Μια
φορά, όπως και άλλες τόσες φορές, αλλά ένα διαφορετικό όμως καιρό, σε
ένα ξερό λιβάδι, ζούσε ένα μικρό δεντράκι, δίπλα σε ένα καταπράσινο,
ψηλόλιγνο κυπαρίσσι.
Τα δύο δέντρα, ήταν δηλαδή… γείτονες.
Το μικρό αυτό δεντράκι, όλη μέρα γκρίνιαζε.
Ξέρετε γιατί;
Γιατί
είχε βαρεθεί, να φοράει τόσο καιρό, το ίδιο γκρίζο φόρεμα και έσκαγε
από τη ζήλεια του, κάθε φορά που σήκωνε το κεφάλι του ψηλά και έβλεπε το
καταπράσινο, φουντωτό, λυγερόκορμο κυπαρίσσι.
- «Πώς τα καταφέρνεις μου λες;» ρωτούσε συνέχεια το καταπράσινο κυπαρίσσι.
«Και δεν έχεις χάσει ακόμα, το ωραίο πράσινο χρώμα σου;»
Το κυπαρίσσι χαμογελούσε, κάθε φορά που τα άκουγε όλα αυτά και του έλεγε:
- «Κάθε πράγμα στον καιρό του, μη βιάζεσαι μικρή μου».
- «Θέλω να γίνω σαν και σένα, ψιλή, πράσινη και ωραία!» γκρίνιαζε όλη μέρα, το μικρό δεντράκι.
- «Δεν μπορείς, ότι και αν κάνεις, να γίνεις σαν και μένα!» της απαντούσε, κάθε φορά, υπομονετικά το κυπαρίσσι.
-
«Μπα και γιατί παρακαλώ; Τι παραπάνω έχεις εσύ από μένα; Εκτός ότι
είσαι πολύ ψηλό, πολύ φουντωτό, πολύ καταπράσινο, πολύ ωραίο;» ρωτούσε και έβαζε πάντα τα κλάματα.
- «Τίποτα παραπάνω δεν έχω μικρή μου και σταμάτα επιτέλους να κλαις! Απλά είμαι λίγο διαφορετικό από σένα».
- «Όχι λίγο διαφορετικό… είσαι τυχερό,πράσινο,ψηλό, ωραίο,α… α… δεν μ’ αρέσω… είμαι… είμαι χάλια… είμαι άσχημη!» Και να το δάκρυ κορόμηλο.
- «Αχ τι θα γίνω με σένα;» της έλεγε το κυπαρίσσι, πάντα με αγάπη και πολύ υπομονή.
«Έλα, σκούπισε επιτέλους αυτή τη μύτη!!! Μήπως θέλεις μια αγκαλιά; Είναι αργά και πρέπει να κοιμηθείς».
- «Ναι, θέλω… γιατί νυστάζω… αγκαλιά… εεε… γιατί είμαι στεναχωρημένη… πράσινη… γιατί… εεε… είναι ωραία… χρ… χρ… χρ…» και την έπαιρνε ο ύπνος, μέσα σε αυτή την κυπαρισσένια, καταπράσινη αγκαλιά.
Κάθε φορά, η ίδια ιστορία.
Έτσι περνούσαν οι μέρες, σε αυτό το λιβάδι, ώσπου μια μέρα…
-
«Α!… Α!… Είμαι άρρωστη, έχω φαγούρα σε όλο μου το σώμα και έχω πετάξει,
να… κάτι καρούμπαλα! Καλοί μου γείτονες τρέξτε, φέρτε ένα γιατρό,
γρήγορα σώστε με, με χάνετεεεε… καλέ δεν ακούτεεε;»
-
«Έλα βρε δεντράκι μου, μπα σε καλό σου, με τρόμαξες τόσο πολύ, που
κόντεψα να χάσω, το ωραίο πράσινο χρώμα μου! Τι έπαθες τώρα;» ρώτησε το κυπαρίσσι αγγουροξυπνημένο.
Το δεντράκι, του εξήγησε ότι είναι άρρωστο, ότι θέλει γιατρό… κ.λ.π.
Το κυπαρίσσσι έβαλε τα γέλια και το δεντράκι, έβαλε τις φωνές.
-
«Γελάς με τον πόνο μου και την αβάσταχτη φαγούρα μου άκαρδε; Έλα ξύσε
με λίγο και σταμάτα επιτέλους να γελάς! Θα θυμώσω σου λέω!»
- «Συγγνώμη! Μη μου θυμώνεις μικρή μου!» είπε ευγενικά το κυπαρίσι.
«Αλλά δεν μπορώ να σε ξύσω, πίστεψε με, δεν κάνει, γιατί θα χαλάσω αυτά τα ωραία… »
- «Καρούμπαλα!» φώναξε νευριασμένο το δεντράκι.
«Μμμμ μωρέ μπράβο ωραίος φίλος είσαι, τώρα
που σε χρειάζομαι, κάνεις την πάπια και με παρατάς. Ούτε που με ξύνεις
λίγο! Δεν θέλω να σε ξέρω, δεν σε έχω ανάγκη και σου κόβω την καλημέρα,
να… για να μάθεις… ουφ… »
Αυτά ήταν και τα τελευταία του λόγια, πριν το ρίξει στον ύπνο, κουρασμένο από την πολυλογία και την γκρίνια.
