Του Γιώργου Καραμπελιά
Πολλοί
φίλοι –αλλά και αρκετοί εχθροί– αναρωτιούνται για τη θέση μας απέναντι
στην νέα πολιτική πραγματικότητα που ανεδείχθη μετά τις εκλογές 25ης
Ιανουαρίου δοθέντος ότι στην προηγούμενη περίοδο είχαμε επικρίνει μια
στρατηγική που οδηγούσε σε εκλογές και μετωπική σύγκρουση με τη
γερμανική Ευρώπη, προκρίνοντας αυτό που έχουμε αποκαλέσει τακτική
ανταρτοπολέμου.
Σήμερα όμως, υπάρχει μια νέα κατάσταση και επειδή
δεν πάψαμε ποτέ να βρισκόμαστε αυτά τα πέντε χρόνια στο αντιμνημονιακό
στρατόπεδο και να συμμετέχουμε στις βασικές κινητοποιήσεις του,
κριτικάροντας παράλληλα τις ηγετικές πολιτικές δυνάμεις αυτού του χώρου,
θα πρέπει να τοποθετηθούμε επί τη βάσει του γεγονότος της ανάδειξης των
αντιμνημονιακών κομμάτων σε νικητή των εκλογών: Είναι προφανές λοιπόν,
ότι εφόσον οδηγούμαστε σε μια σύγκρουση, θα βρεθούμε από την πλευρά των
λαϊκών δυνάμεων απέναντι στους γερμανικούς εκβιασμούς και τους εγχώριους
εντολοδόχους τους.
Που στηρίζονταν οι ενστάσεις μας
Στο
πρόσφατο παρελθόν είχαμε ταχθεί ενάντια στη χρήση των προεδρικών
εκλογών ώστε να προκληθούν βουλευτικές εκλογές, με βάση ένα σκεπτικό που
έχουμε παρουσιάσει πολλές φορές, και συνοψίζεται στα εξής: Η αλλαγή
στην Ευρώπη συνολικά, ενάντια στη γερμανική πολιτική έχει μόλις αρχίσει
να εκδηλώνεται και να παίρνει ακόμα και συγκεκριμένες εκφράσεις, όπως η
ποσοτική χαλάρωση στην οποία προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η
εμφάνιση και ενίσχυση αντιγερμανικών δυνάμεων σε πολλές χώρες της
Ευρώπης, είτε από την πλευρά των «αγανακτισμένων» όπως οι Ποδέμος, είτε
της δεξιάς όπως η Λεπέν ή ο Φάραντζ στην Αγγλία· τέλος ακόμα και
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όπως της Ιταλίας και της Γαλλίας
συνεπικουρούμενοι από τους Αμερικανούς, έχουν αρχίσει να απομακρύνονται
από την γερμανική πολιτική της λιτότητας. Για όλα αυτά πιστεύαμε πως
ανοιγόταν μία περίοδος που θα καθιστούσε δυνατή μια νικηφόρα
αντιπαράθεση με τη γερμανική πολιτική.
Σε αυτή την ανάλυση,
προέβαιναν και άλλες δυνάμεις όπως ο Σύριζα, και σε αυτήν στήριζαν και
την πολιτική τους για την επίσπευση των πολιτικών εξελίξεων και τη
δυνατότητα μιας κυβερνητικής και πολιτικής αλλαγής σε αντιμνημονιακή
κατεύθυνση. Στην επίσπευση αυτή, εμείς αντιταχθήκαμε πιστεύοντας πως δεν έπρεπε να είναι η Ελλάδα η πρώτη
που θα έμπαινε σε μια τέτοια αντιπαράθεση διότι θα συγκέντρωνε χωρίς
ισχυρές συμμαχίες τα βέλη της Μέρκελ και του Σόιμπλε. Θεωρούσαμε
αντίθετα ότι, σε έναν ορίζοντα μερικών μηνών, μέχρι τα τέλη του 2015,
μια τέτοια συγκυρία θα είχε ωριμάσει στην Ευρώπη, και θα έπαιρνε μάλιστα
και πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα με την αναπόφευκτη πτώση της κυβέρνησης
Ραχόϊ στην Ισπανία, και την ενίσχυση της γαλλικής και ιταλικής
αντιπαράθεσης με τη γερμανική πολιτική, ακόμα και με τις εκλογές στην Μ.
