Dr. ΕΙΡΗΝΗΣ ΑΡΤΕΜΗ
Θεολόγου –Φιλολόγου
PHD&MAΘεολογίας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
ΣΤΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΑΔΙΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ΟΑΙΩΝΑ
Η Ελλάδα από τα τέλη του 19ουκαι σχεδόν ολόκληρο τον 20οαιώνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως χώρα αποστολής μεταναστών. Οι Έλληνες, ιδιαίτερα μετά την κρίση της σταφίδας που ξέσπασε το 1893, άρχισαν μαζικά να αναζητούν την τύχη τους σε χώρες που η ανάπτυξη της βιομηχανίας θα τους παρείχε μία ευκαιρία για ανεύρεση εργασίας. Στη συνέχεια η Κατοχή, ο Εμφύλιος, και οι γενικότερα δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στις αγροτικές, κυρίως, περιοχές σε συνδυασμό με την καλλιέργεια του ονείρου ότι για οι χώρες προορισμού των μεταναστών φάνταζαν ως «γη της απαγγελίας», αποτέλεσαν σημαντικές αιτίες για τη μετανάστευση των Ελλήνων την περίοδο αυτή.
Οι Έλληνες εγκαταλείπουν την πατρίδα τους, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον διαβίωσης τόσο για τους ίδιους όσο και για τα παιδιά τους. Επιπλέον, πολλοί θα μπορούσαν να συντηρήσουν οικονομικά τους γονείς τους ή να εξασφαλίσουν την προίκα για τις ανύπαντρες αδελφές τους. Στα τέλη του 20ουαιώνα και έως το 1924, οι ΗΠΑ υπήρξαν βασικός μεταναστευτικός προορισμός των Ελλήνων. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα μαστίζεται από τον Εμφύλιο. Από τότε και έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, το μεταναστευτικό ρεύμα γίνεται όλο και πιο μαζικό. Καλύπτει μάλιστα το 72% της συνολικής εξωτερικής μετανάστευσης μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους[1]. Την εποχή αυτή, η Αμερική δεν αποτελεί το βασικό προορισμό των Ελλήνων. Πολλοί Έλληνες μεταναστεύουν προς τη Δυτική Γερμανία, τη Βόρεια Ευρώπη, την Αυστραλία αλλά λιγότερο προς τη Νότια Αφρική. Στη αρχή, θεωρούσαν ότι η μετανάστευσή τους ήταν κάτι το προσωρινό, ενώ προσδοκούσαν την επιστροφή στην πατρίδα τους. Μόνο, όμως, το 40% των μεταναστών του 20ουαιώνα κατόρθωσε ή ήθελε να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα[2].
Στα τέλη του 20ουαιώνα και στις αρχές του 21ουαιώνα το φαινόμενο της μετανάστευσης των Ελλήνων κάνει ξανά την εμφάνισή του. Αυτή τη φορά, καλύτερη τύχη σε χώρες της Αμερικής, της Αυστραλίας και της Ευρώπης αναζητούν όχι οι αμόρφωτοι Έλληνες αλλά οι μορφωμένοι̇ κάτοχοι πτυχίων, μεταπτυχιακών, διδακτορικών, ξένων γλωσσών κινούνται σε χώρες που η μόρφωση και η εξειδίκευση επιστημόνων σε διάφορους τομείς είναι απαραίτητη. Αυτό το είδος της μετανάστευσης, ίσως, να είναι και μία σημαντικότερη και σοβαρότερη πληγή αιμορραγίας για την Ελλάδα από ότι οι μεταναστεύσεις του απλού εργατικού δυναμικού του προηγούμενου αιώνα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α:
Η ΑΠΟΔΗΜΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΣΗΜΕΡΑ.
ΝΕΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΛΗΓΗ
Η «διαρροή επιστημονικού δυναμικού» ή «μετανάστευση ταλέντων» (brain drain) είναι η μετακίνηση επιστημόνων, οποιασδήποτε ειδικότητας, από τη χώρα τους σε περισσότερο αναπτυγμένες, στις οποίες η γνώσεις τους και η εξειδίκευσή τους βοηθά περισσότερο την ήδη αναπτυγμένη επιστημονικά χώρα προορισμού τους[3].
