Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Οι τρεις ιεράρχες και τα Ορθόδοξα θρησκευτικά




treis-ierarxes

Γράφει ο Κωνσταντίνος Χολέβας.
Η επικείμενη εορτή των Τριών Ιεραρχών φέρνει στην επικαιρότητα το αίτημα να συνδυάσουμε τα κείμενα και τα διδάγματα των μεγάλων αυτών Πατέρων της Εκκλησίας με τις σύγχρονες ανάγκες της Παιδείας και με την κρίση που βιώνουμε. Πιστεύω ότι σε μία δύσκολη εποχή, όπως είναι η σημερινή, η ελληνορθόδοξη παιδεία μπορεί να καλλιεργήσει μηνύματα αισιοδοξίας και να δώσει πρότυπα ζωής στα παιδιά μας.
Όταν διαβάζει κάποιος τα βιβλία διαφόρων τάξεων και επιπέδων του σχολείου διερωτάται γιατί ταλαιπωρούμε τους νέους μας χωρίς αξίες και πρότυπα. Έχει επικρατήσει μία δήθεν προοδευτική αντίληψη που θεωρεί ξεπερασμένες τις παραδοσιακές αξίες, οι οποίες κράτησαν όρθιο το Έθνος μας επί αιώνες. Επικρατεί η τάση να υποτιμώνται οι μάρτυρες, οι ήρωες και οι αγωνιστές των εθνικών ιδεωδών και να προβάλλονται υλιστικές αξίες που δεν εμπνέουν. Επιπλέον η πολυδιαφημισμένη πολυπολιτισμικότητα αναφέρεται ως κύριος στόχος των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ενώ έχει αποτύχει σε όλη την Ευρώπη, όπως ομολογούν οι ηγέτες της. Άλλωστε σε εποχές κρίσης ένας λαός συσπειρώνεται και αποκτά αυτοπεποίθηση περισσότερο με την προβολή της εθνικής ταυτότητας και της εθνικής συνείδησης και όχι με πολυπολιτισμικούς χυλούς και με διεθνιστικά, δήθεν ανθρωπιστικά, μηνύματα.
Η δύσκολη περίοδος που διανύουμε απαιτεί την αναπροσαρμογή των στόχων της παιδείας επάνω σε βάσεις ελληνορθόδοξες και μακριά από συμπλέγματα ηττοπάθειας και θολοκουλτούρας. Η γλώσσα μας πρέπει να διδάσκεται ως ενιαία, από τις αρχαίες μέχρι τις νεότερες μορφές της. Η κατάργηση του πολυτονικού πρέπει να επανεξετασθεί, διότι επέφερε ανορθογραφία και αύξησε τις δυσλεξίες και μαθησιακές δυσχέρειες. Τα κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας πρέπει να βασισθούν σε νέα σχολικά εγχειρίδια που θα επαναφέρουν τους μεγάλους λογοτέχνες και ποιητές και δεν θα καλλιεργούν την απαισιοδοξία που παρατηρώ σήμερα σε διδασκόμενα κείμενα. Η Ιστορία ωφελεί όταν καλλιεργεί τον υγιή πατριωτισμό μακριά από λογικές «συνωστισμού», τουρκολαγνείας και μαρξίζοντος υλισμού. Οι νέοι μας αναζητούν εθνική υπερηφάνεια και ηρωικά πρότυπα. Γιατί τούς τα στερήσαμε κατά τα τελευταία χρόνια;
Το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να παραμείνει Ορθόδοξο Χριστιανικό, όπως διακηρύσσει και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας μας με την απόφαση της 13.1.2016. Όπως ορθώς τονίζει στη σχετική εισήγησή του ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ Ιερόθεος, για λόγους θεολγικούς, παιδαγωγικούς και νομικούς πρέπει να απορριφθούν οι προτάσεις για θρησκειολογικό ή πολυθρησκειακό μάθημα. Ένα μάθημα αποχριστιανοποιημένο έρχεται σε αντίθεση με στοιχειώδεις παιδαγωγικές αρχές και συν τοις άλλοις είναι αντισυνταγματικό, όπως κατέδειξε με εννέα σχετικές επισημάνσεις της η γνωστή και σαφέστατη απόφαση για τα Θρησκευτικά του Διοικητικού Εφετείου Χανίων με αριθμό 115/2012. Σε όλες τις χώρες της Ευρ. Ενώσεως -πλην της Γαλλίας- το μάθημα υπάρχει ως βασικό μέσο διαπλάσεως ήθους και αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο το περιεχόμενο βασίζεται στην επικρατούσα θρησκεία κάθε λαού. Η Χριστιανική διδασκαλία είναι ακόμη πιο αναγκαία σήμερα, διότι η αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπο είναι το ζητούμενο εν μέσω οικονομικής κρίσης.
Σε ορισμένα Γυμνάσια της πατρίδας μας έγινε τα τελευταία χρόνια ένας πειραματισμός. Διδάχθηκε ένα πολυθρησκειακό μάθημα αντί για τα Ορθόδοξα Θρησκευτικά με αποτέλεσμα να προκληθεί σύγχυση σε μαθητές και διδάσκοντες. Το Πρόγραμμα αυτό πρέπει αμέσως να αποσυρθεί έστω κι αν το υποστηρίζει μία μικρή ομάδα «προοδευτικών» θεολόγων. Βασίζεται στη θεωρία του θρησκευτικού εγγραμματισμού, η οποία δοκιμάσθηκε στην Αγγλία και κρίθηκε αποτυχημένη. Τα ελληνόπουλα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για το πείραμα, βομβαρδίσθηκαν από πληροφορίες για Βουδισμό, Ταοϊσμό, Ισλάμ, κ.λπ. ανακατεμένα με λίγη Ορθοδοξία και Καθολικισμό. Έτσι κινδύνευσαν να αποκοπούν από την ελληνορθόδοξη παράδοση και την εθνική μας ταυτότητα. Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου στην πλήρη τεκμηρίων εισήγησή του της 12.1.2016, ενώπιον των Συνοδικών Ιεραρχών, καθηγητών των Θεολογικών Σχολών και εκπροσώπων των Θεολόγων, χαρακτήρισε αυτό το πιλοτικό πρόγραμμα ως μία συγκριτική θρησκειολογία, η οποία δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσει τη βάση των οποιωνδήποτε βελτιώσεων. Πρότεινε -και αυτό δέχθηκε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος- να παραμείνουν ως κορμός τα βιβλία και το Αναλυτικό Πρόγραμμα του Γυμνασίου και του Λυκείου, όπως ισχύουν σήμερα, και να προστεθούν στο τέλος κάθε βιβλίου ορισμένα κεφάλια γνωριμίας με τα κυριώτερα θρησκεύματα. Δέχθηκε μάλιστα να αξιοποιηθούν και κάποια θετικά στοιχεία από το Πιλοτικό Πρόγραμμα, αν υπάρχουν.
Εννοείται ότι και η εισήγηση του Σεβ. Ναυπάκτου και η τελική απόφαση της Διρκούς Ιεράς Συνόδου δεν κάνουν αποδεκτή την πρόταση του Υπουργού Παιδείας κ. Νίκου Φίλη για μετάλλαξη του μαθήματος από Ορθόδοξη Χριστιανική Αγωγή σε θρησκειολογία. Τα παιδιά μας χρειάζονται πρότυπα και όχι ξερές γνώσεις.
Χρωστούμε πολλά στους νέους μας. Τους έχουμε πληγώσει με τις συνέπειες της κρίσης, για την οποία οι ίδιοι δεν ευθύνονται. Τουλάχιστον ας τους εφοδιάσουμε με ηθικά και πνευματικά εφόδια για να επιβιώσουν ως άνθρωποι και ως Έλληνες. Να τους μεταδώσουμε, μέσω της παιδείας, τις προαιώνιες αξίες του Ελληνισμού, όπως είναι η φιλοπατρία, η δημοκρατία, η θρησκευτική ευλάβεια, η κοινωνική δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, ο ηρωισμός, η αγάπη προς τα γράμματα, ο σεβασμός προς τους γονείς, η αγάπη για τα έθιμά μας. Και για να τιμήσουμε ουσιαστικά τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη Χρυσόστομο, ας επαναφέρουμε τα Πατερικά κείμενα στη Μέση Εκπαίδευση!

Πρέπει να δοκιμαστεί πολύ ενας άνθρωπος για να πείς οτι είναι φίλος.Πρέπει να δείς αν έχει το πνεύμα της θυσίας.Οχι για σένα αλλά για όλο τον κόσμο.Οταν δείς οτι ενας άνθρωπος δεν το έχει αλλά είναι εγωκεντρικός κι ολα τα γυρίζει γύρω απο τον ευατό του,τότε θα καταλάβεις οτι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι για φίλος.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhzSoDkN0iBSN752xH-s68I5RzpRDGHT1rYe-bJJvV6AIHuXuF9eJKqylRQuKjwKqEY36yJKCLlIp1nxJ8_9syzWXUg75vIh2TyvVE04TgY-SHkohXvYKRe-1j2YLyU_NoAVyoEeZj87ukK/s1600/183696-Velorution+-+two+kids+holding+hands+by+SSH.jpg

Οι τελευταίες ημέρες της ζωής του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου --(και: Ο ενδοξότερος και ο πολυγραφότατος Άγιος)


Η σαρκοφάγος του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου 
στην περιοχή Κομάνι της Γεωργίας.

Οι τελευταίες ημέρες της ζωής του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

του Δρ. θεολογίας Αθανάσιου Μουστάκη


Οι τελευταίες, μαρτυρικές ημέρες της ζωής του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και οι εξορίες του κατά τα έτη 406 και 407 με την ευκαιρία της ανακομιδής του ιερού λειψάνου του στις 27 Ιανουαρίου του έτους 438.

Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του έτους 406. Οι εχθροί του έχουν απομακρύνει τον ιεράρχη από τον πατριαρχικό θρόνο και την Κωνσταντινούπολη και τον έχουν μεταφέρει στη Βιθυνία και τη Νίκαια, όπου περιμένει να ορισθεί ο τόπος της εξορίας του.

Πολλοί από όσους τον υποστήριζαν συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στη Χαλκηδόνα και άλλοι συλλαμβάνονταν και πιέζονταν να αποκηρύξουν τον Άγιο. Οι αντιχρυσοστομικοί επίσκοποι γρήγορα χειροτόνησαν ως επίσκοπο στην Κωνσταντινούπολη τον πρεσβύτερο Αρσάκιο, ευλαβή
αλλά απαίδευτο και άπραγο γέροντα. Αυτός έμεινε στον πατριαρχικό θρόνο από τις 27 Ιουνίου μέχρι τις 11 Νοεμβρίου του 405. Τον Μάρτιο του 406 τον διαδέχθηκε ο σκληρός διώκτης του Αγίου, Αττικός.

Τον Ιούλιο του 406 ο αυτοκράτορας Αρκάδιος όρισε την Κουκουσό της Αρμενίας, ως τόπο εξορίας του Αγίου. Η απόσταση από τη Νίκαια είναι περισσότερο από 700 χιλιόμετρα.

Κατά την περίοδο που βρισκόταν στη Νίκαια ο Άγιος ανέκτησε κάπως τις δυνάμεις του και ασχολήθηκε με την ιεραποστολή στη Φοινίκη, στην Αραβία και την Κύπρο ενισχύοντάς την με χρήματα αλλά κυρίως με δοκιμασμένους και ικανούς ιερείς. Παράλληλα, ενδιαφέρθηκε για την ιεραποστολή στην Περσία και έκανε προσπάθειες για τον εκχριστιανισμό των Γότθων.

Η πορεία του θα ήταν προς τα ανατολικά και νότια. Θα περνούσε από την Άγκυρα και θα έφτανε μέχρι την Καισάρεια. Από εκεί θα κατηφόριζε προς τα βουνά της Ισαυρίας, μέχρι την Κουκουσό. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, πέρα από τον κόπο και τις κακουχίες, ευτυχώς πολλοί ήταν αυτοί που έδειχναν την αγάπη τους προς τον Άγιο.

Όσο έμπαιναν προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας οι συνθήκες επιδεινώνονταν. Μεγάλο υψόμετρο, καύσωνας την ημέρα, δριμύ ψύχος τη νύκτα, πολύωρη πεζοπορία. Θλίψη τον περίμενε στην Άγκυρα όπου ο επίσκοπος Λεόντιος τον υποδέχθηκε εχθρικά.

