Το
2009 κυκλοφόρησε ένα ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο Κοραής και Γρηγόριος Ε΄
και υπότιτλο Κοινωνικές συγκρούσεις και διαφωτισμός στην
προεπαναστατική Σμύρνη (1788-1820) από τον Γιώργο Καραμπελιά. Το βιβλίο
είναι πολύ αποκαλυπτικό και ενημερωτικό, διότι ξεκαθαρίζει πολλές
συγκεχυμένες απόψεις που έχουν καλλιεργηθή γύρω από το δίπολο
Διαφωτισμός και Εκκλησία, πριν την Επανάσταση του 1821.Το
βιβλίο αυτό είναι σημαντικό και πρέπει κανείς να το μελετήση με προσοχή,
γιατί παρατίθενται πολλά επιχειρήματα που ανατρέπουν κυριαρχούσες
«μαρξίζοντος επιχρίσματος» απόψεις για την αντίθεση μεταξύ Διαφωτισμού
και Εκκλησίας. Τα επιχειρήματα αυτά παρουσιάζουν τις δημιουργικές και
σημαντικές απόψεις του συγγραφέα για το συγκεκριμένο θέμα και τοποθετούν
τα πράγματα στην αληθινή τους διάσταση.
Το ενδιαφέρον του συγγραφέως όσο και των αναγνωστών επικεντρώνεται στα
πρόσωπα του Κοραή και του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ (ο
τελευταίος έχει δεχθεί πολλές επιθέσεις από διαφόρους κύκλους του
διαφωτισμού) καθώς αποτελούν τις «εμβληματικότερες μορφές του διπόλου
Εκκλησία και Διαφωτισμός της προεπαναστατικής Ελλάδας».
Ο
Κοραής ήταν διαφωτιστής, έμενε την περίοδο εκείνη στο Παρίσι,
αγωνίσθηκε για την έκδοση των έργων των αρχαίων Ελλήνων, είχε
ενστερνισθή τις επαναστατικές καί διαφωτιστικές ιδέες, και ο κύκλος του
στρεφόταν εναντίον των κληρικών, ιδίως των Επισκόπων και του
Πατριαρχείου, όπως φαίνεται σε διάφορα βιβλία που εξεδόθησαν ανώνυμα,
μεταξύ τών οποίων ο Λίβελλος και η Ελληνική Νομαρχία. Ο Πατριάρχης
Γρηγόριος ο Ε΄, ως υπεύθυνος και διακριτικός ηγέτης, αγωνίσθηκε για να
κρατήση τις απαραίτητες κατά την εποχή εκείνη ισορροπίες, αντιμετώπισε
την επίθεση πολλών διαφωτιστών, και του ιδίου του Κοραή, και τελικά
απαγχονίσθηκε από τους Οθωμανούς, οι οποίοι αντελήφθησαν την ουσιαστική
βοήθεια που προσέφερε στην εξέγερση των Ρωμηών.
Τα δύο αυτά σημαντικά πρόσωπα γνωρίζονταν μεταξύ τους προσωπικά, διότι ο
Κοραής μεγάλωσε στην Σμύρνη και ο Γρηγόριος ο Ε΄ πριν γίνη Πατριάρχης
ήταν Μητροπολίτης Σμύρνης, οπότε είχαν μεταξύ τους επικοινωνία. Ο
Κοραής, σε φίλους του, έγραφε γιατον Γρηγόριο, πριν γίνη Μητροπολίτης
Σμύρνης: «Προσκύνησον εκ μέρους μου τον πανοσιολογιώτατον Πρωτοσύγκελλον
του Αγίου Σμύρνης». Και σε άλλη συγχαρητήρια επιστολή του, το ίδιο
έτος, με την ανάρρηση του Γρηγορίου στον Μητροπολιτικό Θρόνο της
Σμύρνης, τον χαρακτηρίζει «προεστώτα φιλόσοφον και την μέσην οδόν
ευθυνόμενον, μακράν και από την σκύλλαν της απιστίας και από την
χάρυβδιν της δεισιδαιμονίας».
