θεωρητικό και δογματικό επίπεδο, αλλά έγινε τρόπος
ζωής. Δεν είναι επιπόλαιο το να ισχυρισθή κανείς ότι όλα όσα
παράδοξα συμβαίνουν στον δυτικό χώρο, ή τουλάχιστον τα
περισσότερα από αυτά, οφείλονται στον αντιρωμαίικο τρόπο ζωής.
Στα πλαίσια
αυτά πρέπει να ερμηνευθή και ο Καπιταλισμός. Δηλαδή, ο
Καπιταλισμός είναι γέννημα της δυτικής μεταφυσικής, της
θεολογίας της Δύσεως που αποξενώθηκε από την θεολογία των
Πατέρων και συνδέθηκε με τις θεωρίες των φιλοσόφων, την λεγομένη
οντολογία και μεταφυσική. Άλλωστε, αυτό δεν είναι άσχετο από το
γεγονός ότι όλες οι σύγχρονες φιλοσοφικές τάσεις και σχολές
δημιουργήθηκαν στον δυτικό χώρο.
Υπάρχουν δύο βασικές ερμηνείες για την γένεση
του Καπιταλισμού. Η μία ότι ο Καπιταλισμός είναι καρπός του
Παπισμού με την φεουδαλιστική του νοοτροπία, και η άλλη ότι
είναι προϊόν και γέννημα του Προτεσταντισμού με την ιδιαίτερη
ηθική που έχει αναπτύξει.
Πέρα από την
ύπαρξη των θεωριών αυτών και την προσπάθεια να βρεθή μία
αρμόζουσα απάντηση, το γεγονός είναι ότι ο Καπιταλισμός είναι
γέννημα της δυτικής μεταφυσικής, όπως βιώθηκε τόσο από τον
Παπισμό όσο και από τον Προτεσταντισμό. Ιδιαίτερη και προσεκτική
έρευνα μπορεί να αποδείξη ότι και οι δύο αυτές χριστιανικές
ομολογίες (Παπισμός – Προτεσταντισμός) στο θεωρητικό και
θεολογικό επίπεδο έχουν επηρεασθή από τις θεωρίες του ιερού
Αυγουστίνου, κυρίως από τις απόψεις του για τον απόλυτο
προορισμό. Πραγματικά, γνωρίζουμε ότι οι Φράγκοι στην προσπάθειά
τους να δημιουργήσουν δική τους θεολογία που να αντιπαρατεθή
στην θεολογία των Ρωμηών, χρησιμοποίησαν τις απόψεις του ιερού
Αυγουστίνου. Δυστυχώς και οι Προτεστάντες, που απομακρύνθηκαν
από τις τάξεις του Παπισμού, δεν μπόρεσαν να αποδεσμευθούν από
τις δομές της θεολογικής σκέψεως του Αυγουστίνου, αφού κέντρο
της θεολογίας τους είναι ο ορθολογισμός.
Επομένως, στην
πραγματικότητα η θεολογία του Παπισμού και του Προτεσταντισμού
έχει την ίδια αναφορά και προοπτική. Ένα παράδειγμα θα το δείξη
αυτό καθαρότερα.
Στην Δύση
έγινε μεγάλη συζήτηση για τη διαφορά μεταξύ της
analogia entis (αναλογία
όντος) και analogia fidei
(αναλογία πίστεως).
Η λέξη αναλογία δηλώνει την ομοιότητα ή την αντιστοιχία των
σχέσεων[i].
Στην ουσία, λοιπόν, η αναλογία συνιστά μια μέθοδο θεολογικής
σκέψεως, πρόκειται, δηλαδή, για μια γνωσιολογική μέθοδο
προσεγγίσεως του Θεού από τον άνθρωπο.
Η θεολογία του
Παπισμού επηρεάζεται και εκφράζεται στην
analogia entis, αφού κατ’ αυτήν η μέθοδος γνώσεως του
Θεού συνδέεται με την μελέτη της φύσεως. Αυτή η άποψη δεν είναι
άσχετη από την οντολογία της μεταφυσικής, βάσει της οποίας ο
κόσμος που γνωρίζουμε έχει σχέση με τον κόσμο της
πραγματικότητος, που είναι ο κόσμος των ιδεών, αφού προήλθε από
αυτόν.
Επίσης, η
θεολογία του Προτεσταντισμού εκφράζεται κυρίως από την
analogia fidei, αφού θεωρεί ότι η
σχέση με τον Θεό συνδέεται με την πίστη. Έτσι, κατά τον
Προτεσταντισμό, η γνώση του Θεού επιτυγχάνεται με την αναγέννηση
του ανθρώπου, η οποία γίνεται δια της θεωρητικής πίστεως. Η
διαλεκτική θεολογία του Karl Barth,
που εκφράζεται από την analogia fidei,
έκανε ισχυρή κριτική στην θεολογία του Παπισμού, που στηρίζεται
κυρίως στην
analogia entis[ii].
Η Ορθοδοξία
που βασίζεται στην θέωση των Προφητών, Αποστόλων και αγίων,
εκφράζεται με την αποκαλυπτική εμπειρία και όχι με την
γνωσιολογική μέθοδο του Παπισμού και του Προτεσταντισμού. Κατά
τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας δεν ισχύουν όλες οι θεωρίες
της στοχαστικής αναλογίας, επειδή δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα
μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Γι’ αυτό και ορθόδοξοι θεολόγοι
διακηρύσσουν ότι στον διάλογο με τους Λουθηρανούς, και κατ’
επέκταση με όλες τις Χριστιανικές ομολογίες και τις θρησκευτικές
πεποιθήσεις, θα ήταν βοηθητικό και χρήσιμο να γίνη συζήτηση και
να επέλθη συμφωνία σχετικά με τους κινδύνους για την θεολογία
και τον τρόπο προσεγγίσεως του Θεού, που προϋποθέτουν τόσο η
analogia entis, όσο και η
analogia fidei[iii].
Ο Καπιταλισμός,
όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια της αναλύσεως, έχει
επηρεασθή πολύ από την μεταφυσική που επικρατούσε στον δυτικό
χώρο, αφού διακρίνεται για την μεταφυσική του προοπτική. Αλλά
και ο σοσιαλισμός – Μαρξισμός, ο οποίος παρουσιάσθηκε ως
αντιμεταφυσικός, στην πραγματικότητα είναι γέννημα της δυτικής
μεταφυσικής, αφού δέχεται την ύπαρξη άτεγκτων νόμων, που
διευθύνουν την ιστορία και τον κόσμο, και φυσικά καθορίζουν όλα
τα κοινωνικά φαινόμενα και τις εξελίξεις στην κοινωνία.
Πέρα από τις
θεωρητικές τους ομοιότητες, τόσο ο Καπιταλισμός όσο και ο
Μαρξισμός, δεν διαφέρουν μεταξύ τους στο κοινωνιολογικό
περιεχόμενο. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι βάση και των δύο
είναι το κεφάλαιο, με την διαφορά ότι στο καπιταλιστικό σύστημα
το κεφάλαιο ανήκει στους λίγους, ενώ στο μαρξιστικό ανήκει στο
Κράτος. Και στις δύο θεωρίες ο άνθρωπος είναι εξάρτημα των
ιδιαιτέρων νόμων που καθορίζουν το κοινωνικό σκηνικό.
Το γεγονός ότι
υπάρχουν δύο θεωρίες για την γένεση του Καπιταλισμού έχει
μικρότερη σημασία. Το βέβαιο και αναντίρρητο είναι ότι ο
Καπιταλισμός είναι γέννημα της μεταφυσικής, όπως βιώθηκε στον
δυτικό χώρο. Βασικός εκπρόσωπος της θεωρίας ότι ο Καπιταλισμός
συνδέεται στενά με την προτεσταντική ηθική είναι ο διάσημος
κοινωνιολόγος Max Weber (Μαξ Βέμπερ).
Κλασσικό είναι το έργο του «η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα
του Καπιταλισμού».
Στην εισαγωγή
αυτή πρέπει να υπογραμμισθή ότι είναι σημαντικό το γεγονός ότι η
ανάπτυξη των δύο βασικών κοινωνικών συστημάτων (Καπιταλισμού –
Μαρξισμού) έχει σχέση με την επικράτηση των Φράγκων στην Δύση
και την απόκλιση του δυτικού κόσμου από τα Ρωμαίικα πλαίσια
σκέψεως και ζωής, από την εγκαθίδρυση του φεουδαλιστικού
συστήματος στην Δύση, το οποίο τα συστήματα αυτά θέλησαν να
κλονίσουν.
Στα επόμενα θα
επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε, όσο το δυνατόν σαφέστερα, τις
βασικές θέσεις του Max Weber για την
σύνδεση του πνεύματος του Καπιταλισμού με την προτεσταντική
ηθική, και κυρίως θα δούμε την μεταφυσική του Καπιταλισμού, όπως
παρουσιάζεται στο βιβλίο του, στο οποίο αναφερόμαστε. Δεν
υπάρχει πρόθεση να εξαντλήσουμε το θέμα αυτό και να εκθέσουμε
όλες τις απόψεις του, αλλά θα εκτεθή το βασικό πνεύμα του
μεγάλου αυτού κοινωνιολόγου.
Ίσως αποτελεί
μεγάλο εγχείρημα η παρουσίαση των βασικών θέσεων του
Max Weber σε μια μικρή μελέτη, όταν
αυτός που το κάνει στερήται ειδικών γνώσεων. Ωστόσο, όμως, ο
ίδιος ο Max Weber κάπου ισχυρίζεται
ότι «όλες σχεδόν οι επιστήμες οφείλουν κάτι στους ερασιτέχνες,
συχνά πάρα πολύ αξιόλογες απόψεις»[iv].
Η μελέτη όμως αυτή δικαιολογείται από την άποψη ότι ασχολήθηκα
επισταμένως με την θεολογία της ρωμαίικης παραδόσεως και με την
ατμόσφαιρα που επικρατεί στην Δύση, και γι’ αυτό μπορώ να
καταλάβω το πνεύμα των απόψεων του Max Weber.
Είναι, άλλωστε,
γνωστόν ότι η θεολογία συνδέεται στενώτατα με την ιστορία και
την εξέλιξη των διαφόρων κοινωνικών φαινομένων. Όποιος μελετά
επισταμένως τις θεολογικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων
ομολογιών, μπορεί να καταλάβη εύκολα την διαφορά των κοινωνικών
γεγονότων. Αυτό υποστηρίζεται από το γεγονός ότι μέσα στα
πλαίσια αυτά κάνει την έρευνά του και ο Max
Weber.
Ο Max
Weber ήταν Γερμανός κοινωνιολόγος (1864-1920), ο οποίος
δίδαξε κοινωνιολογία στο Βερολίνο, στο Φρεϊμβούργο (Freiburg),
στην Χαϊδελβέργη, στην Βιέννη και στο Μόναχο. Η μεγάλη σημασία,
αξία και σπουδαιότητα του Max Weber
οφείλεται στο ότι στα συγγράμματά του αναπτύσσει την θέση ότι τα
χαρακτηριστικά της οικονομίας προσδιορίζονται από τον
θρησκευτικό παράγοντα. Αυτό ακριβώς το γεγονός συνετέλεσε στο να
κλονισθούν τα θεμέλια του ιστορικού υλισμού, του
Marx και του
Engels[v].
Ο Max Weber ήταν νέος όταν ο
Marx βρισκόταν προς το τέλος της ζωής
του και, όπως ήταν φυσικό, οι θεωρίες του είχαν δημιουργήσει
μεγάλη αίσθηση στον δυτικό χώρο.
Ο ιστορικός υλισμός, ως
όρος εισήχθη από τον Engels, το δε
περιεχόμενο του καθορίστηκε από τον φίλο του
Marx. Όπως είναι γνωστόν ο ιστορικός υλισμός προήλθε από
τον διαλεκτικό υλισμό, ο δε τελευταίος δημιουργήθηκε ως
αντίδραση στον απόλυτο ιδεαλισμό του Hegel
(Εγέλου). Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο ιδεαλισμός όπως αναπτύχθηκε
από τους σχολαστικούς της Δύσεως, δημιούργησε αντίδραση και κατ’
αυτόν τον τρόπο προέκυψε τόσο ο διαλεκτικός όσο και ο ιστορικός
υλισμός. Όταν οι δυτικοί αντελήφθησαν ότι δεν υπάρχει ο
λεγόμενος κόσμος των ιδεών, πάνω στον οποίο στηριζόταν όλη η
μεταφυσική, και ότι οι ιδέες δεν μπορούν να αποδειχθούν
επιστημονικώς, τότε οδηγήθηκαν στην άρνηση του ιδεαλισμού και
δημιούργησαν τα υλιστικά συστήματα.
Κατά τον Κ. Γεωργούλη
βασική θεωρία του ιστορικού υλισμού είναι ότι η κοινωνική,
πολιτική και πνευματική πορεία της ζωής καθορίζεται από τον
τρόπο παραγωγής της υλικής ζωής. Ο Hegel
ισχυριζόταν ότι η ιστορική εξέλιξη και πρόοδος καθορίζεται από
την επίδραση των αιωνίων ιδεών της δικαιοσύνης, της ελευθερίας,
της ισότητος. Ο μαθητής του Hegel
Μπάουερ δίδασκε ότι η πορεία του ιστορικού βίου δεν ρυθμίζεται
από τις αιώνιες ιδέες, αλλά από την καθοδήγηση που προέρχεται
από την αυτοσυνειδησία και την διανοητική ενέργεια των
μεγαλοφυών ιστορικών προσωπικοτήτων. Προχωρώντας αυτές τις
σκέψεις ο Marx και ο
Engels ισχυρίσθηκαν ότι αυτό που
καθορίζει την πορεία της ιστορίας δεν είναι ούτε οι ιδέες, ούτε
οι προσωπικότητες, αλλά οι οικονομικές συνθήκες της παραγωγής
των αγαθών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εκείνο το στοιχείο που έχει
μεγάλη αξία στον κόσμο είναι το υλικό. Συνέπεια και συνέχεια
αυτής της θεωρήσεως είναι ότι η υλική υπόσταση καθορίζει την
συνείδηση του ανθρώπου, και όχι η συνείδηση την κοινωνική
υπόσταση. Πάνω σε αυτήν την θεωρία στηρίχθηκε ο ταξικός
κοινωνικός αγώνας[vi].
Ο Max
Weber, μεγαλωμένος σ’ ένα τέτοιο υλιστικό περιβάλλον, το
οποίο καθόριζε και προσδιόριζε ο ιστορικός υλισμός, είδε το θέμα
της γενέσεως του Καπιταλισμού, και γενικώς του κοινωνικού
γίγνεσθαι, όχι τόσο στον υλικό παράγοντα όσο στον θρησκευτικό
χώρο. Απέδειξε κατά τον καλύτερο τρόπο ότι η θεολογία της Δύσεως
συνετέλεσε στην δημιουργία του ιδιαιτέρου πνεύματος του
Καπιταλισμού, ο οποίος, βέβαια, δεν διαφέρει σε βασικά σημεία
από τον Μαρξισμό. Με αυτές τις απόψεις κλόνισε σοβαρά τα θεμέλια
του ιστορικού υλισμού.
Αυτοί είναι οι λόγοι για
τους οποίους οι απόψεις του Max Weber
θεωρούνται πολύ μοντέρνες. Διάφορες μελέτες που έγιναν, τόσο
στην Δύση όσο και στην Ανατολή, απέδειξαν ότι η γενεσιουργός
αιτία του Καπιταλισμού και του Μαρξισμού ήταν ο δυτικός
Χριστιανισμός με την μεταφυσική του προοπτική, και όχι οι υλικές
και οικονομικές συνθήκες της ζωής. Άλλωστε, το πρόσωπο είναι
εκείνο που διαμορφώνει τις κοινωνικές συνθήκες και όχι οι
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες το πρόσωπο. Βέβαια, μπορεί ο
άνθρωπος να επηρεάζεται και από την περιρρέουσα κοινωνική
ατμόσφαιρα, αλλά δεν μπορεί τελείως να υποταγή και να καθορισθή
από αυτήν.
Επομένως, οι απόψεις του
Max Weber σήμερα θεωρούνται πιο
έγκυρες, σύγχρονες και μοντέρνες, εν σχέσει με τις θεωρίες και
απόψεις του Marx. Η ανάπτυξη της
υπαρξιακής φιλοσοφίας, η διάδοση της ψυχολογίας του βάθους
παρουσιάζουν την επικαιρότητα και την εγκυρότητα της θεωρίας του
Max Weber.
Κλασσικό είναι το βιβλίο
του Max Weber «Η
προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού» που
θα αναλύσουμε πιο κάτω. Ο Βασίλης Φίλιας σε εισαγωγή του στην
ελληνική έκδοση του έργου αυτού, το ονομάζει «διάσημο», και
μάλιστα ισχυρίζεται ότι «αν εξαιρέση κανείς το κεφάλαιο του
Marx» ασφαλώς δεν υπάρχει βιβλίο από
την περιοχή των κοινωνικών επιστημών που να προκάλεσε τόσες και
τόσο έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις όσο το έργο του Μαξ
Βέμπερ»[vii].
Ύστερα από τα εισαγωγικά
αυτά, που ήταν απαραίτητα για να τονισθή η μεγάλη αξία και
προσφορά του Max Weber, αλλά και η
επικαιρότητα του έργου του, θα προχωρήσουμε στην συνοπτική
παρουσίαση των κεντρικών θέσεων του βιβλίου αυτού.
Μελετώντας το θέμα της
γένεσης του Καπιταλισμού είναι ανάγκη να δώσουμε έναν ορισμό για
το τι ονομάζουμε Καπιταλισμό, όπως ακριβώς το εννοεί ο
Max Weber. Άλλωστε, είναι γνωστός ο
λόγος του Αριστοτέλους: «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις». Ο
ορισμός είναι αναγκαίος, γιατί στο σημείο αυτό υπάρχει σύγχυση.
Μερικοί ονομάζουν Καπιταλισμό και την επιθυμία εκ μέρους του
ανθρώπου για πλουτισμό, ενώ ο Καπιταλισμός ως σύστημα και
οργάνωση εκφράζει κάτι διαφορετικό.
Η λέξη Καπιταλισμός
προέρχεται από την λέξη capital και
δηλώνει το κεφάλαιο. Με τον όρο, λοιπόν, Καπιταλισμό εννοούμε
τον κεφαλαιοκρατισμό και με τον όρο καπιταλιστή τον
κεφαλαιοκράτη. Πρόκειται για το σύστημα που αξιοποιεί το
κεφάλαιο. Και αυτό που λέγεται τώρα δεν είναι απλό, αλλά πρέπει
να το δούμε αναφορικά με όσα θα λεχθούν πιο κάτω, όπως τα
αναλύει ο Max Weber.