Η κατάσταση έγινε τραγική μέχρι την Καισάρεια, καθώς πέρα από τις κακουχίες τον Άγιο βασάνιζε υψηλός πυρετός. Αν και διαδιδόταν ότι ο επίσκοπος της πόλεως Φαρέτριος τον περίμενε με χαρά η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Πολλοί, όμως, ήταν αυτοί που τον υποδέχθηκαν με αγάπη όταν έφτασε στην πόλη τους ημιθανής.

Η στάση του επισκόπου, ο οποίος τον αγνόησε επιδεικτικά, τον ανάγκασε να καταλύσει στο άκρον της πόλεως σε κάποιο σπίτι που του παραχώρησαν. Εκεί δέχθηκε τις φροντίδες ικανών ιατρών και ανέλαβε κάπως δυνάμεις. Παρέμενε κλινήρης, αλλά οι επιθέσεις κακόβουλων και φανατικών, που υποκινούνταν από τον επ. Φαρέτριο, δεν τον άφηναν στιγμή ήσυχο, καθώς πολλοί από αυτούς έμπαιναν ακόμη και στο κατάλυμά του για να τον απειλήσουν ώστε να φύγει από την πόλη τους.

Τελικά, παρά τους κινδύνους των ληστών της περιοχής, αποφάσισε να φύγει. Ο Φαρέτριος όμως και πάλι έστειλε τον πρεσβύτερο Ευήθιο, ο οποίος πήγε στο κατάλυμα του Αγίου έξω πλέον από την πόλη και τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την περιοχή την ίδια ώρα, μεσάνυκτα, χωρίς σελήνη. Η περιοχή της Καισάρειας είχε υψόμετρο μεγαλύτερο από 1.100 μέτρα, ενώ σε κάποια σημεία ξεπερνούσε τα 1.300.

Με πολλή δυσκολία σηκώθηκε. Τον υποβάσταζαν και άρχισε η φοβερή πεζοπορία σε δρόμο ανώμαλο, στην περιοχή του δύσβατου και φοβερού Ταύρου. Η πορεία του υπήρξε μαρτυρική, αλλά επιτέλους, στις 20 Σεπτεμβρίου, έφθασε στην Κουκουσό. Το ταξίδι των 700 περίπου χιλιομέτρων είχε διαρκέσει 70 ημέρες.

Ευτυχώς, με τη χάρη του Θεού στην Κουκουσό τον υποδέχθηκαν με αγάπη και τον φρόντισαν καλά. Μάλιστα, ο ευγενής γαιοκτήμονας Διόσκορος του προσέφερε το σπίτι του για διαμονή.

Ο Άγιος, απλός και ταπεινός, σημειώνει στις επιστολές του ότι ήταν χίλιες φορές πιο ευχαριστημένος στον τόπο της εξορίας από την μαρτυρική πεζοπορία. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να αποφύγει την σχεδιαζόμενη αλλαγή του τόπου εξορίας.

Κατά την παραμονή του εκεί δεν σταμάτησε να δέχεται φίλους, πιστούς, κληρικούς και λαϊκούς, από τα γύρω μέρη, αλλά και την πατρίδα του την Αντιόχεια, η οποία βρισκόταν σε απόσταση 250 περίπου χιλιομέτρων.

Μέχρι την έλευση του χειμώνα δεν σταμάτησε να φροντίζει τους πάντες, να παρηγορεί τους φίλους του στην Κωνσταντινούπολη και να μεριμνά για την ιεραποστολή. Με την έναρξη της περιόδου του ψύχους οι αρρώστιες επανήλθαν, πυρετός, εμετοί, στομαχόπονοι, κεφαλαλγίες και αϋπνίες.

Παρά την κατάσταση αυτή δεν σταμάτησε να ζητεί με επιστολές, σε ανατολή και δύση, να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η αντίθετή του ομάδα με σύγκληση Μεγάλης Συνόδου, η οποία θα έπαιρνε μία θέση βασισμένη στην ορθή κρίση και όχι στα πάθη και τις προσωπικές εχθρότητες.

Κατά τη διάρκεια της εξορίας του (από το καλοκαίρι του 406 μέχρι το καλοκαίρι του 407) έγραψε περίπου 240 επιστολές παρά τις τραγικές συνθήκες που αντιμετώπιζε. Σε αυτές περιλαμβάνονταν επιστολές παρηγοριάς, στήριξης, συμβουλευτικές. Σε αυτές διηγείται τις ταλαιπωρίες του και με ανακούφιση δεν σταματά να γράφει το περίφημο «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

Μάλιστα, στην Κουκουσό, συνέταξε και δύο έργα στα οποία υποστηρίζει ότι οι δυσκολίες είναι μία άριστη αφορμή που δίνεται στον καθένα μας για πνευματική πρόοδο.

Παρά την απομόνωσή του οι εχθροί του δεν ησύχαζαν. Τα νέα από τα προβλήματά του τους ευχαριστούσαν, αλλά η αγάπη που του έδειχναν οι πιστοί, όπου κι αν πήγαινε, τους τρόμαζε και πολλαπλασίαζε το μίσος τους.

Ο Ρώμης Ιννοκέντιος επέμενε για Οικουμενική Σύνοδο που θα επανεξέταζε το θέμα του Αγίου. Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος, όμως, υπέγραψε διάταγμα που άλλαζε τον τόπο εξορίας του στην Πιτυούντα, την περιοχή μιας βάρβαρης φυλής, των Τζάνων, στους πρόποδες του Καυκάσου, στην περιοχή της σημερινής Αμπχαζίας. Εκεί δεν θα μπορούσαν να τον βρουν και να επικοινωνήσουν μαζί του οι φίλοι και θαυμαστές του.

Βέβαια, κρυφή ελπίδα των εμπνευστών αυτής της μετακίνησης ήταν να πεθάνει ο Άγιος κατά το ταξίδι των 1.500 χιλιομέτρων περίπου, το οποίο θα πραγματοποιούνταν σε τραγικές συνθήκες, με βορειοανατολική κατεύθυνση και όλο σχεδόν επάνω σε βουνά.

Η διαταγή της μετακινήσεώς του έφτασε στην Κουκουσό το καλοκαίρι του 407 και η συνοδεία ξεκίνησε στις 25 Αυγούστου. Την αποτελούσαν ο Άγιος και δύο φρουροί στρατιώτες. Ο ένας φρουρός μάλιστα φερόταν στον Άγιο με ιδιαίτερη σκληρότητα, αφού θα είχε μεγαλύτερη αμοιβή αν ο κρατούμενος πέθαινε στο δρόμο.

Από αυτό το κομμάτι την ζωής του δεν έχουμε κάποια επιστολή του.

Πορεύθηκαν προς τη Σεβάστεια (Σιβάς 1.400 μ. υψόμετρο) ώστε μέσω Κομάνων και Αμάσειας να φθάσουν στην Αμισό (Σαμψούντα). Από εκεί θα έπαιρναν καράβι. Παρά την κατεστραμμένη υγεία του έπρεπε να βαδίζει περίπου 20 χιλιόμετρα την ημέρα. Συχνά βάδιζε μέσα στη βροχή, ακάλυπτος. Σύντομα άρχισαν και πάλι ρίγη, πυρετοί και πονοκέφαλοι.

Οι στρατιώτες δεν του επέτρεπαν να αναπαυθεί ή να δεχθεί οποιαδήποτε περίθαλψη. Στις 12 Σεπτεμβρίου έφτασαν στην Δαζιμώνα (Kaz Ova). Την επομένη ξεκίνησαν για τα Κόμανα που τότε ήταν μεγάλη πόλη, αλλά τα παρέκαμψαν για να μην ανακουφιστεί έστω για λίγο ο Άγιος.

Διανυκτέρευσαν στον προσκυνηματικό ναό του Αγίου μάρτυρα Βασιλίσκου που βρισκόταν 8 χιλιόμετρα μετά τα Κόμανα. Η κατάσταση του Αγίου ήταν απελπιστική. Το βράδυ εμφανίστηκε ο μ. Βασιλίσκος και του έδωσε κουράγιο λέγοντάς του ότι την επομένη θα ήταν μαζί.

Μόλις ξημέρωσε ο Άγιος ζήτησε από τους φρουρούς του να μην ξεκινήσουν ή τουλάχιστον να ξεκινήσουν κατά το μεσημέρι ώστε να προλάβει λίγο να αναπαυθεί και να μειωθεί το ψύχος της νύκτας, αλλά εκείνοι τον έσυραν στο δρόμο και τον υποχρέωσαν να βαδίσει προς την Νεοκαισάρεια.

Μετά από 5 περίπου χλ. οι φρουροί πείσθηκαν ότι ο Άγιος δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα παραπάνω και τον βοήθησαν να επιστρέψει στο ναό.

Ζήτησε από τον πρεσβύτερο του ναού να του αλλάξει ενδύματα, μοίρασε τα λιγοστά του υπάρχοντα, κοινώνησε, προσευχήθηκε, είπε το «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» προσθέτοντας το «Ἀμήν» και παρέδωσε το πνεύμα του στις 14 Σεπτεμβρίου του έτους 407.

Ενταφιάστηκε στον ναό του μ. Βασιλίσκου.

Επί Πρόκλου, τα λείψανά του επανήλθαν στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Ιανουαρίου 438 και τα τοποθέτησαν στο ναό των Αγίων Αποστόλων με εξαιρετικές τιμές.

Η συντομευμένη περιγραφή προέρχεται εξ ολοκλήρου από το βιβλίο «Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος» (τόμος Α', εκδ. Αποστολική Διακονία) του αειμνήστου Καθηγητού Στυλιανού Παπαδοπούλου.



 Ο ενδοξότερος και ο πολυγραφότατος Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


Ο Απόστολος Παύλος υπαγορεύει στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο την ερμηνεία 
των επιστολών του. Εικόνα του αγιογραφείου της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου.*

Ο ενδοξότερος και ο πολυγραφότατος 
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
*Χρήστου Κρικώνη, Ομοτίμου καθηγητή της Θεολογίας του Α.Π.Θ. 


1. Βιογραφικά του Χρυσοστόμου

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ιεράρχης με ασυνήθιστες πνευματικές ικανότητες, με ακατάβλητο ψυχικό σθένος και με πλούσια και εμφανή τα χαρίσματα της θείας Πρόνοιας ήταν επόμενο να διακριθεί ως εξέχουσα προσωπικότητα στη χορεία των μεγάλων πατέρων, που κοσμούν το στερέωμα της Εκκλησίας.

Είναι, αναμφισβήτητα, ο ενδοξότερος και ο πολυγραφότατος από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των βυζαντινών –ιδίως των πρώτων– χρόνων και ο κατ' εξοχήν πνευματικός ηγέτης της χριστιανικής κοινωνίας. Και όπως χαρακτηριστικά έχει παρατηρηθεί η μελέτη των εκκλησιαστικών πραγμάτων παρουσιάζει τον Χρυσόστομο ως τον κορυφαίον μεταξύ των θεωρητικών Πατέρων της Εκκλησίας, επικεφαλής των οποίων είναι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αλλά εν πολλοίς και αυτού του Μ. Βασιλείου, ο οποίος υπερέχει όλων δια την κοινωνικήν του δράση.

Αλλ' επειδή ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε ως επί το πλείστον με τα προβλήματα του ανθρώπου και όχι τόσο με τα θεωρητικά προβλήματα της εποχής του, τα οποία βεβαίως και εγνώριζε καλά, και επειδή ο σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής του ήταν η εξύψωση της ηθικής ζωής και η ανάδειξη των πνευματικών δυνάμεων των χριστιανών με το προσωπικόν του παράδειγμα και με τον λόγον του, γι' αυτό εμφανίζεται στην ιστορία της Εκκλησίας με το χαρακτηριστικόν γνώρισμα του αγωνιστή της έμπρακτης χριστιανικής ηθικής ζωής και του μάρτυρος της χριστιανικής αγάπης.