Ο Γιώργος Καραμπελιάς ξεκινά τό βιβλίο του με την άποψη που επικρατούσε
στο παρελθόν ότι, δηλαδή, πριν την επανάσταση του 1821 στο εσωτερικό
του ελληνισμού καταγράφεται δήθεν το εξής σχήμα: Από την μιά πλευρά ήταν
ενωμένες οι λαϊκές δυνάμεις, η εθνική αστική τάξη, οι κλεφταρματωλοί
και οι διαφωτιστές λόγιοι, και από την άλλη πλευρά ήταν η Εκκλησία, οι
κοτσαμπάσηδες, οι μεγαλέμποροι και οι συντηρητικοί εκκλησιαστικοί
διανοούμενοι. Μεταξύ αυτών των δύο ομάδων υπήρχεν αντιπαλότητα.
Το
σχήμα αυτό αμβλύνθηκε μετά την μεταπολίτευση στην Ελλάδα (1974) και
επικεντρώθηκε στο αντιθετικό σχήμα: «Διαφωτισμός καί Εκκλησία», όπως και
«πρόοδος» και «σκοταδισμός». Έτσι, παρουσιαζόταν ότι η Εκκλησία
προεπαναστατικά ήταν αντίθετη με τον λαό, την διαφώτιση και την πρόοδο,
και ταυτιζόταν με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και του σκοταδισμού.
Ο συγγραφεύς ανατρέπει όλη αυτήν την ανάλυση. Μελετά την κατάσταση που
επικρατούσε προεπαναστατικά στην Σμύρνη και τις αναταραχές που έγιναν
κατ’ αυτήν την περίοδο, για να αποδείξη ότι τα πράγματα δεν μπορούν να
ερμηνευθούν με τα δύο αυτά σχήματα που παρετέθησαν προηγουμένως, γιατί η
διαστρωμάτωση στην προεπαναστατική Σμύρνη ήταν διαφορετική και η
κοινωνική κατάσταση δεν ήταν όπως την παρουσιάζουν οι «στρατευμένοι»
αναλυτές.
Στήν
αστική δομή της Σμύρνης, προεπαναστατικά, υπήρχαν τρεις κοινωνικές
τάξεις. Στην πρώτη συγκαταλέγονταν οι παλαιές «αρχοντικές» οικογένειες,
που ήταν οι «ευπατρίδες» της πόλης. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκε η
αναπτυσσόμενη τάξη των εμπόρων, που είχε στενή επαφή με την Δύση. Και
στην «τρίτη τάξη» συγκαταλέγονταν τα εσνάφια, δηλαδή αυτοί που
ασχολούνταν με το εσωτερικό εμπόριο και την βιοτεχνία καί σε αυτήν
ανήκαν «όλοι οι μεροκαματιάρηδες της πόλης». Ακόμη, η Σμύρνη ήταν το
δεύτερο εκκλησιαστικό κέντρο μετά την Κωνσταντινούπολη, σημαντικό
εκπαιδευτικό κέντρο, το επίκεντρο της ευρωπαϊκής πτέρυγας της
Αυτοκρατορίας, και ακόμη είχε δεχθή την επίδραση κυρίως της
προτεσταντικής Δύσης.
Η
μελέτη της αστικής καταστάσεως και διαστρωματώσεως της Σμύρνης είναι
σημαντική, γιατί «η Σμύρνη είναι μια πόλη που μπορεί να λειτουργήσει ως
μεγεθυντικός φακός» για την κατάσταση που επικρατούσε σε όλη την
Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Επομένως, τα δύο σχήματα που είδαμε πιο πάνω, που παρουσιάζονται από
«στρατευμένους» αναλυτές, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, γιατί
τα προβλήματα στην Σμύρνη και γενικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν
πολυποίκιλα, δεν εμφανίζονται πάντοτε ως άσπρο-μαύρο, δεν ήταν, δηλαδή, η
Εκκλησία αντιμέτωπη προς την παιδεία, τον λαό και τον Διαφωτισμό, και
συνεργαζόμενη με τους προύχοντας, ούτε οι διαφωτιστές ήταν με τον λαό
και εναντίον των αρχόντων. Μερικοί τέτοιοι μύθοι πρέπει να
καταρρίπτωνται.
