Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015
Τα 9 στάδια εξέλιξης στις ζωγραφιές των παιδιών
Το σχέδιο ενός παιδιού
αποτελεί ένα ποιοτικό και πολύ χρήσιμο εργαλείο, προκειμένου να
παρατηρήσουμε και να αξιολογήσουμε χαρακτηριστικά και πτυχές της
προσωπικότητάς του, αλλά και έναν πολύτιμο οδηγό για τις σκέψεις και τα
συναισθήματα που αυτό βιώνει.
Μέσα από αυτό, το παιδί μας αφηγείται την προσωπική του «ιστορία»,
μας εξομολογείται τους φόβους του, εκείνα που αγαπά καθώς και τη μορφή
των σχέσεων που αναπτύσσει με τους «σημαντικούς άλλους».
Οι ερευνητές έχουν καταλήξει οτι η μορφή και η ποιότητα του παιδικού σχεδίου διέπεται από 9 βασικά εξελικτικά στάδια:
1) Περίοδος της κακογραφίας και των κηλίδων
Στη φάση αυτή το παιδί σχεδιάζει χωρίς συγκεκριμένη πρόθεση και δεν αντιλαμβάνεται πλήρως τη σχέση μεταξύ χειρονομίας και αποτελέσματος.
Στη φάση αυτή το παιδί σχεδιάζει χωρίς συγκεκριμένη πρόθεση και δεν αντιλαμβάνεται πλήρως τη σχέση μεταξύ χειρονομίας και αποτελέσματος.
2) Πριν από τα 2 έτη
Μουντζουρώνει το χαρτί χωρίς να απομακρύνει το χέρι του από αυτό. Η μουντζούρα του τείνει σιγά σιγά να πάρει ένα σχήμα κυκλικό ή ωοειδές.
Μουντζουρώνει το χαρτί χωρίς να απομακρύνει το χέρι του από αυτό. Η μουντζούρα του τείνει σιγά σιγά να πάρει ένα σχήμα κυκλικό ή ωοειδές.
3) Στο 2ο έτος
Επιθυμεί να σχεδιάσει κάτι συγκεκριμένο και συνδέει την αναπαράσταση του με το «πραγματικό» αντικείμενο που έχει στο μυαλό του (τυχαίος ρεαλισμός).
Επιθυμεί να σχεδιάσει κάτι συγκεκριμένο και συνδέει την αναπαράσταση του με το «πραγματικό» αντικείμενο που έχει στο μυαλό του (τυχαίος ρεαλισμός).
4) Στο 3ο έτος
Προσπαθεί να μιμηθεί και αναπαράγει το σχέδιο του ενήλικα (αποτυχημένος ρεαλισμός).
Προσπαθεί να μιμηθεί και αναπαράγει το σχέδιο του ενήλικα (αποτυχημένος ρεαλισμός).
5) Γύρω στα 5 έτη
Ζωγραφίζει μικρά ανθρωπάκια με συγκροτημένο τρόπο (ολοκληρωμένα μέλη του σώματος και πρόσωπο), καθώς στο στάδιο αυτό επιθυμεί να αναπαραστήσει όχι κάτι ορατό ή απτό της δεδομένης στιγμής, αλλά κάτι που ήδη ξέρει και φαντάζεται (διανοητικός ρεαλισμός).
Ζωγραφίζει μικρά ανθρωπάκια με συγκροτημένο τρόπο (ολοκληρωμένα μέλη του σώματος και πρόσωπο), καθώς στο στάδιο αυτό επιθυμεί να αναπαραστήσει όχι κάτι ορατό ή απτό της δεδομένης στιγμής, αλλά κάτι που ήδη ξέρει και φαντάζεται (διανοητικός ρεαλισμός).
6) Στο 6ο έτος
Το παιδί ξεκινά να ντύνει το ανθρωπάκι του και πολλές φορές το ταυτίζει με κάποιο πρόσωπο του στενού του περιβάλλοντος (οικογενειακό πρόσωπο, δάσκαλο κτλ).
Το παιδί ξεκινά να ντύνει το ανθρωπάκι του και πολλές φορές το ταυτίζει με κάποιο πρόσωπο του στενού του περιβάλλοντος (οικογενειακό πρόσωπο, δάσκαλο κτλ).
7) Αμέσως μετά την είσοδο στο δημοτικό
Το σχέδιο του παιδιού διανθίζεται με λόγια και φαντασία, το ίδιο περιγράφει επακριβώς αυτό που αναπαριστά η ζωγραφιά του.
Το σχέδιο του παιδιού διανθίζεται με λόγια και φαντασία, το ίδιο περιγράφει επακριβώς αυτό που αναπαριστά η ζωγραφιά του.
8 ) Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού
Το παιδί εμπλουτίζει κατά πολύ το σχέδιο του και κυρίως με κίνηση, αναπαριστά αντικείμενα και πρόσωπα με αρκετή ακρίβεια και πιστότητα (συγκεκριμένος ρεαλισμός).
Το παιδί εμπλουτίζει κατά πολύ το σχέδιο του και κυρίως με κίνηση, αναπαριστά αντικείμενα και πρόσωπα με αρκετή ακρίβεια και πιστότητα (συγκεκριμένος ρεαλισμός).