Βρετανία. Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, και με την παράλληλη ενίσχυση της
θέσης των αντιμνημονιακών δυνάμεων στο εσωτερικό –γι’ αυτό προτείναμε
την εκλογή προέδρου αντιμνημονιακής κατεύθυνσης, εφικτή εξαιτίας του
αδιεξόδου στην οποία βρίσκοντας τα μνημονιακά κόμματα– θα ήταν δυνατό να
εκφραστεί με πιο ολοκληρωμένο και σίγουρο τρόπο μια πολιτική αλλαγή που θα σηματοδοτούσε το τέλος του μνημονίου και της πολιτικής της λιτότητας.
Γι’ αυτό και τονίζαμε πως η επίσπευση των εξελίξεων θα έφερνε μια
αντιμνημονιακή κυβέρνηση και τον ελληνικό λαό σε μία σύγκρουση από
σχετικά δυσχερή θέση. Δηλαδή, θα βρισκόταν μπροστά σε μια απειλή
οικονομικής ασφυξίας, με τους όρους του μνημονίου απέναντί της, γεγονός
που θα απαιτούσε μια τόσο μεγάλη ανατροπή εδώ και τώρα στην Ευρώπη, αν όχι αδύνατη αλλά πολύ παρακινδυνευμένη.
Υποστηρίζαμε λοιπόν πως μια τέτοια πολιτική, επειδή δεν έχει ούτε τις
εσωτερικές προϋποθέσεις λαϊκής στήριξης –ο ελληνικός λαός δεν βρισκόταν
σ’ ένα ψηλό επίπεδο κινητοποίησης, απλώς δεν άντεχε πλέον τα μνημονιακά
κόμματα–, ούτε έχουν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες ενός ευρύτερου μετώπου
στην Ευρώπη, θα είχε έναν έντονο χαρακτήρα διακινδύνευσης και θα
απαιτούσε συμμαχίες με δυνάμεις ανόμοιες και καθόλου ασφαλείς. Και αυτό,
φαίνεται καθαρά από τη σύνθεση και τη στήριξη του ίδιου του πολιτικού
εγχειρήματος της 25ης Ιανουαρίου. Οι κυριότεροι σύμμαχοι της κυβέρνησης
βρίσκονται στον αγγλοσαξονικό χώρο ή στο εβραϊκό λόμπι των ΗΠΑ(!),
γεγονός που υποχρεώνει σε μεγάλους συμβιβασμούς και διευθετήσεις σε
πολλαπλά επίπεδα, και ο νοών νοείτο.
Δεύτερον, αυτή
η πολιτική οδηγεί την Ελλάδα σε μια μετωπική σύγκρουση με τη Γερμανία, η
οποία είναι πιθανόν μεν να επιταχύνει τις εξελίξεις στην Ευρώπη, αλλά
με τίμημα πολύ ακριβό για μας. Και στον Β΄ Π.Π. αντιμετωπίσαμε με
γενναιότητα την ιταλογερμανική εισβολή και όλοι οι σύμμαχοι μας
«χειροκρότησαν» και εν τέλει η Γερμανία ηττήθηκε, αλλά η Ελλάδα πλήρωσε
πολύ ακριβά.
Οι άμεσες προοπτικές της σύγκρουσης
Πάντως
τώρα πια, η ιστορία δεν γυρίζει πίσω, τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο
τους και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ριζικά νέα συγκυρία. Μπροστά
στην κυβέρνηση αλλά και στον ελληνικό λαό, ανοίγονται δύο δυνατότητες. Είτε μιας μετωπικής
σύγκρουσης, η οποία θα οδηγήσει ακόμα και σε έξοδο από την ευρωζώνη,
κίνηση που θα αποτελέσει πλήγμα γι’ αυτήν και θα επιταχύνει πιθανώς την
αποσύνθεσή της.
Η δεύτερη είναι ένας οδυνηρός
συμβιβασμός της κυβέρνησης, η οποία με αντάλλαγμα μια επιμήκυνση της
αποπληρωμής του χρέους και της μείωσης των επιτοκίων, θα υποχωρήσει σε
πολλά μέτωπα από τις εξαγγελίες της, ακριβώς γιατί τα έσοδα καταρρέουν.
Στην πρώτη περίπτωση, όπως προαναφέραμε, η κρίση της ευρωζώνης θα
επιταχυνθεί, αλλά η έκφρασή της μέσα από μια ελληνική έξοδο, το
περιβόητο Grexit, δεν είναι επιθυμητή. Γιατί και θα προκαλέσει μεγάλες
ωδίνες για μεγάλο χρονικό διάστημα στον ελληνικό λαό και για προφανείς
γεωπολιτικούς λόγους, μια και θα άφηνε την Ελλάδα, σε ένα επικίνδυνο τετ
α τετ με την νεο-οθωμανική Τουρκία.