Στό βιβλίο αυτό του Γιώργου Καραμπελιά γίνεται μια ανάλυση της αστικής
δομής της Σμύρνης και της διαστρωμάτωσης της κοινωνίας μέσα από τις
τρεις κοινωνικές αναταραχές που έγιναν στην Σμύρνη, ήτοι το 1788, το
1809-1810 και το 1819. Ο συγγραφεύς μελετά τα αίτια που προκάλεσαν τις
αναταραχές, τα πρόσωπα που πρωταγωνίσθηκαν σε αυτά τα γεγονότα, μεταξύ
των οποίων ο Κοραής και ο Γρηγόριος ο Ε΄ και τις αστικές ομάδες που
έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά και την στάση την οποία τήρησε η
Εκκλησία, όπως φαίνεται στην περίπτωση του Μητροπολίτου Σμύρνης και
μετέπειτα Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄.
Η αναταραχή του έτους 1788 έγινε από τον λαό που επαναστάτησε για την
δυσβάστακτη φορολογία που επέβαλε η Οθωμανική Αυτοκρατορία προκειμένου
να αντιμετωπίση τις συνέπειες του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1787.
Στην περίπτωση αυτή ο Κοραής, όπως φαίνεται σε επιστολές που απέστειλε
στον φίλο του και συγγενή των αρχόντων, Πρωτοψάλτη Δ. Λώτο, που
βρισκόταν σε μια διαμάχη με τον Μητροπολίτη Γρηγόριο και τελικά είχε
απομακρυνθή από την θέση του Πρωτοψάλτη, φαίνεται ότι ήταν με τους
άρχοντες. Ήταν αντίθετος με τον λαό που επαναστάτησε και αντίθετος με
τους «χαμάληδες» και «ντεβετζίδες», δηλαδή καμηλιέρηδες, «τον ανόητον
όχλον» και τους «βαρβάρους καλογερίσκους», όπως έγραφε σε επιστολή του. Ο
Κοραής συμπεριφερόταν «ως ένα μέλος της πεπαιδευμένης άρχουσας τάξης
της Σμύρνης, από την οποία προερχόταν». Για τον Κοραή, όπως φαίνεται
στις επιστολές του, η διαχείριση των κοινών πρέπει να ανήκη
«δικαιωματικά στους “άρχοντες”» και όχι στους «εσναφλήδες», τον «όχλον»,
τους «ανθρακοπώλες» και τους «κουλουρτζήδες».
Αντίθετα,
ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, παρά το ότι εθίγη προσωπικά από τον όχλο, εν
τούτοις «προσπάθησε να τηρήσει μια στάση σχετικής ουδετερότητας από τα
δύο στρατόπεδα, μη θέλοντας να δυσαρεστήσει και το μεγαλύτερο μέρος του
ποιμνίου του, που είχε συνταχθεί με τους εσναφλήδες. Ή, ίσως, ακόμα και
να πήρε πρόσκαιρα το μέρος τους, πιεζόμενος από αυτούς». Σημασία, όμως,
έχει ότι η στάση του ήταν διακριτική και όχι μονομερής, ήταν στάση
υπευθύνου ηγέτου.
