Πώς το
Ελληνικό κράτος καταλήστεψε τον Ελληνικό λαό αρπάζοντας και σπαταλώντας
την Εκκλησιαστική περιουσία (γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Εκκλησία
είναι Ο ΛΑΟΣ)!
Από
την εισήγηση του
Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος π.Ιερωνύμου
ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος
Δημοσιεύουμε αποσπάσματα της εισηγήσεως του
Μακαριωτάτου στην Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας σχετικά με το θέμα της
Εκκλησιαστικής περιουσίας, για την ενημέρωση των αναγνωστών μας.
Στην εισαγωγή της εισηγήσεώς του ο
Μακαριώτατος μίλησε για «μία άλλη θέαση του θέματος, τέτοια, που μακριά από
λαϊκισμούς, ιδιοτέλειες και προπαγάνδα, να συντελέσει σε μια ειδική ανάπτυξη προς
ωφέλεια της κοινωνίας μας και ιδιαίτερα των δοκιμαζομένων συνανθρώπων μας».
Και αφού, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην πρώτη
προσπάθεια από την Κυβέρνηση Καποδίστρια δημιουργίας «γαζοφυλακίου» από τις
εισφορές των Μοναστηριών για την βελτίωση και συντήρηση των Εκκλησιών και της
Παιδείας (ιερατικές σχολές, σχολεία, ορφανοτροφεία, τυπογραφεία κλπ.), συνέχισε:
* * *
... Στις δεκαοκτώ Ιανουαρίου 1833 φθάνει στην
Ελλάδα ο Βασιλεύς Όθων και η μετ’ αυτού τριανδρία της Αντιβασιλείας. Ένας άλλος
άνεμος πνέει πλέον επηρεασμένος από τα εκκλησιαστικά γεγονότα της Βαυαρίας του
1803 και με τάση η μέχρι τώρα περιέχουσα το γένος Εκκλησία να γίνη μια ασήμαντη
κρατική υπηρεσία του κρατικού οργανισμού.
Στις 23 Ιουλίου (4 Αυγούστου) 1833
δημοσιεύθηκε η ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ περί της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας, στις 25
του ιδίου μηνός διορίσθηκε το «προσωπικόν της Ιεράς Συνόδου» και στις 19
Δεκεμβρίου 1833 υλοποιείται η σχεδιασμένη των Μοναστηρίων καταστροφή. Έτσι
ορίσθηκαν τα εξής:
α. «Όλα τα εγκαταλελειμμένα και έρημα
μοναστήρια, όσα δηλαδή δεν έχουν κανένα μοναχόν, τον αριθμόν εκατόν δέκα εξ,
ήτοι 116, και μοναστηριακά κτήματα θέλουν εισοδεύεσθαι από του νυν δια των
γενικών Εφόρων εις λογαριασμόν του δημοσίου και προς την σκοπουμένην βελτίωσιν
των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας».
β. Υπό την αυτήν κατηγορίαν υπάγονται και 119
μοναστήρια, εν οις ολίγοι τινες μονάζουν ακόμη και νυν, όχι πλέον των 6 μοναχών,
αφ' ου ούτοι μετατεθώσιν εις άλλα μοναστήρια.
γ. Τα υποβαλλόμενα εις φόρον μοναστήρια
διακόσια είκοσι εξ, ήτοι 226, καθυποβάλλονται εις έρανον τακτόν συμποσουμένου
του όλου κεφαλαίου τούτου εις δραχμάς τετρακοσίας και πέντε χιλιάδας και
εξακοσίας πεντήκοντα, ήτοι 405.650.
...
Κατά το άρθρον 9 «Η διαχείρισις των προς
βελτίωσιν των Εκκλησιαστικών και των σχολείων προσδιωρισμένων τούτων εισοδημάτων
ανήκει αποκλειστικώς εις την Υμετέραν επί των Εκκλησιαστικών και την Παιδείαν
Γραμματείαν» (25/Σεπτεμβρίου 1833).
...
Ο επί των Εκκλησιαστικών Γραμματεύς Σπ.
Τρικούπης στέλνει προς την Σύνοδον σχέδιον του Διατάγματος για το Εκκλησιαστικόν
Ταμείον, εις το οποίον είναι σαφέστατος:
«Η ανάγκη συστάσεως του Ταμείου τούτου»
γράφει «κρίνεται τοσούτω μάλλον κατεπείγουσα, καθ’ όσον, εκτός της εις αυτό
αποκειμένης καταλλήλου των Επισκόπων προικοδοτήσεως και της μισθοδοσίας του
κλήρου, τα σχολεία του Κράτους, παραμεληθέντα τοσούτους ήδη μήνας δι
έλλειψιν χορηγίας διαρκούς, κινδυνεύουν να παραλύσουν».
