Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Γιατί αποφεύγεις τα καθημερνά, ψυχή μου, βάσανα; Δεν θα βρεις της αλυπίας την τέχνη. Θέσπισε ο Πλάστης νά ′χει αγκάθια η γη από κάτω και μύριες έγνοιες η ζωή μας. Βάσταξέ τες.: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg9SMheQY7zzo09nmfttGC74NwS8pY51Sd10rpx9TkijWUWuQEs4Xsz7vcM5PaIxRsO36wlVQQfKyBuLthmunY_v_ZySl1_iJaXDoFqP2MXUHWCf5PhrOz1t4wDzLbPtId6Z0EEyFQTLJLK/s1600/1238888_10202218949980727_1289734798_n.jpg

Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί τό σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή, πρός σέ καταφεύγω, την κεχαριτωμένην, ελπίς απηλπισμένων, σύ μοι βοήθησον.

http://oparadeisos.files.wordpress.com/2011/01/xn1j4978.jpg

Επαίρονται πύλαι ουράνιοι…. επί τη ενδόξω Κοιμήσει…, Φ.Κόντογλου

Μέσα στον δροσερόν αέρα είναι χυμένη μια μελωδία που την ακούνε οι ευλαβικές ψυχές κι όχι τα αυτιά της σαρκός: «Ιδού ημερα ένδοξος εξέλαμψεν! Επαίρονται πύλαι ουράνιοι… Σήμερον άσατε λαοί Δαϋιτικήν ωδήν επί τη ενδόξω Κοιμήσει…»
Πως λοιπόν να μην σκιρτά από χαρά σήμερα η κτίσις που αναστέναζε όλη και πονούσε μαζί με τους ανθρώπους, ορατά κι αόρατα, έμψυχα κι άψυχα; …Φως γεμίζει την οικουμένη, φως γεμίζει και τις ψυχές, φως κατεβαίνει ως τα βάθη της θάλασσας, φως μπαίνει μέσα στις σκοτεινές σπηλιές, φωτερά γινήκανε όλα τα σκοτεινά, αφού ο θάνατος νικήθηκε από την Πηγή της Ζωής.
Γι’ αυτό, η Κοίμησις που γιορτάζουμε σήμερα δεν είναι ξόδι λυπητερό, αλλά πανήγυρη χαρμόσυνη, γιορτή αθανασίας. Ανίσως δεν ευδοκούσε ο Κύριος να πάρει σάρκα από τούτο το αγιασμένο σκήνωμα που είναι ξαπλωμένο απάνω στο νεκρικό κλινάρι, τι θλίψη απαρηγόρητη θα ‘χαμε όλοι οι άνθρωποι, καταδικασμένοι δίχως ελπίδα στη φθορά και στον θάνατο! Ποια ψυχή θα μπορούσε να δροσιστεί από το γλυκό αγεράκι της αθανασίας χωρίς τη Μητέρα της Ζωής, …ποιος θα ευφραινότανε στον μυστικό παράδεισο, αν δεν τον στόλιζε το Ρόδον το Αμάραντον;
Για τούτη την αιτία δεν ψέλνουμε σήμερα νεκρώσιμα τροπάρια στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά ύμνους χαρούμενους και θριαμβευτικούς, τελούντες την θείαν ταύτην και πάντιμον εορτήν της της Θεομήτορος, και κροτούμεν τας χείρας, τον εξ Αυτής τεχθέντα Θεόν δοξάζοντες. Ψέλνουμε με αγιασμένο οίστρο και λέμε: «Άπας γηγενής σκιρτάτω τω πνεύματι λαμπαδουχούμενος. Πανηγυριζέτω δε αϋλων νόων φύσις, γεραίρουσα την ιεράν πανήγυριν της θεομήτορος, και βοάτω Χαίροις, Παμμακάριστε, Θεοτόκε, Αγνή, Αειπάρθενε».
Από το βιβλίο  ''Παναγία και Υπεραγία''- Εκδόσεις Αρμός