9) Μετά το τέλος του δημοτικού
Περνάμε σε ένα πιο «αφαιρετικό» στάδιο. Το παιδί ζωγραφίζει με κύριο εργαλείο του τη φαντασία, δεν απεικονίζει πλέον μόνο τα όσα βλέπει ή μόνο τα όσα γνωρίζει.
Περνάμε σε ένα πιο «αφαιρετικό» στάδιο. Το παιδί ζωγραφίζει με κύριο εργαλείο του τη φαντασία, δεν απεικονίζει πλέον μόνο τα όσα βλέπει ή μόνο τα όσα γνωρίζει.
Θεωρητικά, τα εξελικτικά στάδια είναι τα ίδια για όλα τα παιδιά που
βρίσκονται σε παρόμοιο ηλικιακό φάσμα. Δεδομένης όμως της
διαφορετικότητας κάθε προσωπικότητας, αλλά και των διαφορετικών βιωμάτων και ερεθισμάτων
που παρέχονται στο κάθε παιδί, είναι απόλυτα λογικό κάποια παιδιά να
αποκλίνουν είτε λιγότερο, είτε περισσότερο από αυτά τα στάδια.
Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι πρέπει να δίνουμε τις
ευκαιρίες σε ένα παιδί να εξελίξει τις δυνατότητές του στο έπακρον ακόμα
κι αν αυτό βρίσκεται σε πολύ μικρή ηλικία. Η ενασχόληση του παιδιού με
χρώματα, λαδομπογιές, χαρτιά και γενικότερα με την όλη διαδικασία της
ζωγραφικής αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία να αναπτύξει ένα πλήθος ικανοτήτων,
όπως η λεπτή κινητικότητα, ο οπτικοκινητικός συντονισμός, απτικές και
αισθητηριακές ικανότητες, αλλά και την καλλιέργεια της δημιουργικής
σκέψης και φαντασίας του – και φυσικά αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία για
την προσχολική του προετοιμασία.
Τατιάνα Πολυζώτη
Ψυχολόγος – Ειδική Παιδαγωγός MSc
poliztatiana@hotmail.com
πηγή
ΕΝΑ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Όσοι επισκεφτούν για πρώτη φορά στην Τουρκία το Αφιόν Καραχισάρ, (από
προσωπική εμπειρία), η πόλη που έγινε διεθνώς γνωστή για την ευρεία
καλλιέργεια του χασίς, πολύ πιθανόν να σοκαριστούν καθώς θα αντικρίσουν
σε κεντρική πλατεία της πόλης ένα μακάβριο άγαλμα που δείχνει έναν
όρθιο, (ο Τούρκος), να ρίχνει κάτω έναν άλλο, (ο Έλληνας), ενώ
ετοιμάζεται κυριολεκτικά να τον κατασπαράξει.
Για όσους δεν ξέρουν αυτό είναι το άγαλμα μνημείο για την μεγάλη
τουρκική νίκη κατά των Ελλήνων τον Αύγουστο του 1922, που σήμανε και την
αρχή της τραγικής μικρασιατικής καταστροφής με αποκορύφωμα την
γενοκτονία του ελληνισμού της Ανατολής από τους Οθωμανούς και
Κεμαλικούς. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι πως το φρικτό στην όψη του
αυτό άγαλμα το φιλοτέχνησε ένας Γερμανός με καταγωγή από την Βιέννη της
Αυστρίας, ο Heinricht Krippel, γλύπτης ζωγράφος και μεγάλος καλλιτέχνης.
Όπως αναφέρεται, ο Heinricht Krippel εργάστηκε τρία ολόκληρα χρόνια
από το 1934 μέχρι το 1936 για να φτιάξει αυτό το μνημείο που συμβολίζει
την καταστροφή του ελληνισμού της Μικράς Ασίας με πραγματικά μακάβριο
τρόπο, ενδεικτικό της μεγάλης γενοκτονίας που υπέστη ο ελληνισμός της
Ανατολής. Το άγαλμα εγκαινιάστηκε στις 24 Μαρτίου του 1936 από τον ίδιο
το Μουσταφά Κεμάλ που τώρα ήταν ο Ατατούρκ, δηλαδή ο πατέρας της
σύγχρονης αλλά αιματοβαμμένης στο αίμα των χριστιανών της Ανατολής,
Τουρκίας.
Η ονομασία του αγάλματος είναι «Büyük Utku», δηλαδή, «Μεγάλη Νίκη»
των Τούρκων κατά την μεγάλη επίθεση που εξαπολύθηκε τον Αύγουστο του
1922 και κατέληξε στην μεγάλη σφαγή και πυρπόληση της Σμύρνης. Στα
εγκαίνια του αγάλματος εκτός από τον Κεμάλ Ατατούρκ παρευρέθηκαν και ο
τότε πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού, στρατηγός του Κεμάλ κατά την τουρκική
επίθεση, καθώς και ο αρχηγός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στρατηγός
Φεβζί Τσακμάκ. Μάλιστα ο Κεμάλ Ατατούρκ σχολιάζοντας την όψη του
αγάλματος τόνισε ότι δείχνει με τον καλλίτερο τρόπο την Μεγάλη Νίκη της
Τουρκίας.
Εμείς θα προσθέσουμε ότι εκτός από την μεγάλη νίκη των Τούρκων κατά
των Ελλήνων το 1922, δείχνει και την αγριότητα τους και με τι αιμοβόρο
μανία εξολόθρεψαν τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας.