Αν και στην περίπτωση αυτή πάλι τίθεται το θέμα της μετανάστευσης ελληνικού δυναμικού, εντούτοις υπάρχει μία βασική διαφορά μεταξύ των τότε και των τώρα μεταναστών. Η ειδοποιός διαφορά τους είναι η μόρφωση. Ο παράγοντας αυτός είναι και το κριτήριο για την κατάταξη του μετανάστη σε διαφορετική «κοινωνική τάξη», με διαφορετικό είδος απολαβών και διαφορετική μεταχείριση από τους πολίτες των χωρών υποδοχής τους. Έτσι, θετικότερη ανταπόκριση και αποδοχή εισπράττει ένας Έλληνας γιατρός, πολιτικός μηχανικός και γενικότερα ένας επιστήμονας από ότι ένας ανειδίκευτος εργάτης. Τον πρώτο τον θεωρούν ως μοχλό για την ανάπτυξη της εκάστοτε επιστήμης της χώρας –εάν πρόκειται για τον ακαδημαϊκό χώρο ή για την έρευνα- ή την τεχνολογία, για την ανάπτυξη νέων μεθόδων στη βιομηχανία, στην κατασκευή κτηρίων και δημόσιων έργων κ.λπ., ενώ το δεύτερο ως εκείνον που αναλαμβάνει εργασίες καθαρά χειρονακτικές. Εξαιτίας αυτής της θετικής αποδοχής των Ελλήνων επιστημόνων στις περισσότερο αναπτυγμένες επιστημονικά και τεχνολογικά χώρες, πολλοί από τους αυτούς αποποιούνται τον όρο «μετανάστες» και καλλιεργούν τον όρο «κοσμοπολίτες»[4], ενώ ως μετανάστες θεωρούν μόνο τους εργάτες.
Ο όρος «μετανάστης» χαρακτηρίζεται από τη μελανότητα του παρελθόντος, όταν φτωχοί και αμόρφωτοι Έλληνες εγκατέλειπαν την πατρίδα τους, για να εργαστούν αποκλειστικά ως χειρώνακτες σε χώρες με υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από την Ελλάδα, ενώ ο όρος «κοσμοπολίτης» δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης[5] οι επιστήμονες – μετανάστες μπορούν να αξιοποιήσουν τις γνώσεις σε ένα άλλο μέρος της γης, που οι ίδιοι επιλέγουν. Άλλωστε, σήμερα πολλοί έχουν υιοθετήσει την αντίληψη ότι δεν αποτελούν πολίτες μόνο της Ελλάδας αλλά του κόσμου. Η «διαρροή επιστημονικού δυναμικού» δίνει στους μορφωμένους Έλληνες μετανάστες την ευκαιρία να εργαστούν πάνω στο αντικείμενο των σπουδών τους, για το οποίο δαπάνησαν πολύ χρόνο και πολύ κόπο.
Παλαιότερα η μόρφωση ενός παιδιού αποτελούσε εγγύηση για την ανεύρεση μίας αξιοπρεπούς εργασίας. Η είσοδος στο Πανεπιστήμιο ήταν ταυτόσημη με την μελλοντική εξασφάλιση μίας επαγγελματικής σταδιοδρομίας που θα έφερνε στον πτυχιούχο όχι μόνο μία καλή εργασία αλλά και ένα καλό εισόδημα αλλά γενικότερα θα τον βοηθούσε να αποκτήσει μία καλύτερη κοινωνική θέση, θα βελτίωνε δηλαδή το status quo του. Σήμερα τα πράγματα στη χώρα μας έχουν αλλάξει άρδην. Πολλοί πτυχιούχοι αναζητούν μία θέση εργασίας, ακόμα και εάν αυτή δεν ανταποκρίνεται ούτε στις σπουδές τους ούτε στις προσδοκίες τους. Μην μπορώντας να εργαστούν στη χώρα τους αναγκάζονται να οδηγηθούν στη φυγή.
Έχει υιοθετηθεί η αντίληψη ότι η διαρροή επιστημονικού δυναμικού οφείλεται στην «υπερεκπαίδευση» των Ελλήνων[6]. Κατά πόσο αυτό είναι ορθό και ποιοι παράγοντες το καλλιεργούν θα το εξετάσουμε αμέσως.