Ο Χρυσόστομος αισθάνεται έντονη την προστασία της θείας Πρόνοιας, η οποία με καταφανή τρόπο καθοδηγούσε τα διαβήματά του στην πορεία της εκκλησιαστικής ζωής και δράσεώς του. Και ο ίδιος ομολογούσε την εύνοια αυτή της θείας Πρόνοιας και την έβλεπε ολοκάθαρα να προσδιορίζει την προσωπική ζωή του από τα παιδικά του χρόνια, όπως συμβαίνει με όλες εκείνες τις μεγάλες προσωπικότητες, που η θεία Πρόνοια προορίζει να γίνουν όργανά της. Αυτή η θεία Πρόνοια του επεφύλαξε ευνοϊκές συνθήκες και όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις να λάβει την καλύτερη για την εποχή του μόρφωση.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές, ο Χρυσόστομος, γόνος αριστοκρατικής και διαπρεπούς οικογενείας, λόγω γεννήσεως και μορφώσεως ανήκε στο πνευματικό ελληνικό περιβάλλον. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια μεταξύ των ετών 344-354 ίσως το 350-351 –κατά την τελευταία άποψη του αείμνηστου καθηγητού της Πατρολογίας Παν. Χρήστου- από γονείς ευσεβείς, και ανατράφηκε μέσα σε χριστιανικό περιβάλλον που του παρείχε η θαλπωρή της οικογενείας του και ιδιαίτερα της μητέρας του Ανθούσας, από την οποία έλαβε το λεπτό πνεύμα και τον ευαίσθητο χαρακτήρα. Αναφερόμενος αργότερα για την οικογένειά του ο Χρυσόστομος έλεγε «ο εμός πατήρ και ο πάππος και ο επίπαππος σφόδρα ευσεβείς και σπουδαίοι ετύγχανον όντες».

Κατά ταύτα όλη η οικογένειά του απέπνεε το πνευματικό άρωμα της ευσεβείας και μέσα σ' αυτό ανατράφηκε πνευματικά από τα παιδικά του χρόνια με φρόνηση και σοβαρότητα, γεγονός που προμήνυε πόσο μεγάλη και σημαντική προσωπικότητα θα ανεδεικνύετο. Βέβαια την ανατροφή του ανέλαβε αποκλειστικά η ευσεβεστάτη και σεμνή μητέρα του Ανθούσα και η θεία του, από πατέρα, Σαβιανή, αφού ο πατέρας του Σεκούνδος, ανώτερος αξιωματικός του στρατού απέθανε ολίγον μετά την γέννησή του και για την μόρφωσή του δεν φείσθηκε θυσιών, κόπων και χρημάτων.

Η μητέρα του με την εξασφάλιση των μέσων για την παροχή κάθε δυνατής μορφώσεως του υιού της αποδείχθηκε όχι μόνο μεγάλη τροφός αλλά και καταπληκτική παιδαγωγός. Αυτή, χήρα, μόλις είκοσι χρονών, αφοσιώθηκε αποκλειστικά και ολόψυχα στην ανατροφή του Ιωάννη και στη φροντίδα να εξασφαλίσει κάθε εκπαίδευση για να γίνει μια συγκροτημένη και τέλεια προσωπικότητα. Αυτή με την άγια ζωή της αλλά και με τις συνετές συμβουλές της έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην παροχή πολύπλευρης παιδείας.

Αυτή κατέβαλε στην ψυχή του νεαρού Ιωάννη τα πρώτα σπέρματα της ευαγγελικής αληθείας και τον έστρεψε από μικρό προς την τέλεια και απόλυτη χριστιανική ζωή. Θα ήταν δυνατόν να είχε λεχθεί και για τη μητέρα του Ανθούσα ό,τι είχε ειπεί ο Γρηγόριος Θεολόγος για την μητέρα του Μ. Βασιλείου, την Εμμέλεια «τ ούτο εν γυναιξί ώφθη η Ανθούσα όπερ παρ' ανδράσιν ο Ιωάννης». Με ανάλογο θαυμασμό είχε εκφρασθεί και ο εθνικός ρήτορας Λιβάνιος με αφορμή τη μητέρα του Χρυσοστόμου για τις χριστιανές γυναίκες γενικότερα· «Βαβαί, οίαι παρά Χριστιανοίς γυναίκες εισίν».

Όμως η θεία Πρόνοια του επεφύλαξε, εκτός από την αρίστη ανατροφή από τη μητέρα του Ανθούσα, και εξαιρετική μόρφωση από διαπρεπέστερους διδασκάλους και ρήτορες της εποχής του. Εφοίτησε στην ονομαστική ρητορική σχολή των περίφημων εθνικών ρητόρων του Ανδραγαθίου και του Λιβανίου από τους οποίους διδάχθηκε τους θησαυρούς των γνώσεων της κλασικής αρχαιότητος.

Ο Λιβάνιος μάλιστα όταν ερωτήθηκε ποιον θα άφηνε διάδοχόν του στη Σχολή, απάντησε ότι προόριζε τον Ιωάννη εάν δεν τον είχαν συλήσει οι Χριστιανοί. Βέβαια τον Ιωάννη δε τον εσύλησαν οι Χριστιανοί, γιατί ο ίδιος από μόνος του και εκούσια έγινε χριστιανός ή όπως είχε ειπεί για κάθε ανθρώπινη ψυχή ο Τερτυλλιανός, ο Ιωάννης ήταν ψυχή χριστιανική από τη φύση της «anima naturaliter christiana».

Στη συνέχεια ο Ιωάννης παρακολούθησε τους διακεκριμένους διδασκάλους της Θεολογικής Σχολής της Αντιοχείας –του περίφημου «Ασκητηρίου»–, τον Καρτέριον και τον ευσεβή και ασκητικόν Διόδωρον, τον οποίον, θαυμάζοντας έλεγε «τον άπαντα χρόνον διετέλεσε αποστολικόν επιδεικνύμενος βίον, μηδέν ίδιον έχων, αλλά παρ᾿ ετέρων τρεφόμενος, αυτός τη προσευχή και τη διδασκαλία του λαού προσκαρτερών».

Εκτός όμως των διδασκάλων του, μεγάλη επίδραση στη διάπλαση της θρησκευτικής διαθέσεως και του χαρακτήρος του άσκησε και ο γηραιός επίσκοπος Αντιοχείας, Άγιος Μελέτιος, για τον οποίο ο Χρυσόστομος έλεγε ότι η θέα και μόνο της όψεώς του εγοήτευε τους πάντας και τους προσείλκυε στην αρετή. Είναι γεγονός ότι ο Άγιος Μελέτιος «ηράσθη της ευφυΐας και του κάλλους της καρδίας του Ιωάννου», τον προσείλκυσε στην Εκκλησία και τον εβάπτισε (σε ηλικία περίπου 21 ετών, το έτος 372).

Η φοίτηση του Χρυσοστόμου κοντά σε τόσο διαπρεπείς διδασκάλους είχε ως αποτέλεσμα να λάβει ευρεία και λαμπρά μόρφωση και από ενωρίς να δείξει τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του. Χωρίς να είναι διανοούμενος ή φιλόσοφος ανεδείχθη σε έναν κλασικό ρήτορα ή ομιλητή με την έννοια περισσότερον του διδασκάλου της ηθικής αγωγής. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται ολοκάθαρα από τη γλώσσα και το ύφος του. Στη ρητορική δεξιοτεχνία του ύφους του άνετα μπορεί να συγκριθεί με τον κορυφαίο ρήτορα της αρχαιότητος, τον Δημοσθένη, και τους Ξενοφώντα και Πλάτωνα. Και παρ᾿ ότι παρέμεινε Έλληνας στην παιδεία, δεν συγκινήθηκε από την ελληνική φιλοσοφία και ποτέ δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτήν. Πάντως η επίδραση των κλασικών σπουδών στη λογοτεχνική υφή και την επιχειρηματολογία του σε όλα τα έργα του –ιδίως τα πρώτα– είναι έντονη.

Ο Χρυσόστομος μετά την αποφοίτηση από τις κοσμικές σπουδές στις ανώτερες σχολές, για ένα ελάχιστο χρόνο –ίσως ολίγους μόνον μήνες– άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου ή ρητοροδιδασκάλου, κάτι που είχε συμβεί και με άλλους μεγάλους πατέρες (Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο κ.λπ.). Αλλά το δικηγορικό έργο, ως επάγγελμα, περιελάμβανε (και περιλαμβάνει) εκτός άλλων την εξυπηρέτηση των επιδιώξεων και των συμφερόντων του πελάτου, που δεν είναι πάντοτε σύμφωνα με τις προσωπικές πεποιθήσεις και ηθικές αρχές του ασκούντος αυτό. Γι᾿ αυτό και ο Χρυσόστομος, τονίζοντας τις αρνητικές περιπτώσεις και πλευρές, χαρακτηρίζει το επάγγελμα «μεστόν πονηρίας και δολιότητος» και εγκαίρως διαπιστώνει ότι το δικηγορικόν επάγγελμα δεν τον ικανοποιεί και ότι αυτός δεν είχε γεννηθεί να γίνει δικηγόρος.

Και, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενώ είχε όλα τα μέσα και τις προϋποθέσεις να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη και ευρύτερη μόρφωση, να έχει δόξες και τιμές στον κόσμο, αυτός έδειξε πλήρη αποστροφή προς τα εγκόσμια. Είναι ανόητο, έλεγε, να κυνηγά κανείς σκιές, όπως είναι ο πλούτος, η δύναμη, οι ηδονές· «το γαρ σκιάς διώκειν μαινομένου εστίν».

Αρεσκόμενος στο μονήρη και ασκητικό βίο μετά το βάπτισμά του αφοσιώνεται αποκλειστικά στα θεία και γίνεται νέος άνθρωπος, όπως λέγει ο βιογράφος του Παλλάδιος. Από τότε δεν εξεστόμισε ποτέ κακόν λόγον ή κατάρα ή αστειότητα και ποτέ δεν ορκίσθηκε και δεν ψεύσθηκε. Στη μόνωση βρήκε αυτό που ζητούσε· η μόνωση προσφέρει στιγμές περισυλλογής, αυτοεξέτασης, προσευχής, που υψώνουν τον άνθρωπο στις σφαίρες του υπερφυσικού.

Σύνθημα της ζωής του ήταν το θαυμάσιον λόγιον· «έ χου των πνευματικών, υπερόρα των βιοτικών».

Ανάλογη είναι και η διατύπωση του Μ. Βασιλείου στην Ομιλία του «Εις το Πρόσεχε σεαυτώ»· «υ περόρα σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελού ψυχής, πράγματος αθανάτου». Αλλά ο Χρυσόστομος το θέμα της ματαιότητος και παροδικότητος της παρούσης ζωής ανέπτυξε με περισσή χάρη και δύναμη στις θαυμάσιές του ομιλίες «Προς Ευτρόπιον», όπου χαρακτηριστικά τονίζει ότι πρέπει «και στους τοίχους και στα ενδύματα και στην αγορά και στις οικίες και στους δρόμους και στις θύρες και στις εισόδους και προ πάντων στη συνείδηση και καρδιά συνεχώς πρέπει να γράφωμεν και συνέχεια να μελετούμε πάντοτε το ρητό “ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης”».

Τον Χρυσόστομο ενδιαφέρει κυρίως το έργο της πνευματικής ζωής και αναπτύξεως των ανθρώπων, η κυρίως μόρφωση των ψυχών, και επειδή έχει τη γνώμη ότι η θεωρία και η πράξη όχι μόνο δεν πρέπει να απέχουν μεταξύ τους αλλά να συμπίπτουν, γι᾿ αυτό αισθάνθηκε την ανάγκη –όπως όλοι οι μεγάλοι Πατέρες– της απομακρύνσεως εκ του κόσμου, της μονώσεως και της ασκήσεως, προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης πνευματική ολοκλήρωση και η πνευματική ελευθερία με την κυριαρχία του πνεύματος επί του σώματος.

Συνέπεια αυτών των απόψεών του ήταν η απόφασή του να αποσυρθεί από τα εγκόσμια. Τούτο έγινε μετά τον θάνατο της προσφιλούς μητέρας του το 374. Και τούτο γιατί η μητέρα του μόλις αντελήφθη ότι ο Ιωάννης εσχεδίαζε να φύγει στην έρημο, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην κλίνη όπου τον εγέννησε και με δάκρυα στα μάτια, αλλά με την ίδια στοργή και τρυφερότητα που γνώριζε, του υπενθύμισε όλα εκείνα –και ήταν πάρα πολλά– που στερήθηκε με τη χηρεία της για χάρη του.