Η διαμάχη στην κοινωνία της Σμύρνης κατά το έτος 1809-1810 έγινε για το
Φιλολογικό Γυμνάσιο που είχε εν τω μεταξύ ιδρυθή. Μέχρι τότε
λειτουργούσε η γνωστή Ευαγγελική Σχολή που ήταν ιδιωτική, υποστηριζόταν
από τους άρχοντες, τελούσε υπό την προστασία της Βρεταννικής Κυβέρνησης
(γι’ αυτό αναφερόταν και ως «Βρεταννική Σχολή») και υποστηριζόταν από
την Υψηλή Πύλη. Υπήρχε σχέδιο να απορροφηθή η Ευαγγελική Σχολή από το
Φιλολογικό Γυμνάσιο και δημιουργήθηκε μεγάλη αντίδραση γι’ αυτό. Το
Φιλολογικό Γυμνάσιο ήταν κέντρο των διαφωτιστικών ιδεών. Από
«στρατευμένους» αναλυτές, δόθηκε η ερμηνεία, ότι με αφορμή τα δύο
Σχολεία συγκρούσθηκαν οι συντηρητικοί και οι προοδευτικοί.
Στην διαμάχη αυτή αναμείχθηκε ο Κοραής με τους φίλους του υπέρ του
Φιλολογικού Σχολείου και εναντίον της Εκκλησίας. Κατηγορήθηκε η Εκκλησία
και ο τότε Μητροπολίτης Σμύρνης Άνθιμος, διάδοχος του Γρηγορίου, που εν
τω μεταξύ εκλέχθηκε Πατριάρχης, για την αντίδραση εναντίον του
Φιλολογικού Σχολείου και κυκλοφόρησε ανώνυμος λίβελλος με έντονο
αντικληρικαλικό περιεχόμενο. Αλλά αυτό αναιρείται τόσο από άλλες
μαρτυρίες, σύμφωνα με τις οποίες η Εκκλησία έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην
παιδεία των υποδούλων Ελλήνων, στην χρηματοδότηση του Φιλολογικού
Γυμνασίου, όσο και από επιστολή του διευθυντή του Φιλολογικού Σχολείου
Κωνσταντίνου Κούμα, προσκείμενου στον Αδαμάντιο Κοραή, που δημοσιεύθηκε
στον «Λόγιο Ερμή», ο οποίος υπερασπίσθηκε τους Ιεράρχες. Στην επιστολή
αυτή, μεταξύ τών άλλων, έγραφε ο Κούμας: «Τοιούτους έχομεν αρχιερείς
σήμερον, τοιούτους οδηγούς εις τα καλά, προστάτας της παιδείας, ζηλωτάς
της προκοπής του γένους, ώστε πρέπει και εξ αυτών να συμπεράνωμεν ότι
έργον της θείας προνοίας είναι ο φωτισμός του γένους».
Αγνοείται από τούς αντικληρικαλιστές ότι την περίοδο εκείνη
παρενέβαιναν στα πράγματα της Σμύρνης, ιδίως υπέρ της Ευαγγελικής
Σχολής, οι Άγγλοι, καθώς επίσης ότι τόσο ο συντάκτης του Ανωνύμου
Λιβέλλου όσο και οι διαφωτιστές διαπνέονταν από προτεσταντικές απόψεις.
Επίσης, αγνοείται ότι για την διατήρηση της ταυτότητος του ελληνισμού
και της παράδοσής του έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι νεομάρτυρες, ιδίως ο
νεομάρτυς Αγαθάγγελος, που μαρτύρησε αυτήν περίπου την περίοδο, δηλαδή
τον Μάιο του 1819 στην Σμύρνη.
Όμως, το Φιλολογικό Γυμνάσιο, κατ’ αρχάς, λειτούργησε ως ίδρυμα
ιδιωτικού δικαίου και στην συνέχεια λειτούργησε ως κοινοτικό Σχολείο που
στεγάσθηκε «σε εκκλησιαστικό κτήριο της Αγίας Φωτεινής και θα έχει ως
μόνιμες πηγές χρηματοδότησης, με τέσσερις χιλιάδες γρόσια ετησίως, τις
δύο ενορίες της Σμύρνης, εκείνες της Αγίας Φωτεινής και του Αγίου
Γεωργίου». Η αντίθεση μεταξύ των δύο Σχολών δεν ήταν ιδεολογική, αλλά
μάλλον αντίθεση συμφερόντων.