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
nikosxeiladakis.gr
Καπετάν Γρέγος… ο μυστηριώδης παπάς
Και σιωπή απλώθηκε στον κάμπο… Πέρασε
ώρα… Το φεγγάρι, ψυχρό, αδιάφορο, μια σκιάζουνταν από περαστικά σύννεφα
και μια φώτιζε τη χαράδρα του θανάτου, με τους δυο εχθρούς πεσμένους,
σχεδόν πλάγι πλάγι, αδελφωμένους στον αιώνιο ύπνο. Και στη βαθιά αυτή
νυχτερινή σιγή, κλαριά τσάκισαν σιγά, σώπασαν και πάλι τσάκισαν, και μια
σκιά χαμηλή, έρποντας σχεδόν, βγήκε από τους θάμνους, πλησίασε σιγά
τους πεθαμένους.
Έξαφνα, από άλλον θάμνο μια πέτρα πέταξε, χτύπησε τη σκιά στο πλευρό, και τρομαγμένο έφυγε το αγρίμι και χάθηκε. Ένα παιδί βγήκε από τα παλιούρια, έριξε μια ματιά στ’ απάνω και στα κάτω της ρεματιάς και ακροπατώντας σίμωσε τους πεθαμένους. Μια ματιά μόνο έριξε στον Βούλγαρο και γονάτισε κοντά στον Έλληνα αντάρτη. Με τρεμάμενο χέρι άγγιξε το ματωμένο στήθος, ύστερα το πρόσωπο, και τραβήχθηκε αγριεμένο. Και πάλι έσκυψε πάνω στον πεθαμένο και ψιθύρισε:
-Καπετάν Ακρίτα!… Καπετάν Ακρίτα!…
Μα τίποτα δεν ακούστηκε. Οι πεθαμένοι δεν απαντούν. Πάλι άπλωσε ο μικρός το χέρι στο στήθος του νεκρού, έκανε να ξεκουμπώσει το σταυρωτό του αντερί. Το χέρι του αντάμωσε κάτι σκληρό. Έψαξε και βρήκε ένα ωρολόγι και μαζί ένα πέτσινο παλιωμένο μικρό πορτοφόλι. Τρέμοντας από συγκίνηση το άνοιξε ο μικρός. Ήταν ένα απλό πορτοφολάκι με δυο τσέπες. H μια τσέπη ήταν άδεια. Στην άλλη βρήκε μόνο μια φωτογραφία. Στο χλωμό φως του φεγγαριού διέκρινε μια κοπέλα νέα, με την κατσούλα του Γιδά, που χαμογελούσε, το χέρι ακουμπισμένο στον γοφό, το κεφάλι λίγο πίσω.
Τα χέρια του μικρού έτρεμαν όλο και περισσότερο. Γύρισε την εικόνα από την ανάποδη και είδε μια γραμμή καλογραμμένη και από κάτω λέξεις γραμμένες με πιο χοντρό γράψιμο, τη μια κάτω από την άλλη. Δεν ήξερε καλά να διαβάσει. Και δεν είχε πια φως. Σύννεφα σκέπαζαν πάλι το φεγγάρι. Έβγαλε σπίρτα από την τσέπη του, άναψε ένα φρύγανο και ξανακοίταξε τη φωτογραφία. Του ήλθε ζάλη. Έκανε να φιλήσει τη φωτογραφία, μα δεν πρόφθασε. Έπεσε με το μέτωπο στο χώμα και λιγοθύμησε…
Στην επιστροφή επικρατεί πένθος μέσα στη γενική χαρά της νίκης. Ιδιαίτερα λυπημένος είναι ο Βασίλης. Αλλά δέχονται μια επίσκεψη στην καλύβα τους.
Ήταν η κυρία Ηλέκτρα με τον Αποστόλη και από το χέρι κρατούσε τον Γιωβάν. Χωρίς να χαιρετίσει κανέναν, μπήκε μέσα, έκλεισε το άνοιγμα της πόρτας και κάθισε σε μια κάσα που χρησίμευε για σκαμνί. Ήταν σοβαρή, αγέλαστη, χλωμή, σαν ξαγρυπνισμένη. Θλιμμένα είπε του Βασίλη:
– Τον έθαψα.
Μηχανικά ρώτησε ο Βασίλης:
– Ποιον;
Χωρίς να ξέρει τίποτα, μάντευε τι είχε γίνει.
– Τον Γρέγο. Δεν έπρεπε να μείνει έτσι, θα τον έτρωγαν τα τσακάλια… είπε η κυρία Ηλέκτρα. Μια στιγμή κανένας δε μίλησε. Ήταν σα να ξεσκεπάζουνταν απρόοπτα ένα ιερό μυστικό. Και ήταν σα να παραβρίσκουνταν όλοι σε κηδεία.
Και βαριά, αργοπροφέροντας, ρώτησε ο Βασίλης:
– Πώς το ξέρετε σεις πως τον έλεγαν Γρέγο;
– Μου το είπε ο Γιωβάν.
– Πώς το ήξερες εσύ, Γιωβάν;
Μα ο Γιωβάν δεν αποκρίθηκε. Έτρεμε όλος. Και σαν πάντα όταν δεν ήθελε να πει, σήκωσε τον ένα του ώμο.