Η «υπερεκπαίδευση» άραγε αποτελεί γεγονός για την Ελλάδα; Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ναι μεν η Ελλάδα έχει ένα αρκετό υψηλό ποσοστό πτυχιούχων αλλά συγχρόνως αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα φαινόμενο «υπερεκπαίδευσης»[7]. Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η αύξηση του αριθμού των φοιτητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μεγαλύτερη τα τελευταία χρόνια από ότι στο παρελθόν. Αυτό, όμως, δεν οφείλεται αποκλειστικά στο ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας μας γίνεται τόπος υποδοχής των καλύτερων μαθητών ή των καλύτερα προετοιμασμένων υποψηφίων. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρήθηκε το φαινόμενο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μαθητών που συγκέντρωσαν πάρα πολύ χαμηλή βαθμολογία. Αυτό ήταν συνέπεια της εφαρμογής διαφόρων πολιτικών σκοπιμοτήτων, όπως η λειτουργία και η ίδρυση διαφόρων σχολών σε περιοχές της Ελλάδας χωρίς μεγάλη ανάπτυξη, η συγκάλυψη των ποσοστών της ανεργίας, αφού ο σπουδαστής ή φοιτητής δεν αποτελούν ανέργους κ.λπ.
Η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση γινόταν όνειρο για παιδιά και γονείς, όχι αποκλειστικά για την απόκτηση γνώσεων, αλλά για την εύρεση μίας εργασίας που θα έδινε την ευκαιρία στους νέους να φύγουν μακριά από την πόλη τους ή το χωριό τους. Ταυτόχρονα με την αύξηση του αριθμού των φοιτητών και των σπουδαστών στα ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης σε συνδυασμό με τη μείωση των υψηλών ποσοστών επίδοσής τους στις Πανελλήνιες εξετάσεις, έγινε φανερό ότι περισσότεροι ήταν εκείνοι που αποκτούσαν την ιδιότητα του φοιτητή αλλά πολλοί λιγότεροι εκείνοι που αποκτούσαν την ιδιότητα του πτυχιούχου. Ταυτόχρονα πολλοί και από τους πτυχιούχους ακόμη δεν έχουν επαρκείς γνώσεις ή την ικανότητα να εξασκήσουν το επάγγελμα, το οποίο σπούδασαν. Άλλωστε είναι γνωστό «τοις πάσι» ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα νοσεί. Πολλοί φοιτητές λαμβάνουν το πτυχίο τους είτε με τη «βοήθεια» των καθηγητών τους, είτε με τη «βοήθεια» πολιτικών μέσων, είτε καταφεύγοντας σε «αγορά» των γνώσεων κάποιων άλλων πτυχιούχων συναφών ειδικοτήτων, πολλοί καθηγητές διορίζονται αναξιοκρατικά, ενώ τέλος δεν υπάρχει σύνδεση εκπαίδευσης και εργασίας στην κοινωνία μας. Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η απόκτηση του πτυχίου του, να παρέχει στον κάτοχό του την ιδιότητα του μορφωμένου πτυχιούχου, όχι όμως και του ειδικευμένου επιστήμονα, του πτυχιούχου που γνωρίζει το καλά το αντικείμενό του και μπορεί να θέσει τις γνώσεις του σε εφαρμογή στον τομέα της εργασίας του.
Έρευνες έχουν αποδείξει ότι σύμφωνα με τον πληθυσμό της Ελλάδας δεν υπάρχει κάποια υψηλή αναλογία των πτυχιούχων σε σχέση με τους κατοίκους της Ελλάδα[8]. Φυσικά, υπάρχει αύξηση των φοιτητών, όπως προαναφέρθηκε, και ιδιαίτερα τελευταία παρατηρείται μία τάση αυξήσεως των πτυχιούχων που επιδίδονται στον αγώνα απόκτησης μεταπτυχιακών τίτλων ή διδακτορικών. Αυτό γίνεται στην προσπάθεια να πετύχουν μία επιπλέον εξειδίκευση που θα τους ανοίξει της πύλες ανεύρεσης εργασίας. Αυτό, όμως, είναι ένα φαινόμενο, το οποίο δεν παρατηρείται στην Ελλάδα σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι στις αναπτυγμένες χώρες του εξωτερικού. Η προσπάθεια για εξειδίκευση των σπουδών μάλλον αποτελεί περισσότερο παγκόσμιο φαινόμενο παρά κυρίως εθνικό.