Πάντως, ο Γρηγόριος Ε΄, που την εποχή εκείνη ήταν Οικουμενικός
Πατριάρχης αν και είχε ισχυρές πιέσεις από την αγγλική Πρεσβεία και την
Υψηλή Πύλη, αλλά είχε και εσωτερικές πιέσεις, υπέρ της Ευαγγελικής
Σχολής, ανεγνώρισε μεν τα προνόμια της Ευαγγελικής Σχολής, αλλά
συγχρόνως επήνεσε και το Φιλολογικό Γυμνάσιο.
Η
αναταραχή του έτους 1819, που σχετίζεται και πάλιν με το Φιλολογικό
Γυμνάσιο και το κλείσιμό του, ερμηνεύεται από τους συγγραφείς
«διαφωτιστικής» και μαρξιστικής ιδεολογίας, ως διαμάχη των συντηρητικών
και «της συντηρητικής στροφής», που εγκαινίασε ο Πατριάρχης Γρηγόριος
Ε΄, εναντίον των διαφωτιστών, τους οποίους εξέφρασε η διεύθυνση
(Κωνσταντίνος Οικονόμου) και το πρόγραμμα του Φιλολογικού Γυμνασίου.
Η ανάλυση, όμως, των πηγών καταλήγει σε διαφορετικά συμπεράσματα, ότι
δηλαδή δεν επρόκειτο για αγώνες των συντηρητικών εναντίον των
προοδευτικών-διαφωτιστών, αλλά για κοινωνικούς αγώνες μεταξύ
«δημοκρατικών» και «ολιγαρχικών». ήταν, δηλαδή, αντίθεση μεταξύ εμπόρων
και αρχόντων οι οποίοι άρχοντες στο μεγαλύτερο μέρος τάσσονταν υπέρ των
Διαφωτιστών. Επίσης, φαίνεται ότι η αντίδραση εναντίον του Κωνσταντίνου
Οικονόμου, που τότε ήταν κοραϊστής, μαζί με τον Κούμα, δεν οφειλόταν
στις φιλοσοφικές του ιδέες, αλλά στο ότι ήταν μυστικοσύμβουλος των
εμπόρων, «τοκογλύφος» και «υπεύθυνος για τις δαπάνες που βάραιναν την
πόλη».
Από την
ανάλυση των πηγών φαίνεται ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος όχι μόνο δεν
συμμετείχε στην προσπάθεια να κλείση το Φιλολογικό Γυμνάσιο, αλλά με
εγκύκλιό του κατεδίκασε τις κινητοποιήσεις εναντίον του Κωνσταντίνου
Οικονόμου, καθώς επίσης συντάχθηκε με τους διαφωτιστές-οπαδούς του
Κοραή, οι οποίοι εκινούντο στον περίγυρο του Πατριαρχείου, όπως τον
Κωνσταντίνο Κούμα, τον Κωνσταντίνο Οικονόμου, τον Νεόφυτο Βάμβα, τον
Θεόφιλο Καΐρη, τον Βενιαμίν Λέσβιο. Συγχρόνως, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄
«προσπάθησε να αποσπάση το (Φιλολογικό) Σχολείο από την κοινοτική αρχή
της πόλης, μεταβάλλοντάς το σε σταυροπηγιακό, έτσι ώστε να διασώσει τους
προστατευομένους του, απόπειρα που στέφθηκε από αποτυχία. Μάλιστα δε τα
“αντιδιαφωτιστικά” επεισόδια της Σμύρνης δεν ευνοήθηκαν από τον
Πατριάρχη Γρηγόριο, αλλά αντίθετα στράφησαν ευθέως εναντίον του». Ο λαός
της Σμύρνης, που εξαγριώθηκε εναντίον των μεγαλεμπόρων και των
Διαφωτιστών, αψήφησε τον Πατριάρχη και έσχισε τα σιγγίλια στην Εκκλησία.