Η κυρία Ηλέκτρα άδειαζε την τσέπη της.
– Ήμουν στο χωριό Άγιοι Απόστολοι, είπε. Με μετέθεσε στο Μπόζετς το Κέντρο, ώσπου να βγει από τη φυλακή η κυρία Ευθαλία και να ξαναχτιστεί το σχολειό μου. Σταμάτησα στους Αγίους Αποστόλους, ν’ αφήσω τον μικρό στου παπα-Μιχάλη, τον παπά του χωριού. Δεν είχα ύπνο. Με είχε ειδοποιήσει ο παπάς πως πέρασε σώμα ανταρτών και πως το είχαν αντιληφθεί οι Τούρκοι. Δεν ήξεραν όμως αν ήταν Έλληνες ή Βούλγαροι. Εγώ είχα μάθει πως ο καπετάν Νικηφόρος είχε καλέσει τα παιδιά μας από την Κουλακιά, το Νιχώρι και τ’ άλλα μας χωριά και ήμουν φοβερά ανήσυχη, μην βγει ο στρατός και τους κόψει την υποχώρηση. Είχα πλαγιάσει τούτον τον μικρό και πήγα στου παπά το σπίτι, που είναι λίγο έξω απ’ το χωριό. Όλη νύχτα μείναμε ξυπνητοί, ο γερο παπα-Μιχάλης κι εγώ, και καιροφυλακτούσαμε. Αργά τη νύχτα – δυο ήταν, τρεις το πρωί, δεν ξέρω – ακούσαμε τουφεκιές. Βγήκαμε κρυφά. Τραβήξαμε καταπού είχαν πέσει οι τουφεκιές. Φθάσαμε σε μια χαράδρα. Είχα ένα κλεφτοφάναρο ηλεκτρικό ευτυχώς, γιατί είχε συννεφιάσει και δε βλέπαμε πού πηγαίναμε. Τραβούσαμε στην τύχη. ‘Εξαφνα είδα μπροστά μου τούτον, που με φώναζε!… έκανε συγκινημένη, δείχνοντας τον Γιωβάν που στέκουνταν με σκυφτό κεφάλι, περιμένοντας τιμωρία. Με είχε προλάβει. Είχε βγει μόνος, είχε βρει δυο σκοτωμένους, έναν Βούλγαρο και τον Γρέγο. Ήταν πολύ ταραγμένος ο μικρός. Είχε βρει και μου έδωσε τούτα. Σου ανήκουν, Βασίλη.
Και του έτεινε ένα ασημένιο ωρολόγι, με χαραγμένο σύμπλεγμα από δυο γράμματα, Γ και Θ, και ένα πέτσινο σακουλάκι με χρυσά νομίσματα – επίσης κι ένα κλειδί εξώπορτας.
Έξαφνα, από άλλον θάμνο μια πέτρα πέταξε, χτύπησε τη σκιά στο πλευρό, και τρομαγμένο έφυγε το αγρίμι και χάθηκε. Ένα παιδί βγήκε από τα παλιούρια, έριξε μια ματιά στ’ απάνω και στα κάτω της ρεματιάς και ακροπατώντας σίμωσε τους πεθαμένους. Μια ματιά μόνο έριξε στον Βούλγαρο και γονάτισε κοντά στον Έλληνα αντάρτη. Με τρεμάμενο χέρι άγγιξε το ματωμένο στήθος, ύστερα το πρόσωπο, και τραβήχθηκε αγριεμένο. Και πάλι έσκυψε πάνω στον πεθαμένο και ψιθύρισε:
-Καπετάν Ακρίτα!… Καπετάν Ακρίτα!…
Μα τίποτα δεν ακούστηκε. Οι πεθαμένοι δεν απαντούν. Πάλι άπλωσε ο μικρός το χέρι στο στήθος του νεκρού, έκανε να ξεκουμπώσει το σταυρωτό του αντερί. Το χέρι του αντάμωσε κάτι σκληρό. Έψαξε και βρήκε ένα ωρολόγι και μαζί ένα πέτσινο παλιωμένο μικρό πορτοφόλι. Τρέμοντας από συγκίνηση το άνοιξε ο μικρός. Ήταν ένα απλό πορτοφολάκι με δυο τσέπες. H μια τσέπη ήταν άδεια. Στην άλλη βρήκε μόνο μια φωτογραφία. Στο χλωμό φως του φεγγαριού διέκρινε μια κοπέλα νέα, με την κατσούλα του Γιδά, που χαμογελούσε, το χέρι ακουμπισμένο στον γοφό, το κεφάλι λίγο πίσω.
Τα χέρια του μικρού έτρεμαν όλο και περισσότερο. Γύρισε την εικόνα από την ανάποδη και είδε μια γραμμή καλογραμμένη και από κάτω λέξεις γραμμένες με πιο χοντρό γράψιμο, τη μια κάτω από την άλλη. Δεν ήξερε καλά να διαβάσει. Και δεν είχε πια φως. Σύννεφα σκέπαζαν πάλι το φεγγάρι. Έβγαλε σπίρτα από την τσέπη του, άναψε ένα φρύγανο και ξανακοίταξε τη φωτογραφία. Του ήλθε ζάλη. Έκανε να φιλήσει τη φωτογραφία, μα δεν πρόφθασε. Έπεσε με το μέτωπο στο χώμα και λιγοθύμησε…
Στην επιστροφή επικρατεί πένθος μέσα στη γενική χαρά της νίκης. Ιδιαίτερα λυπημένος είναι ο Βασίλης. Αλλά δέχονται μια επίσκεψη στην καλύβα τους.