Στην εισαγωγή του βιβλίου
του ο Max Weber, που είναι περίληψη
των απόψεών του για την κοινωνιολογία της θρησκείας, μας δίνει
χαρακτηριστικές και απαραίτητες πληροφορίες. Ξεκινάει από την
άποψη ότι σ’ ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, δηλαδή στην
Μεσαιωνική Δύση, όλες οι επιστήμες και οι τέχνες απέκτησαν έναν
ορθολογικό χαρακτήρα και μια ρατσιοναλιστική θεώρηση. Με αυτήν
την άποψη προσπαθεί να τεκμηριώση την θεωρία ότι κάτι έγινε στον
συγκεκριμένο αυτό χώρο και χρόνο που επηρέασε όλες τις επιστήμες,
τις τέχνες και, βέβαια, την καπιταλιστική νοοτροπία.
Δεν έχουμε την πρόθεση να
παρουσιάσουμε αναλυτικά αυτές τις απόψεις, αλλά να κάνουμε
μερικές αναφορές στα επιχειρήματα του Max
Weber. Ισχυρίζεται ότι πάντοτε σε όλες τις εποχές υπήρχε
γνώση, παρατήρηση, επιστήμες, αλλά κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση
όλα αυτά απέκτησαν έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Από τις
αστρονομικές παρατηρήσεις των Βαβυλωνίων λείπει η μαθηματική
θεμελίωση, όπως το έκαναν οι Έλληνες, από την γεωμετρία λείπει η
απόδειξη, από τις ινδικές φυσικές επιστήμες απουσιάζει η
πειραματική μέθοδος. Το ίδιο συμβαίνει με την χημεία και την
κινέζικη ιστοριογραφία, από την οποία λείπει η πραγματική
μέθοδος του Θουκυδίδη. Η ινδική νομική διδασκαλία δεν
διακρίνεται για μια έλλογη νομική επιστήμη, με τις συστηματικές
μορφές σκέψης, ενώ «μόνο στην Δύση διαμορφώνεται μια λογική
κατασκευή με την μορφή του Κανονικού δικαίου». Όλοι οι λαοί
είχαν μουσική παιδεία, αλλά όμως η ορθολογική αρμονική μουσική
αναπτύχθηκε από την Αναγέννηση και μετά. Το ίδιο παρατηρείται
στην αρχιτεκτονική και την γλυπτική. Παντού υπήρχαν ανώτερα
πνευματικά ιδρύματα, «αλλά μια έλλογη, συστηματική και
εξειδικευμένη επιδίωξη της επιστήμης, με ασκημένο και
ειδικευμένο προσωπικό υπήρξε μόνο στη Δύση». Μελετώντας την
ανθρώπινη ιστορία μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι σε όλες τις
κοινωνικές μορφές υπήρχε ο υπάλληλος, αλλά μόνο στην Δύση όλοι
οι πολιτικοί, τεχνικοί και οικονομικοί όροι ζωής εξαρτώνται
ολοκληρωτικά «από μια ειδικά ασκημένη οργάνωση της υπαλληλίας»[viii].
Ο Max
Weber παρατηρεί διεξοδικά ότι κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση
όλες οι επιστήμες και οι τέχνες, ολόκληρος ο τρόπος ζωής
αντιμετωπίσθηκαν ορθολογικά, εκλογικεύθηκαν και οργανώθηκαν με
βάση το λογικό σύστημα. Αυτό τον βοηθά πολύ στο να αποδώση όλη
αυτήν την νοοτροπία στην μεταρρυθμιστική κίνηση που βασίστηκε
στον ορθό λόγο και την ορθολογική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό,
τον πλησίον και την κοινωνία. Ο ορθός λόγος θεωρήθηκε ως το
κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου.
Μέσα στα πλαίσια αυτά
πρέπει να δούμε και την ύπαρξη του Καπιταλισμού. Πραγματικά,
υπήρχε ένας προκαπιταλιστικός Καπιταλισμός. Γι’ αυτό και γίνεται
σύγχυση μεταξύ αυτών των πραγμάτων. Αυτό σημαίνει ότι ο
Καπιταλισμός δεν συνίσταται στην απεριόριστη επιθυμία για
πραγματοποίηση του κέρδους. Το κυνήγι του χρήματος, η επιθυμία
του πλουτισμού, η επιθυμία για απόκτηση υλικών αγαθών και
κεφαλαίου συνδέεται με τον άνθρωπο και μπορούμε να τα βρούμε σε
κάθε φάση της ζωής του. Αν μια τέτοια επιθυμία την θεωρήσουμε
Καπιταλισμό, τότε αυτή η αντίληψη «ανήκει στο νηπιαγωγείο της
ιστορικής διδασκαλίας».
Η διαφορά είναι ότι στον
δυτικό Μεσαίωνα ο Καπιταλισμός προσέλαβε μια ορθολογική οργάνωση.
Είναι επιδίωξη του κέρδους «μέσα στο πλαίσιο μια μόνιμης
ορθολογικά οργανωμένης καπιταλιστικής επιχείρησης και με
κριτήριο την αποδοτικότητα». Σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις
εποχές υπήρχαν έμποροι και μεγαλέμποροι, αλλά μόνο στην Δύση
αναπτύχθηκε ένας Καπιταλισμός «σε τύπους, μορφές και
κατευθύνσεις, που δεν προϋπήρξαν πουθενά αλλού». Πραγματικά,
στην Δύση αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη μορφή Καπιταλισμού, που
συνίσταται «στην ορθολογική καπιταλιστική οργάνωση της (τυπικά)
ελεύθερης εργασίας».
Σαφώς, λοιπόν, όταν
κάνουμε λόγο για πνεύμα του Καπιταλισμού εννοούμε κυρίως αυτήν
την ορθολογική οργάνωση της επιχείρησης, της εργασίας. Αλλά για
να επιτευχθή αυτό χρειάζονται απαραίτητα δύο παράγοντες. Ο
πρώτος είναι «ο χωρισμός της επιχείρησης από τον οίκο» και ο
δεύτερος η «ρατσιοναλιστική λογιστική». Μπορεί να βρη κανείς και
στο παρελθόν, σε πολλές χώρες, τον χωρισμό της επιχείρησης από
τον οίκο, αλλά όμως δεν υπήρχε προηγουμένως η ορθολογική
λογιστική της επιχείρησης «και ο νομικός χωρισμός της
επιχειρησιακής από την ατομική ιδιοκτησία».
Αλλά αυτή η νέα τροπή και
νέα θεώρηση της ζωής δεν εξαντλείται μόνον στις επιστήμες, τις
τέχνες και την οικονομική οργάνωση (Καπιταλισμό). Την συναντούμε
σε όλες τις μορφές της ζωής των ανθρώπων. Αυτή, δηλαδή, η
ρατσιοναλιστική αντίληψη της ζωής επηρέασε πολύ τον σοσιαλισμό,
κατά τον Max Weber. Ο κόσμος σε όλες
τις φάσεις της ιστορίας, όπως γνώρισε καπιταλισμούς, έτσι
γνώρισε και διαφόρους τύπους και μορφές σοσιαλισμού. Μολονότι
πάντοτε υπήρχαν οργανώσεις, συντεχνίες, όμως δεν παρατηρούμε
πουθενά αλλού, παρά μόνο στην Δύση, την έννοια του πολίτη και
του αστού, το προλεταριάτο σαν τάξη. Αυτό το συναντούμε κυρίως
στην Δύση, γιατί υπήρχε η «έλλογη οργάνωση της ελεύθερης
εργασίας σαν επιχειρησιακή μονάδα». Και σε παλαιότερους χρόνους
υπήρχαν ταξικοί αγώνες μεταξύ δανειστών και οφειλετών, μεταξύ
κυρίων και δούλων κλπ., αλλά όμως αυτοί οι αγώνες διέφεραν από
τους αγώνες που συνέβησαν κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση.
Όπως, δηλαδή, η
εκλογίκευση της ζωής και η ορθολογική οργάνωση του βίου στις
δυτικές κοινωνίες του Μεσαίωνα επηρέασαν τις επιστήμες, τις
τέχνες, τον Καπιταλισμό, έτσι ακριβώς επηρέασαν και τον
σοσιαλισμό.
Ο Καπιταλισμός, όπως
δημιουργήθηκε στην Δύση, ο λεγόμενος «σύγχρονος έλλογος
καπιταλισμός», εκτός από τα μέσα της παραγωγής είχε ανάγκη και
από ένα νομικό σύστημα και από μια διοίκηση με σταθερούς κανόνες
λειτουργίας. Αυτό ακριβώς επιτεύχθηκε στην Δύση, όπου
αναπτύχθηκε αυτός ο έλλογος Καπιταλισμός.
Ο Max
Weber στην εισαγωγή του αυτή απλώς θίγει αυτό που θα
αναπτύξη σε όλο το βιβλίο του, ότι κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση
έγινε μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο ζωής των ανθρώπων, και αυτό
είναι εκείνο που μας ενδιαφέρει στο σημείο αυτό. Κέντρο της ζωής
του ανθρώπου έγινε ο ορθός λόγος και με αυτόν ο άνθρωπος ρύθμιζε
όλες τις εκδηλώσεις και τις ενέργειές του. Αυτό θα το αναπτύξη
διεξοδικά σε άλλα κεφάλαια του βιβλίου. Το γεγονός είναι ότι
στην διαφοροποίηση αυτή συνετέλεσε πολύ ο Προτεσταντισμός με την
ρατσιοναλιστική θεώρηση των θεμάτων της ζωής. Οι θρησκευτικές
ιδέες και συγκεκριμένα οι ιδέες της Μεταρρυθμίσεως επέδρασαν
στην ανάπτυξη ενός οικονομικού πνεύματος[ix].
Για να είμαστε ακριβείς θα
πρέπη να πούμε ότι ο Max Weber δεν
χρησιμοποιεί πουθενά στο βιβλίο του τον όρο «μεταφυσική», και,
βέβαια, δεν τον συνδέει με τον Καπιταλισμό. Προσπαθώντας να
μεταφέρουμε το πνεύμα του Max Weber
χρησιμοποιούμε τον όρο αυτόν, αφού, άλλωστε, όπως θα δούμε στην
συνέχεια, αυτό που εντοπίζει ο Max Weber
μπορεί να αποκληθή μεταφυσική. Ο διάσημος αυτός κοινωνιολόγος
συνδέει το πνεύμα του Καπιταλισμού με την προτεσταντική ηθική,
αλλά γνωρίζουμε ότι η ηθική του Προτεσταντισμού στηρίχθηκε στην
μεταφυσική.
Κάθε ερμηνευτής κατά την
ανάπτυξη ενός θέματος θέτει ένα αφετηριακό κείμενο, που
αναλύεται διεξοδικά στην συνέχεια. Φαίνεται ότι στον
Max Weber η αφετηριακή σκέψη είναι ότι
η ορθολογική οργάνωση της εργασίας και των οικονομικών αγαθών
συνδέεται στενά με τους Προτεστάντες και όχι τόσο με τους «Καθολικούς»,
και ακόμη το πνεύμα του Καπιταλισμού φαίνεται σ’ ένα κείμενο του
Βενιαμίν Φραγκλίνου, όπου παρουσιάζεται ανάγλυφα η θεωρία για
την αναγεννητική ιδιότητα του χρήματος, που, όπως είναι γνωστόν,
είναι η βάση του Καπιταλισμού. Θα δούμε τα δύο αυτά σημεία
αναλυτικότερα.
Ο Max
Weber δίνει μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι αν προσέξη
κανείς την στατιστική των επαγγελμάτων, σε χώρες όπου υπάρχει
μικτή θρησκευτική σύνθεση, θα διαπιστώση ότι η πλειοψηφία των
ανθρώπων που είναι κάτοχοι του κεφαλαίου και είναι
επιχειρηματίες, όπως επίσης τα ανώτερα στρώματα των ειδικευμένων
εργατών και το μορφωμένο προσωπικό των επιχειρήσεων είναι
Προτεστάντες. Δηλαδή, εν σχέσει με τους «Καθολικούς», οι
Προτεστάντες πλειοψηφούν στις επιχειρήσεις και σε κατοχή
κεφαλαίου.
Βέβαια, αυτό πιθανόν να
ερμηνεύεται από το ότι αυτή η κατάσταση, και κυρίως όταν
εξετάζεται κατά χώρες, οφείλεται σε ιστορικά αίτια, ότι, δηλαδή,
τον 16ο αιώνα η πλειονότητα των πλουσίων πόλεων
έγιναν Προτεστάντες. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί
να εξηγηθή πως πλούσιες περιοχές είχαν προδιάθεση για μια
εκκλησιαστική επανάσταση, και μάλιστα οι προχωρημένες οικονομικά
χώρες, και πως οι ανερχόμενες μεσαίες τάξεις ήταν έτοιμες αφ’
ενός μεν να ανεχθούν την τυραννία του πουριτανισμού, αφ’ ετέρου
δε να τον υπερασπίσουν με ηρωισμό.
Ο Max
Weber σημειώνει το γεγονός ότι οι Προτεστάντες έχουν μια
τάση να προσελκύονται από τα βιομηχανικά εργοτάξια και να
καταλαμβάνουν διοικητικές θέσεις και τις ανώτερες βαθμίδες της
ειδικευμένης εργασίας, και προς το σημείο αυτό κατευθύνουν τις
σπουδές τους, ενώ οι «Καθολικοί» γίνονται χειρόνακτες
μικροβιοτέχνες ή απασχολούνται με παραδοσιακά επαγγέλματα. Το
γεγονός είναι ότι οι Προτεστάντες έχουν μια τάση να αναπτύσσουν
οικονομικό ρατσιοναλισμό, πράγμα το οποίο δεν φαίνεται να κάνουν
οι «Καθολικοί». Ο Max Weber καταλήγει
στο εξής συμπέρασμα: «ο λόγος λοιπόν της διαφοράς αυτής πρέπει
να αναζητηθή στον μόνιμο συμφυή χαρακτήρα της θρησκευτικής τους
πίστης και όχι στις παροδικές εξωτερικές ιστορικοπολιτικές τους
καταστάσεις»[x].
Στο κεφάλαιο που
επιγράφεται «Θρησκευτική πίστη και κοινωνικό στρώμα», ο
Max Weber κάνει διάφορες παρατηρήσεις
σε χώρες όπου κατοικούν Προτεστάντες και Καθολικοί για να
διαπιστώση ότι, πραγματικά, η προτεσταντική ηθική συνδέεται
στενώτατα με το πνεύμα του Καπιταλισμού, είναι αυτή που βοήθησε
την εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος, αφού αυτό
αναπτύσσεται κυρίως σε χώρες και ανθρώπους, που εμποτίζονται από
την ορθολογική οργάνωση της οικονομίας και την θεωρία της
αναγεννητικής ιδιότητας του χρήματος.
Το άλλο αφετηριακό κείμενο,
που χρησιμοποιεί ο Max Weber, εκφράζει
το πουριτανικό πνεύμα το οποίο συνδέεται με το πνεύμα του
Καπιταλισμού. Το κείμενο αυτό ουσιαστικά είναι σκέψεις του
Βενιαμίν Φραγκλίνου, που διατυπώνονται με την μορφή συμβουλών,
για την ορθολογική ανάπτυξη του χρήματος. Δεν θα παρατεθή
ολόκληρο, αλλά μερικά αποσπάσματα πολύ ενδεικτικά.
Μια συμβουλή αναφέρεται
στην θεώρηση του χρόνου ως χρήματος: «Να θυμάσαι ότι ο χρόνος
είναι χρήμα». Η άλλη συμβουλή είναι: «Να θυμάσαι ότι η πίστωση
είναι χρήμα». Αυτό συνδέεται αναπόσπαστα με τους τόκους που
προέρχονται από τον δανεισμό χρήματος. Χαρακτηριστική θέση του
Βενιαμίν Φραγκλίνου είναι: «Να θυμάσαι ότι το χρήμα έχει
αναπαραγωγική και καρποφόρα φύση», δηλαδή το χρήμα αναπαραγάγει
χρήμα. Επίσης υπενθυμίζεται ότι όποιος αποκτήσει την φήμη ότι
κρατά την υπόσχεσή του ως προς την πληρωμή, αποκτά την
εμπιστοσύνη του άλλου και μπορεί να επιτύχη ό,τι θέλει. «Να
θυμάσαι ότι – κατά το ρητό – ο καλός πληρωτής είναι ο κύριος του
πορτοφολιού του άλλου». Γι’ αυτό και δίνεται η συμβουλή: «Μην
κρατάτε ποτέ δανεισμένο χρήμα μια ώρα αργότερα από τον χρόνο που
υποσχεθήκατε, για να μην η αγανάκτηση κλείσει για πάντα το
πορτοφόλι του φίλου σας».
Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος στο
κείμενο που παραθέτει ο Max Weber
αναφέρεται και σε άλλα ζητήματα, που πραγματικά εκφράζουν το
πνεύμα του Καπιταλισμού. Αναφέρεται και στην απόκτηση της φήμης
του τιμίου ανθρώπου, που επιτυγχάνεται με την εργατικότητα και
την προσεκτική χρησιμοποίηση του χρήματος και γενικά των αγαθών.
«Να προσέχεις όλα όσα έχεις και σύμφωνα με αυτά να ζεις».
Συνιστάται η οικονομία και η αποφυγή των ασήμαντων δαπανών με το
να κρατά ο άνθρωπος «έναν ακριβή λογαριασμό για τα έξοδα και τα
έσοδά» του.
Είναι χαρακτηριστικά τα
λόγια του: «Όποιος ξοδεύει το παραμικρό ποσό ανώφελα ξοδεύει το
χρόνο ανώφελα 6 λίρες, που είναι η τιμή για τη χρήση 100 λιρών...
Όποιος χάνει πέντε σελίνια, δε χάνει μόνο το ποσό αυτό, αλλά και
κάθε πλεονέκτημα που θα μπορούσε να έχει με τη χρησιμοποίησή
τους σε επιχείρηση – δεδομένου ότι μέχρις ότου ένας νέος
άνθρωπος γίνει γέρος, θα μπορούσε ξεκινώντας από αυτά τα σελίνια
να συγκεντρώνει ένα τεράστιο ποσό χρήματος»[xi].
Δεν είναι δυνατόν να κάνη
κανείς πλήρη σχολιασμό των σκέψεων του Φραγκλίνου, ούτε, φυσικά,
να αναλύση διεξοδικά τις σκέψεις και τις κριτικές – διεισδυτικές
παρατηρήσεις του Max Weber, γιατί
άλλος είναι ο σκοπός αυτών των αναλύσεων. Το γεγονός είναι ότι
στις συμβουλές του Φραγκλίνου φαίνεται καθαρά ότι συνιστάται ένα
ιδιαίτερο ήθος, που μπορεί να ονομασθή ήθος του Καπιταλισμού, ή
μάλλον ένας ιδιαίτερος τρόπος ζωής, που εκφράζει το πνεύμα του
Καπιταλισμού.
