Αυτός όμως, το Σάββατο το βράδυ της Ανάστασης, πήγε μόνος του στην εκκλησία του διπλανού χωριού, στον Αι Γιώργη....
Οι άλλοι στο σπίτι ήταν κουρασμένοι, τα μικρά άρρωστα... αποφάσισε να πάει μόνος του.
Θα αργήσω, τους είπε, θα μείνω να μεταλάβω....συγχωρέστε με.... μη με περιμένετε, να φάτε....
Στην εκκλησία συνάντησε κι άλλους, οι περισσότεροι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, κάμποσοι άνθρωποι, γνωστοί όλοι μεταξύ τους, ο νέος παπάς και δύο ψάλτες αμετακίνητοι.
Γρήγορα είπαν το Χριστός Ανέστη, ανάψανε τις λαμπάδες, έπαιξε η καμπάνα χαρμόσυνα, κάποιοι πετάξανε λίγες φωτοβολίδες, τα παιδιά έκαψαν τον αυτοσχέδιο Ιούδα, τα έθιμα των χωριών που κρατάνε ακόμα.... λίγα ήταν εφέτος τα φιλιά, λιγότερες οι αγκαλιές, δυο τρεις ευχήθηκαν και σ' αυτόν... γρήγορα η εκκλησία σχεδόν άδειασε...πήγε ο καθένας σπίτι του.
Αυτός έμεινε με τέσσερις ακόμα, οι ψάλτες και ο παπάς νέος και ψηλός, καλλίφωνος με τα άσπρα του άμφια....
Ο Χριστός Αναστημένος και η εκκλησία κατάφωτη.
"Φωτίζου, φωτίζου, η νέα Ιερουσαλήμ..."
Κάθισε σ' ένα τελευταίο στασίδι απόμερο, πίσω από μια κολώνα, να μην τον βλέπουν.... κρατούσε αναμμένο το άσπρο κερί του ανάμεσα στα πλεγμένα χέρια ... στα χέρια του που πέφτανε κόμποι τα δάκρυα... ο κάθε ψαλμός, η κάθε ωδή του φέρνανε δάκρυα, ταράσσοταν, θαρρείς και κάποιος θαμμένος, από μέσα χτυπούσε κι έσπρωχνε την πλάκα του στήθους και πλάτης του, να την συντρίψει...
Το βάρος μιας ζωής... ή άλλων ζωών που έζησαν πριν απ' αυτόν, κι άλλων που ζουν τώρα μαζί του... το βάρος του θανάτου μας...
τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου; ... ήν γαρ μέγας σφόδρα...
το Ευαγγέλιο του Ιωάννη Εν αρχή ην ο Λόγος .....κι ένιωθε να γίνεται γιός κάποιου άλλου πατέρα...
όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι,
τοις πιστεύσουσιν εις το όνομα αυτού, οι ούκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ
θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός αλλά εκ Θεού εγεννήθησαν.
Όσοι έλαβον Αυτόν....
Ναι, είχε χρόνια να μεταλάβει.... πολλά χρόνια, από μικρό παιδί.
Τώρα όμως ήταν ένα ορφανό παιδί, ήταν μόνος του, μόνος του πήγε στην εκκλησία ή μήπως ήταν πάντα ορφανός και μόνος;
Είχε σταματήσει να κλαίει....
Είπε το Επικράνθη και γαρ κατηργήθη... Επικράνθη και γαρ ενεπαίχθη... Επικράνθη και γαρ ενεκρώθη...Επικράνθη και γαρ εδεσμεύθη....
Ψέλλιζε το Εξομολογείσθε τω Κυρίω.. ότι στον αιώνα το έλεος Αυτού...
Ναι, είχε χρόνια να μεταλάβειΕίχε εξομολογηθεί, είχε νηστεύσει...
Είχε ρωτήσει : μπορώ;
Κι όταν ο παπάς είπε : Σώμα Χριστού μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε..
Αυτός ο μοναχός, ο πικραμένος άνθρωπος, βγήκε έξω από το στήθος του για να κλείσει για πάντα μέσα του την Ανάσταση κι έκλεισε μέσα στο στήθος του όλους, όλους όσους ήταν για πάντα έξω του... Μπορούσε να καταλαβαίνει, να μη θυμώνει, να αγαπάει, να μην κρίνει, να στηρίζει, να μην αντιστέκεται...να χαμογελάει, να μην φοβάται...
Αυτός ο συντριμμένος άνθρωπος μπορούσε επιτέλους την Ανάσταση!
Αυτός ο άνθρωπος, ο γιός ενός Πατέρα που πολύ τον αγάπησε, ελεύθερος...
Μόλις τελείωσε η θεία λειτουργία, ευχήθηκαν οι λιγοστοί άνθρωποι και φύγανε...
Αυτός έμεινε μόνος του, ... να περπατήσει όλο τον δρόμο πίσω στο χωριό του κι η ώρα ήταν περασμένες δύο.
Πήρε το δρόμο με τα πόδια κρατώντας το κερί του που είχε λιγοστέψει πολύ και προσέχοντας να μη του σβήσει... Ίσως να μην προλάβαινε να το πάει αναμμένο στο σπίτι του, αλλά ήταν σίγουρος....
Ένας ψυχρός αέρας πάγωνε το πρόσωπο του, χαμογελούσε στη νύχτα που κύκλωνε κάθε του βήμα και στο μυαλό του μπερδεύονταν οι ψαλμοί χαρμόσυνοι Μεγάλυνον, ψυχή μου... με τα ποιήματα τα αγαπημένα της ζωής του:
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ, δύσκολος δρόμος!
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος.
Τον κρατάς όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου
και μετράς το σφυγμό του πάνω σε τούτο το σημάδι
που άφησαν οι χειροπέδες!
Κανονικός σφυγμός, σίγουρο χέρι.
Κανονικός σφυγμός, σίγουρος δρόμος!
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ! Πολύ μακρύς αδερφέ μου.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια που ο μικρός
γλόμπος
κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας "πέρασε η ώρα"
εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους
των φυλακών, σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθάνατων.
Μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι που `σκιζε σίγουρα το
χρόνο,
σε κάποιους στίχους που `μειναν στη μέση για να τους
τελειώσουμε,
σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μην τελειώσουμε.
Περπατούσε για να φτάσει στο σπίτι του και ήταν σίγουρος ότι Αληθώς Ανέστη!
ΥΓ: Το ποίημα είναι από το "Καπνισμένο Τσουκάλι" του Γιάννη Ρίτσου
Περπατούσε για να φτάσει στο σπίτι του και ήταν σίγουρος ότι Αληθώς Ανέστη!
ΥΓ: Το ποίημα είναι από το "Καπνισμένο Τσουκάλι" του Γιάννη Ρίτσου