Ήταν η κυρία Ηλέκτρα με τον Αποστόλη και από το χέρι κρατούσε τον Γιωβάν. Χωρίς να χαιρετίσει κανέναν, μπήκε μέσα, έκλεισε το άνοιγμα της πόρτας και κάθισε σε μια κάσα που χρησίμευε για σκαμνί. Ήταν σοβαρή, αγέλαστη, χλωμή, σαν ξαγρυπνισμένη. Θλιμμένα είπε του Βασίλη:
– Τον έθαψα.
Μηχανικά ρώτησε ο Βασίλης:
– Ποιον;
Χωρίς να ξέρει τίποτα, μάντευε τι είχε γίνει.
– Τον Γρέγο. Δεν έπρεπε να μείνει έτσι, θα τον έτρωγαν τα τσακάλια… είπε η κυρία Ηλέκτρα. Μια στιγμή κανένας δε μίλησε. Ήταν σα να ξεσκεπάζουνταν απρόοπτα ένα ιερό μυστικό. Και ήταν σα να παραβρίσκουνταν όλοι σε κηδεία.
Και βαριά, αργοπροφέροντας, ρώτησε ο Βασίλης:
– Πώς το ξέρετε σεις πως τον έλεγαν Γρέγο;
– Μου το είπε ο Γιωβάν.
– Πώς το ήξερες εσύ, Γιωβάν;
Μα ο Γιωβάν δεν αποκρίθηκε. Έτρεμε όλος. Και σαν πάντα όταν δεν ήθελε να πει, σήκωσε τον ένα του ώμο.
Η κυρία Ηλέκτρα άδειαζε την τσέπη της.
– Ήμουν στο χωριό Άγιοι Απόστολοι, είπε. Με μετέθεσε στο Μπόζετς το Κέντρο, ώσπου να βγει από τη φυλακή η κυρία Ευθαλία και να ξαναχτιστεί το σχολειό μου. Σταμάτησα στους Αγίους Αποστόλους, ν’ αφήσω τον μικρό στου παπα-Μιχάλη, τον παπά του χωριού. Δεν είχα ύπνο. Με είχε ειδοποιήσει ο παπάς πως πέρασε σώμα ανταρτών και πως το είχαν αντιληφθεί οι Τούρκοι. Δεν ήξεραν όμως αν ήταν Έλληνες ή Βούλγαροι. Εγώ είχα μάθει πως ο καπετάν Νικηφόρος είχε καλέσει τα παιδιά μας από την Κουλακιά, το Νιχώρι και τ’ άλλα μας χωριά και ήμουν φοβερά ανήσυχη, μην βγει ο στρατός και τους κόψει την υποχώρηση. Είχα πλαγιάσει τούτον τον μικρό και πήγα στου παπά το σπίτι, που είναι λίγο έξω απ’ το χωριό. Όλη νύχτα μείναμε ξυπνητοί, ο γερο παπα-Μιχάλης κι εγώ, και καιροφυλακτούσαμε. Αργά τη νύχτα – δυο ήταν, τρεις το πρωί, δεν ξέρω – ακούσαμε τουφεκιές. Βγήκαμε κρυφά. Τραβήξαμε καταπού είχαν πέσει οι τουφεκιές. Φθάσαμε σε μια χαράδρα. Είχα ένα κλεφτοφάναρο ηλεκτρικό ευτυχώς, γιατί είχε συννεφιάσει και δε βλέπαμε πού πηγαίναμε. Τραβούσαμε στην τύχη. ‘Εξαφνα είδα μπροστά μου τούτον, που με φώναζε!… έκανε συγκινημένη, δείχνοντας τον Γιωβάν που στέκουνταν με σκυφτό κεφάλι, περιμένοντας τιμωρία. Με είχε προλάβει. Είχε βγει μόνος, είχε βρει δυο σκοτωμένους, έναν Βούλγαρο και τον Γρέγο. Ήταν πολύ ταραγμένος ο μικρός. Είχε βρει και μου έδωσε τούτα. Σου ανήκουν, Βασίλη.
Και του έτεινε ένα ασημένιο ωρολόγι, με χαραγμένο σύμπλεγμα από δυο γράμματα, Γ και Θ, και ένα πέτσινο σακουλάκι με χρυσά νομίσματα – επίσης κι ένα κλειδί εξώπορτας.
– Άνοιξα το σακουλάκι, πρόσθεσε η κυρία Ηλέκτρα, βρήκα τα χρήματα όπως είναι, το κλειδί – που είναι, λέγει ο μικρός, το κλειδί κάποιας εκκλησίας- κι ένα χαρτί που λέγει πως είναι όλα για σένα… Πάρ΄ τα, Βασίλη.
Με τρεμάμενα χέρια ξεδίπλωσε ο Βασίλης το χαρτί. Έγραφε, με μεγάλο χαρακτηριστικό γράψιμο: «Αφήνω στον Βασίλη Ανδρεάδη τα υπάρχοντά μου, όλα» και υπέγραφε: «Γ. Θ.». Τίποτε άλλο.