«Τον παρακάλεσε να μην τη ρίξει τώρα με τη δική του φυγή σε δεύτερη χηρεία, εγκαταλείποντάς την, αλλά να περιμένει λίγο, γιατί το τέλος της δεν είναι μακριά». «Άλλωστε, του είπε, στους νέους υπάρχει πάντα ο χρόνος και η ελπίδα να φθάσουν εκεί που θέλουν. Όταν με παραδώσεις στη γη και με θάψεις κοντά στον πατέρα σου, του είπε, τότε “κάνε μακρινές αποδημίες και ταξίδευσε σε οποιαδήποτε θάλασσα θέλεις, χωρίς κανένας να σε εμποδίσει”. Όσο καιρό όμως αναπνέω ακόμη, κάνε υπομονή και μείνε μαζί μου... Πρόσεξε, του είπε, γιατί εγώ φρόντισα να μη σου λείψει τίποτε, να είσαι απερίσπαστος από βιοτικές ανάγκες και αμέριμνος από όλα τα αναγκαία για να μπορέσεις (εσύ) να συνεχίσεις το ιερό έργο σου. Και να ξέρεις, του πρόσθεσε, κανείς δεν σε αγαπά πιο πολύ από μένα τη μητέρα που σε γέννησε... Αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον γι᾿ αυτό μείνε όσο ακόμη ζω κοντά μου...».

Ασφαλώς τα λόγια της μητέρας νίκησαν την σκέψη και θέληση του υιού της Ιωάννη και υπερίσχυσε η αγάπη του για εκείνην. Κατόπιν τούτου ο Ιωάννης ανέβαλε –δεν ματαίωσε– τον σκοπό του μένοντας κοντά της και ζώντας ως υπάκουος υιός στο σπίτι μαζί με τη μητέρα του, στην Αντιόχεια.

Τότε ανεχώρησε στα ιερά ησυχαστήρια - ασκητήρια, που δεν ήταν πολύ μακριά έξω από την Αντιόχεια και τα οποία «ώσπερ λαμπτήρες εισίν αφ᾿ υψηλού τοις πόρρωθεν επιβαίνουσι φαίνοντες, επί λιμένος καθήμενοι και προς γαλήνην την αυτών άπαντας έλκοντας, ουκ εώντες εν σκότω διάγειν τους εκεί βλέποντας». Τότε ο Χρυσόστομος και μετά από παρότρυνση φίλων του αναφερόμενος στον μοναχικόν βίον, έγραψε τις θαυμάσιες πραγματείες περί ασκητισμού, στις οποίες ετόνιζε ότι σκοπός του είναι η τελείωση του ανθρώπου στην κατά Θεόν ζωή, η οποία δεν ήταν εύκολον και δυνατόν να επιτευχθεί μέσα στη γεμάτη από πειρασμούς και φαυλότητα κοινωνία. Σχετικά λέγει· «Θα ευχόμουν η κοινωνία να ήταν καλή για να μη χρειάζεται να τρέχουν στις ερήμους όσοι ζουν μέσα σ᾿ αυτή· και ούτε οι ασκητές που ζουν στις ερημίες να έρχονται για να ζήσουν σ᾿ αυτή».

Πρόθεσή του δεν ήταν να προτρέψει τους ανθρώπους να αποσυρθούν σωματικά από τον κόσμο, εγκαταλείποντας τις πόλεις τους, αλλά να αναμορφώσει τη ζωή της κοινωνίας, των πόλεων και των χωριών, σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου· γι᾿ αυτό, άλλωστε, και έγινε ποιμήν, διδάσκαλος και ιεροκήρυκας.

Γιατί πράγματι μέσα στην κοινωνία δεν κατόρθωσαν οι διακηρύσσοντες την κοινωνική αλλαγή με τα υλικοτεχνικά μέσα, την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής, να φέρουν την ευημερία των ανθρώπων και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αντίθετα, κοινή είναι η διαπίστωση ότι κάθε ημέρα αυξάνει η αδικία, η εκμετάλλευση και η διαφθορά, ο εκφυλισμός και η πολυτέλεια με τις ποικίλες απολαύσεις, οι συνεχείς ανταγωνισμοί, τα μίση και οι πόλεμοι. Κατά συνέπεια κανείς απ᾿ αυτούς δεν θεωρεί ότι οι θλίψεις, οι στερήσεις και ο πόνος της καθημερινής ζωής έχουν ευεργετικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη ισχυρής βουλήσεως και ακεραίου χαρακτήρα. Μόνο με κόπους πολλούς, στερήσεις και επίμονες ασκήσεις μπορεί ο πιστός να γίνει κύριος των αδυναμιών του σώματός του και όχι με την εύκολη, και γεμάτη ανέσεων και απολαύσεων ζωή, λέγει ο Χρυσόστομος.

Άλλωστε, ο Χρυσόστομος δεν θεωρούσε την άσκηση ως αυτοσκοπό και ούτε απέβλεπε με αυτήν αποκλειστικά στην ατομική τελείωση. Αντίθετα, θεωρούσε την άσκηση ως ευκαιρία κατάλληλη για την αναμόρφωση της κοινωνίας και της σωτηρίας των ανθρώπων, σε συνδυασμό με την λοιπή πνευματική ζωή.

Η ασκητική ζωή, βεβαίως, έδιδε την ευκαιρία στον Χρυσόστομο για πιο άνετη επικοινωνία με τον Θεό δια της προσευχής. Ο Χρυσόστομος ήταν άνθρωπος της προσευχής και της μονώσεως· ζούσε συνεχώς προσευχόμενος. Η προσευχή είναι ρίζα συγχρόνως και τροφή της πνευματικής ζωής και αν στερήσεις, έλεγε, τον εαυτό σου της προσευχής είναι ωσάν να βγάζεις το ψάρι από το νερό και περιμένεις να ζήσει· «ώσπερ γαρ εκείνω ζωή το ύδωρ, ούτω σοι προσευχή». Είναι αδύνατον να ζει κανείς χωρίς την προσευχή· «αμήχανον άνευ προσευχής αρετή συζήν και μετά ταύτης πορεύεσθαι τον βίον».

Η πείρα και η μαρτυρία των προσευχομένων δείχνει ότι δεν υπάρχει στον κόσμο ισχυρότερο πράγμα από την προσευχή· «ουκ έστιν ουδέν ευχής δυνατώτερον, ουδ᾿ ίσον». Αυτή κάνει τους ανθρώπους «ναούς του Χριστού»· αυτή είναι το ύψιστον αγαθόν· «παντός αγαθού κεφάλαιον και σωτηρίας και ζωής αιωνίου πρόξενος». Γι' αυτό και συνιστούσε στους άλλους συνεχώς να προσεύχονται· «καν εν βαλανείω ης, εύχου, καν εν οδώ καν επί κλίνης, όπου εάν ης εύχου». Γιατί έτσι θα αισθάνονται τους εαυτούς τους ευτυχείς και μακαρίους «επί τη του Θεού λατρεία».

Παράλληλα με τη συνεχή προσευχή η άσκηση έδιδε στον Χρυσόστομο την κατάλληλη ευκαιρία και για συνεχή μελέτη της Αγίας Γραφής, η οποία κρατεί την ψυχή σε διαρκή επικοινωνία με τον Θεό. Μάλιστα ο Χρυσόστομος θεωρούσε ως αιτία όλων των κακών στην κοινωνία και καθημερινή ζωή των ανθρώπων «το μη ειδέναι τας Γραφάς». Η μελέτη της Αγίας Γραφής ήταν το καταφύγιόν του σε όλες τις δοκιμασίες της πολυτάραχης ζωής του και σ᾿ αυτήν και μόνον εύρισκε γαλήνη και ανακούφιση.

Συνιστούσε στους πιστούς την ανάγνωση της Αγίας Γραφής ακόμη και αν πολλές φορές δεν είναι απόλυτα κατανοητό το αληθινό νόημά της. Με την συνεχή ανάγνωση των Αγίων Γραφών ο Χρυσόστομος απέκτησε τέτοια οικειότητα με το περιεχόμενό τους και τόσο βαθειά τις κατανόησε, ώστε, κατά κοινή ομολογία, να γίνει ο επιδεξιότερος και ικανότερος ερμηνευτής τους, αφού συνέγραψε τα πολυαριθμότερα, περίπου 700 Ομιλίες, και ασύγκριτα σε κάλλος και δύναμη ερμηνευτικά υπομνήματα καθώς και άλλα έργα του.

Ο Χρυσόστομος έζησε επί εξαετία και πλέον ως ασκητής και αναχωρητής στα Μοναστήρια και ασκητήρια με συνεχή προσευχή και μελέτη της Αγίας Γραφής και προ πάντων με στερήσεις και σκληραγωγία κοντά σε διασήμους για την εποχή του ασκητές.

Εκεί εσχεδίαζε τη δράση του ως αναμορφωτού των ψυχών, προετοίμαζε τον εαυτόν του για την μεγάλη του αποστολή στον κόσμο και ελάμβανε την απόφασή του για τους αγώνες της πνευματικής δράσεώς του στην κοινωνία. Και βεβαίως εγνώριζε καλά ότι κάθε πνευματική δράση στην κοινωνία θα αντιμετώπιζε οπωσδήποτε και την ανάλογη αντίδραση του κόσμου. Την δράση αυτή επεχείρησε με την ανάληψη του έργου που θέλησε να πραγματοποιήσει μέσα στην Εκκλησία και την κοινωνία με την χάρη και την ευλογία της.

Γι᾿ αυτό και όταν επέστρεψε στον κόσμο, στην Αντιόχεια, μετά την άσκησή του στην ερημία, χειροτονήθηκε διάκονος (381) από τον επίσκοπο της πόλεως Μελέτιον, τον οποίον και βοηθούσε στα ποιμαντορικά καθήκοντα. Ως απλός διάκονος ο Χρυσόστομος παρέμεινε για μία εξαετία και στο διάστημα αυτό επεδόθη στη συγγραφή αξιολόγων πραγματειών (όπως περί Παρθενίας κ.ά.) και στο διδακτικό έργο.

Το 386 χειροτονήθηκε ως πρεσβύτερος από τον διάδοχο του Μελετίου Φλαβιανό και ως πρεσβύτερος τότε, στην πρώτη ομιλία του από άμβωνος, εκφράζει το δέος του να προσεγγίσει την Αγία Τράπεζα και, όπως λέγει, του φαίνεται απίστευτον, μειρακίσκος αυτός να ομιλεί ενώπιον του εκκλησιάσματος. Όμως το εκκλησίασμα αυτό διεπίστωνε πόσον σπουδαίον και υπέροχον ρήτορα είχε έμπροσθέν του και με βαθειά ικανοποίηση έβλεπε τα μεγάλα δείγματα των εκπληκτικών ικανοτήτων του. Ίσως όμως και ο ίδιος ο Χρυσόστομος να συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά το εξαιρετικό χάρισμα της ευγλωττίας με το οποίο η θεία Πρόνοια τον επροίκισε. Γιατί ήταν γεννημένος ρήτορας και από την αρχή κατεγοήτευε το ακροατήριό του με την ευφράδεια και τη δύναμη του λόγου του.

Έτσι από τότε και επί μία δωδεκαετία περίπου ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια και επί άλλα έξι ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως εκήρυττε συνεχώς· μερικές φορές δυο και τρεις φορές την ημέρα· «εβουλόμην, έλεγε, και εν νυκτί τούτο ποιείν και ως μυρία σχισθέντα παραγίνεσθαι υμίν και διαλέγεσθαι». Η ψυχή του ήταν κυριευμένη από το πάθος να κηρύττει τον λόγο του Θεού· προς τούτο περιήρχετο όλους τους ναούς της πόλεως.

Το κήρυγμά του διεκρίνετο για την αμεσότητα και την πειστικότητά του γι᾿ αυτό και ήταν το αποτελεσματικότερο μέσο να επιδράσει στα άτομα και στην κοινωνία. Από τα κηρύγματά του αυτά και τις εκφωνηθείσες ομιλίες του προέρχονται τα ογκώδη και πολυάριθμα ερμηνευτικά έργα του στα βιβλία της Αγίας Γραφής.


Ο Χρυσόστομος είχε την εσωτερική πεποίθηση ότι οι εκκλησιαστικοί ηγέτες είναι λειτουργοί και όργανα του Χριστού επί της γης. Ειδικότερα για την αποστολή του κληρικού θαυμάσια είναι τα όσα αναφέρει στο υπέροχο έργο του «Περί Ιερωσύνης».

Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια συγκλονιστικά γεγονότα συνετάραξαν την πόλη. Εξεγέρθηκαν Αντιοχείς εναντίον του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β', εξ αιτίας της επιβολής σκληρών φόρων και προέβησαν σε βιοπραγίες εναντίον των αρχών. Μάλιστα έσπασαν τους ανδριάντας - αγάλματα του αυτοκράτορα και της οικογενείας του (του αδελφού του, της συζύγου του Φλακίλλης και των δύο τέκνων του). Η είδηση της καταστροφής τους έφθασε αμέσως στον αυτοκράτορα, ο οποίος αισθάνθηκε προσβεβλημένος και εξοργίσθηκε τόσο πολύ για την ανόσια πράξη, ώστε αποφάσισε να κατεδαφίσει τελείως την πόλη και να εξολοθρεύσει τους κατοίκους της. Έτσι άρχισαν τις συλλήψεις και φυλακίσεις. Οι Αντιοχείς πανικοβλήθηκαν και, έντρομοι και απελπισμένοι, πολλοί εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν στα βουνά και στις ερημίες, όπου ατυχώς βρήκαν το θάνατο από την πείνα και τις κακουχίες και άλλοι κατέφυγαν στους ναούς (Η πόλη σχεδόν ερημώθηκε).

Τότε ήλθε η ώρα του Χρυσοστόμου, η ώρα της Εκκλησίας, η οποία έχει το μοναδικό προνόμιο, όταν στις δυσκολότερες στιγμές της Ιστορίας οι άλλοι –οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι ή μη– σιωπούν ή καιροσκοπούν, αυτή, δια των εκπροσώπων της να διακηρύττει την αλήθεια και μόνο, να βρίσκεται κοντά στο λαό της, να τον παρηγορεί και να του δίνει ελπίδα.

Στην απελπιστική κατάσταση και απόγνωση των κατοίκων της Αντιοχείας εμφανίσθηκε ο Χρυσόστομος, ο οποίος εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «εις Ανδριάντας» καθ᾿ όλη την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής. Με αυτούς προσπάθησε, επωφελούμενος της ψυχικής καταστάσεως των κατοίκων, –και τελικά επέτυχε– να εμψυχώσει τους εναπομείναντας πανικόβλητους Αντιοχείς και να τους δώσει ελπίδα, αρχίζοντας τους λόγους του με τη φράση· «Τι είπω και τι λαλήσω; δακρύων ο παρών καιρός, ουχί ρημάτων, θρήνων ουχί λόγων, ευχής ου δημηγορίας. Τις ημίν εβάσκανεν, αγαπητοί; τις ημίν εφθόνησεν; πόθεν η τοσαύτη γέγονε μεταβολή; Ουδέν της πόλεως της ημετέρας σεμνύτερον ην, ουδέν γέγονε ελεεινότερον νυν... ουδέν της πόλεως της ημετέρας πρότερον μακαριώτερον ην, ουδέν ατερπέστερον γέγονε νυν.

Χωρίς πολέμου φυγή, χωρίς μάχης επανάστασις... Σιγή πανταχού φρίκης γέμουσα και ερημία· οι βουνοί λάβετε κοπετόν και τα όρη θρήνον... ου γαρ εστιν ο υβρισθείς ομότιμόν τινα έχων επί της γης· βασιλεύς γαρ εστι, κορυφή και κεφαλή των επί γης ανθρώπων απάντων. Δια τούτο δη προς τον άνω καταφεύγομεν βασιλέα· εκείνον καλέσωμεν εις βοήθειαν...». Με αυτά τα λόγια και με άλλα παρόμοια συνιστούσε την μετάνοια και επιστροφή των Αντιοχέων, οι οποίοι, πράγματι, μεταμελημένοι τώρα, δέχθηκαν το κήρυγμα της μετανοίας και μεταβλήθηκαν· «ο ακόλαστος σώφρων εγένετο, ο θρασύς επιεικέστερος, ο ράθυμος σπουδαίος, οι μηδέποτε εκκλησίαν ιδόντες, αλλ' εις θεάτροις προσεδρεύοντες, εις εκκλησίαν διημερεύουσι νυν».

Παράλληλα ο Χρυσόστομος επενέβη στις Αρχές και με το προσωπικό του κύρος και τους πειστικούς του λόγους επέτυχε να σταματήσουν οι διώξεις και οι φυλακίσεις των πολιτών και να μην πραγματοποιηθούν οι θανατικές καταδίκες των συλληφθέντων. Ενώ ο επίσκοπος Φλαβιανός, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες (που οφείλονταν στις καιρικές συνθήκες λόγω του χειμώνος, τα προβλήματα της υγείας του λόγω γήρατος και των οικείων του, η αδελφή του ήταν ετοιμοθάνατη, καθώς και των εορτών του Πάσχα, που επέβαλαν να βρίσκεται κοντά στο ποίμνιό του) μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί με την πραότητα που τον διέκρινε και με επίμονες προσπάθειες κατόρθωσε να εξευμενίσει τον Αυτοκράτορα και το διάβημά του να επιτύχει. Και ο Χρυσόστομος έλεγε· «Ο Βασιλεύς είναι φιλάνθρωπος, ο Επίσκοπος επιβλητικός, αλλά προ πάντων ο Θεός φιλεύσπλαγχνος».

Η ευχάριστη είδηση έφθασε γρήγορα στους Αντιοχείς και στο άκουσμά της ο λαός πανηγύριζε με απερίγραπτη χαρά ώστε ο Χρυσόστομος σε σχετική ομιλία του να λέγει· «Ευλογητός ο Θεός, ο την ιεράν ταύτην εορτήν μετά χαράς και ευφροσύνης πολλής καταξιώσας ημάς επιτελέσαι σήμερον και την κεφαλήν αποδούς τω σώματι και τον ποιμένα τοις προβάτοις...». Έτσι ετελείωσε η μεγάλη εκείνη δοκιμασία των Αντιοχέων κατά την οποία ο Χρυσόστομος κατάφερε στις δύσκολες εκείνες στιγμές όχι μόνο να τους παρηγορήσει, να ζωντανέψει την πίστη τους στο Χριστό αλλά και να τους αναμορφώσει σε αληθινούς χριστιανούς.

Η δράση του έσωσε την πόλη από βέβαιη καταστροφή· και όπως έλεγε πολύ εύστοχα· «αρκεί εις άνθρωπος ζήλω πεπυρωμένος ολόκληρον διορθώσασθαι δήμον». Φαίνεται όμως ότι η μεταστροφή μερικών δεν ήταν μόνιμη αλλά προσωρινή, και κράτησε τόσο όσο διαρκούσε ο κίνδυνος για την πόλη και τους κατοίκους της, γιατί ο Χρυσόστομος στη συνέχεια εκφράζει την βαθειά του λύπη θεωρώντας ότι μάταια και άσκοπα ήταν τα κηρύγματά του. Ήθελε, αν ήταν δυνατόν, όλοι να γίνουν άγιοι, εκλεκτοί του Θεού στον κόσμο.

Για τον Χρυσόστομο η σωτηρία της ψυχής των χριστιανών ήταν το πολυτιμότερο πράγμα και έδειξε το μεγαλείο της ανδρειωμένης ψυχής του για τους κατοίκους της Αντιοχείας και σε άλλες δύσκολες ανθρώπινες στιγμές. Τέτοιες ήταν συχνά εχθρικές επιδρομές, προβλήματα πείνας (να σημειωθεί ότι η Εκκλησία της Αντιοχείας τότε έτρεφε περισσότερους από 3.000 αναξιοπαθούντες, χήρες, ορφανά, ασθενείς, φυλακισμένους, ηλικιωμένους, ξένους κ.λπ.), αλλά και σεισμών που προκάλεσαν με τις πολλές καταστροφές μεγάλη δυστυχία και απόγνωση στους κατοίκους. Και στις περιπτώσεις αυτές ο Χρυσόστομος βρέθηκε –όπως άρμοζε σε Ιεράρχη, πνευματικό ποιμένα– και πάλι κοντά στο λαό· του παραστάθηκε και του πρόσφερε παρηγορία και ελπίδα. Σε κάποια σχετική ομιλία του λέγει· «είδατε Θεού δύναμη, είδατε Θεού φιλανθρωπία; Με τη δύναμή του έσεισε την οικουμένη και με την φιλανθρωπία του πάλι την εστερέωσε... Μα ενώ ο σεισμός πέρασε, ο φόβος μένει. Και ενώ εκείνος ο σάλος έφυγε, η ευλάβεια ας μη φύγει. Κάναμε λιτανείες τρεις ημέρες. Μα ας μη σταματήσουμε τη σπουδή για προσευχή. Γι᾿ αυτό έγινε ο σεισμός. Για τη ραθυμία μας. Εραθυμήσατε και ήλθε ο σεισμός...».

Ο ιερός πατήρ αντιμετώπισε με την ίδια επιτυχία και τους εχθρούς της πίστεως, τους Ιουδαίους και τους αιρετικούς, διαφωτίζοντας το ποίμνιο για το οποίο έτρεφε απεριόριστη και έμπρακτη αγάπη.

Η φήμη του φλογερού αυτού πρεσβυτέρου, του Ιωάννου, είχε γίνει γνωστή όχι μόνο στην περιοχή της Αντιόχειας αλλά και σ᾿ όλα τα μέρη της Ανατολής και Δύσεως, παντού, σ᾿ όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Έτσι έφθασε και στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη και όταν απέθανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, ο λαός, αναγνωρίζοντας τις πασίγνωστες ικανότητες και το αδαμάντινον ήθος του, απέβλεψε προς αυτόν «τον επιστήμονα της ιερωσύνης», όπως λέγει ο βιογράφος του. Αλλ᾿ επειδή εγνώριζαν ότι ο Χρυσόστομος δεν θα εδέχετο να ανέλθει στον κενό πατριαρχικό θρόνο και θα απεποιείτο το αξίωμα αυτό, χρησιμοποιήθηκε ένα τέχνασμα με το οποίο πείσθηκε ο Χρυσόστομος να οδηγηθεί έξω της πόλεως, απ᾿ όπου απήχθηκε, χωρίς ούτε ο ίδιος ούτε ο λαός να γνωρίζει πού θα οδηγείτο.

Η προσωπικότητα ενός πολυπαθούς αγίου. 
Χρήστου Κρικώνη, Ομοτίμου καθηγητή της Θεολογίας του Α.Π.Θ.

*Ο Χρίστος Θ. Κρικώνης, είναι καθηγητής της Εκκλησιαστικής Γραμματολογίας-Πατρολογίας και Ερμηνείας Πατερικών Κειμένων της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.


Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
πηγή κειμένου:apostoliki

*Σημείωση αγιογραφικής εικόνος: Όταν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμήνευε τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, εμφανίστηκε ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος να σκύβει και να του μιλάει στο αριστερό του αφτί. Τον έβλεπε ο μαθητής του, ο Άγιος Πρόκλος. Για να μας θυμίζει το θαύμα αυτό και να μας αποδεικνύει πόσο θεόπνευστες είναι οι ερμηνείες που έκανε ο Άγιος...



Πηγή 

Οι εφτά σοφοί της αρχαιότητας και το συνταξιοδοτικό (εξαιρετικό!)


Γράφει ο Κίμων Ρηγόπουλος

Οι εφτά σοφοί της αρχαιότητας-τους αναφέρω με αλφαβητική σειρά για να μη με παρεξηγήσουν- ήταν οι: Βίας ο Πριηνεύς, Θαλής ο Μιλήσιος, Κλεόβουλος ο Ρόδιος, Περίανδρος ο Κορίνθιος, Πιττακός ο Μυτιληναίος, Σόλων ο Αθηναίος και Χίλων ο Λακεδαιμόνιος.
Οι εκατό μεγάλοι Έλληνες όλων των εποχών παραδόθηκαν επίσης στην αθανασία χάρη στον Σκάι, τον Βερέμη και τον Τατσόπουλο.

Θυμάμαι ενδεικτικά ότι ο Λαζόπουλος «έφαγε» κυριολεκτικά στο νήμα τον Ευριπίδη εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή του στο Europa League, ενώ ο Πύρρος Δήμας, ντοπαρισμένος από τις ιαχές των συνελλήνων, είχε ήδη «κλειδώσει» την παρουσία του στο Champions League.

Και τώρα κάποιοι άλλοι σοφοί- ίσως εξ αιτίας της σεμνότητάς τους αφανείς- αποφασίζουν για το συνταξιοδοτικό. Αποφασίζουν για ζωή και για θάνατο.