Το ιδιαίτερο αυτό ήθος
θεωρεί την τιμιότητα πολύ ωφέλιμη και
χρήσιμη για τον άνθρωπο και, βέβαια, όλες οι αρετές είναι αρετές
στον βαθμό που είναι ωφέλιμες και χρήσιμες. Η φιλαργυρία
αποτελεί το ιδεώδες του έντιμου ανθρώπου. Η δίψα για την αύξηση
του χρήματος πρέπει να ικανοποιήται, καθώς επίσης η υποχρέωση να
αυξάνη κανείς το χρήμα του είναι αυτοσκοπός, μοναδική επιδίωξη
του ανθρώπου. Φαίνεται δε ότι η παράβαση αυτού του τρόπου ζωής
είναι στην πραγματικότητα παράλειψη καθήκοντος του ανθρώπου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο
Ferdinand Kürnberger
λέγει ότι οι απόψεις αυτές του Φραγκλίνου συνιστούν «την εικόνα
του αμερικανικού πολιτισμού». Και μάλιστα χρησιμοποιεί μια πολύ
χαρακτηριστική φράση, που συνοψίζει άριστα τον καπιταλιστή και
εκφράζει θαυμάσια το πνεύμα του: «Βγάζουν από κτήνη ξύγκι και
ανθρώπους χρήμα»[xii].
Πέρα από όσα έχουμε
υπογραμμίσει έως τώρα, πρέπει να επιμείνουμε στην παρουσίαση της
θεωρίας της αναγεννητικής σημασίας του χρήματος. Οι Καπιταλιστές
δίνουν μεγάλη σημασία σε αυτό και, θεωρώντας ότι το χρήμα έχει
μαγικές δυνάμεις, δηλώνουν την δυνατότητα της γεννήσεως και
παραγωγής του. Ο δε άνθρωπος πρέπει να κάνη τα πάντα προκειμένου
να δημιουργηθούν οι πραγματικές προϋποθέσεις γεννήσεως και
παραγωγής του χρήματος. Αυτό ακριβώς δείχνει ότι το χρήμα αποκτά
υπόσταση και γι’ αυτό γίνεται ορθολογική θεώρηση του πλούτου.
Σύμφωνα με όσα είπαμε
προηγουμένως αυτό το ιδιαίτερο ήθος του Καπιταλισμού, η έλλογη
χρησιμοποίηση του κεφαλαίου σε μια επιχείρηση, «η ορθολογική
επιχειρηματική κεφαλαιική ανακύκλωση και η ορθολογική
καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας» γεννήθηκαν στην Δύση κατά
τον Μεσαίωνα, και στην ανάπτυξή τους σημαντικό ρόλο
διαδραμάτισαν οι Προτεστάντες με την ιδιαίτερη ηθική τους. Είναι
γεγονός ότι η ανάπτυξη του πνεύματος του Καπιταλισμού είναι
μέρος της εξέλιξης του ορθολογισμού[xiii].
Επειδή οι Προτεστάντες
συνετέλεσαν στην ορθολογική θεώρηση της ζωής, αφού αυτό
συνδέεται και με την ιδιαίτερη μέθοδο θεολογικής σκέψεως, γι’
αυτό είναι ανάγκη στα επόμενα να υπογραμμίσουμε μερικά
χαρακτηριστικά σημεία, που δείχνουν την επίδραση της θεολογικής
σκέψεως των Προτεσταντών στην δημιουργία του πνεύματος του
Καπιταλισμού. Με αυτήν την προοπτική δικαιολογείται και ο τίτλος
του κεφαλαίου αυτού, «η μεταφυσική του Καπιταλισμού».
Το πνεύμα του Καπιταλισμού,
όπως παρουσιάζεται και αναλύεται από τον Max
Weber έχει στενή σχέση, και θα μπορούσαμε να πούμε,
θεωρητική θεμελίωση στην θεωρία περί του απολύτου προορισμού.
Ο ιερός Αυγουστίνος
ανέπτυξε την θεωρία περί του απολύτου προορισμού, σύμφωνα με την
οποία όλοι οι άνθρωποι από την φύση τους είναι αμαρτωλοί και
ανεπίδεκτοι προόδου. Όμως, ο Θεός εκλέγει αιωνίως μερικούς από
αυτούς, οι οποίοι τελικά ως εκλεκτοί του Θεού σώζονται, όχι κατά
την δική τους αξία, αλλά κατά την ανεξερεύνητη βουλή του Θεού.
Επομένως, ο Θεός δεν στέλλει τη χάρη Του σε όλους τους ανθρώπους,
αλλά μόνον στους εκλεκτούς Του, που τους εξέλεξε και τους
προόρισε για τα αιώνια αγαθά, και αυτοί δεν είναι γνωστοί από
κανέναν άλλο, παρά μόνον από τον Θεό[xiv].
Οι Μεταρρυθμιστές
επηρεάσθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την θεωρία του ιερού
Αυγουστίνου για τον απόλυτο προορισμό του ανθρώπου και, όπως
μπορούμε να παρατηρήσουμε, αυτό καθόρισε ολόκληρη την θεολογική
σκέψη και την πρακτική ζωή. Ο Max Weber,
σε σχετικό κεφάλαιο με τίτλο «οι θρησκευτικές βάσεις του
εγκόσμιου ασκητισμού», ο οποίος εγκόσμιος ασκητισμός εκφράζει
και διαμορφώνει το λεγόμενο πνεύμα του Καπιταλισμού, ερευνά
αυτήν την ουσιώδη και σημαντική πλευρά. Παρατηρεί ότι οι βασικοί
φορείς του ασκητικού Προτεσταντισμού, που είναι ο καλβινισμός, ο
πιετισμός, ο μεθοδισμός και διάφορες βαπτιστικές αιρέσεις,
καίτοι σε μερικά σημεία διαφέρουν μεταξύ τους, εν τούτοις
διέπονται από την ίδια προβληματική. Όλες αυτές οι
Προτεσταντικές ομάδες διαποτίζονται από την θεωρία του
Αυγουστίνου για τον απόλυτο προορισμό του ανθρώπου. Στην
συνέχεια θα δούμε τις βασικές θέσεις των Προτεσταντών για τον
απόλυτο προορισμό, καθώς επίσης και την σημασία τους στην
πρακτική ζωή των ανθρώπων της Δύσεως.
Ο Max
Weber παρουσιάζει μερικά κεφάλαια από την «ομολογία του
Westminister» του έτους 1647, η οποία
ομολογία περιγράφει τις βασικές θέσεις για τον απόλυτο προορισμό.
Θα παρατεθή αυτό το κείμενο αυτούσιο γιατί είναι πολύ
χαρακτηριστικό και θα βοηθήση στην μετέπειτα ανάλυση.
«Κεφάλαιο 9 (για την
ελεύθερη βούληση), άρ. 3: Ο άνθρωπος, με την πτώση του στην
κατάσταση της αμαρτίας, έχασε εντελώς κάθε δυνατότητα θέλησης
για κάθε πνευματικό αγαθό και την ευδαιμονία που συντροφεύει την
απόκτησή του. Έτσι ένας φυσικός άνθρωπος που αποστρέφεται
ολότελα το αγαθό και είναι νεκρός στην αμαρτία, δεν είναι ικανός
να σωφρονισθεί και να προετοιμάσει τον εαυτό του γι’ αυτό.
Κεφάλαιο 3 (για τις
αιώνιες βουλές του Θεού), άρ. 3: Με το θέλημα του Θεού, για την
αποκάλυψη της Μεγαλοσύνης Του... μερικοί άνθρωποι προορίζονται
για αιώνια ζωή και άλλοι προκαθορίσθηκαν για αιώνιο θάνατο.
Άρ. 5: Εκείνους από το
ανθρώπινο γένος, που προορίζονται για ζωή, ο Θεός, πριν βάλει τα
θεμέλια του κόσμου, σύμφωνα με την αιώνια και αμετάβλητη πρόθεσή
Του και την μυστική βουλή και την καλή διάθεση της θέλησής Του,
διάλεξε το Χριστό για αιώνια δόξα, από εντελώς ελεύθερη χάρη και
αγάπη, δίχως καμιά προϋπόθεση πίστης ή καλών έργων, ή
εγκαρτέρηση σε μια από αυτές, ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο στα
πλάσματά Του, σαν όρους ή αιτίες, που Τον ώθησαν σ’ αυτό, αλλά
όλα για τον ύμνο της ένδοξης χάρης Του.
Άρ. 7. Στο υπόλοιπο από το
ανθρώπινο γένος ο Θεός ευαρεστήθηκε σύμφωνα με ανεξερεύνητη
απόφαση της θέλησής Του, με την οποία παρέχει ή αποστερεί τη
χάρη Του, όπως Του άρεσε, για την δόξα της άπειρης δύναμής Του
πάνω στα πλάσματά Του, να αντιπαρέλθει και να τα διατάξει για
την ατιμία και την οργή για τις αμαρτίες τους, για τον ύμνο της
ένδοξης δικαιοσύνης Του.
Κεφάλαιο 10 (για την
αποτελεσματική κλήση), άρ. 1: Όλους εκείνους που ο Θεός προόρισε
για ζωή, και μόνο εκείνους, ευαρεστείται ο Θεός στο καθορισμένο
απ’ Αυτόν και κατάλληλο χρόνο να καλέσει αποτελεσματική, με το
λόγο και το πνεύμα Του, αφαιρώντας την πέτρινη καρδία τους, και
δίνοντάς τους την σαρκική καρδιά, ενώ ανανέωσε τις θελήσεις Του
και με την πανίσχυρη δύναμή Του αποφάσισε γι’ αυτούς αυτό που
είναι καλό.
Κεφάλαιο 5 (για την
πρόνοια), άρ. 6: Όσον αφορά τους κακούς και άθεους ανθρώπους,
τους οποίους ο Θεός σαν δίκαιος δικαστής για προηγούμενες
αμαρτίες τυφλώνει και σκληραίνει, δε τους στερεί μόνο την χάρη
Του, με την οποία θα μπορούσαν να φωτισθούν τα μυαλά τους και να
συγκινηθεί η καρδιά τους, αλλά καμιά φορά τους στερεί τα
χαρίσματα που είχαν και τους φέρνει σε επαφή με τέτοια
αντικείμενα, ώστε η διαφθορά τους δίνει μια ευκαιρία στην
αμαρτία: και ακόμη τους παραδίνει στις ηδονές τους, στους
πειρασμούς του κόσμου και στη δύναμη του σατανά· και έτσι
συμβαίνει να σκληρυνθούν, μάλιστα με τα ίδια μέσα που ο Θεός
χρησιμοποιεί για το μαλάκωμα άλλων»[xv].
Οι παρατηρήσεις του
Max Weber πάνω στο κείμενο αυτό, καθώς
αναλύει την διδασκαλία των Προτεσταντικών ομάδων (Καλβινισμού,
πιετισμού, μεθοδισμού, βαπτιστικών αιρέσεων), διακρίνονται για
μεγάλη διεισδυτικότητα. Παρουσιάζει και μερικές λεπτές διαφορές
μεταξύ τους, αλλά ταυτόχρονα δηλώνει και τα βασικά κεντρικά τους
σημεία. Μπορούμε να πούμε ότι παρά τις διαφορές τους ουσιαστικά
εκφράζουν το ίδιο πνεύμα.
Ο Θεός είναι απόλυτα
ελεύθερος, αφού δεν υπάγεται σε κανένα νόμο, και, επομένως,
επιλέγει τους εκλεκτούς του, που σώζονται. Κανείς δεν μπορεί να
κατηγορήση τον Θεό για την επιλογή αυτή, όπως δεν μπορούν τα ζώα
να κατηγορήσουν τον Θεό γιατί δεν γεννήθηκαν άνθρωποι. Ο Θεός
καθόρισε την μοίρα του ανθρώπου μέχρι τις τελευταίες
λεπτομέρειές του στον κόσμο. Ούτε οι αρετές ούτε τα αμαρτήματα
των ανθρώπων μπορούν να συντελέσουν στον προορισμό των ανθρώπων,
ακριβώς γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι οι απόλυτα ελεύθερες
βουλές του Θεού υπόκεινται σε μεταβολή. Την Χάρη του Θεού είναι
αδύνατον να την χάσουν εκείνοι που την έλαβαν, γιατί αυτό θα
είχε αντανάκλαση στην απόλυτη ελεύθερη βουλή του Θεού, καθώς
επίσης και όσοι προορίστηκαν να καταδικασθούν δεν μπορούν να το
αποφύγουν, όσες αρετές κι αν αποκτήσουν.
Οι εκλεκτοί
του Θεού δεν διαφέρουν εξωτερικά από τους άλλους καταδικασμένους,
και μη προορισμένους από τον Θεό για την σωτηρία, και μάλιστα
αυτοί οι εκλεκτοί αποτελούν την αόρατη Εκκλησία του Θεού. Με τις
θεωρίες αυτές εισάγεται στον κόσμο η «αριστοκρατία των εκλεκτών».
Επειδή όμως είναι συγκεχυμένα τα όρια εκλεκτών και μη εκλεκτών,
γι’ αυτό το ύψιστο αγαθό προς το οποίο οδηγεί η θρησκεία τον
άνθρωπο είναι να αποκτήση την βεβαιότητα της σωτηρίας του, την
βεβαιότητα ότι ανήκει στην αριστοκρατία των εκλεκτών. Γι’ αυτόν
ακριβώς τον λόγο δόθηκε μεγάλη σημασία στην εξακρίβωση και
διαβεβαίωση της Χάρης του Θεού μέσα στον άνθρωπο.
Μέσα στα πλαίσια
αυτά εντάσσονται «δύο αλληλοεξαρτώμενοι τύποι ποιμαντικής
συμβουλής». Ο ένας, ότι οι εκλεκτοί έπρεπε να αυτοελέγχωνται,
ώστε να αποκόπτουν όλες τις αμφιβολίες που προέρχονται από τον
διάβολο και δείχνουν έλλειψη αυτοπεποίθησης, η οποία
αυτοπεποίθηση προέρχεται από την πίστη. Ο άλλος τύπος
ποιμαντικής συμβουλής είναι ότι απαιτείται «ακούραστη
επαγγελματική δραστηριότητα», ώστε να αποκτήση ο άνθρωπος την
αυτοπεποίθηση που είναι αναγκαία για την ζωή. Αυτό δημιουργούσε
ένα μεγάλο πρόβλημα, γιατί ο πιστός έπρεπε κάθε φορά να κάνη
συστηματικό αυτοέλεγχο για να διαπιστώνη αν είναι εκλεκτός ή
καταδικασμένος. Πάντοτε, λοιπόν, βρισκόταν μέσα σε αυτό το
αμείλικτο ερώτημα: «εκλεκτός ή καταδικασμένος»;
Είναι φυσικό ότι μια
τέτοια νοοτροπία οδηγούσε στην εκλογίκευση της ηθικής
συμπεριφοράς, και γενικά στην ορθολογική θεώρηση της ζωής του
ανθρώπου. Και, όπως είδαμε σε άλλα σημεία, αυτός ο ορθολογισμός
και η ορθολογική οργάνωση της ζωής είχε συνέπειες συνταρακτικές
και στον κοινωνικό χώρο, αφού από αυτόν δημιουργείται το πνεύμα
του Καπιταλισμού, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Όπως χαρακτηριστικά
τονίζει ο Max Weber και αυτή «η
αγιοποίηση της ζωής μπορούσε να πάρει σχεδόν τον χαρακτήρα μιας
επιχείρησης».
Ο
Max Weber, μιλώντας για τους πιετιστές και γενικά για τις
προτεσταντικές αδελφότητες, τονίζει ότι εκτός του ότι ήταν
κέντρα αποστολής, ταυτόχρονα ήταν και
επιχειρήσεις. Επόμενο ήταν να οδηγήσουν τα μέλη τους στην
αναζήτηση καθήκοντος και έπειτα στην προσεκτική και συστηματική
εκτέλεσή του.
Το γεγονός είναι ότι
η θεωρία του απολύτου προορισμού εκλογίκευσε την ζωή,
συστηματοποίησε τις κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες
και τοποθέτησε τον άνθρωπο μέσα στο πλαίσιο της εφαρμογής των
καθηκόντων που είχε. Ακριβώς δε αυτά τα σημεία συνετέλεσαν στην
εξέλιξη του λεγομένου πνεύματος του Καπιταλισμού[xvi].
Το πόσο η θεωρία του
απολύτου προορισμού επέδρασε σημαντικά στην καπιταλιστική
νοοτροπία του δυτικού ανθρώπου θα φανή από τις συνέπειες αυτής
της θεωρίας στην ατομική ζωή, στον ασκητισμό του Προτεσταντισμού
και στην ιερότητα του επαγγέλματος, που θα δούμε στην συνέχεια.
Το δόγμα του
απολύτου προορισμού «στην παράφορη απανθρωπιά του», όπως
χαρακτηριστικά λέγει ο Max Weber,
δημιούργησε στους ανθρώπους το «αίσθημα μιας ανήκουστης
εσωτερικής μοναξιάς του μεμονωμένου ατόμου». Ευρισκόμενος ο
άνθρωπος στην διελκυστίνδα μεταξύ της αβεβαιότητος και της
βεβαιότητος για την σωτηρία του, καταλάβαινε πολύ καλά ότι
κανείς άλλος δεν μπορούσε να τον βοηθήση. Ούτε κάποιος ιερεύς
μπορούσε να βοηθήση, γιατί ο κάθε εκλεκτός μπορεί να καταλάβη
τον λόγο του Θεού στην καρδιά του, ούτε τα μυστήρια, γιατί μόνο
δια της ατομικής πίστεως μπορεί κανείς να λάβη την Χάρη του Θεού,
ούτε η Εκκλησία, αφού σε αυτήν ανήκουν και οι καταδικασμένοι,
ούτε κανένας Θεός, γιατί και ο Χριστός πέθανε για τους εκλεκτούς.
Ο πουριτανός τα απέρριψε όλα αυτά, ακόμη και κάθε θρησκευτική
τελετή στον τάφο, για να μην αναμειχθή η πίστη του με τις
δεισιδαιμονίες.
Η υπερβατικότητα του
Θεού οδήγησε τον πουριτανό στην πλήρη υπαρξιακή απομόνωση, στην
αρνητική στάση απέναντι σε όλα τα συγκινησιακά στοιχεία που
υπάρχουν στον πολιτισμό και στην θρησκεία, και απετέλεσε
πραγματικά τις ρίζες του πιο απαισιόδοξου ατομισμού. Ακόμη και η
επικοινωνία του Καλβινιστού με τον Θεό «γινόταν σε βαθιά
πνευματική απομόνωση».
Αυτός ο ατομισμός,
που έγινε τρόπος ζωής, συνετέλεσε πολύ στην δημιουργία του
πνεύματος του Καπιταλισμού, αφού ο Καπιταλιστής στρέφεται στον
εαυτό του, κλείνεται ερμητικά σε αυτόν και δεν βλέπει τους
άλλους.