Ο Αποστόλης έσκυψε και κοίταξε το γράψιμο και αναγνώρισε το ευανάγνωστο και πολύ χαρακτηριστικό γράψιμο του ψευτόπαπα, που είχε οδηγήσει στον Λουδία και στην εκκλησία της Κάλιανης και που είχε ξαναδεί στα χέρια του κυρ Θανάση, στο Κλειδί.
– Πού τα βρήκες αυτά, Γιωβάν; ρώτησε αργοπροφέροντας ο Βασίλης.
Μα ο μικρός σήκωσε πάλι τον ώμο του χωρίς ν’ αποκριθεί.
– Τα βρήκε στην τσέπη του αντεριού του νεκρού, είπε για κείνον η κυρία Ηλέκτρα.
– Άλλο τίποτα δεν είχε; ρώτησε πάλι ο Βασίλης, τα μάτια σκυμμένα στο χαρτί. Σημειωματάριο; Χαρτοφυλάκιο;
– Όχι. Σκάλισα η ίδια τις τσέπες του.
Αργά, διστακτικά, ρώτησε πάλι ο Βασίλης:
– Πώς το ‘ξερες, Γιωβάν, πως τον έλεγαν Γρέγο τον καπετάν Ακρίτα;
– Το ‘ξερα κι εγώ, αναφώνησε ο Αποστόλης. Το ‘ξερα πως δεν ήταν ο καπετάν Ακρίτας!
– Εσύ ήξερες κι αυτό και πολλά άλλα, είπε o Βασίλης. ‘Ηξερες πως ως ψευτόπαπα τον είχες οδηγήσει στο Ρουμλούκι, μια νύχτα, και είχατε περάσει τον Λουδία. Μα ο Γιωβάν, πώς ήξερε τ’ όνομά του; Του το ΄πες εσύ;
Κάτω από το υποψιάρικο βλέμμα του Βασίλη, o Γιωβάν έτρεμε όλος, έτοιμος να κλάψει. Τον συμπάθησε ο Αποστόλης.
– Όχι, δεν του το ‘πα εγώ, αποκρίθηκε, γιατί μας απαγορεύεται να μεταλέμε τι ξέρουμε. Μα όπως το ‘μαθα εγώ, θα το ‘μαθε κι εκείνος. Σα μιλούσατε μεταξύ σας, δεν τον έλεγες ποτέ καπετάν Ακρίτα ή Κώστα. Τον έλεγες Γρέγο πάντα. Τη νύχτα που σκότωσες τον Άγγελ Πέιο, θα έτυχε να τον πεις με τ’ ονομά του. Ε, Γιωβάν;
Μα πάλι ο μικρός δεν αποκρίθηκε, μόνο σήκωσε στον Αποστόλη τα μαύρα μάτια του, βουρκωμένα από ευγνωμοσύνη.
Ο Μήτσος, συγκινημένος, κοίταξε την κυρία Ηλέκτρα.
– Ποιος τον έθαψε; ρώτησε διακόπτοντας την ανάκριση του Βασίλη.
– Εμείς· ο παπα-Μιχάλης κι εγώ. Ήταν αργή δουλειά, γιατί δεν είχαμε τσαπί. Με χοντρά κλαδιά και με τα χέρια ανοίξαμε τον λάκκο. Βοήθησε και τούτο, είπε ακουμπώντας με αγάπη το χέρι της στο σκυφτό κεφάλι του Γιωβάν. Κουβάλησε πέτρες, γιατί ήταν μακρύς και ρηχός ο λάκκος. Ήταν γίγας ο Γρέγος. Και τον σκεπάσαμε με όσες πέτρες βρήκαμε, μην τον βρουν τ’ αγρίμια. Και είπε μια ευχή ο παπάς. Ήταν πια μέρα σα φύγαμε, εκείνος για το χωριό, κάνοντας γύρο, μην ανταμώσει τον στρατό που είχε βγει σε καταδίωξη, εγώ για το Τσέκρι. Εκεί μου είπαν πως δεν πήγες, Βασίλη, πως θα είσαι δω. Και ήλθα.
– Και ο Βούλγαρος τι έγινε; ρώτησε ο Περικλής.
Η κυρία Ηλέκτρα σήκωσε τα φρύδια της με μιαν έκφραση θλιμμένη. Μα πετάχθηχε στη μέση ο Αποστόλης κι έβγαλε κάτι χαρτιά απ’ τον κόρφο του.