ΤΟ «ΦΟΥΣΚΩΤΟ ΙΣΛΑΜ» ΕΙΣΒΑΛΛΕΙ ΑΚΑΘΕΚΤΟ ΣΕ ΜΙΑ ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΕΛΛΑΔΑ

 http://olympiada.files.wordpress.com/2014/08/wpid-20140815014838.jpg

Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Τουλάχιστον πενήντα πλωτά και φουσκωτά μέσα καθημερινά προσπαθούν και στην συντριπτική πλειοψηφία τους καταφέρνουν να περάσουν από τις τουρκικές ακτές στα ελληνικά χωρικά ύδατα, μεταφέροντας εκατοντάδες μουσουλμάνους λαθρομετανάστες στην ελληνική επικράτεια, όπως αποκαλύπτει και η τουρκική εφημερίδα Sabah, (13/8). Η κατάσταση αυτή προβλέπεται να γίνεται όλο και πιο πιεστική, καθώς ήδη εκατομμύρια κατευθύνονται προς τα δυτικά εξ’ αιτίας των συνεχιζόμενων πολεμικών συγκρούσεων σε ένα ευρύ γεωγραφικό φάσμα από την βόρειο Αφρική μέχρι το Ιράν και την Τουρκία. Το φαινόμενο των φουσκωτών και των κάθε είδους πλωτών μέσων σε όλο το μήκος και το πλάτος του Αιγαίου να προσπαθούν να περάσουν στα ελληνικά χωρικά ύδατα και μόλις αντικρίζουν να τους πλησιάζει πλοίο της ελληνικής ακτοφυλακής να βυθίζονται για να σωθούν οι λαθρομετανάστες από τους Έλληνες ναυτικούς, είναι πλέον καθημερινό. Η τουρκική μαφία και οι… «ενώσεις των Τούρκων δουλεμπόρων», τρίβουν τα χέρια τους καθώς φέτος οι δουλειές τους έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Όπως προβλέπεται τα κέρδη τους θα είναι τεράστια γιατί από την δική μας πλευρά όχι μόνο δεν υπάρχει καμία αποτελεσματική ανάσχεση σε όλο αυτό το ανθρώπινο ρεύμα, αλλά αντίθετα μας έχουν «φλομώσει» με αντιρατσιστικές θεωρίες και με κορώνες ευπόρων «προοδευτικών» υπέρ της άνευ όρων υποδοχής των μουσουλμάνων λαθρομεταναστών διευκολύνοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο τα σχέδια πολτοποίησης του ελληνισμού από την Νέα Τάξη. Αλήθεια τι θα έλεγαν όλοι αυτοί οι νεοφώτιστοι αντιρατσιστές και «προοδευτικοί» αν τους φόρτωναν μέσα στα πολυτελή τους σπίτια κάποιους πρόθυμους να σκοτώσουν για ένα κέρμα μουσουλμάνους επισκέπτες, για μια.. καλύτερη τύχη στην χώρα μας ;
Το εντυπωσιακό είναι πως όλη αυτή η επιχείρηση μεταφοράς εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων λαθρομεταναστών, εξελίσσεται παράλληλα με το αυξανόμενο τουριστικό ρεύμα προς τις μικρασιατικές ακτές και τα νησιά του ελληνικού Αιγαίου. Είναι εντυπωσιακό πως το μεγαλύτερο τουριστικό θέρετρο της Τουρκίας, το γνωστό Μπόντρουμ, είναι ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα συγκέντρωσης λαθρομεταναστών που τους προετοιμάζουν για το τελικό άλμα προς την ελληνική πλευρά όπως αποκαλύπτει και η τουρκική εφημερίδα, Sabah. Το άλλο μεγάλο κέντρο και για πολλούς στην Τουρκία η «πρωτεύουσα» των Τούρκων δουλεμπόρων είναι το λιμάνι του Τσεσμέ, απέναντι από την νήσο Χίο. Εκεί έχουν στηθεί τα «στρατηγεία» διεκπεραίωσης του μεγάλου όγκου των μουσουλμάνων επυλίδων που μεταφέρονται από τα ανατολικά προς το ελληνικό Αιγαίο. Το τουρκικό θράσος έχει φτάσει στο σημείο να εξεγείρονται γιατί από την ελληνική πλευρά έχει εκδηλωθεί τελευταία η πρόθεση να εγκατασταθούν αστυνομικές δυνάμεις σε διάφορα μικρά νησιά του ανατολικού Αιγαίου για να γίνει καλύτερη επόπτευση της αθρόας εισροής των μουσουλμάνων λαθρομεταναστών.
Γεγονός είναι, είτε θέλουμε να το αγνοήσουμε είτε όχι, πως αν συνεχιστεί όλη αυτή η εισβολή από τα ανατολικά, σε λίγα χρόνια η Ελλάδα δεν θα είναι η Ελλάδα που ξέρουμε σήμερα αλλά θα είναι ένα… Ελλαδιστάν- Ισλαμιστάν. Το κέντρο της χώρας, δηλαδή η ελληνική πρωτεύουσα, θα μετατραπεί σε ισλαμικό κέντρο ενώ η δεύτερη πόλη, η Θεσσαλονίκη του ισλαμολάγνου και τουρκολάγνου δήμαρχου της, θα γίνει η… πολιτιστική πρωτεύουσα των μουσουλμάνων. Να μην αναφερθούμε στην δυτική Θράκη εκεί όπου οργιάζει η τουρκοισλαμική προπαγάνδα προς δόξα και των εκεί πολιτικών αλλά και θρησκευτικών της ηγετών.
Ποιος θα αντισταθεί σε όλη αυτή την ισλαμική πλημμύρα που για πρώτη φορά απειλεί, έτσι όπως εξελίσσεται, να καταστήσει τους Έλληνες μειοψηφία μέσα στην ίδια τους στην χώρα ; Ποια πολιτική ηγεσία ; Αυτή που έχει ξεπουλήσει την εθνική μας κυριαρχία και τώρα προωθεί αντιρατσιστικά νομοσχέδια για να επικυρώσει την ισλαμοποίηση της χώρας ; Ποια θρησκευτική ηγεσία ; Αυτή που έχει πιει το «αμίλητο νερό» ή πιο χειροτέρα αυτή που «χαριεντίζεται» με τους ισλαμολάγνους και στηρίζει έτσι την ισλαμοποίηση της χώρας ;
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος

πηγή 

Νιγηρία:Δεκάδες αγόρια και άνδρες απήχθησαν από τους ισλαμιστές της Μπόκο Χαράμ.

Στην Νιγηρία δεκάδες αγόρια και άνδρες απήχθησαν από τους φανατικούς ισλαμιστές της Μπόκο Χαράμ από την περασμένη Κυριακή. Το συμβάν πραγματοποιήθηκε στην βορειοανατολική Νιγηρία από μέλη των τρομοκρατών τζιχαντιστών της Μπόκο Χαράμ ενώ δεν έλειψαν και οι σκοτωμοί αλλά και οι λεηλασίες από το προσκήνιο. Η είδηση έγινε γνωστή από μάρτυρες, σήμερα Παρασκευή 15 Αυγούστου.

haram


   Η μαζική απαγωγή των εξτρεμιστών ισλαμιστών έλαβε χώρα στο ψαροχώρι Ντόρον Μπάγκα κοντά στην όχθη της λίμνης Τσαντ στην Νιγηρία κοντά στα σύνορα με το Καμερούν. Σύμφωνα με τους μάρτυρες πήραν δεμένους όμηρους άνδρες και αγόρια μαζί τους στα πλοία με τα οποία μεταφέρθηκαν προκειμένου να διαπράξουν την μαζική απαγωγή τους. Όμως δεν σταμάτησαν μόνο στις απαγωγές. Λεηλάτησαν και έκαψαν όλο το χωριό, χτυπήσανε θανατηφόρα τους κατοίκους με έξι από αυτούς να χάνουν άδικα την ζωή τους με τραγικό τρόπο. Η συγκεκριμένη μαζική απαγωγή έρχεται να προστεθεί και αυτή στην μαζική απαγωγή των διακοσίων κοριτσιών λυκείου. Πλέον αυτός ο τρόπος κτηνώδης ζωής είναι μία ρουτίνα για τους επικίνδυνους Αφρικανούς τζιχαντιστές της Μπόκο Χαράμ.