Βέβαια, πρέπει να
παρατηρηθή ότι ο καλβινισμός, όπως και όλες σχεδόν οι
προτεσταντικές ομάδες, έδωσε μεγάλη σημασία στην εγκόσμια
δραστηριότητα. Πως εξηγείται όμως αυτή η δραστηριότητα με τον
ατομισμό, την απόσταση του ατόμου από το περιβάλλον του;
Κατά τον Καλβίνο, ο
κόσμος υπάρχει μόνον για την δόξα του Θεού. Ο εκλεκτός
Χριστιανός υπάρχει στον κόσμο μόνο και μόνο για να συντελή στην
αύξηση της δόξας του Θεού. Ο εκλεκτός προσφέρει κοινωνικό έργο,
γιατί αυτό απαιτεί ο Θεός για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής.
Επομένως, οι Καλβινιστές εργάζονται κοινωνικά, εξασκούν
επαγγελματική εργασία μόνο για την μέγιστη δόξα του Θεού. Μέσα
στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε και την αγάπη προς τον πλησίον.
Η κοινωνική προσφορά και η αγάπη γίνεται για την ωφελιμότητα του
ανθρωπίνου γένους. Αυτή η απρόσωπη ωφελιμιστική εργασία και
προσφορά συντελεί στην δόξα του Θεού.
Είναι φανερό ότι οι
ανθρωπολογικές και πρακτικές συνέπειες του δόγματος του απολύτου
προορισμού καλλιεργούν έναν ευσεβιστικό ατομισμό, κατευθύνουν
τον άνθρωπο σε μια πνευματική και κοινωνική μοναξιά. Γιατί και
όταν η κοινωνική προσφορά είναι απρόσωπη, και τότε στην
πραγματικότητα πρόκειται για κοινωνικό ατομισμό. Πιστεύουμε ότι
αυτός ο ατομικιστικός τρόπος ζωής αποτελεί έναν από τους
βασικούς παράγοντες του πνεύματος του Καπιταλισμού[xvii].
Όπως κάθε θρησκεία
έχει την ασκητική της, το ίδιο παρατηρείται και σε όλες τις
χριστιανικές ομολογίες. Βέβαια, στους Προτεστάντες δεν
συναντούμε την άσκηση, όπως την διατηρεί η Ορθόδοξη – Ρωμαίικη
Παράδοση, αλλά ωστόσο υπάρχει μια διαφοροποιημένη ασκητική ζωή.
Όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια, αυτός ο ασκητικός τρόπος
ζωής συνδέεται και συντονίζεται με το πνεύμα του Καπιταλισμού.
Ο
Max Weber σ’ ένα κεφάλαιο του βιβλίου του με τίτλο «ο
ασκητισμός και το πνεύμα του Καπιταλισμού» προσπαθεί να δη την
σχέση που υπάρχει μεταξύ των ιδεών του ασκητικού προτεσταντισμού
και των αξιωμάτων του για την καθημερινή οικονομική συμπεριφορά.
Προς τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί πολύ τις απόψεις του
Richard Baxter ο οποίος με την
πρακτική και ρεαλιστική του τοποθέτηση και με την παγκόσμια
αναγνώρισή του «στέκεται πάνω από πολλούς άλλους φιλολογικούς
εκπροσώπους της πουριτανικής ηθικής».
Ο
Baxter στέκεται κριτικά απέναντι στον πλούτο, που
αποτελεί ένα σοβαρό κίνδυνο, γι’ αυτό την επιδίωξή του θεωρεί
ανόητη και ύποπτη. Οι απόψεις του αυτές για τον πλούτο
διαφοροποιούνται από τις απόψεις του Καλβίνου, σύμφωνα με τις
οποίες ο Καλβίνος επέτρεπε στους οπαδούς του να επιδιώκουν τον
πλούτο για την αύξηση του γοήτρου του. Κατά τον
Baxter η κτήση του πλούτου είναι
επικίνδυνη, γιατί ενέχει τον κίνδυνο της χαλάρωσης. Η ανάπαυση
και η απόλαυση δεν συντελούν στην δόξα του Θεού. Αυτό
επιτυγχάνεται με την δράση. «Η σπατάλη του χρόνου είναι η πρώτη
και η σοβαρότερη από όλες τις αμαρτίες». Αφού καθήκον του
ανθρώπου είναι να επιβεβαιώση την εκλογή του, ο χρόνος της ζωής
είναι πολύ μικρός, και γι’ αυτό δεν πρέπει να κατασπαταλάται
στην απόκτηση του πλούτου.
Ο
Baxter έδινε προτεραιότητα και μεγάλη σημασία στην
αδιάκοπη πνευματική και σωματική εργασία, που την θεωρούσε
αυτοσκοπό της ζωής του ανθρώπου. Ακόμη και ο πλούσιος δεν πρέπει
να αρκείται στα χρήματα που έχει, αλλά να εργάζεται, γιατί αυτό
είναι εντολή του Θεού. Για την εργασία και το επάγγελμα, σαν
ασκητική προσπάθεια στον Προτεσταντισμό, δεν θα κάνουμε λόγο εδώ,
αλλά θα αναφερθούμε στην επόμενη ενότητα. Εκείνο που πρέπει εδώ
να τονισθή είναι ότι ο Θεός απαιτεί την έλλογη εργασία και το
ιδιαίτερο επάγγελμα.
Ενώ φαίνεται ότι
καταδικάζεται ο πλούτος, η αλήθεια είναι ότι τονίζεται ότι η
χρησιμοποίηση του πλούτου εξαρτάται από την κατάσταση του
ανθρώπου. Αν, δηλαδή, ο άνθρωπος χρησιμοποιή τον πλούτο για
αργία και αμαρτωλή απόλαυσή του, τότε είναι κακός, αλλά αν ο
πλούτος είναι καρπός του καθήκοντος του επαγγέλματος, και δεν
οδηγή στην αμαρτωλή ζωή, τότε είναι χρήσιμος και επιβεβλημένος.
Μάλιστα τονίζεται ότι το να θέλη ο άνθρωπος να είναι πτωχός
ισοδυναμεί με το να είναι άρρωστος, γιατί αυτό δεν συντελεί στην
δόξα του Θεού.
Φαίνεται εδώ ότι
υπάρχει ένας ιδιότυπος ασκητισμός, αφού κακό θεωρείται η
αδιαφορία και η αργία του άρχοντα, καθώς επίσης και η επίδειξη
του νεόπλουτου. Ο πλουτισμός είναι επιτρεπτός όταν βρίσκεται σε
ορισμένα πλαίσια, όταν δηλαδή είναι καρπός του επαγγέλματος και
όταν δεν γίνεται αφορμή για αμαρτωλή απόλαυση της ζωής και
τεμπελιά.
Στο σημείο αυτό
φαίνεται η σύνδεση της ηθικής του πουριτανισμού με την εβραϊκή
αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η κατοχή πλούτου εθεωρείτο
ένδειξη της αγάπης και της εύνοιας του Θεού στους εκλεκτούς του.
Γι’ αυτό, όπως λέγει ο Max Weber,
έχουν απόλυτο δίκαιο μερικοί συγγραφείς που θεωρούν την
πουριτανική ηθική, ιδίως στην Αγγλία, ως «αγγλικό εβραϊσμό».
Πραγματικά, ενώ οι Εβραίοι στάθηκαν στο πλευρό του τυχοδιωκτικού
Καπιταλισμού, «ο πουριτανισμός πραγματοποίησε το ήθος της
ορθολογικής αστικής επιχείρησης και της έλλογης οργάνωσης της
εργασίας».
Όλα αυτά που
αναφέρθηκαν προηγουμένως δείχνουν την εξάρτηση του Καπιταλισμού
από την προτεσταντική ηθική. Αν κανείς εντάξη σε αυτά και την
στάση του πουριτανισμού απέναντι σε όλες τις άλλες εκδηλώσεις
της ζωής, θα διαπιστώση ότι ο προτεσταντικός ασκητισμός επηρέασε
βαθύτατα της εξέλιξη του πνεύματος του Καπιταλισμού.
Οι Πουριτανοί
στράφηκαν εναντίον της ψυχαγωγίας και της αυθόρμητης απόλαυσης
της ζωής. Είναι γνωστόν ότι οι φεουδαλικές και μοναρχικές
δυνάμεις στην Αγγλία προστάτευαν αυτούς που ήθελαν να
διασκεδάσουν εναντίον «της ανερχομένης ηθικότητας της μεσαίας
τάξης και τις ασκητικές μυστικές συγκεντρώσεις εναντίον της
εξουσίας». Οι Πουριτανοί ήταν εναντίον της διασκέδασης, όχι λόγω
κατάργησης της αργίας της Κυριακής, αλλά γιατί την θεωρούσαν
σκόπιμη εκτροπή από την εργασία και το καθήκον του επαγγέλματος.
Ακόμη και τα σπορ τα θεωρούσαν καλά όταν συνέβαλαν στην φυσική
αποδοτικότητα του ανθρώπου κατά την διάρκεια της εργασίας.
Οι Πουριτανοί,
χωρίς να αρνούνται τον πολιτισμό, αφού, άλλωστε, οι ηγέτες τους
είχαν διαποτισθή από την παιδεία της Αναγέννησης, στέκονταν
κριτικά και εχθρικά απέναντι στα αγαθά του πολιτισμού, όταν αυτά
δεν εξυπηρετούσαν κάποια θρησκευτικά αξία. Μισούσαν το θέατρο,
τον καλλωπισμό και το στόλισμα του ανθρώπου με την ενδυμασία.
Όταν η στάση τους ήταν ανεκτική απέναντι σε μερικούς τρόπους
ψυχαγωγίας έπρεπε οπωσδήποτε να μη κοστίζουν πολύ. Γιατί ο
πλούτος που είχαν ήταν δώρο του Θεού, ο άνθρωπος είναι οικονόμος
και διαχειριστής αυτού του πλούτου, γι’ αυτό θα λογοδοτήση στον
Θεό για τον τρόπο της διαχείρησης. Έτσι, η ιδιοκτησία που έχει ο
Πουριτανός είναι εμπιστευμένη από τον Θεό και γι’ αυτό έχει
καθήκον να συμπεριφέρεται σωστά. Όσα περισσότερα κατέχει κανείς
τόσο και αυξάνεται η ευθύνη του απέναντι στον Θεό.
Βέβαια, όπως
σημειώνει ο Max Weber, η πουριτανική
ηθική ήταν γεμάτη από αντιθέσεις. Θεωρούσε τον πλούτο ως εύνοια
του Θεού, αλλά παράλληλα πολεμούσε την υπερηφάνεια και την
πολυτέλεια, που είναι οι πειρασμοί της κατοχής των υλικών αγαθών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο John Wesley
τονίζει το γεγονός ότι όπου αυξάνεται ο πλούτος ελαττώνεται η
θρησκεία, αφού αυξανόμενος ο πλούτος δημιουργεί υπερηφάνεια,
πάθη και αγάπη των εγκοσμίων. Ωστόσο όμως στο κείμενό του
υπάρχουν μερικές αλήθειες, που δείχνουν πως η προτεσταντική
ηθική γέννησε τον Καπιταλισμό.
Ο πλούτος είναι
αποτέλεσμα της εργασίας και της οικονομίας. «Η θρησκεία πρέπει
αναγκαία να οδηγεί σε εργατικότητα και οικονομία και αυτές δεν
μπορούν να δημιουργήσουν τίποτε άλλο από πλούτο». Η επιμέλεια
και η οικονομία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των μεθοδιστών. «Οι
μεθοδιστές παντού είναι επιμελείς και οικονόμοι· συνεπώς
αυξάνουν τα αγαθά τους». Δεν πρέπει να αποτρέπουν τον λαό από το
να είναι οικονόμος: «οφείλουμε να προτρέπουμε όλους τους
Χριστιανούς να κερδίζουν όσο μπορούν περισσότερα και να
αποταμιεύουν όσο μπορούν περισσότερα, δηλαδή να γίνουν
πραγματικά πλούσιοι».
Εδώ συναντά κανείς
τα γνωρίσματα του πνεύματος του Καπιταλισμού: εργασία και
αποδοτικότητα, οικονομία των αγαθών που προέρχονται από αυτά,
αποταμίευσή τους, δηλαδή συγκέντρωση του κεφαλαίου. Επίσης
τονίζεται ότι πρέπει να δίνουν όσο μπορούν στους άλλους «ώστε να
αυξήσουν την κατάσταση της χάρης τους και να συγκεντρώσουν
θησαυρό στον ουρανό».
Ο
Max Weber βρίσκει και σε άλλα σημεία την προσφορά του
πουριτανικού ασκητισμού στον Καπιταλισμό. Προσέφερε επιμελείς
εργάτες που εργάζονταν ενσυνείδητα, γιατί αυτό ήθελε ο Θεός,
έδωσε ασφάλεια, αφού η άνιση κατανομή των αγαθών είναι έργο της
θείας Προνοίας, επειδή μέσα στην βουλή του Θεού είναι η ύπαρξη
πλουσίων και πτωχών, εξασφάλισε την βεβαιότητα ότι η πιστή
εργασία με χαμηλούς μισθούς αρέσει πολύ στον Θεό, και βέβαια το
επάγγελμα που είναι έργο του Θεού εξασφαλίζει την κατάσταση της
Χάρης. Η προτεσταντική αυτή αντίληψη «ερμήνευσε την
επιχειρηματική δραστηριότητα του εργοδότη σαν επάγγελμα».
Μάλιστα τονίζεται ότι η οικονομική δύναμη της Ολλανδίας κατά τον
17ο αιώνα οφείλεται στο ότι οι Καλβινιστές και
Βαπτιστές θεωρούσαν «την εργασία και τη φιλοπονία σαν καθήκον
τους απέναντι στο Θεό».
Το χαρακτηριστικό
γνώρισμα του πνεύματος του συγχρόνου Καπιταλισμού είναι ο «έλλογος
τρόπος ζωής με βάση την ιδέα του επαγγέλματος». Ακριβώς δε αυτό
γεννήθηκε «από το πνεύμα του χριστιανικού ασκητισμού». Φυσικά
πρέπει να ειπωθή εδώ ότι ο Max Weber
έχει υπ’ όψη του τον χριστιανικό ασκητισμό που αναπτύχθηκε στην
Δύση και επηρεάσθηκε από τον απόλυτο προορισμό του Αυγουστίνου,
και δεν έχει καμμιά σχέση με τον γνήσιο χριστιανικό ασκητισμό,
όπως τον βιώνει η Ορθοδοξία. Αυτός ο πουριτανικός ασκητισμός,
που στηρίζεται στο άτομο, στην ταύτιση της εργασίας με το
επάγγελμα, στην συσσώρευση πλούτου, που θεωρείται ευλογία του
Θεού, είναι και αντιφατικός και δημιουργός πολλών προβλημάτων[xviii].
Είδαμε προηγουμένως
ότι το καθήκον του Προτεστάντη για το επάγγελμα, που το θεωρεί
εντολή του Θεού, η ταύτιση της εργασίας με το επάγγελμα, που
είναι αυτοσκοπός του ανθρώπου, αποτέλεσε την βάση της εξελίξεως
και αναπτύξεως του καπιταλιστικού πνεύματος. Πρέπει στο σημείο
αυτό να παρουσιάσουμε τις απόψεις του Max
Weber για το επάγγελμα κατά τον πλέον συνοπτικό τρόπο,
γιατί δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθούν μέσα σ’ ένα μικρό
κείμενο.
Στο βιβλίο που
μελετάμε ο Max Weber αφιερώνει ένα
κεφάλαιο για να μελετήση τις απόψεις του Προτεσταντισμού για το
επάγγελμα, που διαμόρφωσαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε πνεύμα του
Καπιταλισμού. Το κεφάλαιο τιτλοφορείται ως εξής: «η έννοια του
επαγγέλματος στο Λούθηρο, καθήκον της έρευνας».
Στην αρχή του
κεφαλαίου υπογραμμίζει ότι η λέξη επάγγελμα, η οποία συνδέεται
με την αγγλική λέξη calling, που
περικλείει την έννοια της αποστολής που δόθηκε από τον Θεό, δεν
υπήρχε στους καθολικούς λαούς, ούτε στην κλασσική αρχαιότητα,
παρά μόνο στις χώρες εκείνες που πλειοψηφικά ανήκαν στους
Προτεστάντες. Αυτό οφείλεται στην μετάφραση της Βίβλου. Και όχι
μόνον η λέξη ήταν καινούρια, αλλά και το περιεχόμενό της είναι
νέο προϊόν, που οφείλεται στην Μεταρρύθμιση.
Το νέο περιεχόμενο
που δόθηκε στην λέξη επάγγελμα είναι το χρέος που έχει ο
άνθρωπος στα εγκόσμια επαγγέλματα, που είναι το ύψιστο
περιεχόμενο της ηθικής δραστηριότητας.
Στην αρχή ο Λούθηρος
θεωρούσε το επάγγελμα, και γενικότερα την δραστηριότητα στον
κόσμο, ως υλικό, σαν ένα φυσικό γεγονός, όπως το φαγητό και το
ποτό. Αργότερα όμως η εργασία σ’ ένα επάγγελμα φαίνεται στον
Λούθηρο ως έκφραση της αδελφικής αγάπης. Τελικά επεκράτησε να
θεωρήται ότι είναι ο μοναδικός τρόπος ζωής που είναι υπαρκτός
από τον Θεό, είναι «εκπλήρωση των εγκοσμίων υποχρεώσεων».
Όπως σημειώνει ο
Max Weber, υπάρχει μια εξελικτική
πορεία στην σκέψη του Λουθήρου. Κατ’ αρχάς ήταν
προσανατολισμένος στο εσχατολογικό κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου,
από την άποψη ότι το σύντομο της ζωής δεν μας επιτρέπει να
δώσουμε μεγάλη βαρύτητα στην μορφή του επαγγέλματος. Αλλά «με
την αυξανόμενη ανάμιξη σε εγκόσμιες υποθέσεις συμβαδίζει χέρι με
χέρι η αυξανόμενη εκτίμηση του επαγγέλματος». Έτσι, ο Λούθηρος
έβλεπε το επάγγελμα σαν μια ειδική προσταγή του Θεού για την
εκπλήρωση των υποχρεώσεων που του επέβαλε ο Ίδιος. Το επάγγελμα
ήταν άμεσο αποτέλεσμα του θείου θελήματος. Ο άνθρωπος πρέπει να
δέχεται και να μένη στο επάγγελμα που του έδωσε ο Θεός. Με αυτόν
τον τρόπο το επάγγελμα είναι για τον άνθρωπο ένα καθήκον που
όρισε ο Ίδιος ο Θεός. Μέσα στα πλαίσια αυτά βρίσκεται «η υποταγή
στην εξουσία και η παραδοχή των πραγμάτων όπως ήταν».