– Δεν πειράζει αν δεν τον θάψουν και αν τον φαν τα τσακάλια! είπε με την αποκλειστικότητα της ηλικίας του. Αυτός ήταν κακούργος! Ήταν ο Μήτρη Τάνε! Και, κυρ Βασίλη, βρήκα αυτά πάνω του. Είχε νταραβέρια με τον Ζλατάν. Πριν τα πάγω στον Αρχηγό, θέλεις να τα δεις;
Ήταν ασήμαντα χαρτιά, λογαριασμοί μικροαγορών και σημειώσεις χωρίς νόημα. Ένα μόνο κράτησε την προσοχή του Βασίλη και το μετέφρασε ελληνικά, όσο το διάβαζε μεγαλόφωνα. Ήταν κακογραμμένο, από αγράμματο άνθρωπο, κι έλεγε βουλγάρικα:
«Αγαπητέ συνάδελφε, χαίρε. Μάθε πως δε συμφέρει να χτυπήσουμε τον Αρχηγό των Γρεκομάνων κατά πρόσωπο, γιατί δε θα τα βγάλουμε πέρα. Μα μπορούμε με υποσχέσεις να τον δελεάσουμε. Άρχισε κιόλα να δουλεύει ο βοεβόδας και σ’ αυτά είναι μάστορης. Έχει o Γρεκομάνος την αδυναμία της φυλής του. Δε θέλει, λέει, να χύσει αίμα. Θα είναι εύκολο να τον τυλίξουμε. Βαστάξετε σεις στα Κουρφάλια, βαστούμε μεις στο Ζερβοχώρι, φθάνει να μην κατέβει αυτός. Αν δε μας κάνουν χαλάστρες οι Τούρκοι και μας βγάλουν από τον Βάλτο, θα τον πιάσουμε ζωντανό, τον άτιμο. Εσείς τον δικό σας κοιτάξετε, μην επαναλάβει το κόλπο του Μπόζετς, και από τον δικό μας, έννοια σας…»
Ακολουθούσαν μερικά χαιρετίσματα στον τάδε και στον δείνα και τελείωνε, «Σε φιλώ», και ακολουθούσε μόνο μια σφραγίδα, δυο κόκαλα σταυρωμένα. Καμιά υπογραφή ούτε ημερομηνία.
Συλλογισμένος μελετούσε ο Βασίλης τη σφραγίδα:
– Είναι του Ζλατάν; ρώτησε ο Μήτσος.
– Δεν τη γνωρίζω, αποκρίθηκε ο Βασίλης. Μα έπιασε ομήρους ο Αρχηγός. Ίσως να την ξέρουν αυτοί.
– Ο «δικός σας» που λέγει, είναι φανερά o καπετάν Νικηφόρος, είπε πάλι ο Μήτσος. Μα ποιος είναι ο Αρχηγός των Γρεκομάνων; Μην εννοεί τον Δεσπότη, που διευθύνει τα πάντα;
– Όχι, είπε αποφασιστικά ο Αποστόλης· δεν είναι o Δεσπότης.
Ξαφνισμένος ρώτησε ο Μήτσος.
– Το ξέρεις;
– Δεν ξέρω τίποτα, αποκρίθηκε ο Αποστόλης (τα ξυπνά του μάτια αναμμένα), μα από το γράμμα φαίνεται πως είναι κάποιος στη δυτική μεριά του Βάλτου, αφού αυτοί το Ζερβοχώρι φυλάγουν. Πρέπει να μάθει κανείς πού είναι ο Ζλατάν, ποιες σχέσεις έχει, τι μηχανορραφίες άρχισε ο «βεοβόδας», που θα είναι πάλι o αιώνιος και αόρατος Αποστόλ Πέτκοφ. Έπειτα ξέρουν κι αυτοί, όπως κι μεις, πως καμιά εκτέλεση δε γίνεται χωρίς διαταγή του Δεσπότη. Δε θα ‘λεγε ποτέ για τον Δεσπότη πως έχει την αδυναμία της φυλής μας, να μη χύσει αίμα. Κάποιον άλλον εννοεί. Και για να τον βρούμε, πρέπει πρώτα να βρούμε τον Ζλατάν…
Με περιέργεια κοίταζε ο Βασίλης το νέο αυτό αγόρι και άκουε τον συλλογισμό του.
– Θα πεθάνεις πολύ νέος εσύ ή θα γίνεις μεγάλος καπετάνιος, είπε αργά, συλλογισμένος.
Ντράπηκε πολύ ο Αποστόλης και αποτραβήχθηκε και βγήκε έξω. Τον ακολούθησε σαν πιστό σκυλάκι o Γιωβάν.
Οι άγιοι Σαράντα Μάρτυρες της Σεβάστειας
Σαράντα Γυμνοί Άντρες σε μια παγωμένη λίμνη....
Από εδώ
Και οι σαράντα αυτοί Άγιοι ήταν στρατιώτες στο πιο επίλεκτο τάγμα του στρατού του Λικινίου. Όταν αυτός εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, οι Άγιοι σαράντα συλλαμβάνονται αμέσως από τον έπαρχο Αγρικόλα (στη Σεβάστεια). Στην αρχή τους επαινεί και τους υπόσχεται αμοιβές και αξιώματα, για να αρνηθούν την πίστη τους.
Τότε ένας από τους σαράντα, ο Κάνδιδος, απαντά: «Ευχαριστούμε για τους επαίνους της ανδρείας μας. Άλλ' ο Χριστός, στον όποιο πιστεύουμε, μας διδάσκει ότι στον καθένα άρχοντα πρέπει να του προσφέρουμε ό,τι του ανήκει. Και γι' αυτό στο βασιλέα προσφέρουμε τη στρατιωτική υπακοή. Αν, όμως, ενώ ακολουθούμε το Ευαγγέλιο, δεν ζημιώνουμε το κράτος, αλλά μάλλον το ωφελούμε με την υπηρεσία μας, γιατί μας ανακρίνεις για την πίστη πού μορφώνει τέτοιους χαρακτήρες και οδηγεί σε τέτοια έργα;».