Όπως έχουμε επαναλάβει
αναρίθμητες φορές, αν πρόκειται να διαλυθεί η ευρωζώνη και να πάψει η
γερμανική επικυριαρχία στην Ευρώπη, αυτό θα πρέπει να γίνει από πολλές
δυνάμεις ταυτόχρονα, και να μην είναι η χώρα μας που θα την εγκαινιάσει.
Η αποδέσμευση του ευρώ από τη γερμανική ηγεμονία μπορεί να πάρει
πολλούς δρόμους. Είτε τη διάλυση της ευρωζώνης και την επιστροφή σε
εθνικά νομίσματα, είτε τη δημιουργία μικρότερων νομισματικών ενώσεων,
είτε ακόμα και την απομάκρυνση της Γερμανίας από το ευρώ, στο βαθμό που
αυτό θα συνεχίσει να πέφτει όπως ήδη συμβαίνει σήμερα απέναντι στο
δολάριο και θα μεταβάλλεται από «σκληρό» σε «μαλακό» νόμισμα. Δηλαδή, έχει ήδη αρχίσει η κρίση του ευρώ
και εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να είμαστε εκείνοι που θα δώσουμε στον
Σόιμπλε την ευκαιρία, να μεταβάλει την διαφαινόμενη ήττα της γερμανικής
πολιτικής της λιτότητας στην Ευρώπη, σε σύγκρουση με τον πιο ασθενή
κρίκο της δηλαδή την Ελλάδα. Έτσι η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θα βρεθεί
υποχρεωμένη να προχωρήσει σε έναν συμβιβασμό που δεν θα γίνει με τους
καλύτερους όρους.
Η πανουργία της ιστορίας….
Πάντως
η κυβέρνηση αυτή κατά παράδοξο τρόπο, εκφράζει έστω και συγκυριακά ή
πρόσκαιρα, κάτι που ξεπερνάει τους κομματικούς μηχανισμούς και τις
ιδεολογικές κατευθύνσεις των κομμάτων που την εκπροσωπούν. Γι’ αυτό
εξάλλου μπόρεσε και να αποκτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο μεν
Σύριζα, για να μπορέσει να φτάσει στο 36,5% του εκλογικού σώματος από το
3% που είχε όταν αποχώρησε η ΔΗ.ΜΑΡ., πριν από πέντε χρόνια,
υποχρεώθηκε να μετασχηματιστεί σ’ ένα κόμμα που προσπαθεί να εκφράσει,
έστω και στρεβλά, την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή είναι
εξάλλου η πανουργία της ιστορίας. Οι
άνθρωποι που στις προηγούμενες δεκαετίες είχαν συμβάλει ενεργά στην
αποδόμηση της εθνικής ταυτότητας και του πατριωτικού αισθήματος,
βρέθηκαν σήμερα να είναι οι εκφραστές της αντίστασης της πατρίδας
απέναντι στους νέους αποικιοκράτες.
Μήπως κάτι ανάλογο σε μικρότερη
κλίμακα δεν είχε συμβεί και στην Κατοχή, όπου ένα σχεδόν εθνομηδενιστικό
κόμμα, όπως το ΚΚΕ τέθηκε επικεφαλής του εθνοαπελευθερωτικού αγώνα; Και
αυτή η ταχύτατη πολιτική και κοινωνική διεύρυνση, οδηγεί υποχρεωτικά σε
μια βίαιη μετάλλαξη του ίδιου του πολιτικού προσωπικού
που καλείται να παίξει αυτόν τον ιστορικό ρόλο. Η Τασία
Χριστοδουλοπούλου συμμετέχει στο ίδιο υπουργικό συμβούλιο με τον Πάνο
Καμμένο και τον Νίκο Κοτζιά. Μήπως εξάλλου και η ίδια η νίκη στις
εκλογές, του Σύριζα, δεν διασφαλίστηκε μέσα από απευθείας μετακίνηση
ψηφοφόρων της Ν. Δημοκρατίας προς τον Σύριζα; Και η πανουργία της
ιστορίας πάει ακόμα παραπέρα. Το γεγονός ότι, όπως επιμέναμε
προεκλογικά, θα έπρεπε να αποφευχθεί μια αυτοδυναμία και επομένως μια
μονοκομματική κυβέρνηση Σύριζα, υποχρέωσε ένα κόμμα με αυτές τις
ιδεολογικές προδιαγραφές να συνεργαστεί με ένα κόμμα που το βασικό
ιδεολογικό στίγμα βρίσκεται στον πατριωτισμό όπως οι ΑΝ.ΕΛ.