Βέβαια, ο Λούθηρος
δεν είχε κάποια εσωτερική σχέση και συνάφεια με το πνεύμα του
Καπιταλισμού, αφού άλλωστε ο ίδιος ήταν και εναντίον της
τοκογλυφίας, που είναι μια μορφή του καπιταλιστικού κέρδους.
Αλλά όμως οι απόψεις του για το επάγγελμα είναι συνάρτηση των
θεωρητικών θέσεων του Προτεσταντισμού για τον απόλυτο προορισμό
του ανθρώπου, και φυσικά είναι συνέπειά του[xix].
Σε άλλα σημεία του
βιβλίου του ο Max Weber λέγει ότι ο
προτεσταντικός ασκητισμός είδε την εργασία ως επάγγελμα, που
είναι το ύψιστο καθήκον που όρισε ο Θεός. Αυτή η ταύτιση της
εργασίας με το επάγγελμα, και μάλιστα ο σύνδεσμός του με τον
απόλυτο προορισμό και τις συνέπειές του, δημιούργησε πολλά
προβλήματα και φυσικά είναι το βασικό κίνητρο του Καπιταλισμού.
Κατά τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η επιχειρηματική
δραστηριότητα του εργοδότη, σαν επάγγελμα δοσμένο από τον Θεό[xx].
Η ταύτιση της
εργασίας, που είναι, βέβαια, απαραίτητη για τον άνθρωπο, με την
εξειδίκευση των επαγγελμάτων, συντελεί κατά τους Προτεστάντας
στην επιβεβαίωση της Χάριτος του Θεού μέσα στον άνθρωπο και,
βέβαια, στην επίγνωση ότι ανήκει κανείς στους εκλεκτούς του Θεού.
Πέρα από αυτήν την μεταφυσική θεώρηση της εξειδίκευσης, το
επάγγελμα τίθεται και σε ωφελιμιστικά πλαίσια, τα οποία
καλλιεργούν το πνεύμα του Καπιταλισμού. Η δεξιοτεχνία του εργάτη
βοηθά στην ποιοτική και ποσοτική βελτίωση της παραγωγής,
εξυπηρετείται το γενικό καλό, δημιουργείται η δυνατότητα
μεγαλυτέρου κέρδους, κερδίζεται περισσότερος χρόνος. Είναι
χαρακτηριστικά τα λόγια του Baxter: «έξω
από ένα σταθερό επάγγελμα τα επιτεύγματα της εργασίας ενός
ανθρώπου είναι ασταθή και ευκαιριακά και σπαταλιέται
περισσότερος χρόνος σε οκνηρία παρά σε εργασία».
Ο ωφελιμισμός που
κυριαρχεί κατά την εξάσκηση του επαγγέλματος φαίνεται μόνο σε
αυτό (το επάγγελμα) και όχι τόσο στην εργασία. Γιατί «η έλλογη
επαγγελματική εργασία είναι αυτό που ο Θεός απαιτεί», και όχι η
εργασία. Μέσα στην προοπτική αυτή πρέπει να δούμε και το ότι
κάθε άνθρωπος μπορεί να συνδυάζη πολλά επαγγέλματα και ακόμη να
αλλάζη επάγγελμα, εάν αυτό είναι πιο αρεστό στον Θεό[xxi].
Φαίνεται, λοιπόν,
ότι ο έλλογος επαγγελματισμός προϋποθέτει τον ορθολογικό τρόπο
ζωής και συμπεριφοράς και κρίνεται με κριτήρια ωφελιμιστικά.
Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα συνιστούν το λεγόμενο
πνεύμα του Καπιταλισμού. Εκεί στηρίχθηκε όλη η καπιταλιστική
νοοτροπία. Και φυσικά αυτά που λέμε για το επάγγελμα πρέπει να
συνδεθούν στενά με το περιεχόμενο του προτεσταντικού ηθικισμού,
που αναφέρθηκε προηγουμένως.
Τελειώνοντας αυτήν
την ανάλυση της συνδέσεως που κάνει ο Max
Weber μεταξύ της προτεσταντικής ηθικής και του πνεύματος
του Καπιταλισμού, πρέπει να σημειώσουμε κάτι που ο ίδιος ο
Max Weber υπογραμμίζει εμφαντικά.
Στους μεταρρυθμιστές δεν μπορεί κανείς να βρη ότι σκοπός της
ζωής τους ήταν να θεμελιώσουν κοινωνίες με «ηθικό πολιτισμό».
Στο κέντρο των ενδιαφερόντων τους δεν ήταν «προγράμματα
ηθικοκοινωνικών μεταρρυθμίσεων», αλλά κυρίως ενδιαφέρονταν για
την σωτηρία της ψυχής. Δεν μπορεί να υποστηριχθή δογματικά ότι
το καπιταλιστικό πνεύμα προέκυψε μόνον από την επίδραση της
Μεταρρυθμίσεως, καθώς επίσης ότι «ο καπιταλισμός σαν οικονομικό
σύστημα, είναι δημιούργημα της Μεταρρύθμισης». Εκείνο που θέλει
να υποστηρίξη είναι ότι οι θρησκευτικές ιδέες επέδρασαν στην
ποιοτική διαμόρφωση και την ποσοτική εξάπλωση του πνεύματος του
Καπιταλισμού πάνω στον κόσμο[xxii].
Οι απόψεις του
Max Weber που διατυπώθηκαν μάλιστα σ’
έναν ορισμένο χώρο, δηλαδή στον δυτικό, δημιούργησαν μεγάλη
συζήτηση. Υπήρξαν επιστήμονες που ενστερνίσθηκαν αυτές τις
απόψεις, ότι, δηλαδή, το πνεύμα του Καπιταλισμού έχει σχέση με
την προτεσταντική ηθική, καθώς επίσης υπήρξαν και άλλοι που
αρνήθηκαν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ αυτών των δύο πραγματικοτήτων.
Πέρα από αυτές τις δύο απόψεις διατυπώθηκαν και πολλές άλλες τις
οποίες θα προσπαθήσουμε να δούμε σε αυτήν την ενότητα. Το
γεγονός είναι ότι το βιβλίο αυτό του Max
Weber δημιούργησε μεγάλη συζήτηση, η οποία εξακολουθεί
και στις ημέρες μας. Επομένως, πρόκειται για ένα βιβλίο που
δημιούργησε ζυμώσεις, γιατί διακρίνεται για πρωτοτυπία.
Στην συνέχεια θα
προσπαθήσουμε να δούμε τις κυριότερες κριτικές για την θεωρία
του Max Weber, όπως τις παρουσιάζει ο
Robert Green[xxiii].
Θα ήθελα από την θέση αυτή να ευχαριστήσω θερμά τον
οικονομολόγο Αναστάσιο Φιλιππίδη, για την ουσιαστική του βοήθεια
στην ενημέρωσή μου, αλλά και την κατανόηση των απόψεων των
διαφόρων επιστημόνων, οι οποίες παρουσιάζονται εδώ. Η συζήτηση
μαζί του πάνω στα θέματα αυτά και η προσφορά του στην είσδυση
στην συλλογή πηγών του Green με
βοήθησαν να τεκμηριώσω τις απόψεις που είχα σχηματίσει από την
προσωπική μελέτη του έργου του Max Weber
«Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού».
Πριν όμως
προχωρήσουμε στις συγκεκριμένες απόψεις που διατυπώθηκαν για την
θεωρία του Max Weber, θα ήταν καλό να
δούμε ποιοι σοβαροί μελετητές συνεισέφεραν στον διάλογο που
ακολούθησε από την έκδοση του βιβλίου του Max
Weber, τους οποίους παρουσιάζει ο
Robert Green.
Από τους πρώτους που
ασχολήθηκαν με την θεωρία του Max Weber
ήταν ο Ernst Troeltsch, Καθηγητής
Θεολογίας στα Πανεπιστήμια του Γκαίτινγκεν, της Βόννης, της
Χαϊδελβέργης και του Βερολίνου διαδοχικά. Κατά το έτος 1912
εξέδωσε βιβλίο με τίτλο: «Η κοινωνική διδασκαλία των
Χριστιανικών Εκκλησιών», το οποίο υποστηρίζει τις απόψεις του
Max Weber, γι’ αυτό οι μετέπειτα
κριτικοί του Max Weber κρίνουν και
ελέγχουν ταυτόχρονα και τον Troeltsch.
Ο
Werner Sombart, Καθηγητής των Πανεπιστημίων Μπρατισλάβας
και Βερολίνου και πολυγραφότατος συγγραφέας σε θέματα
οικονομικής ανάπτυξης της Ευρώπης, δημοσίευσε το 1911 ένα έργο
με τίτλο: «Οι Ιουδαίοι και ο σύγχρονος Καπιταλισμός».
Ο
R. H. Tawney,
ένας από τους γνωστότερους Βρετανούς οικονομικούς ιστορικούς,
Καθηγητής στα Πανεπιστήμια της Γλασκώβης, της Οξφόρδης και στο
London School of Economics, ασχολήθηκε
με τις απόψεις του Max Weber σε βιβλίο
του που εκδόθηκε το 1926 με θέμα: «Η Θρησκεία και η άνοδος του
Καπιταλισμού».
Ο
Winthrop S. Hudson, Καθηγητής
της Εκκλησιαστική ιστορίας στο Πανεπιστήμιο
Colgate – Rochester των Η.Π.Α.
και για ένα διάστημα πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρείας
Εκκλησιαστικής Ιστορίας, δημοσίευσε το 1949 ένα δοκίμιο με τίτλο:
« Πουριτανισμός και το πνεύμα του Καπιταλισμού».
Ο
Henri Sée, διάσημος για τα έργα
του γύρω από την οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης από τον
Μεσαίωνα, δημοσίευσε το 1929 μελέτη με τίτλο: «Σε ποιο βαθμό
συνεισέφεραν στην ανάπτυξη του σύγχρονου Καπιταλισμού οι
Πουριτανοί και οι Εβραίοι;».
Ο
H. M.
Robertson ασχολήθηκε επισταμένως με τις θεωρίες του
Max Weber σε διδακτορική του διατριβή
που υπέβαλε το 1929 στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ με τίτλο: «Όψεις
της ανόδου του οικονομικού ατομικισμού».
Ο
Amintore Fanfani, Καθηγητής Οικονομικής ιστορίας στα
Πανεπιστήμια του Μιλάνου και της Ρώμης και αργότερα εξέχων
πολιτικός και πρωθυπουργός της Ιταλίας, δημοσίευσε το 1935
μελέτη με τίτλο: «Καθολικισμός, Προτεσταντισμός και Καπιταλισμός».
Τέλος, ο
Albert Hyma, Ολλανδός ιστορικός και
για πολλές δεκαετίες Καθηγητής στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του
Michigan, έκανε συνολική κριτική στις
απόψεις του Max Weber σε μελέτη του η
οποία δημοσιεύθηκε το 1955 με τίτλο: «Οικονομικές απόψεις των
Προτεσταντών Μεταρρυθμιστών».
Όπως φαίνεται και
μόνο από τους τίτλους των πιο πάνω βιβλίων των συγκεκριμένων
ερευνητών – επιστημόνων, οι απόψεις του Max
Weber συζητήθηκαν πάρα πολύ και διατυπώθηκαν διάφορες
ερμηνείες, τις οποίες θα δούμε στην συνέχεια αυτών των αναλύσεων.
Βέβαια και πολλοί άλλοι ασχολήθηκαν με τις απόψεις του
Max Weber, ξένοι και δικοί μας, αλλά
όμως θα σταθούμε στους επιστήμονες που αναφέραμε, γιατί οι
απόψεις τους είναι πρωτότυπες και αντιπροσωπευτικές, αφού αυτοί
προχώρησαν την ουσιαστική συζήτηση για την σχέση μεταξύ του
πνεύματος του Καπιταλισμού και της προτεσταντικής ηθικής.
Στην συνέχεια θα
υπογραμμίσουμε μερικά κεντρικά σημεία από τα έργα όσων
ασχολήθηκαν με την θεωρία του Max Weber,
που κατά την γνώμη μου, είναι σημαντικά και αρκετά
χαρακτηριστικά.
α) Υπάρχει μια
κατηγορία επιστημόνων που δέχονται τις απόψεις του
Max Weber για την γένεση του
Καπιταλισμού. Μεταξύ των πρώτων υποστηρικτών του είναι ο
Ernst Troeltsch, ο οποίος δέχεται ότι
η Καλβινιστική ηθική που τόνιζε την αξία της εργασίας και
ταυτόχρονα περιόριζε την κατανάλωση, οδηγούσε στην συσσώρευση
του πλούτου. Επίσης, το ότι ο Καλβινισμός απέρριψε την
απαγόρευση του τόκου που είχε επιβάλει ο Καθολικισμός βοήθησε
στην παραγωγική διακίνηση του χρήματος και, βέβαια, στην αύξησή
του.
Στις αναλύσεις που
είδαμε προηγουμένως διαπιστώθηκε ότι η Καλβινιστική ηθική της
κλήσης και της εργασίας, δηλαδή οι απόψεις του Προτεσταντισμού
για το επάγγελμα, προσέδωσε την βασική υποδομή για την ανάπτυξη
του πνεύματος του Καπιταλισμού. Βέβαια και ο
Max Weber και ο Troeltsch
υπογραμμίζουν αυτήν την άποψη χωρίς να υποστηρίζουν ότι ο
Καπιταλισμός είναι άμεσο προϊόν του Καλβινισμού.
β) Διατυπώθηκε ακόμη
η άποψη ότι ο Καπιταλισμός δεν έχει τόσο σχέση με την
Προτεσταντική ηθική, αλλά με το πνεύμα του Ιουδαϊσμού. Αυτό
υποστηρίχθηκε από τον Werner Sombart,
κατά τον οποίο η κυρία πηγή του πνεύματος του Καπιταλισμού ήταν
η κοινωνική στάση και η οικονομική πράξη που σχετίζεται με τον
Ιουδαϊσμό. Είναι δε γνωστό το επιχειρησιακό πνεύμα του Εβραίου.
Την άποψη του
Sombart υποστήριξε και ο
Sée κατά τον
οποίο το καλύτερο παράδειγμα καπιταλιστικού πνεύματος αποτελεί ο
επιδέξιος και πονηρός Εβραίος έμπορος, παρά ο κάπως ανελαστικός
Πουριτανός. Βέβαια, αυτά λέγονται για να αντικρουσθούν οι
απόψεις του Max Weber, ο οποίος
συνέδεε, όπως είδαμε επανειλημμένως, το πνεύμα του Καπιταλισμού
με την Προτεσταντική ηθική.
γ) Μερικοί κριτικοί
της θεωρίας του Max Weber αμφισβητούν
τον συσχετισμό που επιχειρεί μεταξύ του Καπιταλισμού και της
Προτεσταντικής ηθικής και το θεωρούν αυθαίρετο και πάντως
υπεραπλουστευτικό συμπέρασμα. Το βασικό τους επιχείρημα είναι
ότι ο Καπιταλισμός προϋπήρχε του Προτεσταντισμού, αφού τον
συναντάμε και πριν ακόμη δημιουργηθούν οι Προτεσταντικές
Ομολογίες στην Δύση. Ήδη έχουμε υπογραμμίσει στην εισαγωγή αυτών
των αναλύσεων ότι υπάρχουν μερικοί μελετητές που θεωρούν ότι ο
Καπιταλισμός συνδέεται στενά με τον Παπισμό, με την όλη θεολογία
και ηθική που διαθέτει.
Ο
Sombart υποστήριξε την άποψη ότι στην ανάπτυξη του
Καπιταλισμού είχε βοηθήσει η Παπική Εκκλησία, ιδίως στην Ιταλία.
Είναι γνωστόν ότι στο θεολογικό σύστημα του Θωμά Ακινάτη
επιχειρείται η σχολαστικοποίηση και ορθολογικοποίηση της ζωής.
Βασικό δόγμα του Θωμά Ακινάτη είναι ότι «αμαρτία στα ανθρώπινα
θέμα είναι ό,τι είναι αντίθετο προς τις επιταγές της λογικής».
Δεδομένου ότι το πνεύμα του Καπιταλισμού συνδέεται με τον
ορθολογισμό σημαίνει ότι άμεση είναι η εξάρτησή του από το
θεολογικό σύστημα της Παπικής Εκκλησίας.
Επίσης, ο Θωμάς
Ακινάτης απαιτούσε τον έλεγχο του γενετησίου ενστίκτου για την
αποφυγή της σπατάλης, γιατί γνώριζε ότι η πολυτέλεια και η
σπατάλη συνοδεύονται και από υπερβολές στα θέματα της ερωτικής
ζωής. Κατά συνέπεια η εγκράτεια συνετέλεσε στην συσσώρευση του
πλούτου.
Το ότι ο
Καπιταλισμός αναπτύχθηκε από τον Παπισμό, κατά τον
Sombart, φαίνεται από δύο επί πλέον
γεγονότα. Πρώτον, από το ότι οι σχολαστικοί δίδασκαν ότι δεν
έχει σημασία αν κάποιος είναι πτωχός ή πλούσιος, αλλά τι κάνει
με τον πλούτο και την φτώχεια του. Και δεύτερον ότι οι
σχολαστικοί και ειδικότερα ο Αντωνίνος της Φλωρεντίας επέτρεπαν
τον τόκο, αν τα χρήματα είχαν δανεισθή για παραγωγική επένδυση.
Παράλληλα με όσα
παρουσιάσαμε προηγουμένως ο Sombart
υποστηρίζει ότι ο Προτεσταντισμός ήταν αντίθετος προς τον
Καπιταλισμό και μόνον ακούσια βοήθησε στην ανάπτυξη του
Καπιταλισμού, στο βαθμό που εμπνεόταν από τον ορθολογισμό των
Σχολαστικών.
Με τις απόψεις του
Sombart συμπορεύεται και ο
Robertson, κατά τον οποίο το πνεύμα
του Καπιταλισμού υπήρχε από την αρχαιότητα, αλλά διάφορες
εξωτερικές συνθήκες δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη του Καπιταλισμού.
Θα μπορούσε δε να συμφωνήση για μια πιθανή ημερομηνία γένεσης
του Καπιταλισμού, που είναι το 1202 και συνδέεται με τις
σταυροφορίες, γιατί οι σταυροφορίες δεν ήταν «πόλεμοι, αλλά
ληστεία και πειρατεία. Ήταν οργανωμένες εμπορικές επιχειρήσεις
λεηλασίας και ο εξοπλισμός της πολεμικής ομάδας απαιτούσε
τεράστια κεφάλαια, μεγαλύτερα από τα κεφάλαια οποιασδήποτε
εμπορικής ή βιομηχανικής επιχείρησης της εποχής. Ακόμη, τα
λάφυρα αποτελούσαν ένα τεράστιο πόρο για την πρώιμη
αποθησαύριση του κεφαλαίου. Έτσι, η λεηλασία της Ανατολής ήταν
σημαντική για την πρώιμη ιστορία του Καπιταλισμού».