Στις 13 Δεκεμβρίου 1838 δημοσιεύεται το
Διάταγμα συστάσεως του Εκκλησιαστικού Ταμείου, το οποίον χαρακτηρίζεται
ανεξάρτητον και ειδικόν.
...
Στο θέμα αυτό αναφερόμενος ο Charles A.
Frazee γράφει:
Την 1η Δεκεμβρίου 1834 η Κυβέρνηση ίδρυσε ένα
εκκλησιαστικό ταμείο, που προοριζόταν να συλλέξη τα εισοδήματα από την ενοικίαση
των κτημάτων των μοναστηριών που κλείστηκαν, τα χρήματα από την πώληση
εκκλησιαστικών γαιών και από όλα τα κληροδοτήματα και τις δωρεές προς την
Εκκλησία. Επίσης θα φρόντιζε να βρίσκονται υπό τον αυστηρό έλεγχο της πολιτείας
τα εκκλησιαστικά έξοδα. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε, ότι ο προϋπολογισμός
της Κυβέρνησης το 1833 έδειχνε, ότι τα συνολικά έξοδα του Υπουργείου
Εκκλησιαστικών ήταν 114.836 δραχμές. Το Εκκλησιαστικό ταμείο, όταν ιδρύθηκε (13
Δεκεμβρίου 1834) εισέπραττε κάτι λιγότερο από 190.000 δρχ. τον χρόνο.
....
Δύο προσπάθειες των Συνόδων των ετών 1836 και
1839 που ζητούν «παρά της Κυβερνήσεως Σχολεία Εκκλησιαστικά εις Εκπαίδευσιν του
Κλήρου» δεν βρήκαν ανταπόκριση.
...
Ο Αρχιεπίσκοπος Μελέτιος Μεταξάκης πολύ
αργότερα θα ζητήση εξηγήσεις για την τύχη της εκκλησιασιαστικής αυτής περιουσίας,
για την αξιοποίηση και εκδαπάνηση των συλλεγέντων χρημάτων ως και στοιχεία για
την εξέλιξη του Εκκλησιαστικού Ταμείου, για να πάρη την απάντηση: «Η προ τινων
ετών εκσπάσασα πυρκαϊά εις το Υπουργείον Παιδείας κατέστρεψε τα αρχεία αυτού και
ως εκ τούτου δεν δυνάμεθα να σας πληροφορήσωμεν».
Όσοι προσδοκούσαν την βελτίωσιν των
εκκλησιαστικών πραγμάτων μετά την χορήγηση του Αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της
Ελλάδος απογοητεύθηκαν με την έκδοσιν των σχετικών Νόμων Ξ καί ΞΑ . Η διοικούσα
Εκκλησία συνέχισε να ζη την Βαβυλώνεια αιχμαλωσία και ομηρεία της. Επί εβδομήντα
τρία χρόνια τα μέλη της Ιεραρχίας της δεν είχαν το δικαίωμα να συνέρχονται εις
σώμα και ο βασιλικός η Κυβερνητικός Εκπρόσωπος ήταν καθοριστικός παράγων στην
λειτουργία της Συνόδου αφού τα πρακτικά της Ιεράς Συνόδου άνευ της υπογραφής του
καθίσταντο άκυρα.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή (1922)
άρχισε η ληστρική απαλλοτρίωση των μοναστηριακών κτημάτων από το ελληνικό κράτος
χωρίς να λαμβάνεται αντίστοιχη φροντίδα για τα οικονομικά προβλήματα της
Εκκλησίας. Από το 1917 έως το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας
άνω του ενός δισεκατομμυρίου προπολεμικών δραχμών και το Κράτος αντ’ αυτών
κατέβαλε τότε στο «Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο» μόνο το 4% (40 εκατομμύρια
δραχμές). Τα υπόλοιπα 960 εκατομμύρια δραχμές οφείλονται ακόμη.
Με το Ν. 4684/1931 η Μοναστηριακή περιουσία
διαιρέθηκε σε διατηρητέα και εκποιητέα. Τα έσοδα της εκποιηθείσης περιουσίας
κατατέθηκαν ως κεφάλαιο, από τους τόκους του οποίου θα λαμβάνονταν οι πόροι για
την διοίκηση, τις οικονομικές ανάγκες της Εκκλησίας και την μισθοδοσίαν του
εφημεριακού Κλήρου. Τα έσοδα αυτά βάσει του νόμου 18/1944 τοποθετήθηκαν σε «εθνικά
χρεόγραφα και χρηματόγραφα» τα οποία εξανεμίσθηκαν στο σύνολό τους, όταν
καταποντίσθηκε η εθνική μας οικονομία εξ αιτίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και των
γεγονότων που ακολούθησαν.
Η επομένη επίθεση κατά της Εκκλησιαστικής
περιουσίας θα γίνει με την σύμβαση του 1952 «περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου
κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων
μικρών κτηνοτρόφων…».