- «Θα καταλάβεις κάποια μέρα, τι ήθελα να πω!» είπε πικραμένο το κυπαρίσσι.
«Θα καταλάβεις, όταν μεγαλώσεις» είπε και βούρκωσε.
Και τότε έπιασε βροχή.
Το άλλο πρωί…
- «Κυπαρίσσι χα… χα… σταμάτα να μου γαργαλάς τα πόδια, χα… χα… σταμάτα!» είπε ξεκαρδισμένο το μικρό δεντράκι.
«Σταμάτα σου λέω γαργαλιέμαι!»
Το δεντράκι όμως, δεν πήρε καμμιά απάντηση.
Άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε ψηλά προς το κυπαρίσσι και τότε θυμήθηκε,
τι είχε γίνει την προηγούμενη μέρα. Θυμήθηκε, πόσο άσχημα μίλησε στο
φίλο του, πάνω στα νεύρα του και την ανυπόφορη φαγούρα του.
Το κυπαρίσσι, είχε ξεραθεί από τη στεναχώρια του.
Το
δεντράκι ντράπηκε τόσο πολύ, που έχασε τη μιλιά του, χαμήλωσε τα μάτια
του προς τη γη και τότε διαπίστωσε, ότι το γαργαλητό στα πόδια του,
ήτανε τα καταπράσινα χορτάρια, που φύτρωσαν παντού, μέσα σε μια νύχτα,
μετά τη βροχή, ενώ αυτό κοιμόταν.
Το ξερό λιβάδι, μέσα σε μια νύχτα, άλλαξε, έγινε διαφορετικό, γέμισε πολύχρωμα λουλούδια, μυρωδιές ανάκατες και ζωή!
- «Ακόμα και εγώ άλλαξα!» σκέφτηκε έκπληκτο το δεντράκι.
«Έγινα λίγο πιο ψηλό και είμαι γεμάτο,
πράσινα φυλλαράκια… αχ! Κι αυτή η μυρωδιά που μου σπάει τη μύτη και με
ζαλίζει, τι να είναι; Καλέ ας μου πει κάποιος, τι μυρίζει τόσο
ωραίαααα;»
- «Εσύ αμυγδαλίτσα μου!» είπε από ψηλά, το κατάξερο κυπαρίσσι.
«Εσύ, γιατί είσαι ανθισμένη, πανέμορφη… και…
- «Και διαφορετική από σένα!» τον διέκοψε, δακρυσμένη και μετανιωμένη, η αμυγδαλιά.
«Αχ φίλε μου, τι σου έκανα, σε στεναχώρησα
τόσο πολύ, που ξεράθηκες! Μόνο τον εαυτό μου σκεφτόμουνα, τόσον καιρό η
άμυαλη! Τώρα όμως που έμαθα και έβαλα μυαλό, δεν θέλω νάμαι εγώ τόσο
όμορφη και εσύ τόσο μαύρος και μόνος, σε έχω ανάγκη, σε χρειάζομαι σου
λέω!!!»
- «Σιγά! Πάρε μιαν ανάσα, όμορφη αμυγδαλίτσα!» τη διέκοψε το κυπαρίσσι χαμογελώντας.
«Έλα και μη στεναχωριέσαι για μένα, γιατί σε λίγο, όλα θα αλλάξουν πάλι, πίστεψέ με, ξέρω τι σου λέω!»
- «Και τι δεν θα έδινα, για να ξαναδώ, το καταπράσινο χαμογελό σου και τη φουντωτή κορμοστασιά σου!» είπε η αμυγδαλιά, λες και δεν άκουσε λέξη, από όλα αυτά.
«Και αυτά τα πανέμορφα, μυρωδάτα λουλούδια μου, δεν τα θέλω, ας πέσουν κάτω στη γη, στα χαρίζω, φτάνει να γίνουν όλα όπως πριν!»
Και έγιναν.
Η μικρή αμυγδαλίτσα, κράτησε μόνο, όσα λουλούδια της χρειάζοταν και όλα τα άλλα, τα σκόρπισε με πολύ χαρά, στους πέντε ανέμους.
Οι μέρες κύλησαν γρήγορα, σαν το νερό στο αυλάκι.
Το διψασμένο κυπαρίσσι, με την πρώτη βροχούλα, πρασίνισε και πάλι.
Κάποτε
χιόνισε, τότε η αμυγδαλιά, έχασε την ανθισμένη πλουμιστή φορεσιά της
και φόρεσε πάλι, τα χειμωνιάτικα σκούρα, γκρι ρούχα της.
Γκρίνιαζε λίγο, όπως πάντα άλλωστε, αλλά ήταν ευτυχισμένη, γιατί τώρα ήξερε, ότι είναι διαφορετική.
Και τότε όλα, έγιναν πάλι όπως και παλιά, δηλαδή διαφορετικά, γιατί τίποτα ποτέ, δεν είναι ίδιο.
«Πώς τα καταφέρνεις μου λες και δεν έχεις χάσει ακόμα, το ωραίο πράσινο χρώμα σου;»
Μέλια.