Ως παραδείγματα «καπιταλιστών»
που αναφέρονται από τον Robertson
είναι η αναγεννησιακή Φλωρεντία του 14ου και 15ου
αιώνος, όπου υπήρχαν επιχειρηματίες που οργάνωσαν την ζωή τους
γύρω από την επιδίωξη του κέρδους, χωρίς να το απολαμβάνουν, και
αργότερα οι Ιησουίτες, γιατί αν υπήρχε μια θρησκεία που ευνοούσε
τον Καπιταλισμό δεν ήταν ο Καλβινισμός, αλλά η Θρησκεία των
Ιησουιτών.
Και ο
Hyma υποστηρίζει ότι όλα τα
χαρακτηριστικά γνωρίσματα που ο Max Weber
αποδίδει στον Προτεσταντισμό, από τα οποία προήλθε ο
Καπιταλισμός, παρατηρούνται και στην Ιταλία του 14ου
και 15ου αιώνος, πριν ακόμη εμφανισθή ο
Προτεσταντισμός. Αυτά τα γνωρίσματα είναι η υποχρέωση της
σκληρής εργασίας, η επιθυμία της αποταμίευσης με σκοπό την
ελεημοσύνη, ο καθαγιασμός του επαγγέλματος και η πίστη ότι οι
Χριστιανοί μπορούν να αποκτούν περισσότερα αγαθά απ’ όσα
χρειάζονται. Επίσης ισχυρίζεται ότι, καίτοι η τοκογλυφία
απαγορευόταν από την Παπική Εκκλησία, εν τούτοις οι διασυνδέσεις
του παπικού Κλήρου με τον Τραπεζικό οίκο
Fuggers στην Ρώμη, έδωσαν αποφασιστική ώθηση στην ραγδαία
εξάπλωση της τοκογλυφίας.
Όλα αυτά δείχνουν
ότι, κατά τους επιστήμονες αυτούς, το πνεύμα του Καπιταλισμού
προϋπήρχε του Προτεσταντισμού, αλλά όμως, όπως παρατηρεί και ο
Fanfani, ο Προτεσταντισμός άσκησε
θετική επίδραση για την καθιέρωση του Καπιταλισμού και αυτό,
βέβαια, παρά την θέληση των Μεταρρυθμιστών. Και ο
Tawney, ενώ αποδέχεται την κεντρική
ιδέα του Max Weber, για την σχέση
μεταξύ του Καπιταλισμού και της Προτεσταντικής ηθικής, εν
τούτοις υποστηρίζει ότι ο Καπιταλισμός υπήρχε ήδη στην
μεσαιωνική Ιταλία και στην Φλάνδρα, και ήταν οι καθολικές
Ισπανία και Πορτογαλία που εντυπωσίαζαν με τον οικονομικό
ιμπεριαλισμός τους τον 15ο – 16ο αιώνα και
όχι οι προτεσταντικές δυνάμεις.
Γενικά, κατά την
κατηγορία αυτή των επιστημόνων δεν είναι αρκετό να υποστηρίζεται
ότι η προτεσταντική ηθική γέννησε τον Καπιταλισμό, ακριβώς γιατί
προϋπήρχε με την διδασκαλία της Παπικής Εκκλησίας. Ουσιαστικά,
αυτές οι αναλύσεις συνδέουν πολύ περισσότερο το πνεύμα του
Καπιταλισμού με την Παπική Εκκλησία.
δ) Οι μελετητές της
θεωρίας του Max Weber, στράφηκαν και
στο κεντρικό σημείο της. Αφού, κατά τον Max
Weber, το πνεύμα του Καπιταλισμού συνδέεται με την
Προτεσταντική ηθική ενδιατρίβουν περισσότερο στο θέμα της
μελέτης του Προτεσταντισμού, που είναι πράγματι ένα μεγάλο
φαινόμενο. Θα δούμε μερικές απόψεις των επιστημόνων της
κατηγορίας αυτής.
Ο
Tawney, υποστηρίζει ότι το καπιταλιστικό πνεύμα προϋπήρχε
του Προτεσταντισμού και θεωρεί ανεπαρκή την θέση του
Max Weber ότι η προτεσταντική ηθική
συνετέλεσε στην ανάπτυξη του Καπιταλισμού, αλλά δέχεται ότι
υπήρχε μια γενικότερη σχέση αιτιότητας ανάμεσα στην
Προτεσταντική Μεταρρύθμιση και την άνοδο του Καπιταλισμού.
Μάλιστα διατυπώνει την άποψη ότι και μεταξύ των Προτεσταντικών
ομάδων υπάρχει σαφής διαφορά. Για παράδειγμα ισχυρίζεται ότι,
ενώ ο Παπισμός και ο Λουθηρανισμός διακρίνονται για μια
συντηρητική στάση, αντίθετα ο Καλβινισμός έφερε μια επανάσταση,
από την άποψη ότι απευθυνόταν σε μια ήδη διαφορετική οικονομία
από αυτήν του Μεσαίωνα και χρησιμοποιούσε αυτήν
ως βάση για την ηθική του θεωρία. Ο Λουθηρανισμός εξιδανίκευσε
την αγροτική, παραδοσιακή κοινωνία, ενώ ο Καλβινισμός ήταν ένα
κίνημα της πόλης, που δεν έβλεπε καχύποπτα την ενασχόληση με το
εμπόριο και την χρηματοδότηση.
Επομένως, σύμφωνα με
τον Tawney, στο σύνολό του ο
Προτεσταντισμός χωρίς να είναι η αιτία του Καπιταλισμού, εν
τούτοις εξελίχθηκε ως ο σημαντικός υπηρέτης της ανάπτυξής του.
Αυτό φαίνεται από το ότι ο μεν Καλβινισμός δεν απέρριπτε όλα τα
χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Καπιταλισμού, όπως τα αναλύει
διεξοδικά ο Max Weber, αλλά επέμενε να
τα χρησιμοποιή για την δόξα του Θεού, καθώς επίσης ότι
απελευθέρωνε την οικονομική δραστηριότητα της μεσαίας τάξης και
με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε μια νέα κοινωνία, ο δε
Πουριτανισμός ερχόταν σε αντίθεση με τον Φεουδαλισμό και το
απολυταρχικό Κράτος, έτσι, εμμέσως μπορούμε να κάνουμε λόγο για
σχέση μεταξύ του πνεύματος του Καπιταλισμού και της
προτεσταντικής ηθικής.
Ο
Hudson ισχυρίζεται ότι ο Max Weber
έκανε το σοβαρό λάθος να εξισώνη τον Καλβινισμό του 16ου
αιώνος με τον Πουριτανισμό του 17ου αιώνος. Μάλιστα,
ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία που δίνει ο Max
Weber στην «κλήση» δεν υπάρχει πουθενά στα γραπτά του
Καλβίνου, αφού και αυτός ο ίδιος ο Καλβίνος θα την απέρριπτε.
Επίσης, υποστηρίζει ότι ο Max Weber
απομόνωσε μερικές απόψεις της διδασκαλίας του Καλβίνου και δεν
είδε την όλη θεολογική του σκέψη, αφού ο Καλβίνος ποτέ δεν θα
ισχυριζόταν ότι η υπηρεσία του Μαμμωνά ταυτίζεται με την
υπηρεσία του Θεού. Μάλιστα, και αυτοί οι Πουριτανοί
τοποθετούσαν τον Θεό ως ύψιστο σκοπό της ζωής τους και πίστευαν
ότι ο Θεός είναι σημαντικότερος από τις μπίζνες, την τέχνη και
την απόλαυση. Υποστηρίζει την άποψη ότι η νίκη του πνεύματος του
Καπιταλισμού σήμαινε την ήττα του Πουριτανισμού, αφού οι
Πουριτανού κατεδίκασαν τα νέα εμπορικά ήθη της Αγγλίας του 17ου
αιώνος ως αντιχριστιανικά. Το ότι οι Πουριτανοί πλούτισαν, αυτό
δεν μπορεί να ερμηνευθή ότι το πνεύμα του Καπιταλισμού συνδέεται
με την Προτεσταντική ηθική, αλλά απλούστατα ότι τόνιζαν
ιδιαίτερα την αξία της εργατικότητος και της αποταμίευσης.
Έχω την γνώμη ότι
και με αυτά που τονίζει ο Hudson
ουσιαστικά υποστηρίζει ότι εμμέσως και οι Προτεστάντες βοήθησαν
στην ανάπτυξη του Καπιταλισμού, χωρίς να έχουν την συνείδηση ότι
τον δημιούργησαν.
Μέσα στην ίδια
προοπτική εντάσσεται και ο Sée
που υποστηρίζει ότι «το πνεύμα του καπιταλισμού δεν ήταν γέννημα
του Πουριτανισμού, αλλά ο τελευταίος απετέλεσε το τονωτικό του».
Μεταξύ των άλλων υπογραμμίζει ότι ο Καλβινισμός βοήθησε στην
ανάπτυξη του πνεύματος του Καπιταλισμού, ακριβώς επειδή έδωσε
ώθηση στην εργατικότητα και τον ατομισμό των οπαδών του.
Υπογραμμίζει όμως την πιθανότητα να υπάρχη αμφίδρομη σχέση,
δηλαδή τα ενεργητικά, δραστήρια και ανεξάρτητα πνεύματα της
εποχής εκείνης να αγκάλιασαν τον Καλβινισμό.
Το ότι οι
Καλβινιστές τόνιζαν πολύ την εργατικότητα μπορεί να συνετέλεσε
στην συσσώρευση του πλούτου και όχι ότι ενσυνείδητα εδραίωναν
τον Καπιταλισμό. Ο Robertson
υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα οι Πουριτανοί ήταν αντίθετοι
προς τους Καπιταλιστές, επειδή τους θεωρούσαν ως τεμπέληδες,
αφού κέρδιζαν χρήματα χωρίς να εργάζονται, εκμεταλλευόμενοι την
υπεραξία. Ισχυρίζεται όμως ότι από ιστορική άποψη φαίνεται ότι
τελικά μπορεί ο Καπιταλισμός να επηρέασε την Προτεσταντική ηθική,
αφού το δόγμα για την «κλήση» δεν παρέμεινε το ίδιο από τον 16ο
έως τον 18ο αιώνα. Απλούστατα με την πάροδο του
χρόνου το δόγμα της κλήσης μετατράπηκε σε ένα δόγμα βολικό για
την τάξη των εμπόρων, ως αντίδοτο εναντίον της άπληστης
φιλοδοξίας.
Κατά τον
Fanfani, γενικά, οι Προτεστάντες
τήρησαν μια κριτική στάση απέναντι στον Καπιταλισμό. Οι
Προτεστάντες θεολόγοι ήταν αντίθετοι προς τις εκδηλώσεις του
Καπιταλισμού, στις οποίες έβλεπαν ενέργειες του Μαμμωνά. Μάλιστα,
ο Καλβίνος καυτηρίαζε την Βενετία και την Αμβέρσα, τις οποίες
θεωρούσε κέντρα του Μαμμωνά του Καθολικισμού. Μέσα στα πλαίσια
αυτά αναφέρει και διαφόρους συνόδους των Μεταρρυθμιστών, οι
οποίες απηγόρευσαν τον τόκο, καθώς επίσης και την εργασία, που
στερούσε χρόνο και ενέργεια για την υπηρεσία του Θεού. Γενικά, ο
Fanfani δέχεται ότι, καίτοι ο
Καπιταλισμός προϋπήρχε του Προτεσταντισμού, εν τούτοις ο
τελευταίος άσκησε θετική επίδραση στην καθιέρωσή του.
Στην κατηγορία των
απόψεων που αρνούνται την άμεση εξάρτηση του Καπιταλισμού από
την Προτεσταντική ηθική είναι και ο Hyma,
ο οποίος υποστηρίζει ότι τόσο ο Max Weber
όσο και ο Troeltsch παρανόησαν την
διδασκαλία του Καλβίνου, αφού ο τελευταίος δεν είχε ποτέ
ενδιαφερθή για οικονομικές θεωρίες ή τον Καπιταλισμό. Μάλιστα, ο
Καλβίνος ήταν αντίθετος στην εκζήτηση τόκου από τους πτωχούς.
Αναφέρει και τους πρώτους Καλβινιστές που απηγόρευσαν τον τόκο
σε δάνεια σε πτωχούς και επέτρεπαν μόνο 2% - 3% επιτόκιο σε
μεγάλα δάνεια. Γενικά, το κίνητρο του Καλβίνου ήταν η φροντίδα
για τους συνανθρώπους και όχι η επιταγή για εργασία προς δόξα
του Θεού. Όσα ισχυρίζονται ο Max Weber
και ο Troeltsch, κατά τον
Hyma έχουν ίσως εφαρμογή στους
νεοκαλβινιστές της Αγγλίας και της Αμερικής, όχι όμως και στον
Καλβινισμό του Καλβίνου.
Τελικά, ο Καλβίνος
κατά τον Hyma, ήταν έντονα
αντικαπιταλιστής και θα έμενε κατάπληκτος αν του λέγαμε ότι ένας
μπίζνεμαν του 20ού αιώνα σαν τον Ροκφέλλερ, αναφέρεται ως
παράδειγμα της επίδρασής του στην εξέλιξη της κοινωνίας. Τα
ενδιαφέροντα του Καλβίνου ήταν πνευματικά και αυτό φαίνεται από
το γεγονός ότι από τριάντα χιλιάδες σελίδες κειμένων του, μόνον
οι πενήντα ασχολούνται με οικονομικά προβλήματα. Το ότι κάποιοι
Καλβινιστές από τον 17ο αιώνα και μετά παραδόθηκαν
στην λατρεία του Μαμμωνά δεν σημαίνει ότι ο Καλβινισμός τους
οδήγησε εκεί, αλλά απλώς ότι είχαν πάψει να είναι Χριστιανοί.
Από την παράθεση των
απόψεων αυτών που κρίνουν την θεωρία του Max
Weber φαίνεται ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση να απορρίψη
κανείς την άμεση ή έμμεση σχέση που υπάρχει μεταξύ του πνεύματος
του Καπιταλισμού και της Προτεσταντική ηθικής. Μπορεί κανείς να
έχη διαφορετικές επί μέρους αντιρρήσεις, αλλά εν τούτοις υπάρχει
ένας έμμεσος επηρεασμός. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται από την
μελέτη των απόψεων των πιο πάνω ερευνητών.
ε) Διατυπώθηκε μια
ενδιαφέρουσα άποψη, η οποία συμφωνεί και με τις δικές μας θέσεις
που εκθέσαμε στην εισαγωγή αυτής της μελέτης και βέβαια θα
επαναλάβουμε πιο κάτω, ότι χωρίς αν εξετάζη κανείς την άμεση
προέλευση του Καπιταλισμού, αν δηλαδή προήλθε από τον Παπισμό ή
τον Προτεσταντισμό, εν τούτοις μπορεί να υποστηριχθή ότι έχει
να κάνη με το γενικότερο δυτικό πνεύμα που επικρατούσε στον
δυτικό χώρο, με την επίδραση τόσο του Παπισμού όσο και του
Προτεσταντισμού. Άλλωστε, είναι γνωστόν ότι στην ουσία όλες οι
δυτικές ομολογίες και ο Παπισμός έχουν την ίδια προοπτική και
αναφορά. Απλούστατα, οι Προτεστάντες αντέδρασαν σε θέσεις του
Παπισμού, ενώ είχαν την ίδια νοοτροπία. Για παράδειγμα να
αναφερθή ότι οι Μεταρρυθμιστές πολεμώντας την υπερβολική εξουσία
του Κλήρου έφθασαν στην άρνησή του, και σε αντίθεση με την
διδασκαλία των Παπικών ότι μόνον οι κληρικοί ερμηνεύουν την Αγία
Γραφή απέρριψαν την Παράδοση και προχώρησαν σε δικές τους
ερμηνείες. Όμως, αν μελετήσουμε σε βάθος τις διδασκαλίες τους,
θα διαπιστώσουμε ότι είχαν την ίδια προοπτική.
Αυτό υπογραμμίζεται
εμφαντικά από τον Hyma. Ισχυρίζεται
ότι ο Max Weber έδωσε λαθεμένη έμφαση
στις διαφορές Καθολικισμού και Προτεσταντισμού, ενώ έχουν
ομοιότητες σε πολλά σημεία, κυρίως στα δύο βασικά θέματα του
τόκου και της εργασίας. Κοινή βάση και των δύο αυτών μορφών του
Χριστιανισμού είναι οι διδασκαλίες του ιερού Αυγουστίνου. Ο
Hyma ισχυρίζεται ότι σύγχρονοι
Προτεστάντες πιστεύουν ότι ο Καθολικισμός έχει απομακρυνθή από
τον Αυγουστίνο. Στην πραγματικότητα όμως μετά από δύο αιώνες
σχετικού παραμερισμού, ο Αυγουστίνος επανήλθε σε εξέχουσα θέση
στην Καθολική σκέψη κατά τον 16ο αιώνα. Η θεωρία του
Αυγουστίνου περί του προορισμού, με την μικρή τροποποίηση που
υπέστη από τον Λούθηρο και τον Καλβίνο, έγινε αποδεκτή από
πολλούς στην Καθολική Εκκλησία την εποχή εκείνη.
στ) Διατυπώθηκε η
άποψη ότι δεν πρέπει να προσπαθούμε να συνδέσουμε αποκλειστικά
τον Καπιταλισμό με τον Καθολικισμό ή τον Προτεσταντισμό, αφού το
πνεύμα του Καπιταλισμού είναι συνάρτηση του κοσμικού πνεύματος
και της νοοτροπίας του ανθρώπου που επιδιώκει το κέρδος.
Φαίνεται ότι μια τέτοια άποψη έχει ερείσματα από την πλευρά ότι
ο άνθρωπος στην μεταπτωτική ζωή που βρίσκεται, λόγω της εξάψεως
των παθών και της ανασφάλειας, επιδιώκει την κατοχύρωση και την
συσσώρευση πλούτου. Βέβαια, πρέπει να ομολογηθή ότι αυτό το
παραδέχεται εν μέρει ο Max Weber, αλλά
επιμένει περισσότερο στην ορθολογιστική αντίληψη του πλούτου και
του κέρδους.
Ο
Robertson που άσκησε έντονη κριτική στην θεωρία του
Max Weber υποστηρίζει ότι ο
χαρακτηρισμός «καπιταλιστής» είναι κοσμικός και η επιχειρηματική
δραστηριότητα δεν πρέπει να έχη σχέση με την θρησκευτική «κλήση».
Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται κανενός είδους «κλήση» για να αφοσιωθή
στο κυνήγι του πλούτου, μάλιστα δε πιθανόν να μισή την απαίτηση
της θρησκείας να είναι παρατηρητής στις καθημερινές ασχολίες του.