Ο Αγρικόλας κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους επιβληθεί με ήρεμο τρόπο και διέταξε να τους βασανίσουν. Οπότε, μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τους ρίχνουν στα κρύα νερά μιας λίμνης. Το μαρτύριο ήταν φρικτό. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν. Αλλα αυτοί ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, λέγοντας: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Λίγο ας υπομείνουμε και σε μια νύχτα θα κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα».
Ενώ προχωρούσε το μαρτύριο, ένας μόνο λιποψύχησε και βγήκε από τη λίμνη. Τον αντικατέστησε όμως ο φρουρός (Αγλάϊος), που είδε τα στεφάνια πάνω από τα κεφάλια τους. Ομολόγησε το Χριστό, μπήκε στη λίμνη και μαζί με τους 39 παίρνει και αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού μισοπεθαμένους τους έβγαλαν το πρωί από τη λίμνη και τους συνέτριψαν τα σκέλη. Τα μαρτυρικά λείψανα ευρέθησαν από τους Χριστιανούς σε κάποιο γκρεμό, όπου είχαν συναχθεί κατά θεία οικονομία και ενταφιάσθηκαν με ευλάβεια.
Στον Ευεργετινό αναφέρεται ότι ενώ οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως έχοντας παραμείνει όλη τη νύχτα μέσα στην παγωμένη λίμνη και καθώς τους έσερναν στον αιγιαλό για να τους συντρίψουν τα σκέλη, η μητέρα ενός Μάρτυρος ["Ν": του αγίου Μελίτωνος] παρέμενε εκεί πάσχουσα με αυτούς, βλέποντας το παιδί της που ήταν νεότερο στην ηλικία από όλους, μήπως και λόγω του νεαρού της ηλικίας και της αγάπης προς την ζωή, δειλιάσει και βρεθεί ανάξιο της τιμής και της τάξεως των στρατιωτών του Χριστού. Στεκόταν λοιπόν, εκεί και άπλωνε τα χέρια της προς το παιδί της λέγοντας: «Παιδί μου γλυκύτατο, υπόμεινε για λίγο και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μην φοβηθείς τις βασάνους. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτε δεν θα είναι από εδώ και πέρα πικρό, τίποτα το επίπονο δεν θα απαντήσεις. Όλα εκείνα παρήλθαν, διότι όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Χαρά μετά από αυτά, άνεση, ευφροσύνη. Όλα αυτά θα τα γεύεσαι, διότι θα είσαι κοντά στον Χριστό και θα πρεσβεύεις εις Αυτόν και για μένα που σε γέννησα».
Οι άγιοι Σαράντα. Αριστερά στην εικόνα η μητέρα του αγίου Μελίτωνα (από εδώ) |
Τα λείψανα των Αγίων βρήκε με θεία οπτασία, το έτος 438 μ.Χ., η αυτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα στο ναό του Αγίου Θύρσου, πίσω από τον άμβωνα, στον τάφο της διακόνισσας Ευσέβειας σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες κατά την διαθήκη της Ευσέβειας, είχαν εναποτεθεί στον τάφο της στο μέρος της κεφαλής της. Στην συνέχεια η Πουλχερία οικοδόμησε ναό έξω από τα τείχη των Τρωαδησίων.
Σπουδαία από ιστορικής απόψεως θεωρείται από νεότερους ερευνητές η Διαθήκη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, η οποία αποσκοπεί στο να παρεμποδίσει τον διασκορπισμό των ιερών λειψάνων τους μεταξύ των Χριστιανών, πράγμα συνηθισμένο στην Ανατολή κατά τους χρόνους εκείνους.
Κατά τους Παρισινούς Κώδικες 1575 και 1476 τα ονόματα τους ήταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνας, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης (ή Ηλίας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Εκδίκιος, (ή Ευδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ή Ξανθιάς), Ουαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), δυο Γοργόνιοι, Ιουλιανός, (ή Ελιανός ή Ηλιανός), και Αγλάϊος ο καπικλάριος. (Ορισμένοι Κώδικες αναφέρουν και επιπλέον των σαράντα ονόματα, όπως αυτά των Αγίων Αειθάλα, άλλου Γοργονίου κ.λ.π.).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόρος, Ἀθλοφόροι Χριστοῦ Τεσσαράκοντα, διὰ πυρὸς γὰρ καὶ ὕδατος ἔνδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρῶς ἐδοξάσθητε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν ὑπερούσιον, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τάς ἀλγηδόνας τῶν Ἁγίων, ἃς ὑπέρ σοῦ ἔπαθον, δυσωπήθητι, Κύριε· καί πάσας ἡμῶν τάς ὀδύνας ἴασαι, φιλάνθρωπε δεόμεθα.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τήν ὑπέρ ἡμῶν.
Πάσαν στρατιὰν, τοῦ κόσμου καταλιπόντες, τῷ ἐν οὐρανοῖς Δεσπότῃ προσεκολλήθητε, Ἀθλοφόροι Κυρίου Τεσσαράκοντα, διά πυρός γάρ καί ὕδατος, διελθόντες μακάριοι, ἐπαξίως ἐκομίσασθε, δόξαν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καί στεφάνων πληθύν.
πηγή
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)