Επομένως, τα γεγονότα της Σμύρνης την περίοδο αυτήν, λίγο πριν την
επανάσταση, δεν αφορούσαν τα εκπαιδευτικά θέματα της πόλης και τον
Διαφωτισμό, αλλά «τον χαρακτήρα της κοινοτικής διοίκησης και το εύρος
των κοινωνικών ομάδων που συμμετείχαν σε αυτή». Ο Πατριάρχης Γρηγόριος
Ε΄, αλλά και γενικά το Πατριαρχείο προσπαθούσε να ηρεμήση τα πράγματα,
παρέμεινε μεταξύ των αντιμαχομένων, αλλά περισσότερο προστάστευε τους
διαφωτιστές.
Ο
Γιώργος Καραμπελιάς, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «η
ανολοκλήρωτη σύνθεση», αναλύει ότι στην Σμύρνη την εποχή που μελετά δεν
γίνεται χωρισμός μεταξύ συντηρητικών και διαφωτιστών, αφού λειτουργούν
διαφορετικά τα πράγματα. Οι διαφωτιστές λόγιοι «συντάσονται με τα πιο
εξωστρεφή, μορφωμένα και εύπορα στρώματα τής αστικής τάξης, τούς
Φαναριώτες, και με την εκκλησιαστική ιεραρχία –οι Ψαλίδας και Βηλαράς–
ακόμα και με τους Οθωμανούς». Οι κοραϊστές λόγιοι είναι στραμμένοι προς
την Δύση και οι υποστηρικτές τους ήταν «οι μεγαλέμποροι της Σμύρνης».
«Οι κορυφές του διαφωτισμού αποτελούν (ή μεταβάλλονται σε) οργανικό
μέρος των ανωτέρων ελίτ του ελληνισμού», συνδέονται με την Δύση, ενώ στο
«λαϊκό στρατόπεδο» βρίσκονται τα φτωχότερα στρώματα των δασκάλων, του
κλήρου, της αγροτιάς, των συντεχνιών, που εμπνέονται από την ατμόσφαιρα
της Εκκλησίας και είναι αντιδυτικοί.
Δεν ισχύει, δηλαδή, αυτό που δημιούργησε η αριστερή ιδεολογία ότι οι
λόγιοι, οι δημοτικιστές, οι κοραϊστές, είναι συνδεδεμένοι με τα λαϊκά
στρώματα, τους κλέφτες και αρματωλούς «εναντίον των κοτζαμπάσηδων, των
φαναριωτών, της Εκκλησίας». Η αλήθεια είναι ότι «τα λαϊκά στρώματα ήταν
πιο κοντά στούς “καλογέρους”, τα θρησκευτικά αναγνώσματα (που αποτελούν
την συντριπτική πλειοψηφία των εκδιδομένων κειμένων), τις λαϊκές
θρησκευτικές τελετουργίες και τις προφητείες, εμπνέονται από τους
νεομάρτυρες και την κλεφτουριά και παλεύουν “για του Χριστού την πίστη
την αγία και της πατρίδος την ελευθερία”. Συχνά, αναγνωρίζουν και
σέβονται τους λογίους, τους “φιλοσόφους”, αλλά δεν τους θεωρούν δικούς
τους».
Προεπαναστατικά υπήρχε έντονη η αίσθηση της Ρωμηοσύνης, όλοι αγωνίζονταν
για την παιδεία και ζούσαν μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, οπότε το
αποτέλεσμα ήταν «μια σύνθεση μεταξύ της αρχαίας ελληνικής γραμματείας,
δυτικού διαφωτισμού και ορθόδοξης-βυζαντινής παράδοσης». Όμως, κατά τον
18ο και 19ο αιώνα, αυτή η σύνθεση «πραγματοποιείται μάλλον ως
εκλεκτισμός κι ως ταυτόχρονη επιλογή διαφορετικών στοιχείων, από τις
τρεις αυτές παραδόσεις, και όχι ως δημιουργία ενός νέου συνθετικού
προτάγματος». Αυτό σημαίνει ότι από τους ανθρώπους γίνονταν επιλογές
και προτιμήσεις των διαφόρων τάσεων και ρευμάτων. Η Εκκλησία την δύσκολη
εκείνη περίοδο, όπου και όταν βέβαια υπήρχε δυνατότητα, έπαιζε έναν
εξισορροποιητικό ρόλο μεταξύ των διαφόρων ρευμάτων-τάσεων.