Ωστόσο, όμως, η
θρησκεία μπορεί να παίξη έναν θετικό ή αρνητικό ρόλο στην
κατάχρηση ή την χρήση του πλούτου. Κατά τον
Fanfani ο Καπιταλισμός έχει σχέση με διάφορες θρησκείες,
οι οποίες μπορούν να τον εξαφανίσουν, να τον θέσουν υπό έλεγχο ή
να τον βοηθήσουν να αναπτυχθή, όχι όμως να τον δημιουργήσουν.
Και αυτό συμβαίνει γιατί η επιδίωξη του κέρδους με τα ελάχιστα
δυνατά μέσα αποτελεί έμφυτο ένστικτο του ανθρώπου.
Σχετικά με τον
Προτεσταντισμό, ο Fanfani ισχυρίζεται
ότι προσέφερε ουσιαστική βοήθεια από μια αρνητική άποψη. Δηλαδή,
τόσο ο Λουθηρανισμός όσο και ο Καλβινισμός δεν συνέδεσαν την
σωτηρία του ανθρώπου με τα έργα που πράττει στην γη, αλλά την
θεώρησαν ως εκλογή από τον Θεό. Με αυτόν τον τρόπο ώθησαν τον
άνθρωπο στην ικανοποίηση όλων των παρορμήσεών του. Έτσι, από
αυτήν την αρνητική πλευρά βοήθησε ο Προτεσταντισμός στην
συσσώρευση πλούτου και την ανάπτυξη του πνεύματος του
Καπιταλισμού. Πράγματι, όταν θεωρήται ότι η σωτηρία του ανθρώπου
είναι ανεξάρτητη από τις πράξεις του στην γη, και μάλιστα, όταν
θεωρήται ότι η κατοχή του πλούτου είναι εύνοια του Θεού στον
σεσωσμένο, τότε δημιουργείται ένα εύκρατο κλίμα για την ανάπτυξη
του πνεύματος του Καπιταλισμού.
ζ) Υπάρχουν και
αναλυτές που προσπάθησαν να δουν την θεωρία του
Max Weber σε σχέση με τις θεωρίες του
Marx. Ήδη στην εισαγωγή αυτής της
μελέτης είδαμε ότι, πράγματι, όπως εμφανίστηκε η θεωρία του
Max Weber, δηλαδή, μετά την
ιδεαλιστική και υλιστική αντίληψη των ιστορικών και
κοινωνιολογικών γεγονότων, φανερώνει ότι έρχεται σε αντίθεση με
τις προηγούμενες θεωρήσεις.
Για παράδειγμα ο
Robertson παρατηρεί ότι ο
Max Weber προσπάθησε να
στοιχειοθετήσει την αντίστροφη σχέση αιτιότητας από αυτήν που
έθετε ο Marx στην οικονομική ερμηνεία
της ιστορίας. Η ερμηνεία των οικονομικών γεγονότων γι’ αυτόν
ήταν ψυχολογική, αφού η άνοδος του Καπιταλισμού οφειλόταν στην
ανάπτυξη του «καπιταλιστικού πνεύματος».
Ο Γάλλος οικονομικός
ιστορικός Henri Sée
μελετώντας την θεωρία του Max Weber
διατυπώνει την άποψη ότι παίζει «τον ρόλο του αντίβαρου στο
διάσημο δόγμα του ιστορικού υλισμού, όπως αυτό διατυπώθηκε από
τον Karl Marx». Και συνεχίζει: «Διανοητές
όπως ο Weber, ο
Troeltsch, ο Sombart, χωρίς να
κάνουν άμεση κριτική στον ιστορικό υλισμό, του επιτίθενται στο
προπύργιό του προσπαθώντας να αποδείξουν ότι τα οικονομικά
φαινόμενα – τουλάχιστον ο Καπιταλισμός που είναι το ισχυρότερο –
είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό προϊόντα ενός θρησκευτικού πνεύματος
όπως ο Πουριτανισμός ή ο Ιουδαϊσμός».
Υπάρχει και η άποψη,
όπως την διατυπώνει και ο Robertson,
ότι η θεωρία του Max Weber
χρησιμοποιήθηκε στις θρησκευτικές διαμάχες, και με αυτό το
πρίσμα την υιοθέτησαν και διάφοροι προπαγανδιστές. Σε αυτό το
σημείο οφείλεται και η δημοτικότητα της θεωρίας αυτής. Δηλαδή,
μερικοί βρήκαν την κατάλληλη αφορμή για να επιτεθούν εναντίον
του Καλβινισμού και άλλων θρησκειών.
Πρέπει να
σημειώσουμε και τις απόψεις του Βασίλη Φίλια για την θεωρία του
Max Weber. Ισχυρίζεται ότι από πολλούς
ερμηνευτές θεωρείται ότι οι θεωρίες του Max
Weber βρίσκονται πολύ κοντά στις μαρξιστικές απόψεις.
Άλλωστε, ο Max Weber, κατά τον Βασίλη
Φίλια, αποφεύγει να δεσμευθή σε μια ιδεαλιστική ή υλιστική
τοποθέτηση, αλλά παραμένει σε καθαρά εμπειρική θέση. Υποστηρίζει,
μάλιστα, ότι στο έργο του Max Weber «τοποθετείται
ο οικονομικός συντελεστής – ακόμα και όταν δεν εμφανίζεται σαν
μονοσήμαντα προσδιοριστικό στοιχείο – πάντοτε σαν ο συντελεστής
εκείνος που δρα οπωσδήποτε αποφασιστικά έστω και στο προσκήνιο ή
σαν υπόγεια συν-καθοριστική δύναμη κεφαλαιώδους σημασίας».
Ακόμη ο Φίλιας υποστηρίζει ότι και στην κοινωνιολογία της
θρησκείας κυρίως δε στην πρωτογενή περιοχή του Μαγικού «υπάρχει
στενή διαπλοκή με τις οικονομικές πραγματικότητες της
καθημερινής ζωής, όπου χωρίς αμφιβολία το θρησκευτικό μπαίνει
στην υπηρεσία εξωθρησκευτικών – βασικά οικονομικών σκοπών»[xxiv].
Βέβαια, ο
Max Weber πουθενά στο έργο του δεν
αναφέρει ρητώς ότι συγγενεύει με τις θεωρίες του
Marx ούτε και ότι είναι αντίθετος.
Μάλιστα, φαίνεται ότι εντάσσει την γένεση του πνεύματος του
Καπιταλισμού στον απόλυτο προορισμό, όπως τον διατύπωσε ο
Αυγουστίνος και το ζούσαν οι Προτεσταντικές ομάδες της εποχής
του. Γι’ αυτό και πολλού μελετητές του θεωρούν ότι δίνει
ουσιαστικά άλλη ερμηνεία των κοινωνιολογικών γεγονότων, από
αυτήν που έδιναν οι ιδεαλιστές και οι υλιστές.
Είναι γεγονός όμως,
όπως υποστηρίζεται από τον Robertson,
ότι το έργο του Max Weber εισήγαγε μια
επίθεση εναντίον του Καπιταλισμού εξ ίσου ισχυρά με αυτήν του
Marx. Η βαθύτερη προσπάθειά του ήταν
να δείξη ότι ο σύγχρονος Καπιταλισμός είναι μια τεράστια και
επιβλητική υπερδομή, που στηρίζεται στα θεμέλια μεταβαλλόμενων
και ξεπερασμένων θρησκευτικών ιδεών.
η) Ύστερα από την
παρουσίαση όλων αυτών των απόψεων για την θεωρία του
Max Weber και την περιπλάνησή μας στις
κυριότερες απόψεις που διατυπώθηκαν γι’ αυτόν, τόσο θετικές όσο
και αρνητικές, πρέπει, νομίζω, να παραθέσουμε τις δικές μας
παρατηρήσεις.
Πρώτη. Η
θεωρία του Max Weber είναι μεγαλειώδης
και πρωτότυπη. Στο βιβλίο που μελετάμε φαίνεται καθαρά ότι
συνδέει πολύ στενά το πνεύμα του Καπιταλισμού με την
Προτεσταντική ηθική. Δεν μπορεί κανείς να παρερμηνεύση αυτήν την
άποψή του, άσχετα αν είναι σωστή εκτίμηση ή όχι. βέβαια, όταν
κάνη λόγο για Προτεσταντική ηθική, δεν πρέπει να την
αποδεσμεύσουμε από την μεταφυσική. Όταν ομιλή για την επιρροή
και την επίδραση που έχει ο απόλυτος προορισμός, ο οποίος στην
συνέχεια καθορίζει και την συμπεριφορά του ανθρώπου, δείχνει ότι
δεν πρόκειται για μια εξωτερική και επίπλαστη ηθική, αλλά για
οντολογία.
Δεύτερη. Οι
απόψεις του Max Weber προκάλεσαν
πολλές συζητήσεις, ακόμη και σήμερα. Διετυπώθησαν πολλές απόψεις
σε πολλές περιπτώσεις αντίθετες μεταξύ τους. Άλλοι συμφώνησαν με
την θεωρία αυτή και άλλοι διεφώνησαν. Πιθανόν αυτό έχει να κάνη
με τις ιδεολογικές πεποιθήσεις κάθε αναλυτού. Το γεγονός είναι
ότι και αυτοί που δεν δέχθηκαν την θεωρία του
Max Weber σε πολλά σημεία, δεν μπόρεσαν να την απορρίψουν
ολοκληρωτικά. Έτσι, λοιπόν, γίνεται μεγάλη συζήτηση, αλλά τελικά
δεν απορρίφθηκε η θεωρία ότι το πνεύμα του Καπιταλισμού
συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την Προτεσταντική ηθική.
Τρίτη. Πρέπει
να προσεχθή ιδιαιτέρως ότι ο Max Weber
όταν κάνη λόγο για Καπιταλισμό, δεν εννοεί απλώς την συσσώρευση
του κεφαλαίου και την αγάπη προς τον πλούτο, αλλά τον
Καπιταλισμό «ως ορθολογική καπιταλιστική οργάνωση της ελεύθερης
εργασίας». Πρόκειται σαφώς για μορφή που παρουσιάσθηκε κατά τον
μεσαίωνα και έχει να κάνη με το δυτικό πνεύμα. Αν σκεφθή κανείς
ότι το λεγόμενο δυτικό πνεύμα είναι η υποδομή τόσο του
Καθολικισμού όσο και του Προτεσταντισμού, τότε καταλαβαίνει ότι
ο Καπιταλισμός, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, με την δυτική
μεταφυσική, που αποτελεί το θεμέλιο του δυτικού Χριστιανισμού,
συνιστά τον τρόπο ζωής των δυτικών ανθρώπων.
Ο δυτικός τρόπος
ζωής διακρίνεται για την πίστη στην μεταφυσική, τον απόλυτο
προορισμό, τον ορθολογισμό, τον ηθικισμό και τον ασκητισμό με
έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Τελικά, το βαθύτερο πνεύμα του δυτικού
Χριστιανισμού είναι ο ατομικισμός. Αυτό ακριβώς δείχνει τον
στενό σύνδεσμο του Καπιταλισμού με τον δυτικό τρόπο ζωής.
Προϋπήρχε, βέβαια,
αυτό το πνεύμα του Καπιταλισμού και στον Παπισμό, αλλά τελικά οι
Προτεστάντες με την βίωση της ελευθερίας και την καλλιέργεια της
ελεύθερης σκέψης, το ανέπτυξαν ακόμη περισσότερο. Γενικά,
πιστεύουμε ότι ο φιλελευθερισμός έχει στενή σχέση με τον
Καπιταλισμό.
Τέταρτη. Οι
ερμηνευτές της θεωρίας του Max Weber,
που είδαμε προηγουμένως είναι δυτικοί και ζουν μέσα στο ίδιο
κλίμα και την ίδια ατμόσφαιρα στην οποία έζησε και μεγάλωσε και
ο Max Weber. Χρειάζεται όμως και μια
κριτική έξω από το δυτικό πνεύμα. Γι’ αυτό στην συνέχεια θα
δούμε λίγο τις απόψεις του Max Weber
μέσα από τα Ρωμαίικα πλαίσια. Το θέμα, βέβαια, δεν εξαντλείται
σε όσα θα γραφούν, αλλά είναι μια προσπάθεια ορθόδοξης
προσέγγισής του.
Σε προηγούμενες
αναλύσεις είδαμε ότι ο Max Weber
αναλύει διεξοδικά την σχέση μεταξύ της προτεσταντικής ηθικής και
του πνεύματος του Καπιταλισμού. Ιδιαίτερα εξετάζει τον
Καλβινισμό, τον πιετισμό, τον μεθοδισμό και τις βαπτιστικές
αιρέσεις και αποδεικνύει ότι, παρά τις επί μέρους διαφορές τους,
έχουν το ίδιο περιεχόμενο, εμποτίζονται από τον απόλυτο
προορισμό, ο οποίος επηρέασε την ατομική και κοινωνική ζωή. Οι
συνέπειες της θεωρίας του απολύτου προορισμού στην ατομική και
κοινωνική ζωή είναι αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε σχέσεις
μεταξύ της μεταφυσικής και της κοινωνικής ζωής.
Το ενδιαφέρον είναι
ότι ο Max Weber μελετά τις
Προτεσταντικές αυτές ομάδες σε σχέση και αναφορά με τον
Καθολικισμό. Χρησιμοποιώ τον όρο αυτό (καθολικισμό) εντελώς
συγκαταβατικά για να γίνεται συνεννόηση, γιατί αυτούς που
χαρακτηρίζουμε ως Καθολικούς στην πραγματικότητα είναι Παπικοί,
Λατίνοι, Φράγκοι, ενώ οι μόνοι Καθολικοί είναι οι Ορθόδοξοι,
αφού οι όροι Καθολικός και Ορθόδοξος ταυτίζονται εννοιολογικά.
Το γεγονός ότι αντιτίθενται οι Προτεστάντες προς τους Καθολικούς
έχει και μια άλλη παράμετρο. Οι ελεύθερες αντιλήψεις είναι
αντίθετες προς την φεουδαρχία. Είναι δε γνωστόν ότι οι Λατίνοι
εξέφραζαν το φεουδαλιστικό σύστημα και νοοτροπία, ενώ οι
Προτεστάντες με την καπιταλιστική νοοτροπία κτυπούσαν τον
φεουδαλισμό.
Ενώ σε πολλά σημεία
του βιβλίου του ο Max Weber
υπογραμμίζει τις διαφορές μεταξύ του ασκητισμού των Καθολικών
και του ασκητισμού των Προτεσταντών, αφού οι πρώτοι περιόριζαν
την άσκηση στα Μοναστήρια, ενώ οι δεύτεροι την μετέφεραν στον
κόσμο, δεν κάνει πουθενά λόγο ρητά για την Ορθοδοξία. Μόνον σε
ελάχιστα σημεία αναφέρεται «στην αποστολική εποχή»[xxv]
και τον «ανατολικό
ησυχασμό», που τον συνδέει με μερικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης[xxvi].
Δεν ξέρει κανείς τι
να υποθέση. Ή δεν γνώριζε την Ορθοδοξία και την διδασκαλία των
αγίων Πατέρων για τα θέματα που αναπτύσσει, ή δεν ήθελε να
αναφερθή σε αυτήν, πιθανόν λόγω προκαταλήψεων. Αυτό το γεγονός
επιβεβαιώνεται από ότι σε μερικά σημεία των γραπτών του δίνει
την εντύπωση ότι αποδέχεται ότι οι Καθολικοί εκφράζουν τον
γνήσιο Χριστιανισμό.
Πρέπει να
υπογραμμισθή ότι η Ορθοδοξία – Ρωμηοσύνη δεν έχει καμμιά σχέση
με την προτεσταντική ηθική, όπως ρεαλιστικά την παρουσιάζει ο
Max Weber, σε αναφορά με το
καπιταλιστικό πνεύμα, αλλά ούτε εκφράζεται από την λατινική
θεολογία. Γι’ αυτό στα επόμενα, με κάθε δυνατή συντομία θα δούμε
ποιες είναι οι απόψεις της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, πάνω στις κεντρικές θέσεις που υπογραμμίζει ο
Max Weber. Θα υπογραμμίσουμε πέντε
βασικά σημεία, χωρίς να παρατεθούν κείμενα Πατέρων και σχετική
βιβλιογραφία, γιατί σε άλλες μελέτες μου υπάρχει άφθονο υλικό.
α) Είναι
χαρακτηριστικό ότι το πνεύμα του Καπιταλισμού, δηλαδή ο
Καπιταλισμός ως σύστημα, δεν γεννήθηκε στον χώρο της Ανατολής,
της Ρωμηοσύνης, αλλά στην Δύση. Αυτό δεν είναι άσχετο από την
θεολογία και τον τρόπο ζωής που επικρατούσε στις δύο αυτές
περιοχές. Στην Ορθόδοξη Ανατολή δεν υπήρξε ανάγκη να αντικρουσθή
το φεουδαλιστικό σύστημα με την ρατσιστική νοοτροπία, όπως
επικρατούσε στην Δύση.
Πέρα από αυτό στην
Ορθόδοξη Ανατολή κυριαρχούσαν οι διδασκαλίες των Πατέρων της
Εκκλησίας για την φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία, για την κένωση
και την θυσία, για το φιλότιμο και την θυσία των δικαιωμάτων. Με
άλλα λόγια υπήρχε ισορροπημένη κοινωνική διδασκαλία, που ήταν
καρπός της γνήσιας χριστολογίας, εκκλησιολογίας και
ανθρωπολογίας. Η κοινωνική αυτή διδασκαλία δεν δημιουργήθηκε
ούτε λειτουργούσε ως σύστημα, αλλά ήταν τρόπος ζωής.
Τα κατ’ εξοχήν
κέντρα της Ρωμηοσύνης όπου εφαρμοζόταν η γνήσια κοινωνική
διδασκαλία, που ήταν αποτέλεσμα της έλευσης της Χάριτος του Θεού
και της πνευματικής αναγεννήσεως του ανθρώπου, ήταν τα
Μοναστήρια. Στους χώρους των Μονών λειτουργούσε κατά τον
καλύτερο τρόπο η κοινότητα, όπου επικρατούσε αγάπη για τον Θεό
και τον πλησίον, όπου η φιλαυτία αποκρουόταν με τον ασκητικό
αγώνα. Η ζωή των Μοναστηριών επηρέαζε και τις ρωμαίικες
κοινωνίες, ακόμη και αυτά τα ανάκτορα.
Βέβαια, στην
Ορθόδοξη Ανατολή δεν γεννήθηκε ούτε και ο σοσιαλισμός. Γιατί,
όπως είδαμε προηγουμένως, και το σοσιαλιστικό σύστημα οργανώθηκε
με ορθολογικά κριτήρια, υποτάχθηκε στην γραφειοκρατία και την
όλη νοοτροπία του ανθρωποκεντρικού συστήματος.