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ είναι εμφανής ο κίνδυνος της μεγάλης μετανάστευσης των Ελλήνων πτυχιούχων στο εξωτερικό. Αυτό είναι ως συνέπεια της οικονομικής δυσπραγίας που βρίσκεται η χώρα μας, της μη ορθής παρατήρησης και προσπάθειας για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας που θα οδηγούσαν στον εξορθολογισμό του τρόπου εκπαίδευσης των Ελλήνων και στη δυνατότητα αντιστοίχησης του αριθμού των πτυχιούχων με εκείνου που χρειαζόταν η ελληνική κοινωνία και οικονομία[9] για να οδηγηθεί στην ανάπτυξη. Έτσι αν δεν υπήρχε «υπερπληθωρισμός» -περισσότεροι νομικοί, γιατροί, αρχιτέκτονες, εκπαιδευτικοί κ.λπ. από ότι χρειάζονται- δεν θα υπήρχε ανεργία, υποαπασχόληση, ετεροαπασχόληση ή μετανάστευση ή θα ήταν πολύ μικρότερος ο αριθμός από αυτόν που υπάρχει σήμερα[10]. Βέβαια, ο «υπερπληθωρισμός» δεν αποτελεί τη βασική αιτία μετανάστευσης σήμερα. Άλλος ένας παράγοντας είναι η αμοιβή των ελλαδιτών επιστημόνων σε σχέση με εκείνη των αντίστοιχων επιστημόνων του εξωτερικού. Έτσι πολλοί πτυχιούχοι προτιμούν να μεταναστεύσουν σε χώρες που θα τους παρέχεται η δυνατότητα να εργαστούν όχι μόνο σε αξιοπρεπείς συνθήκες και με ξεκάθαρους όρους εργασίας, όπως το ωράριο και τα καθήκοντά τους, αλλά και με μισθούς μεγαλύτερους των 700 ή 1000 ευρώ στην καλύτερη περίπτωση που θα εξασφάλιζαν στην πατρίδα τους.
Άλλωστε στις μέρες μας η κατάσταση στην αμοιβή των πτυχιούχων γίνεται ολοένα και πιο ασφυκτική, αφού ο μισθός ενός πρωτοδιοριζόμενου εκπαιδευτικού μετά δυσκολίας αγγίζει τα 600 ευρώ. Τη στιγμή που χώρες του εξωτερικού προσφέρουν μεγάλες οικονομικές απολαβές σε Έλληνες πτυχιούχους. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η διαρροή του επιστημονικού δυναμικού ελλοχεύει τον κίνδυνο η Ελλάδα να μετατραπεί σε μία χώρα εργατών και παρόχων τουριστικών υπηρεσιών. Φυσικά ο κίνδυνος αυτός είναι υπαρκτός σε ένα βαθμό. Πολλοί, όμως, επιστήμονες που φεύγουν για το εξωτερικό, προσδοκούν ότι κάποια μέρα θα επιστρέψουν στη χώρα τους. Παράλληλα αποτελούν ένα σημαντικό παράγοντα διαφήμισης για την Ελλάδα.
Η Ελλάδα για τη μείωση του κόστους της απώλειας του επιστημονικού της δυναμικού θα πρέπει να κάνει προσπάθειες για να αντισταθμίσει τις απώλειες αυτές. Θα πρέπει να μελετήσει σχέδια πώς θα μπορέσει να πετύχει τον επαναπατρισμό όσων τον επιδιώκουν, αξιοποιώντας τη γνώση και την τεχνοτροπία που απέκτησαν σε μεγάλο βαθμό εργαζόμενοι στο εξωτερικό. Θα πρέπει να αποβάλλει από τους νέους πτυχιούχους – επιστήμονες, οι οποίοι κατάφεραν να εργαστούν σε διάφορους επιστημονικούς τομείς στην Ελλάδα, την ψευδαίσθηση της δήθεν μεγαλοφυΐας τους. Η τελευταία όχι μόνο είναι φενάκη αλλά αποτελεί και ασπίδα πίσω από την οποία κρύβεται η ανεπάρκειά τους ως επιστήμονες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προβληματικής αποτελεί η περίπτωση του διακεκριμένου Έλληνα φυσικού Δ. Νανόπουλου να γίνει δεκτός στον διδακτικό προσωπικό Πανεπιστημίου της ημιδαπής[11], η περίπτωση της ερευνήτριας για το εμβόλιο του καρκίνου Β. Αποστολοπούλου, να γίνει δεκτή από τον ιατρικό κόσμο της χώρας μας[12].