Αυτήν την σύνθεση την συναντούμε στον Ρήγα Φεραίο και τον δάσκαλό του
Δημητράκη Καταρτζή, σύμφωνα με τον οποίο, ο «νέος χριστιανός Ρωμηός» δεν
πρέπει να ξεχνά ότι είναι «ρωμηός χριστιανός», ότι κατάγεται από τους
αρχαίους Έλληνες, προέρχεται από τους Βυζαντινούς και από τους αγίους,
θα πρέπει να σπουδάζη και να αποκτά την ανθρώπινη γνώση, αλλά σαν
μέλισσα να κρατά τις ιδέες εκείνες που τον ωφελούν και να παραβλέπη
εκείνες που τον βλάπτουν».
Τελικά, οι ιστορικοί που κρίνουν τα γεγονότα της Σμύρνης, και γενικά
την κατάσταση προ της επαναστάσεως του 1821, μέσα από μια μαρξιστική
ιδεολογία, εκφράζουν τον εκλεκτισμό και διασπούν την σύνθεση του Γένους
μας από την οποία διαπνεόταν ο Γρηγόριος Ε΄, και πολλοί φωτισμένοι
Ιεράρχες, χωρίς να βλέπουν το όλο κλίμα μέσα στο οποίο εκινούντο και τις
συνέπειες. Άλλωστε, στην απελευθέρωση του Γένους μας συνήργησαν η
Εκκλησία με τους Κληρικούς και τον λαό, οι λόγιοι-διαφωτιστές και οι
αρματωλοί.
Γι’
αυτό είναι ανάγκη σήμερα να αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν την ολοκληρωμένη
«σύνθεση», δηλαδή να βιώνουμε την ησυχαστική παράδοση των αγίων και των
νεομαρτύρων, να γνωρίζουμε την παράδοσή μας, όπως εκφράσθηκε και από
τους αρχαίους φιλοσόφους, και να γονιμοποιούμε την σύγχρονη δυτική σκέψη
–αφού την γνωρίσουμε προηγουμένως– η οποία αναζητά κάποιο νόημα και
προοπτική. Δηλαδή, η ορθόδοξη θεολογική-ησυχαστική παράδοση πρέπει να
απαντήση στις παλαιές, αλλά και τις σύγχρονες αναζητήσεις των ανθρώπων
και τα σύγχρονα υπαρξιακά, φιλοσοφικά, ψυχολογικά και κοινωνικά
ερωτήματά τους. Μέσα στα πλαίσια αυτά μπορεί να ολοκληρωθή το όραμα του
προεπαναστατικού ελληνισμού, της Ρωμηοσύνης, όπως την ύμνησε ο Ρήγας
Φεραίος, ο Δημητράκης Καταρτζής και πολλοί άλλοι.
Πρέπει
να διαβάση κανείς το βιβλίο αυτό του Γιώργου Καραμπελιά, –ο οποίος
διακρίνεται για την ερευνητική δουλειά και την κριτική σκέψη, γνωστή και
από άλλα κείμενά του, για το οποίο τον ευχαριστούμε και τον επαινούμε–
για να διαπιστώση αφ’ ενός μεν τον τρόπο με τον οποίο γράφεται η
«στρατευμένη» ιδεολογικά ιστορία, που παρερμηνεύει τα γεγονότα, αφ’
ετέρου δε για να παρατηρήση την προσπάθεια που έκανε η Εκκλησία την
κρίσιμη εκείνη περίοδο για να διασώση το Γένος και την παράδοσή του, και
να διατηρήση αυτήν την ενότητα, που είναι απαραίτητη σήμερα για όλους
μας.
Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ. Ιερόθεου
από το περιοδικό Άρδην τ. 83