Κατά
συνέπεια λοιπόν, όπως συνήθως συμβαίνει στην ιστορία, οι ιδεολογικές
μετατοπίσεις τις οποίες έχουμε περιγράψει ως αναγκαίες για το πέρασμα
της Ελλάδας σε μια νέα περίοδο που έχουμε χαρακτηρίσει ως εκείνη του εκσυγχρονισμού της παράδοσης,
πραγματοποιούνται πάντα μ’ έναν τρόπο πρωτότυπο, ιδιαίτερο και
απρόβλεπτο. Δεν είχαμε δηλαδή, μια σταδιακή και «ομαλή» μετεξέλιξη από
την παλιά εθνομηδενιστική και ψευδοδιεθνιστική αντίληψη της ύστερης
μεταπολίτευσης σε μια καινούργια περίοδο, μέσα από τη σταδιακή ενίσχυση
ενός πολιτικού πατριωτικού δημοκρατικού πόλου, αλλά μέσα από μία βίαιη ωρίμανση
και μετάλλαξη των παλιών πολιτικών δυνάμεων. Ένα κομμάτι της
εθνομηδενιστικής αριστεράς, βρέθηκε να εκπροσωπεί τον κύριο πόλο της
αντίστασης στην νέα «γερμανική κατοχή» (αυτό που έχει αποκληθεί η
μεταβολή της Ελλάδας σε μια γερμανική «αποικία χρέους»), άσχετα με τις
ιδεολογικές κατευθύνσεις και αυταπάτες των ίδιων των φορέων τους. Για
παράδειγμα, τα στελέχη ενός ακραία ευρωπαϊστικού (ευρωλιγούρικου κατά
Ζουράρι) κόμματος, οδηγούνται, πιστεύοντας πως παλεύουν «για όλη την
Ευρώπη» σε έναν αγώνα του ελληνικού λαού απέναντι σε αυτήν την Ευρώπη!
Έτσι και στην Κατοχή ο σκληρός πυρήνας του κομουνιστικού κόμματος, ήταν
«διεθνιστικός» αλλά τέθηκε επικεφαλής ενός εθνικού-απελευθερωτικού
αγώνα.
Και από την πλευρά του ελάσσονος εταίρου, των ΑΝ.ΕΛ., ένα
κόμμα προερχόμενο όντως από μια πατριωτική αλλά συντηρητική δεξιά,
οδηγήθηκε για τις ανάγκες της επιβίωσής του, σε μια αντίληψη για τον
πατριωτισμό «πέραν της αριστεράς και της δεξιάς», υιοθετώντας συνθήματα
και αιτήματα άμεσης δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης τα οποία
επέβαλε η πραγματικότητα μιας σαρωτικής κοινωνικής κρίσης. Έτσι, αυτό
που προτείναμε εμείς, η δημιουργία δηλαδή ενός πολιτικού πόλου που να
ενσωματώνει τον πατριωτισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη, την οικολογία,
την παραγωγική ανασυγκρότηση, την άμεση δημοκρατία, και την πολιτιστική
αναγέννηση, εμφανίζεται μέσα από μια πολλαπλότητα κομματικών
σχηματισμών, (Σύριζα, ΑΝ.ΕΛ, Οικολόγοι Πράσινοι, πατριωτικό
αντιμνημονιακό ΠΑΣΟΚ κ.λπ.) χωρίς ιδεολογική συνοχή αλλά σπρωγμένο από
την πολιτική ανάγκη («ανάγκα και οι θεοί πείθονται»).
Το ερώτημα
λοιπόν είναι αν και κατά πόσον θα υπάρξει καιρός ώστε να ωριμάσουν και
ιδεολογικά ώστε να αποκτήσουν την απαραίτητη συνοχή αυτές οι δυνάμεις ή
αν κινδυνεύουμε στην περίπτωση μιας αρνητικής εξέλιξης να οδηγηθούμε σε
μία σαρωτική επανεμφάνιση ακροδεξιών συντηρητικών και εθελόδουλων
πολιτικών σχηματισμών, που θα επιβεβαιώσουν την λογική της παρένθεσης
στην οποία ποντάρει τόσο η κα Μέρκελ όσο και ο κος Σαμαράς. Είμαστε
υποχρεωμένοι δηλαδή, να ποντάρουμε στην ενίσχυση του εθνοαπελευθερωτικού
χαρακτήρα του κυβερνητικού σχήματος, και στην επιβίωση του με αυτήν την
μορφή απέναντι στη γερμανική επιβουλή.