Πολλοί από τα «επιστημονικά ταλέντα» οδηγούνται, λοιπόν, στη μετανάστευση έχοντας τη φιλοδοξία μίας καλύτερης και διεθνούς καριέρας αλλά συγχρόνως και μίας υψηλής ποιότητας ζωής[13], όνειρο που φαίνεται ουτοπικό και στην Ελλάδα, αφού η πραγματοποίησή του θεωρείται ανεδαφική από πολλούς νέους επιστήμονες. Χωρίς, όμως, επιστήμονες η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να αποτύχει σε πολλούς τομείς και κυρίως στη βελτίωση των κοινωνικών δομών της αλλά και στην παροχή καλύτερης ζωής στους ανθρώπους της.
Στόχος των κυβερνήσεων θα πρέπει να γίνει όχι η εξασφάλιση των πολιτικών συμφερόντων τους, όπως ο διορισμός ανθρώπων σε τομείς που λειτουργούν ως παρασιτικοί για την οικονομία – διάφορες υπηρεσίες του δημοσίου με μεγάλο ποσοστό προσλήψεων ανθρώπων υποχρεωτικής ή μέσης εκπαίδευσης- αφήνοντας συγχρόνως χωρίς κάλυψη θέσεις εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού, όπως συμβαίνει σε κέντρα όπως ο « Δημόκριτος», το « Ινστιτούτο Παστέρ» κ.ά[14]. Η ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας στη χώρας μας θα πετύχει να χορτάσει τη δίψα των νέων επιστημόνων για μελέτες και έρευνες σε διάφορους τομείς ενώ ταυτόχρονα οι ανακαλύψεις τους και οι εφευρέσεις τους θα προσελκύσουν χορηγούς – χρηματοδότες που θα θέλουν να θέσουν κάτω τις μελέτες αυτές και τα αποτελέσματά τους κάτω από τη μέριμνά τους. Το τελευταίο συμβαίνει σε πολλούς τομείς επιστημονικούς στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι χορηγίες των φαρμακευτικών εταιρειών προκειμένου νέοι επιστήμονες να ασχοληθούν με μελέτες για τη δημιουργία νέων φαρμάκων που εκείνες με τη σειρά τους θα εμπορευτούν.
Επίσης, θετικό θα μπορούσε να αποδειχτεί η στράτευση κάποιων επιστημόνων από ιδιωτικούς ή δημόσιους παράγοντες που με τη βοήθεια σεμιναρίων θα μετέδιδαν μέρος των γνώσεών τους και της εμπειρίας τους, για να δημιουργηθούν, να αναπτυχθούν ή και να βελτιωθούν οι αντίστοιχοι τομείς του εξωτερικού και στην Ελλάδα. Έτσι η χώρα θα κέρδιζε πολλαπλά, αφού οι «μετανάστες» επιστήμονες δεν θα έκοβαν τη σχέση τους με την πατρίδα, ενώ ταυτόχρονα θα αποτελούσαν διαφήμιση της Ελλάδας στο εξωτερικό και παράλληλα θα «μετάγγιζαν» τη γνώση, την τεχνοτροπία και τις μεθόδους ανάπτυξης των διαφόρων επιστημών στην «αναιμική» στην επιστημονική αξιοποίηση πατρίδα τους[15].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η μετανάστευση των ελλαδιτών επιστημόνων δεν αποτελεί φαινόμενο καινούριο. Υπήρχε πάντοτε απλώς τώρα επιτείνεται λόγω κρίσης. Πολλοί από τους επιστήμονες που εγκαταλείπουν την Ελλάδα έχουν πολυετείς σπουδές και είναι κάτοχοι πολλών πτυχίων. Πολλοί από αυτούς στηριζόμενοι οικονομικά από την οικογένειά τους στρέφονται για διαμονή και εργασία στο εξωτερικό. Φυσικά είναι και εκείνοι που σπουδάζουν στο εξωτερικό και ολοκληρώνοντας τις σπουδές, δεν επιθυμούν να εγκαταλείψουν μία χώρα που έχει καλύτερες υποδομές και κοινωνικές υπηρεσίες από εκείνες της χώρας του.
Σίγουρα στις μέρες μας το φαινόμενο είναι αρκετά σημαντικό και αποτελεί πληγή για την ανάπτυξη της χώρας. Εάν, όμως, αξιοποιηθεί κατάλληλα θα μπορέσει να αποτελέσει μοχλό που θα βοηθήσει στην ανάπτυξη. Επίσης σημαντικό είναι οι κυβερνώντες να μπορέσουν εξετάσουν κριτικά ποιες ανάγκες επιστημόνων υπάρχουν στη χώρα και πώς μπορούν αξιοποιηθούν, για να μπορέσει η εκπαίδευση να προσφέρει το επιστημονικό δυναμικό που έχει ανάγκη στους διάφορους τομείς της και όχι να παράγει επιστήμονες χωρίς αντικείμενο απασχόλησης.