Σύμφωνα με την σύμβαση, η Εκκλησία παραχωρεί
στο Δημόσιο 750.000 στρέμματα καλλιεργούμενης γης και βοσκοτόπων στο 1/3 της
αξίας των και έπρεπε να λάβη έναντι αυτών 626 ακίνητα και 45.000.000 δρχ. νέας
τότε εκδόσεως, τα οποία δεν της εδόθησαν.
Επειδή υπήρξαν διαφορές από τα δύο μέρη
Εκκλησίας και Πολιτείας στην εφαρμογή της συμβάσεως αυτής, συνεστήθη ειδική
επιτροπή δια της υπ’ αριθμ. 312/23-9-1972 κοινής αποφάσεως των Υφυπουργών
Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς
ρύθμισιν των διαφορών αυτών. Πέρασαν από τότε 37 χρόνια χωρίς η επιτροπή να λύση
ένα θέμα, η δε ρύθμισίς των ακόμη εκκρεμεί.
Μετά την υπ’ αριθμ.
10/1993/405/483/484/9-12-1994 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εξ αφορμής των
νόμων 1700/1987 και 1811/1988, με την οποία διαπιστώθηκε, ότι παραβιάστηκαν
θεμελιώδη δικαιώματα των Ιερών Μονών σε ο,τι αφορά στα περιουσιακά τους
κεκτημένα, ανετράπη η μέχρι τότε υπέρ του Κράτους νομολογία των Ελληνικών
Δικαστηρίων και επεβλήθη εις αυτά πλήρης συμμόρφωσις προς την Σύμβασιν της Ρώμης.
Ως εκ τούτου η Πολιτεία δεν έχει πλέον την παλαιότερη άνεση αυθαιρέτων
επεμβάσεων σε ζητήματα εκκλησιαστικής περιουσίας.
Σήμερα πέρα από την περιουσία εκείνη της
Εκκλησίας, τα έσοδα από την αξιοποίηση της οποίας καλύπτουν τα τεράστια έξοδα
της λειτουργίας της, υπάρχει και άλλη σημαντική περιουσία που αδρανεί η
βρίσκεται σε αιχμαλωσία. Μία σοβαρή συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας στο θέμα
αυτό με ειλικρίνεια, τιμιότητα, διαφάνεια, συνέπεια και δεσμευτικές εγγυήσεις
της Πολιτείας για την αξιοποίηση αυτής θα ήταν επωφελής και η ενδεδειγμένη
μπροστά στην σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
Στόχος της συνεργασίας αυτής θα τεθεί εξ
αρχής όχι η μονομερής ωφέλεια του Οικονομικού Οργανισμού της Εκκλησίας ούτε η
αύξησις των εσόδων των ταμείων του Κράτους, αλλά η σύστασις του ΤΑΜΕΙΟΥ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ. Σκοπός η δημιουργία ενός δικτύου προνοιακών έργων με
σύγχρονες προδιαγραφές, που λείπουν εμφανέστατα από την κοινωνία μας, προς
διακονίαν των συνανθρώπων μας.
Με όσα ελέχθησαν μέχρι τώρα επισημάνθηκαν τα
εξής:
1. Η περιουσία της Εκκλησίας μας στην πορεία
του Γένους μας και ιδιαίτερα στις αμέτρητες εθνικές περιπέτειες στάθηκε πέρα απ'
όλα τα άλλα και οικονομικός αιμοδότης του Έθνους.
2. Ελάχιστη ανταπόδοσις και ένδειξις των
αυθαιρέτων η συμβατικών απαλλοτριώσεων η συμπεφωνημένων αποφάσεων είναι η
μισθοδοσία του Κλήρου και η λειτουργία των Εκκλησιαστικών Σχολείων για την
σπουδήν, εκπαίδευσιν των υποψηφίων και την επιμόρφωσιν των Κληρικών της
Εκκλησίας μας.
3. Τα εγκληματικά λάθη του παρελθόντος, οι
αστοχίες, η ασυνέπεια και η ιδιοτέλεια στην πορεία των δύο αιώνων που πέρασαν
δεν πρέπει να επαναληφθούν αλλά να γίνουν μάθημα.
4. Τα έξοδα των λειτουργικών αναγκών του
Διοικητικού και Ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας είναι τεράστια και είναι φυσικό
να αυξάνουν μπροστά στις σύγχρονες απαιτήσεις.
5. Η έντιμη συνεργασία Εκκλησίας και
Πολιτείας στο κεφάλαιο αυτό γεννά μία ελπίδα στην κοινωνία μας για καλύτερες
μέρες σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν ειδικά προβλήματα. …
… Η αποστολή της Εκκλησίας μας ιδιαίτερα στην
εποχή μας είναι «όχι μόνο να λειτουργή την Αγία Τράπεζα, αλλά και να την
προεκτείνη μέσα στον κόσμο»…
πηγή