Πράγματι, η
Ορθοδοξία διαφέρει ριζικά τόσο από τον Καπιταλισμό, όσο και από
τον Σοσιαλισμό, από απόψεως φιλοσοφίας, δομής και οργανώσεως,
αφού και τα δύο αυτά συστήματα είναι τέκνα της δυτικής
μεταφυσικής. Η κοινωνική διδασκαλία του Σοσιαλισμού συγγενεύει
με την κοινωνική διδασκαλία του Χριστιανισμού, αλλά υπάρχουν δύο
βασικές διαφορές. Η μία ότι η εφαρμογή της γίνεται με
επαναστάσεις και νόμους και όχι με ελευθερία και αγάπη, και η
άλλη ότι ο Σοσιαλισμός στις περισσότερες εκφράσεις του συνδέεται
με μια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία, οπότε είναι αθεϊστική ιδεολογία.
Οπωσδήποτε όμως, ενώ η Ορθοδοξία συγγενεύει από την πλευρά της
κοινωνικής διδασκαλίας με τον σοσιαλισμό βρίσκεται σε πλήρη
διαλεκτική αντίθεση με το πνεύμα του Καπιταλισμού.
Τόσο ο Καπιταλισμός
όσο και ο Σοσιαλισμός είναι μεταφερόμενα και εισαγόμενα
συστήματα. Και μπορεί κανείς να προσθέση ότι οι σοσιαλιστικές
θεωρίες πέρασαν στην Ορθόδοξη Ανατολή, όπου επικρατούσε η
Ορθοδοξία, γιατί εδώ ήταν γνωστές από χρόνια απόψεις για την
δικαιοσύνη, την ισότητα, την αγάπη κλπ. Ακόμη και σήμερα οι
θεωρίες του σοσιαλισμού – μαρξισμού είναι δύσκολο να
επικρατήσουν στον δυτικό χώρο, γιατί εκεί κυριαρχεί το άτομο.
Και σε αυτές τις ατομοκρατικές αντιλήψεις ευδοκιμεί ο
Καπιταλισμός.
Επομένως, ο
Καπιταλισμός δεν μπορεί να χωρέση στην διδασκαλία και τον τρόπο
ζωής που επικρατεί στην Ρωμηοσύνη. Είναι γέννημα του δυτικού
ανθρώπου και είναι προορισμένος γι’ αυτόν.
β) Η Ορθοδοξία δεν
συνδέεται με την μεταφυσική. Είδαμε στην προηγούμενη ανάλυση ότι
το πνεύμα του Καπιταλισμού, όπως το αναλύει ο
Max Weber, συνδέεται πολύ στενά με την θεωρία του
απολύτου προορισμού, που είναι ένα από τα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα της μεταφυσικής. Βέβαια, ο όρος μεταφυσική περικλείει
και πολλές άλλες πλευρές που δεν θα αναλυθούν εδώ.
Μπορούμε να πούμε
καλύτερα ότι η Ορθοδοξία είναι αντιμεταφυσική. Το κέντρο της
ορθοδόξου ανθρωπολογίας δεν είναι ο ορθός λόγος. Χωρίς να
καταργήται η λογική, υπερβαίνεται με την αποκάλυψη του Θεού, που
είναι υπέρ λόγον και όχι κατά λόγον.
Η θεωρία του
απολύτου προορισμού είναι απόβλητη από την θεολογία των Πατέρων
της Εκκλησίας. Ο Θεός δεν παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου
και όσοι θελήσουν μπορούν να γίνουν υιοί του Θεού. Στην
Ορθοδοξία δεν υπάρχει «αριστοκρατία των ευσεβών». Όταν ο
άνθρωπος ακολουθήση μια συγκεκριμένη μέθοδο θεραπείας, τότε
μπορεί να φθάση στην θεοπτία. Έτσι, γνωρίζει τον Θεό, αποκτά
ανιδιοτελή αγάπη και αγαπά όλον τον κόσμο. Όπως η ιατρική
επιστήμη δεν μπορεί να είναι μεταφυσική, το ίδιο και η ορθόδοξη
θεολογία δεν μπορεί να είναι μεταφυσική.
γ) Διαφορετικές
είναι οι απόψεις της Ορθοδοξίας για την εργασία και το επάγγελμα
από τις απόψεις των Προτεσταντών. Η τεράστια διαφορά βρίσκεται
στο ότι οι Προτεστάντες συνδέουν το επάγγελμα με την θεία
Πρόνοια, την θεία εντολή, και κυρίως με τον απόλυτο προορισμό.
Στην προτεσταντική ηθική το επάγγελμα, καθώς επίσης και το
κέρδος που προέρχεται από αυτό, γίνεται μέσα στα πλαίσια των
σεσωσμένων από τον Θεό. Στην Ορθοδοξία, εφ’ όσον δεν πιστεύουμε
στον απόλυτο προορισμό, είναι επόμενο ότι δεν συνδέουμε το
επάγγελμα με την απάνθρωπη αυτή θεωρία.
Έπειτα, η εργασία,
καίτοι έχει την αξία της για την ζωή του ανθρώπου σε αυτόν τον
βίο και μπορεί να θεωρηθή και ως πνευματικό έργο, όταν γίνεται
μέσα στα γνήσια γνωσιολογικά και ησυχαστικά πλαίσια, εν τούτοις
δεν ταυτίζεται απόλυτα με το εξειδικευμένο επάγγελμα. Δεν μπορεί,
για παράδειγμα, η ιατρική επιστήμη να γίνη επάγγελμα, ούτε ακόμη
και άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες, αλλά εντάσσονται μέσα στην
προοπτική της διακονίας. Όλοι είμαστε διάκονοι. Ο
επαγγελματισμός της εργασίας, και το κυριότερο η νοοτροπία του
επαγγελματισμού συνδέεται με το κέρδος, την αύξηση της παραγωγής,
με οποιονδήποτε τρόπο, την εκμετάλλευση του ανθρώπου και τόσα
άλλα φοβερά πράγματα.
Η άποψη ότι το
επάγγελμα κάθε ανθρώπου είναι προορισμένο από την θεία Πρόνοια
είναι απάνθρωπη, αφού καταργεί την ελευθερία του ανθρώπου ή τον
κάνει να αυθαδιάζη ακόμη περισσότερο. Ας φανταστούμε τι μπορεί
να συμβή αν ο έμπορος και ο εργοστασιάρχης, ο κάθε
επιχειρηματίας σκεφθή ότι η εργασία του αυτή είναι επάγγελμα που
καθορίσθηκε από τον Θεό. Σε αυτήν την περίπτωση μπορούν αν
δικαιωθούν όλες οι καταχρήσεις, οι αδικίες και εκμεταλλεύσεις.
Γι’ αυτόν τον λόγο η
εργασία δεν ταυτίζεται απόλυτα με το επάγγελμα. Άλλωστε, η
παράδοση του τόπου μας στις αγροτικές κοινωνίες και τις
κοινότητες, στα Μοναστήρια, απέδειξε ότι μπορεί κανείς να
εργάζεται και να προσφέρη πολλά, χωρίς να εξασκή ένα
συγκεκριμένο επάγγελμα. Αλλά και όταν είναι υποχρεωμένος να
εξασκήση ένα εξειδικευμένο επάγγελμα πρέπει να το εκλαμβάνη ως
εργασία που θα γίνεται στα πλαίσια της φιλοθεΐας και της
φιλανθρωπίας.
Εξ άλλου η εργασία
κάθε ανθρώπου δεν είναι αυτοσκοπός στην ζωή του. Είναι χρήσιμη,
απαραίτητη για να μη περιπίπτη στην ακηδία, καθώς επίσης και
αναγκαία για να τρέφη ο άνθρωπος αυτούς που έχει υπό την
προστασία του, αλλά δεν είναι ο μοναδικός του σκοπός. Θεωρείται
ότι είναι δώρο Θεού, και πρέπει να εξασκήται ευχαριστιακά.
Σκοπός του ανθρώπου δεν είναι η δικαίωση, ούτε η επιβεβαίωση της
υπάρχουσας Χάριτος στην καρδιά, αλλά η θέωσή του.
δ) Η ορθόδοξη άσκηση
δεν αποβλέπει στην εκπλήρωση των καθηκόντων έναντι του Θεού,
ούτε στην επιβεβαίωση ότι ανήκει κανείς στην αριστοκρατία των
εκλεκτών, αλλά στην ελευθέρωση του νοός από την υποδούλωσή του
στα κτίσματα.
Σε αντίθεση με τον
ορθολογισμό, ρατσιοναλισμό, κατά τον οποίο κέντρο του ανθρώπου
είναι ο ορθός λόγος, η Ορθοδοξία δέχεται ότι δύο είναι τα κέντρα
του ανθρώπου, ο νους και ο λόγος. Ο νους έχει σχέση με τον Θεό
και τα θεία, ενώ ο λόγος με τον περιβάλλοντα κόσμο. Όταν ο νους
υποδουλώνεται στα κτίσματα, τότε ο άνθρωπος είναι άρρωστος
ψυχικά, ψυχολογικά, πνευματικά. Η όλη ασκητική προσπάθεια
αποβλέπει στην ελευθέρωση του νου από την υποδούλωσή του στην
λογική, τα πάθη και τον περιβάλλοντα κόσμο. Αυτό επιτυγχάνεται
με τον ορθόδοξο ησυχασμό.
Μιλώντας για τον
ορθόδοξο ησυχασμό πρέπει να τον βλέπουμε μέσα από δύο προοπτικές.
Πρώτον, ότι είναι εντολή του Θεού. Με άλλα λόγια, οι εντολές του
Θεού δεν αναφέρονται μόνον σε εξωτερικά έργα για την εφαρμογή
του καθήκοντος, αλλά και στην εσωτερική καθαρότητα, την νήψη,
την ησυχία, κλπ. Δεύτερον, ο ορθόδοξος ησυχασμός δεν γίνεται
μέσα στο κλίμα του ατομικισμού. Ο ησυχαστής, επειδή
ελευθερώνεται από υπαρξιακές και εσωτερικές τυραννίες, είναι ο
κατ’ εξοχήν ελεύθερος, γνήσιος άνθρωπος, που αγαπά όλους τους
ανθρώπους αληθινά.
Επομένως, η ορθόδοξη
ησυχία συνδέεται στενά με την θεραπεία του ανθρώπου, και από
απόψεως μεθοδολογίας ομοιάζει με την σύγχρονη ψυχιατρική.
Λέγεται αυτό από απόψεως μεθοδολογίας, γιατί από απόψεως
οντολογίας και ανθρωπολογίας υπάρχει μεγάλη διαφορά. Πάντως,
κανείς δεν μπορεί να κατηγορήση έναν ψυχαναλυτή ότι με την
προσπάθεια που καταβάλλει, με την ψυχοθεραπεία που ασκεί, δεν
κάνει κοινωνική δράση, ότι βλέπει τον άνθρωπο απομονωμένο.
Αντίθετα μάλιστα τον επαινεί γιατί τον ήδη απόκοσμο και
αντικοινωνικό άνθρωπο τον βοηθά ο ψυχαναλυτής να αντιμετωπίζη
σωστά τους άλλους ανθρώπους και την κοινωνία, να θεραπεύση την
δυσλειτουργική προσωπικότητά του. Το ίδιο και περισσότερο ισχύει
για την ορθόδοξη ησυχία. Ο άνθρωπος δια της ησυχίας αποβάλλει
την αντικοινωνικότητά του και γίνεται αληθινά κοινωνικός,
θεραπεύει τον ατομισμό και έτσι από ιδιοτελή αποκτά ανιδιοτελή
αγάπη.
Μέσα σε αυτήν την
προοπτική βλέπει και τον πλούτο, τα υλικά αγαθά. Δεν τα
αντιμετωπίζει ούτε ειδωλολατρικά ούτε μανιχαϊκά, δηλαδή ούτε τα
λατρεύει ούτε τα απορρίπτει. Όταν ο άνθρωπος είναι πνευματικά
ολοκληρωμένος και στέκεται σωστά απέναντι σε αυτά, δεν βλέπει
στα χρήματα καμμιά αναγεννητική δύναμη και αξία, δεν
ενδιαφέρεται για την χρησιμοποίηση μεθόδων και τρόπων με σκοπό
την αναπαραγωγή χρημάτων. Γι’ αυτόν μεγαλύτερη αξία έχει η
προσφορά, η θυσία, η κένωση, η άρνηση των δικαιωμάτων.
Η ορθόδοξη άσκηση
δεν αποβλέπει σε καμμιά ευδαιμονία, είτε ιδεαλιστική είτε υλική.
Η ιδεαλιστική ευδαιμονία κυριαρχείται από την επιστροφή της
ψυχής στον κόσμο των ιδεών, ενώ η υλιστική ευδαιμονία από την
απόλαυση των υλικών αγαθών στην ζωή αυτή. Μάλιστα η ορθόδοξη
άσκηση θεραπεύει τον άνθρωπο από τέτοιες ευδαιμονιστικές τάσεις.
Επίσης, στην
Ορθοδοξία δεν διακατεχόμαστε από την έμμονη ιδέα της εκπληρώσεως
του καθήκοντος. Η δυτική ηθική μας έμαθε να μιλούμε για
καθήκοντα προς τον Θεό, τον πλησίον και τον εαυτό μας. Εμείς
μάθαμε να μιλούμε για την φυσική πορεία του ανθρώπου. Η αγάπη
δεν είναι καθήκον ούτε μπορεί να περικλεισθή μέσα σε αυτήν την
έννοια, αλλά φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Η έλλειψη της αγάπης
είναι παρά φύσιν πορεία των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου.
ε) Βέβαια, μπορεί να
υπάρχουν βαπτισμένοι Ορθόδοξοι, οι οποίοι διακρίνονται στην ζωή
τους από την προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού,
και ανήκουν στην κατηγορία των ανθρώπων που αναλύονται από τον
Max Weber. Αυτοί όμως δεν είναι
πραγματικά Ορθόδοξοι, δεν διαποτίζονται από την ατμόσφαιρα της
Ορθοδόξου Παραδόσεως, δεν είναι Ρωμηοί, αλλά βατικανίζοντες και
προτεσταντίζοντες ορθόδοξοι. Το γεγονός είναι ότι όταν θέλουμε
να πληροφορηθούμε για την ζωή της Εκκλησίας πρέπει να
προσεγγίζουμε αυτούς που αναπνέουν μέσα στην ατμόσφαιρά της, που
κολυμπούν μέσα στον ζωήρρυτο ποταμό της και δεν βυθίζονται στα
στάσιμα και μολυσμένα νερά, ούτε παραμένουν στις όχθες του
ποταμού.
Η Ορθοδοξία δεν έχει
καμμιά σχέση με την προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του
Καπιταλισμού. Έχει μια ολόκληρη ζωή που είναι υπέρβαση όλων των
κτιστών πραγματικοτήτων, της φθοράς, ακόμη και αυτού του θανάτου.
Στην ανάλυση που
προηγήθηκε έγινε προσπάθεια να παρουσιασθούν μερικές βασικές
θέσεις του Max Weber, όπως
αναπτύσσονται στο βιβλίο του «η προτεσταντική ηθική και το
πνεύμα του Καπιταλισμού». Φυσικά, δεν ήταν στις προθέσεις μου να
γίνη κριτική θεώρηση αυτών των απόψεων.
Η σκέψη του
Max Weber που περιέχεται στο βιβλίο
του είναι δημιουργικά, διεισδυτική, επαναστατική, γι’ αυτό και
δημιούργησε πολλές συζητήσεις από τότε που δημοσιεύθηκε μέχρι
σήμερα. Ωστόσο, όμως, παρουσιάζει και πολλά άλλα ενδιαφέροντα
σημεία, τα οποία δεν εξετάσαμε, που δείχνουν την επίδραση της
Μεταρρύθμισης στον ατομικό και κοινωνικό χώρο. Έτσι
καταλαβαίνουμε ότι συνδέεται στενά η θεολογία με την ιστορία, οι
θεολογικές συζητήσεις με το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.
Η ανάλυση αυτή δεν
είχε σκοπό να εξαντλήση το θέμα, αλλά να οδηγήση τον αναγνώστη
στην προσωπική μελέτη του έργου, όπου θα διαπιστώση και άλλες
ενδιαφέρουσες πλευρές, καθώς επίσης θα δη πιο αναλυτικά τις
απόψεις αυτές που εκθέσαμε συνοπτικά, σε μερικά δε σημεία
αποσπασματικά.
Φθάνει όμως να το
διαβάση μέσα από την ορθόδοξη προοπτική, και να μη συσχετίζη την
προτεσταντική ηθική και την νοοτροπία των «Καθολικών» με την
ορθόδοξη ζωή. Εμείς έχουμε δικά μας ρωμαίικα κριτήρια με τα
οποία παρατηρούμε, διαβάζουμε και κρίνουμε τον κόσμο. Κυρίως
έχουμε δική μας παράδοση, που εκφράζει την ζωή.
Παραπομπές
[i] Χρ. Ανδρούτσου: Λεξικόν
φιλοσοφίας, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 32.
[ii] Θρησκευτική και ηθική
εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Μαρτίνος, τόμος 2, στ. 516-517.
[iii] John S.
Romanides: An Orthodox Progress Report on the Lutheran –
Orthodox Dialogue, εις Θεολογία,
τόμ. 65, Ιαν.-Μάρτιος
1994, σελ. 28.
[iv] Max Weber:
Η Προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού,
μετάφραση Μ. Γ. Κυπραίου, εκδ.
Gutenberg, Αθήνα 1993, σελ. 25.
[v] Θρησκευτική και ηθική
εγκυκλοπαίδεια, τόμος 3, στ. 782-783.
[vi] βλ. Κ. Γεωργούλη: Θρησκευτική και
ηθική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 6, σελ. 1071.
[vii] εις Max Weber
ένθ. άνωτ. σελ. 7.
[viii] Max Weber,
ένθ. άνωτ. σελ. 11-14.
[ix] ένθ. ανωτ. σελ. 14-24.
[x] ένθ. ανωτ. σελ. 31-35.
[xi] ένθ. ανωτ. σελ. 41-44.
[xii] ένθ. ανωτ. σελ. 44-45.
[xiv] Θρησκευτική και ηθική
εγκυκλοπαίδεια, τόμος 10, στ. 633-634.
[xv] Max Weber,
ένθ. ανωτ. σελ. 87-88.
[xvi] ένθ. ανωτ. σελ. 83-134.
[xvii] ένθ. ανωτ. σελ. 90 κ.ε.
[xix] ένθ. ανωτ. σελ.69 κ.ε.
[xx] ένθ. ανωτ. σελ. 155-156.
[xxi] ένθ. ανωτ. σελ. 140 κ.ε.
[xxiii] βλ. Robert
Green: Protestantism and Capitalism – The Weber Thesis
and its Critics, D. C. Heath and Co., Lexington,
Massachusetts, 1959.
[xxiv] Βασίλη Φίλια: Μαξ Βέμπερ:
συστηματική κοινωνιολογία και μεθοδολογία, εκδ. Νέα
Σύνορα, σελ. 167 κ.ε.
[xxv] Max Weber,
ένθ. ανωτ. σελ. 73.
[xxvi] ένθ. ανωτ. σελ. 143.