Διότι, βέβαια, όπως
συνέβαινε ακόμα και με τις μνημονιακές κυβερνήσεις, εμείς στηρίζαμε
πάντοτε τις ελληνικές κυβερνήσεις όπου και όταν αντιστέκονταν, σε
αντίθεση π.χ. με την τακτική του Σύριζα. Προφανώς λοιπόν, το ίδιο και σε
πολύ μεγαλύτερη κλίμακα θα κάνουμε και τώρα.
Προφανώς, θα
εκτιμήσουμε θετικά το γεγονός ότι η πρώτη επίσκεψη του Έλληνα
πρωθυπουργού θα γίνει στην Κύπρο την δεύτερη πολιτειακή έκφραση του
ελληνισμού, όπως και την παρουσία του Πάνου Καμμένου στην περιοχή των
Ιμίων για να τιμήσει αυτούς που έχασαν την ζωή τους. Θα δούμε θετικά
οποιαδήποτε κίνηση που θα ενισχύσει την παραγωγική ανασυγκρότηση της
χώρας, και την ενεργειακή της αυτονομία. Θα στηρίξουμε οποιαδήποτε
κίνηση στον χώρο του πολιτισμού που θα αναδεικνύει την «ελληνική
ιδιοπροσωπία μέσα στον κόσμο» και όχι τον κόσμο ενάντια στην ελληνική
ιδιοπροσωπία. Θα στηρίξουμε όλα τα μέτρα αποκατάστασης της αξιοπρέπειας
και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, των θυμάτων της κρίσης κ.λπ., κ.λπ.
….και τα όριά της
Πολλοί
φίλοι μας, με δεδομένα όσα προαναφέραμε, αναρωτιούνται γιατί δεν
συμμετείχαμε και εμείς με κάποιον τρόπο –με εκλογική σύμπραξη με τους
ΑΝ.ΕΛ. όπως μας είχε προταθεί–, σε αυτή τη νέα πολιτική διαμόρφωση, ώστε
να είμαστε όπως λένε «περισσότερο αποτελεσματικοί». Είναι πολύ απλό. Η
μελέτη της ιστορίας γενικά και προπαντός του τόπου μας, ιδιαίτερα των
εμπειριών των μεγάλων επαναστάσεων και των κοινωνικών κινημάτων (και του
1821 και της αντίστασης ενάντια στους Γερμανούς) μας έχει πείσει πως
δεν αρκεί η συνάθροιση και η συσπείρωση πολλών δυνάμεων κάτω από την ανάγκη της συγκυρίας, αλλά χρειάζεται και μια ξεκάθαρη αντιστοιχία ανάμεσα στην ιδεολογική συγκρότηση και το πολιτικό κίνημα. Αντιστοιχία που επιτρέπει την οργανική ενοποίηση
των διαφορετικών συνιστωσών αυτών των κινημάτων, και επομένως, την
δυνατότητα μιας οριστικής νίκης. Το γεγονός, επί παραδείγματι, ότι στην
αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς, έλειπε αυτή η σύνθεση και αυτή η
αντιστοιχία έκανε τον Άρη Βελουχιώτη που ήταν εκφραστής της
εθνικοαπελευθερωτικής αντίληψης να μείνει περιθωριακός
στο ίδιο του το κόμμα, και οδήγησε τελικά στην ήττα των δυνάμεων της
εθνικής αντίστασης, που πιάστηκαν στην μυλόπετρα των αντιθέσεων των
μεγάλων δυνάμεων και οδηγήθηκαν στον εμφύλιο.