Για τη δική μας ζωή. Ή, μάλλον, γνωμοδοτούν για τους ρυθμούς εξόδου μας από τη χαμοζωή στον αφύσικο θάνατο. Πόσοι είναι και ποιοι; Γιατί αυτή η παροιμιώδης ταπεινότητά τους να εμποδίζει εμάς τους μελλοθάνατους να τους στέψουμε με τον κότινο της απωλείας μας;

Δεύρο έξω ανθρωπάκια στον πραγματικό κόσμο με τους πραγματικούς ανθρώπους. Αναλάβετε το ρίσκο να κυκλοφορήσετε ανάμεσά μας. Ίσως τότε να προσμετρήσετε στους σοφούς υπολογισμούς σας και πόσα απίδια χωράει ο σάκος.

Η σοφία που δεν αντέχει το φως της ημέρας είναι απλά μηχανορραφία.

Η σοφία που δεν χρειάστηκε να κολλήσει ένσημα είναι αλητεία. Κι αν δεν το ξέρετε, σύντομα θα το μάθετε.


Όσο για σένα μικρέ - με όλες τις σημασίες του μικρού- που ανέλαβες εργολαβικά να μας αφανίσεις, εσύ που μας κουνάς τον δείχτη του χεριού σου με αναίδεια, εσύ που εγκαταστάθηκες με επαρχιώτικη χαμέρπεια και ξιπασιά στα χειμερινά ανάκτορα της έρημης χώρας, σε σένα Τσιπράκο μιλάω: ήγγικεν η ώρα.

Όλοι στους δρόμους για να γίνει ο θυμός πίστη και η άναρθρη κραυγή απόφαση ανατροπής. Και ας παρακολουθούν οι άσοφοι σοφοί πίσω από φιμέ τζάμια το τέλος των ανθρωποκτόνων σχεδίων τους.

πηγή 

Είναι κρίμα, γιατί σήμερα κατόρθωσε ο διάβολος κι αιχμαλώτισε τις Ηγεσίες. Κλαίω την Ελλάδα. Δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο σήμερα. Η Ελλάδα για να σωθεί, πρέπει όλοι οι Ηγέτες της όπου και αν βρίσκονται, να πάνε εξορία. Να φύγουν, γιατί παρόντες μολύνουν.



Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης.

«Ακριβή μου ΕΡΤ» – Από τους φόρους των πολιτών το 97% των εσόδων της!


«Διατέθηκαν 2,7 εκατ. ευρώ μόνο για υπερωρίες»

Ως πανάκριβο για τους πολίτες, σε σχέση με τα πενιχρά αποτελέσματά της στην τηλεθέαση, χαρακτηρίζει το τελικό προσφερόμενο από την ΕΡΤ προϊόν ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος με αφορμή τη συμπλήρωση 1 χρόνου λειτουργίας του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα. 
Σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντινόπουλο είναι χαρακτηριστικό ότι το 96,4% των συνολικών προσδοκώμενων εσόδων της (τα 177 εκατ. ευρώ από τα 183,65 εκατ. ευρώ συνολικά) προέρχονται από τους φόρους των πολιτών, ενώ μόνο για υπερωρίες το 2015 διατέθηκαν 2,7 εκατ. ευρώ.
Ειδικότερα, σε ερώτησή του προς τον αρμόδιο υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά, ο βουλευτής σχολιάζει πως «δυστυχώς οι πολίτες, παρά τις εξαγγελίες της Κυβέρνησης, δεν ικανοποιήθηκαν από αυτό που παρουσίασε η κυβέρνηση ως ανεξάρτητη δημόσια τηλεόραση.» «Τα αποτελέσματα είναι πενιχρά και το ποσοστό είναι χαμηλό γιατί χρησιμοποιείται ως βραχίονας της κυβέρνησης. Ωστόσο, το τελικό 'προϊόν' είναι πανάκριβο: για υπερωρίες και μόνο κατεβλήθησαν - μόνο για ένα εξάμηνο! - 2,7 εκατ. ευρώ το 2015» αναφέρει χαρακτηριστικά. 

Για τη συνέχεια εδω

Το να αποκτήσεις παιδί σημαίνει οτι αποφάσισες πως η καρδιά σου από τώρα και για πάντα θα κυκλοφορεί έξω από το κορμί σου


 Ἐλίζαμπετ Στόουν

Το σκάκι στην παρανομία



12507396_10205329194969495_824202856842753186_n

Έχουν ξεφύγει εντελώς!
Το να ευγνωμονείς τον κλασικό (παλιό) αραβικό πολιτισμό, που μεταξύ των πολλών άλλων που διέδωσε στη Δύση (καφέ, μαθηματικά, τάβλι), ήταν και το σκάκι και να έχεις τώρα τον μεγαλομουφτή σείχη Αμπντούλ Αζίζ Αλ Σεΐχ της Σαουδικής Αραβίας να προτρέπει ν’ απαγορευτεί το σκάκι, γιατί είναι τυχερό παιγνίδι και πολύωρη ψυχαγωγία, με αποτέλεσμα ν’ αποσπά τους νέους από την προσευχή, σου ‘ρχεται μονομιάς στο στόμα το «الشعر اللعنة» hai siκtιr !!!
Ας μην ξεχνάμε και οι Ιρανοί, επί Αχιατολάχ Χομεινί, είχαν απαγορεύσει το σκάκι, στη χώρα που μεγαλούργησε, ενώ οι Ταλιμπάν το απαγορεύουν στις περιοχές που ελέγχουν στο Αφγανιστάν ! 

 Μιχάλης Μιχελής

Πανεύκολο ψωμί μυρωδάτο στη φόρμα



Εύκολο και γρήγορο αυτό το μυρωδάτο ψωμί είναι ιδανικό για να συνοδεύσει κάθε φαγητό, κυρίως λαδερά, σούπες και σαλάτες.
psomi rigani nik1
Φωτογραφία-Food Styling: Αντωνία Κατή

 


  • Μερίδες: Για 1 μακρόστενη φόρμα του κέικ
  • Χρόνος προετοιμασίας: 20'
  • Χρόνος μαγειρέματος: 50'
  • Έτοιμο σε: 1:10 '

Υλικά

  • 50ml ελαιόλαδο
  • 2 φλιτζάνια αλεύρι για όλες τις χρήσεις
  • 1 φλιτζάνι αλεύρι ολικής άλεσης
  • 2 κουτ. γλυκού μαγειρική σόδα, κοφτά
  • 1 κουτ. γλυκού αλάτι
  • ½ κουτ. γλυκού ρίγανη ξερή, τριμμένη
  • ½ κουτ. γλυκού θυμάρι ξερό, τριμμένο
  • 300ml γάλα
  • λίγο επιπλέον αλεύρι, για την επιφάνεια που θα ζυμώσετε
  • 2 κουτ. σούπας σουσάμι, για το πασπάλισμα

Διαδικασία

Βήμα 1

Προθερμαίνετε το φούρνο στους 180°C. Λαδώνετε μια μέτρια μακρόστενη φόρμα του κέικ με 2 κουτ. σούπας από το ελαιόλαδο.

Βήμα 2

Σε μια λεκανίτσα ρίχνετε τα δύο είδη αλευριού, τη μαγειρική σόδα, το αλάτι, τη ρίγανη και το θυμάρι και ανακατεύετε καλά.

Βήμα 3

Κάνετε μια λακκούβα στη μέση και ρίχνετε εκεί το γάλα και το υπόλοιπο ελαιόλαδο. Ανακατεύετε με κυκλικές κινήσεις με τα χέρια, μέχρι να ενωθούν τα υλικά και σταδιακά να σχηματιστεί μια ζύμη. Αν η ζύμη σας είναι πολύ σφικτή, προσθέτετε 1-2 κουτ. σούπας γάλα ή νερό. Αν είναι υγρή και λασπώδης, προσθέτετε λίγο ακόμα αλεύρι για όλες τις χρήσεις.

Βήμα 4

Τη ζυμώνετε με τις γροθιές σας, για 5-6 λεπτά, μέχρι να μαλακώσει και να γίνει λεία και εύπλαστη, πασπαλίζοντας πότε-πότε με ελάχιστο αλεύρι για να μην κολλάει στα χέρια.

Βήμα 5

Δίνετε μακρόστενο σχήμα στη ζύμη και την μεταφέρετε στη φόρμα, εφαρμόζοντάς την καλά στα τοιχώματα. Εναλλακτικά, καλύπτετε με λαδόκολλα τον πάτο ενός στρογγυλού ταψιού με διάμετρο 24 εκ., πλάθετε τη ζύμη σε καρβέλι και το βάζετε στο ταψί, τραβώντας την απαλά για να καλύψει σχεδόν τον πυθμένα.

Βήμα 6

Με τη μύτη ενός μαχαιριού κάνετε 3-4 λοξές και ρηχές τομές στην επιφάνεια της ζύμης και πασπαλίζετε με το σουσάμι. Ψήνετε για 45-50 λεπτά, μέχρι το ψωμί να φουσκώσει και να ροδίσει ωραία.

Βήμα 7

Βγάζετε τη φόρμα από το φούρνο, αφήνετε το ψωμί να κρυώσει για 10 λεπτά και το ξεφορμάρετε. Το ακουμπάτε σε μια σχαρίτσα για να «αναπνέει» από την κάτω πλευρά και να μην λασπώσει και το αφήνετε να κρυώσει τελείως.

ΤΟ ΛΕΓΟΜΕΝΟ ΧΑΤΖΗ – «ΒΑΠΤΙΣΜΑ» ΣΤΟΝ ΙΟΡΔΑΝΗ



 baptize

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ 

Πριν από καιρό δημοσιεύτηκε ανακοίνωση του Υπουργείου Τουρισμού του Ισραήλ, σύμφωνα με την οποία απαγορεύτηκαν προσωρινά οι «βαπτίσεις» χριστιανών προσκυνητών στον Ιορδάνη ποταμό, λόγω σοβαρής μόλυνσης των υδάτων του ποταμού. 

 Η κυβέρνηση του κράτους του Ισραήλ διαβεβαιώνει ότι σύντομα θα καθαριστεί ο ποταμός και θα επιτραπούν ξανά οι «βαπτίσεις».
Με αφορμή αυτή τη δημοσίευση θεώρησα σκόπιμο να ασχοληθώ με το θέμα των «βαπτίσεων» στα νερά του Ιορδάνη, από χριστιανούς προσκυνητές. 

Οι «βαπτίσεις» αυτές άρχισαν να με προβληματίζουν από τα φοιτητικά μου χρόνια κατά πόσον «ωφελούν» αυτούς που τις κάνουν και το σπουδαιότερο: αν είναι σύμφωνες με την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία…

Είναι γεγονός ότι η λαϊκή ευσέβεια εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, οι οποίοι συχνά αγγίζουν ή και ξεπερνούν τα όρια της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας. Με άλλα λόγια δεν είναι σύμφωνοι με την ευαγγελική αλήθεια, τη θεολογία και την πρακτική της Εκκλησίας. Υπάρχουν αντιλήψεις, συνήθειες και πρακτικές στη λαϊκή ευσέβεια με τις οποίες ουδέποτε συμφώνησε η Εκκλησία μας και έκαμε μεγάλες προσπάθειες να τις ξεριζώσει από τις ψυχές των πιστών. 

Η εκκλησιαστική μας ιστορία μας πληροφορεί πως η αθρόα μεταστροφή ειδωλολατρών στη νέα πίστη κατά τους πρώτους αιώνες συνετέλεσε να εισβάλλουν πλήθος παγανιστικών στοιχείων στη ζωή της Εκκλησίας. Η ζύμωση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης ολόκληρων χιλιετιών στον παγανιστικό σκοταδισμό και τη δεισιδαιμονία ήταν αναπόφευκτο να μη μεταφερθούν στοιχεία τους στην Εκκλησία από τους προσήλυτους στη νέα πίστη. Μια από αυτές τις συνήθειες ήταν οι επαναλαμβανόμενες «βαπτίσεις», κατάλοιπο των επαναλαμβανόμενων παγανιστικών «βαπτίσεων», όπως ήταν το «ταυροβόλιο», ήτοι η «βάπτιση» των πιστών του Μίθρα στο αίμα του θυσιαζομένου ταύρου, που γινόταν προς τιμή του «θεού» και για τον πρόσκαιρο «εξιλασμό» των πιστών του. Κατά την εορτή των «Πλυντηρίων» στην αρχαία Αθήνα μετέφεραν το άγαλμα της Αθηνάς από τον Παρθενώνα στο Φάληρο, όπου το «βάπτιζαν» στη θάλασσα. Κατόπιν «βαπτίζονταν» οι πιστοί, για να «αγιαστούν» από τα νερά. Κάτι ανάλογο γινόταν και με άλλα ξόανα σε άλλες πόλεις, τα «βάπτιζαν» στους ποταμούς, τις λίμνες και τη θάλασσα και κατόπιν ακολουθούσαν οι πιστοί. Το ίδιο έκαναν και οι Αιγύπτιοι, όπου «βάπτιζαν» το ξόανο της Ίσιδας στο Νείλο. Σήμερα οι σύγχρονοι παγανιστές Ινδουιστές «βαπτίζονται» κάθε χρόνο κατά εκατομμύρια στα νερά του Γάγγη για να «αγιαστούν».