Οι ελλαδίτες επιστήμονες που σκέπτονται τη μετανάστευση πρέπει να σκεφτούν σοβαρά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ζωής και της εργασίας στο εξωτερικό. Επιπλέον, ακόμα και όταν φύγουν δεν πρέπει να αποκοπούν από την Ελλάδα, ενώ η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να φτιάξει τις κατάλληλες υποδομές, για να πετύχει τον επαναπατρισμό τους αξιοποιώντας τις γνώσεις και την εμπειρία τους ως εργαζόμενοι στο εξωτερικό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- . Βεντούρα, Λ., «Οι δρόμοι της μεγάλης φυγής των Ελλήνων»,Το Βήμα19/12/1999.
- «Ελληνισμός της Διασποράς», Β΄ και Γ΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003.
- Λεοντίδου, Λ., Αγεωγράφητος Χώρα,Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005.
- Λαμπρινιάδη, Λ.,Επενδύοντας στη Φυγή. Η Διαρροή Επιστημόνων από την Ελλάδα στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης», εκδ. Κριτική, Αθήνα 2011
Διαδικτυακοί ιστότοποι:
- http://hellenicrevenge.blogspot.com/2011/01/cernvideo.html (2012)
- http://news.in.gr/greece/article/?aid=151841 (2012)
[1] Λ. Βεντούρα, «Οι δρόμοι της μεγάλης φυγής των Ελλήνων»,Το Βήμα19/12/1999.
[2] Αυτόθι.
[3] Λ. Λαμπρινιάδη,Επενδύοντας στη Φυγή. Η Διαρροή Επιστημόνων από την Ελλάδα στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης», εκδ. Κριτική, Αθήνα 2011, σ. 17.
[4] Αυτόθι, σ. 18.
[5] Παγκοσμιοποίηση είναι η προσπάθεια να υπάρξει μία ομοιομορφία του τρόπου ζωής των ανθρώπων και η θεμελίωση ενός νέου παγκόσμιου πολιτισμού. Σε αυτό συμβάλλει το άνοιγμα των αγορών, στις οποίες οι αγορές φιλελευθεροποιούνται, η « κατάργηση» των συνόρων που δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να μετακινούνται σε περισσότερους προορισμούς ευκολότερα είτε ως εργαζόμενοι είτε ως τουρίστες, η ανταλλαγή επιστημονικών γνώσεων και δεδομένων η δημιουργία διεθνών οργανισμών για την καταπολέμηση της φτώχειας, προάσπισης των διάφορων ατομικών συμφερόντων κ.λπ.. Φυσικά η παγκοσμιοποίηση έχει και την αρνητική της πλευρά στην οποία κυριαρχεί η επικράτηση του ιμπεριαλισμού ενώ απειλεί τόσο στον οικονομικό τομέα όσο και στον πολιτιστικό να εξαφανίσει χώρες που δε θα μπορούν να πετύχουν μία συνεχώς αναπτυγμένη οικονομία και δεν μπορούν να διαφυλάξουν την εθνική τους πολιτισμική και πολιτιστική ταυτότητα, παρά τη θυσιάζουν στο βωμό της «προοδευτικότητας» με κίνδυνο τον αφανισμό τους ως έθνος. Πρβλ.Λ. Λεοντίδου,Αγεωγράφητος Χώρα,Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005, σσ. 346-353.
[6] Λ. Λαμπρινιάδη,όπ.π., σ. 20.
[7] Αυτόθι σ. 121.
[8] Αυτόθι, σσ. 121-129.
[9] Αυτόθι, σ. 160.
[10] Αυτόθι, σ. 154.
[11] http://hellenicrevenge.blogspot.com/2011/01/cernvideo.html (2012)
[12] http://news.in.gr/greece/article/?aid=151841 (2012)
[13] Λ. Λαμπρινιάδη,όπ.π., σ. 354
[14] Παράδοξο είναι η Ελλάδα να είναι μία πολύ πλούσια σε αρχαία χώρα και οι αρχαιολόγοι να είναι άνεργοι ή να καλύπτουν θέσεις καθηγητών ιστορίας σε σχολεία.
[15] Λ. Λαμπρινιάδη,όπ.π., σσ. 356-357.
πηγή