Έτσι και σήμερα: το
γεγονός ότι μια κυβέρνηση επιφορτισμένη με πατριωτικά καθήκοντα έχει ως
κύριο φορέα ένα κόμμα που στο DNA του έχει μια ισχυρή εθνομηδενιστική
πλευρά – γι’ αυτό και το βράδυ των εκλογών ενώ ο Τσίπρας απευθυνόταν σε
«όλους τους Έλληνες» τον αντιχαιρετούσαν περισσότερες…. ισπανικές παρά
ελληνικές σημαίες– αποτελεί μια τεράστια τρύπα και αρνητική υποθήκη για
το μέλλον. Εμείς θα θέλαμε μια μεγαλύτερη και ισχυρότερη αντιστοιχία
ανάμεσα στην πολιτική πράξη και την ιστορικοϊδεολογική θεμελίωσή της:
Δηλαδή μια πατριωτική κυβέρνηση να μη χαρίζει την ελληνική σημαία στη
Ν.Δ., ούτε την Ορθοδοξία στους Χρυσαυγίτες, γιατί αυτά θα πληρωθούν
ακριβά, εκεί και όταν η συγκυρία θα θέσει άλλα προβλήματα στο προσκήνιο.
Δυστυχώς η πανουργία της ιστορίας και η ετερογονία των σκοπών δεν
αρκούν για να θεμελιώσουν σε σταθερή βάση μια απελευθερωτική προοπτική
για το αύριο. Για να γίνει αυτό χρειάζεται και ο μετασχηματισμός της
βαθύτερης αντίληψης, της ιδεολογίας.
Έτσι λοιπόν, στο βαθμό που
πιστεύαμε πως αυτή η επιτάχυνση μέσω των προεδρικών εκλογών δεν ήταν
ώριμη και εκφράσαμε την αντίθεσή μας, θα αποτελούσε μεγάλη ασυνέπεια
εκ μέρους μας η συμπαράταξη για να κερδίσουμε κάποιο βουλευτικό θώκο,
και «μετά βλέπουμε». Πιστεύουμε αντίθετα, πως πρέπει να υπάρχει πάντα
αντιστοιχία, τουλάχιστον από κάποιους, ανάμεσα στα λόγια και τις
πράξεις. Πιο θετικό ρόλο λοιπόν μπορούμε να παίξουμε
στην νέα συγκυρία, χωρίς να συμμετέχουμε στο κυβερνητικό σχήμα, αλλά
παλεύοντας για να περάσουμε από τις απλές πολιτικές συμπράξεις εξαιτίας
της συγκυρίας σε μια νέα και στέρεη ιδεολογικοπολιτική διαμόρφωση.
Το γεγονός εξάλλου ότι χρησιμοποιήθηκαν ακραία πολιτικάντικα μέσα για να
επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα (υπόθεση Χαϊκάλη, εξαπάτηση Κουβέλη,
κ.λπ.) κατά την γνώμη μας επιβεβαιώνει τη διαπίστωσή μας για το ανώριμο
το εγχειρήματος. Διότι όταν το 65% των Ελλήνων τουλάχιστον, σε όλες τις
δημοσκοπήσεις, έλεγε όχι στην επίσπευση των εκλογών, για να την
επιτύχεις, θα έπρεπε να καταφύγεις σε πολιτικάντικα μέσα. Αυτό όμως
σημαίνει ότι στις συγκρούσεις που έρχονται, δεν θα διαθέτεις μια ισχυρή
και ξεκάθαρη λαϊκή συναίνεση. Γι’ αυτό λοιπόν, επιλέξαμε να συνεχίσουμε
στο δρόμο του μετασχηματισμού ενός ιδεολογικού προταγματος σε πολιτικό
πόλο, πράγμα που στην καλύτερη εκδοχή θα μπορέσει να συμβεί μέσα από τον
μετασχηματισμό των ήδη υπαρκτών αντιμνημονιακών δυνάμεων, και στη
χειρότερη συγκεντρώνοντας τα διάσπαρτα μέλη, που θα προκύψουν από
πιθανές αρνητικές εξελίξεις. Με τον έναν ή άλλο τρόπο, θα συνεχίσουμε,
πάντα διατηρώντας την ιδεολογική μας αυτονομία, να συμμετέχουμε σε όλους
τους αγώνες και τις αντιπαραθέσεις, σε όποιο πεδίο και αν δίνονται
αυτές.
Οι καλοί λογαριασμοί λοιπόν κάνουν τους καλούς φίλους. Δεν
συμφωνούσαμε και δεν συμφωνούμε με την επιτάχυνση που πραγματοποιήθηκε
εν τέλει, τόσο γιατί τη θεωρούμε υψηλού ρίσκου, όσο και διότι έγινε με
μέσα που δεν μας αρέσουν. Από την άλλη πλευρά όμως επειδή «ό γέγονε,
γέγονε», είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε μαζί με τον ελληνικό λαό σε
όλες τις μάχες που θα δώσει – και μαζί με την σημερινή κυβέρνηση αν
χρειαστεί.