Η αγία μας Εκκλησία αναγνωρίζει ένα βάπτισμα, άπαξ και δια παντός τελεσθέν, εις άφεση αμαρτιών και ζωή αιώνιο. Στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε «Εν Βάπτισμα», το οποίο έχει αιώνια ισχύ και δε χρειάζεται καμιά επανάληψη

Δια του αγίου Βαπτίσματος ο παλαιός άνθρωπος της αμαρτίας και της φθοράς αποθνήσκει στην ιερή κολυμβήθρα και ανίσταται νέος εν Χριστώ ανακαινισμένος. Εγείρεται νέα ύπαρξη, η οποία έχει υπερβεί πια την απλή βιολογική της κατάσταση και ανάγεται στο επίπεδο της αθανασίας. Ο απόστολος Παύλος τονίζει πως δια του αγίου Βαπτίσματος «ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη, ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία» (Ρωμ.6,5). Ο βαπτισμένος άνθρωπος απέβαλε τη βαριά και σαθρή στολή των «δερματίνων χιτώνων» του (Γεν.3,21), δηλαδή τη φθορά και το θάνατο και ενδύθηκε το Χριστό, δηλαδή την αφθαρσία και τη θέωση. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτήσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ.3,27)  διαλαλεί ο άγιος απόστολος των Εθνών, για να καταλάβουν οι άνθρωποι την υπέρτατη δωρεά του Θεού προς αυτούς. Το άγιο Βάπτισμα είναι η
συσσωμάτωση του ανθρώπου στο μυστικό σώμα του Χριστού, ο οποίος πια αποτελεί αναπόσπαστο οργανικό κύτταρό Του. 

Ο Χριστός σώζοντας το δικό Του άγιο σώμα, σώζει εξάπαντος και τα κύτταρα που το αποτελούν. Έτσι συντελείται η σωτηρία μας! Βεβαίως το μυστικό σώμα του Χριστού είναι η Εκκλησία Του, της οποίας κεφαλή είναι ο Ίδιος (Εφεσ.5,23). Δια του αγίου Βαπτίσματος ο άνθρωπος εισέρχεται στην Εκκλησία, συσσωματώνεται με το Χριστό και σώζεται.

Όμως διάφοροι αιρετικοί κατά καιρούς δίδαξαν αλλότριες διδασκαλίες για το ιερό αυτό μυστήριο, ώστε να δημιουργείται συχνά μεγάλη σύγχυση σε πολλούς. Σήμερα στον ευρύτερο προτεσταντικό χώρο κυριαρχούν απίστευτες κακόδοξες παρεκκλίσεις, τέτοιες ώστε έχει εκλείψει η βιβλική και πατερική παράδοση για το άγιο Βάπτισμα.

Όμως δυστυχώς και στον ορθόδοξο χώρο υπάρχει μια σοβαρή παρεκτροπή, η οποία εστιάζεται στην πρακτική της επανάληψής του. Φοβούμαι πως η συνήθεια του χατζη- «βαπτίσματος» στον Ιορδάνη ποταμό υπάγεται σε αυτή την κατηγορία εκτροπής. Από ιστορική άποψη η συνήθεια αυτή χάνεται στο μεσαίωνα. Προφανώς ξεκίνησε ως ευσεβής μιμητική πράξη των προσκυνητών στο σημείο του ποταμού  που σύμφωνα με την παράδοση βαπτίσθηκε ο Χριστός. Με τον καιρό όμως η πράξη αυτή εξελίχτηκε σε πραγματική  «τελετουργία». Οι «βαπτισμένοι» στον Ιορδάνη θεωρούν τον εαυτό τους «ξεχωριστό», «λυτρωμένο», «αγιασμένο». Μάλιστα παίρνουν και τίτλο, τον οποίο προσάπτουν στο όνομά τους, το «χατζής», που σημαίνει «άγιος»!

Φρονούμε ότι το χατζη – «βάπτισμα» στον Ιορδάνη ενέχει βαθύτερες σοβαρές συνέπειες σε αυτούς που το επιτελούν και οι οποίοι δεν τις αντιλαμβάνονται. Επαναλαμβάνουμε πως το άγιο Βάπτισμα που αξιωθήκαμε να λάβουμε από την Εκκλησία μας είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Μαζί με το μυστήριο του Αγίου Χρίσματος λάβαμε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, μας δόθηκαν ευλογίες και οπλιστήκαμε με δυνατότητες που αν όλα αυτά τα αξιοποιήσουμε μπορούμε να σωθούμε και να αναχθούμε ακόμα και ως την κατά χάριν θέωση. Με το άγιο Βάπτισμα λάβαμε την υιοθεσία του «Θεού διά Χριστού»  (Γαλ.4,7). Προς τι λοιπόν το χατζη – «βάπτισμα» του Ιορδάνη; Τι περισσότερο μπορεί να μας δώσει από το άγιο Βάπτισμα; Απολύτως τίποτε! Ο αγιασμός μας συντελείται αποκλειστικά μέσα από τα μυστήρια και τις αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας μας και όχι στα λύματα του μολυσμένου Ιορδάνη. Αντίθετα μάλιστα: μπορεί να θεωρηθεί ύβρη και άρνηση του αγίου Βαπτίσματος, δηλαδή εθελούσια αποκοπή από το σώμα της Εκκλησίας! «Αγιασμός» εκτός της Εκκλησίας έχει μόνο υποκειμενική ψυχολογική σημασία!

Είναι ανάγκη η Εκκλησία μας και ιδιαίτερα το παλαίφατο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων,  να ασχοληθεί με το θέμα αυτό. Να ενημερωθούν οι πολυάριθμοι προσκυνητές στους θεοβάδιστους άγιους τόπους να μην ξεπερνάει η ευσέβειά τους τα όρια που έχει θέσει η Εκκλησία. Οι λεγόμενες «ιερές αποδημίες» (θρησκευτικός τουρισμός) μπορούν να θεωρηθούν χρήσιμες για ψυχολογική ευεξία, τόνωση του θρησκευτικού συναισθήματος, αποκόμιση σπάνιων εμπειριών. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μπορούν να αντικαταστήσουν την αποκλειστικότητα της Εκκλησίας, σε κάθε τόπο και χρόνο, να αγιάζει τους πιστούς. Η επίσκεψη ιερών τόπων, το άγγιγμα ιερών αντικειμένων και οι αυτοσχέδιες «τελετουργίες» είχαν και έχουν πρωτεύουσα σημασία για τους εκτός της Εκκλησίας θρησκευόμενους. Αντίθετα για μας τους Ορθοδόξους πιστούς πρωτεύουσα σημασία έχει (πρέπει να έχει) η οντολογική μας ένωση με το Λυτρωτή μας Χριστό, δηλαδή η καθολική συμμετοχή μας στο εκκλησιαστικό σώμα, η συνειδητή μυστηριακή κοινωνία μας και η βίωση των σωτηριωδών δωρεών, οι οποίες απορρέουν από την αιώνια και πραγματική ένσαρκη παρουσία Του στον κόσμο. Όλα τα άλλα έχουν δευτερεύουσα ή μηδαμινή σημασία!
πηγή

Ναός-έκπληξη στα έγκατα της Καππαδοκίας


Μια υπόγεια αρχαία ορθόδοξη εκκλησία, με εκπληκτικές, σπάνιας θεματικής τοιχογραφίες που, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, μπορεί να αλλάξει για πάντα την ιστορία της ορθοδοξίας, ανακαλύφθηκε στην Καππαδοκία.

Η εκκλησία ήταν γεμάτη με χώμα και τα κομμάτια των τοιχογραφιών με τις συναρπαστικές αναπαραστάσεις έπρεπε να συλλεχθούν ένα προς ένα
Η εκκλησία ήταν γεμάτη με χώμα και τα κομμάτια των τοιχογραφιών με τις συναρπαστικές αναπαραστάσεις έπρεπε να συλλεχθούν ένα προς ένα
Η σημαντική αυτή ανακάλυψη, η οποία αποδίδεται στον 5ο μ.Χ. αιώνα, ήρθε στο φως εντελώς τυχαία κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης της αρχαίας πόλης του Νεβσεχίρ, που οι Ελληνες είχαν ονομάσει Νεάπολη, και βρίσκεται στην ιστορική περιοχή της Καππαδοκίας, σε απόσταση 290 χλμ. από την Αγκυρα.
Η σκαλιστή σε βράχο εκκλησία βρέθηκε μέσα στο κάστρο του Νεβσεχίρ, ακριβώς στο κέντρο της πόλης, που βρίσκεται σε μια περιοχή συνολικής έκτασης 360.000 τ.μ. και περικλείει 11 γειτονιές.
Αυτό που άφησε τους αρχαιολόγους κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό ήταν το μέγεθος της εκκλησίας, καθώς είναι η μεγαλύτερη που έχει βρεθεί ποτέ, αλλά και η πρωτότυπη θεματική των αγιογραφιών της. Σε κάποιες από αυτές ο Ιησούς εμφανίζεται να εξοντώνει δαιμόνια και μοχθηρά πνεύματα, ενώ υπάρχουν επίσης αναπαραστάσεις της Ανάληψης, των Αποστόλων, του Μωυσή κ.ά. Εκτιμάται δε ότι όταν αφαιρεθεί το χώμα που υπάρχει στους τοίχους της εκκλησίας θα έρθουν στο φως κι άλλες αγιογραφίες.
Ναός-έκπληξη στα έγκατα της Καππαδοκίας
«Δεν το διανοούμασταν ότι θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με τέτοια ευρήματα όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφές. Οι ανασκαφές συνεχίζονται και ελπίζουμε να βρούμε νέα δεδομένα για την ιστορία της Καππαδοκίας. Μας έχουν ενημερώσει ότι κάποιες από τις αγιογραφίες είναι μοναδικές.
Ο λόγος για συναρπαστικές αναπαραστάσεις με την ανάληψη του Ιησού στα ουράνια, με μοχθηρές ψυχές να εξοντώνονται και άλλα θέματα, αναπαραστάσεις των οποίων δεν έχουμε ξαναδεί. Οταν αποκαλυφθεί πλήρως η θαμμένη πολιτεία, η Καππαδοκία ίσως γίνει ένας ακόμη πιο σημαντικός τόπος για την ιστορία της Ορθοδοξίας» δήλωσε χαρακτηριστικά ο δήμαρχος του Νεβσεχίρ Χασάν Ουνβέρ.
Ο αρχαιολόγος Σεμίχ Ιστανμπούλογλου, ο οποίος ηγείται των ανασκαφών, ενημέρωσε πως η εκκλησία ήταν γεμάτη με χώμα και πως τα κομμάτια των τοιχογραφιών έπρεπε να συλλεχθούν ένα προς ένα. Συμπλήρωσε επίσης πως οι λεπτοί τοίχοι της εκκλησίας κατέρρευσαν εξαιτίας του χιονιού και της βροχής, αλλά θα αποκατασταθούν κατά τις εργασίες συντήρησης.
Οπως ανακοίνωσε η αρχαιολογική ομάδα που κάνει την ανασκαφή, οι εργασίες έχουν διακοπεί προσωρινά λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας που πλήττει την περιοχή.
«Σε μια προσπάθεια να προστατεύσουμε τις αγιογραφίες, πλέον, περιμένουμε να ανέβουν οι θερμοκρασίες. Επειδή η χιονόπτωση δημιουργεί προβλήματα στις εργασίες, θα περιμένουμε λίγο μέχρι να ξαναρχίσουν οι ανασκαφές».
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΟΥΚΑ

Ο Παπα –Δημήτρης Γκαγκαστάθης


του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου – συγγραφέα

Ο παπά – Δημήτρης γεννήθηκε το 1902 στον Πλάτανο Τρικάλων, χωριό που για 42 ολόκληρα χρόνια, (1931-1973) υπηρέτησε ως εφημέριος«ελλαμπόμενος από τας ακτίνας του Αγίου Πνεύματος».
Και εκεί στις 29 Ιανουαρίου, 1975,«εξήχθη εις αναψυχήν, συναντήσας το Φως της ζωής». Η φτώχεια δεν του επέτρεψε να πάρει μόρφωση και μικρός έγινε τσοπανόπουλο. Βόσκοντας, όμως, τα πρόβατα, άρχισε να έχει τις πρώτες πνευματικές εμπειρίες.

Γράφει ο ίδιος: “Για να ενδυναμώσω την πίστη μου διάβαζα στην καλύβα μου βίους Αγίων. Απέφευγα τις συναναστροφές του κόσμου.
Επί τούτου επήγαινα στις πιο βαθιές χαράδρες και προσευχόμουν. Πολλά βράδυα έρχονταν δαίμονες (…) για να με εξοντώσουν αλλά οι Αρχάγγελοι δεν τους επέτρεπαν και έφευγαν άπρακτοι”. Σε ηλικία 19 ετών κατατάχθηκε στην Χωροφυλακή.
Πριν φύγει από το χωριό πέρασε από τους προστάτες του Αρχαγγέλους.
 “Τους προσκύνησα και τους παρακάλεσα: Με καλεί η πατρίδα να πηγαίνω. Σας θέλω να με ενισχύσετε, να με βοηθήσετε και να έλθω πάλιν σώος και αβλαβής, όπως φεύγω τώρα”.
Πολέμησε στην Μικρά Ασία. Στην μεγάλη καταστροφή της Σμύρνης, οι προστάτες του Αρχάγγελοι τον έσωσαν θαυματουργικώς πολλές φορές.
 Γράφει ο παπα-Δημήτρης:
“Έφθασα στην Σμύρνη Σάββατο, την ώρα που κτυπούσαν οι καμπάνες. Τι συγκινητικόν ήτο! Αργά την νύκτα έρχεται και πάλιν ο γέρων (εννοεί τον Αρχάγγελο) και μου λέγει: να (…) πας εις το δεύτερο λιμάνι.Περί ώρα 9, παρά τέταρτο, να μπεις εις το πλοίον και θα βγείς εις την Χίον. Εγώ είμαι μαζί σου, μη φοβείσαι. Έτσι και έγινε. Βγήκα εις την Χίο και έπειτα στην Αθήνα. Από την Αθήνα με έστειλαν εις την Κομοτηνή. Εκεί τακτικά εκκλησιαζόμουν και έμαθον και την ψαλτική.
Γυρίζοντας από το στρατιωτικό εγράφηκα εις άλλο Δημοτικό Σχολείο και πήρα απολυτήριον έκτης Δημοτικού, για να γίνω Ιερεύς. Την 24ην Μαΐου 1931 έγινα Διάκονος και εις τας 26 του ιδίου μηνός έγινα Ιερεύς”. Τότε άρχισε η θαυμαστή ποιμαντική, ασκητική, ιερατική, εθνική και κοινωνική ζωή του παπα-Δημήτρη.
Ως πατέρας (εννέα παιδιών μάλιστα), ιερεύς και ποιμένας, πονούσε με αγάπη ολόκληρο το ποίμνιο του, ολόκληρο το χωριό του. Είχε γεμίσει όλους τους χώρους του μικρού χωριού του με εικονοστάσια, σταυρούς, εικόνες κλπ.
Ήταν φιλάνθρωπος, ελεήμων, ανοιχτόκαρδος, κοινωνικός, έχοντας πάντοτε καραμέλες για τους μικρούς και μικροποσά για τους ενδεείς μεγάλους. Ενδιαφερόταν για βιβλιοθήκες, έκανε επισκέψεις, έδινε δώρα, έστελνε επιστολές.
Ήταν μέσα σ΄όλα, αλλά ουσιαστικά ζούσε έξω από όλα. Ήταν ασκητής στον κόσμο, έχοντας απόλυτη άνεση, με τον Θεό, με τους Ταξιάρχες και τους Αγίους. Μια φορά όταν πέρασε αβρόχοις ποσίν ένα πλημμυρισμένο ποτάμι, (για να σωθεί έτσι από εχθρούς) πολύ απλά είπε: “Ε ! τον τσακώσαμε τον Γιώργη, τον πιάσαμε τον Ευεργέτη”.

Ο Ηγούμενος τους Ι.Μ.Σιμωνόπετρας, Αιμιλιανός, που είχε στενό σύνδεσμο με τον παπα-Δημήτρη, γράφει: “Και ο ύπνος του σώματος του και η νήψις τους ψυχής του και η μύησις των οφθαλμών του και ο λόγος του και η σιωπή του ήσαν στοιχεία και μέσα επικοινωνίας με τον Θεόν και τους φίλους του Θεού. Εζη συνηρμοσμένος εν τω μυστικώ σώματι τους Εκκλησίας, έζη την Βασιλείαν του Θεού, τα φαινόμενα θεωρών, τα αόρατα κατανοών”.
Η πνευματικότητα, η πίστη του και η γενναιότητά του, φάνηκαν στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Η ευρύτερη περιοχή γύρω από τον Πλάτανο ελεγχόταν από τον ΕΛΑΣ. Ο παπα- Δημήτρης, μόνος παπάς σε όλη την περιοχή, αρνιόταν να συνοδοιπορήσει με τους κομμουνιστές. Κατήγγειλε τα άθεα πιστεύω τους.
Κυνηγήθηκε αλύπητα και κινδύνευσε πολλές φορές. Πολλοί, ακόμα και οι οικείοι του, του έλεγαν να σωπάσει, αλλά αυτός αρνιόταν. Γράφει: “Μου λέει η παπαδιά μου. Παπά χαζάθηκες τελείως; Εσύ θα φέρεις το αποτέλεσμα;
Δεν βλέπεις όλους τους παπάδες των χωριών, που κάθονται στα σπίτια τους, δουλεύουν και τρώγουν με τους οικογένειες τους; Εγώ τους απαντώ. Θα πεθάνω για τον Χριστό και όχι για τον χρυσό. Κομμουνιστής εγώ δεν γίνομαι.” Ο παπα-Δημήτρης δεν φοβόταν γιατί συνοδοιπορούσε με τους Αγίους, τους Ταξιάρχες και τον Αη-Νικόλα. Γράφει ο ίδιος:

‘Όταν στις 20 Οκτωβρίου 1945, Κυριακή πρωί, κτύπησα την καμπάνα, μας περιεκύκλωσεν αντάρτικος στρατός. Το χωριό μας ήταν με ομάδα εθνική και γι΄ αυτό ήθελαν να μας εξοντώσουν. Άρχισαν να ρίχνουν πυρά τους φοβερισμό. Εγώ μόλις είχα μπει στην Εκκλησία, έκαμα τον σταυρό μου, παρεκάλεσα τον Άγιο Νικόλαο και φεύγω.

Εκείνοι από το φυλάκιο ρίξανε άφθονες σφαίρες με το πυροβόλο, καμία τους δεν με εκτύπησε. Ακολούθησα ένα ρέμα, τα Αμπέλια και έχασαν τα ίχνη μου. Επήγαινα προς το χωριό Βασιλική που είχε εθνικό στρατό και ομάδα, για να φυλαχθώ.
Κοντά στα σύνορα των δύο χωριών, Ριζώματος-Βασιλικής με έφτασαν. Είχαν διατάξει 10 ιππείς και με τον αρχηγό να με πιάσουν. Με κυνηγούσαν, έβριζαν και έριχναν με τα Στεν, χωρίς να μπορούν να με φονεύσουν. Οι σφαίρες τρύπαγαν τα ράσα.
Με πλησίασαν και με περιεκύκλωσαν στα 50 μέτρα γύρω-γύρω, φωνάζοντας: κερατά τράγο, πού θα πας; (με έβριζαν ελεεινά).
Εγώ ευρισκόμενος εν μέσω κινδύνου, εσήκωσα τα χέρια προς τον ουρανό και εφώναξα από το βάθος της ψυχής: Μιχαήλ Αρχιστράτηγε, σώσε με, κινδυνεύω. Ω του θαύματος! Σαν αστραπή παρουσιάσθη ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εις τον αρχηγό. Είδα ένα νέο με σπαθί, που έκοψε τα σχοινιά από την σέλα του αλόγου, τον έριξε κάτω και τον έσπασε την σπονδυλική στήλη.
Οι υπόλοιποι έμειναν ακίνητοι, ωσάν να τους είχε κτυπήσει ηλεκτρισμός. Ακούω μια φωνή, ήταν του αρχηγού τους, να λέγει: Εχεις όριο ζωής και υψηλούς προστάτας. Ευχαριστώ, τους απήντησα.

Τους συγχώρησα και τους ευχήθηκα ο Θεός να τους φωτίσει, να μετανοήσουν και να γίνουν καλοί άνθρωποι. Να λέτε την αλήθεια, τους είπα, να έχετε τον Θεό βοήθεια και έφυγα σιγά-σιγά για τον προορισμό μου”.
Η ζωή του έκτοτε και μέχρι της ασθενείας του ήτο μία διαρκής κένωση του εαυτού του υπέρ πάντων. Τον άκουγες να λέγει “Τρέξε παπα- Δημήτρη, τρέξε, ο διάβολος έζωσε και πάλι το χωριό”.
Το κομποσχοίνι έλιωνε στα χέρια του υπέρ πάντων και όταν καμμιά φορά αγνοούσε τα ονόματα, μουρμούριζε: “υπέρ του διευθυντού του ΚΤΕΛ, υπέρ του οδοντιάτρου, υπερ…υπέρ…”.
Επισκεπτόταν μοναστήρια για πνευματική αναψυχή και δύναμη, είχε αναπτύξει πνευματικό δεσμό με τους μακάριους γέροντες π. Φιλόθεο Ζερβάκο, π. Αμφιλόχιο Μακρή, π. Εφραίμ Κατουνακιώτη, με τους οποίους αλληλογραφούσε και εξωμολογείτο.

Αν και ασπούδαστος, είχε ακέραιη ορθόδοξη πίστη, γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα και διάκριση πνευμάτων. Γράφει ο ίδιος:“Όταν το 1971 ήλθαν οι μεγάλοι των ξένων εκκλησιών στα Τρίκαλα, πήγα και τους είδα και λέγω: φύγε παπαδημήτρη ογλήγορα και μην κοιτάς πίσω”.
Όταν του διαγνώσθηκε καρκίνος, τον Φεβρουάριο του 1970 υπεβλήθη σε εγχείριση στον Ευαγγελισμο. Θαύμα μεγάλο και ζωντανό έγινε. Γράφει ο ίδιος σε επιστολή του: “Οι ιατροί του Ευαγγελισμού μου το ανήγγειλαν καθαρά το πικρό φιρμάνι.

Εγώ εδόξαζα τον Θεόν, που μου έδωκε αυτό το μεγάλο δώρον, τον καρκίνον, για να με δοκιμάσει. Η εγχείρισις κράτησε 5 ώρες. Τις επόμενες ημέρες είχα μία διάθεση που μου ερχόταν να κατέβω από το κρεββάτι. Δεν αισθανόμουν τίποτα.
Το βράδυ, που έμεινα μόνος, ήλθαν δύο άγνωστοι και με φύλαγαν και με ανακούφιζαν. Χαρά Θεού και ευλογία Θεού εκείνο το βράδυ, που δεν μπορώ να περιγράψω. Ολοι εθαύμασαν πως έζησα”.

Επέστρεψε ο πατήρ-Δημήτριος στο χωριό του, έχοντας υγεία πλέον, ιδιαίτερα εύθραυστη. Το 1973 νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα για «ανώτερες σπουδές», όπως έλεγε χαριτολογώντας. Ο Θεός προετοίμαζε τον δούλο του.
Στις 29/1/1975, μετά πολύμηνους φρικτούς πόνους ο Θεός τον δέχθηκε. Πριν αναχωρήσει για τις σκηνές των δικαίων έλεγε: “Όταν βρώ εκεί θέσιν, τότε θα έρχομαι και θα σας βοηθώ. Αμ, πώς! Θα ξεχάσω τα πνευματικά μου παιδιά;”