Πηγή:Le Matin

Οι Πόντιοι καταγγέλλουν το ανθελληνικά ρατσιστικό “αντιρατσιστικό” νομοσχέδιο



http://olympiada.files.wordpress.com/2014/08/wpid-20140815060147.jpg 

Οι φίλοι του συλλόγου βέβαια κάνουν ενα “λαθακι”, ελπίζουμε οχι εκ του πονηρού οπως έκαναν οι πράκτορες των Τούρκων “υπερπατριώτες”. Ζητούν κατάργηση του νομοσχεδίου, αντί να επιμείνουν στην ρητή αναφορά της ποντιακής γενοκτονίας οπως και των άλλων αναγνωρισμένων απο την Ελληνική βουλη γενοκτονιών. Γεγονός που θα οδηγούσε στην δικαιοσύνη πολλούς τουρκοφιλους του κοινοβουλίου. Την παραθέτουμε πάντως, αυτούσια:

Με μία οργισμένη επιστολή προς τους βουλευτές όλων των κομμάτων, ο Παμποντιακός Σύλλογος “Η Αργώ”, απαιτεί την άμεση απόσυρση του επιλεκτικά “αντιρατσιστικού” νομοσχεδίου. Η επιστολή έχει ως εξής:
«Το προσχέδιο του λεγόμενου “αντιρατσιστικού” νόμου της ελλαδικής συγκυβέρνησης υπηρετεί πλήρως την τουρκική απαίτηση για εδραίωση συνθηκών αμφισβήτησης, υπονόμευσης και τελικής απάλειψης του γεγονότος της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού. Δεν τίθεται καμία ποινική και διοικητική συνέπεια για την αμφισβήτηση της Γενοκτονίας, την προσβολή Μνήμης εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών από εγκάθετους ελλαδίτες πολιτικάντηδες και ζερβούς αναρχο-φασίστες.
Αντιθέτως, επιβάλλεται βίαια στον κάθε συνειδητοποιημένο πολίτη της Ελλάδας η υποχρεωτική αποδοχή της συνέχισης της παράνομης παρουσίας και δράσης στη χώρα κάθε λογής ληστοσυμμοριτών, δολοφόνων, ισλαμιστών εποίκων από αφρικανικές και ασιατικές χώρες και βέβαια γίνεται ιδιαίτερη μνημόνευση περί του “ολοκαυτώματος”.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, η κάθε δίκαιη διαμαρτυρία Έλληνα πολίτη κατά του εποικισμού και βαρβαρικής ισλαμοποίησης της Ελλάδας, των κομματικών μαστροπών και νταβατζήδων των παράνομων εποίκων, θα καταστέλλεται «αυτοδίκαια» με παράλογα πρόστιμα έως και δεκάδων χιλιάδων ευρώ και με πολύχρονη φυλάκιση σε βάρος του. Ο παράνομος έποικος δεν θα χρειάζεται να πληρώσει ούτε δικηγόρο. Τα δικαστικά έξοδα θα υπεξαιρούνται από τον ίδιο τον διωκόμενο φορολογούμενο πολίτη (…).
Οι δικτατορικές μειοψηφίες της συγκυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ, άβουλη ΝΔ) και η γνωστή αντιπολίτευση (σταλινικό ΚΚΕ, ανθελληνικό ΣΥΡΙΖΑ, ρεπούσια ΔΗΜΑΡ) συμφωνούν ότι έχουν κοινό παρανομαστή: την επιβολή ενός κατεξοχήν δικτατορικού-φασιστικού νομοσχεδίου με στόχο την δίωξη και πάταξη της Εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, την λογοκρισία και φίμωση της ελεύθερης έκφρασης για τις πραγματικές γενεσιουργές αιτίες των κοινωνικών και εθνικών προβλημάτων, την τρομοκράτηση του Έλληνα πολίτη.
Θυμίζουμε, παρεμπιπτόντως, τα νομοθετήματα των πιο πάνω συγκυβερνώντων κομματικών μορφωμάτων, με τα οποία στόχευσαν επιλεκτικά και πλήττουν συλλήβδην τις προσφυγικές Ρωμαίικες οικογένειες Ελλήνων του Πόντου από την πρώην Σοβιετική Ένωση στα καίρια ζητήματα, όπως η ιθαγένεια (ν.2790/2000, 2910/2001, 3284/2004 κ.α.), τα τοκογλυφικά “ειδικά” στεγαστικά δάνεια (2790/2000), η ολοκληρωτική περικοπή της σύνταξης ΟΓΑ (ν. 4093/2012), η υπεξαίρεση και καταλήστευση της ανταλλάξιμης περιουσίας των Ελλήνων προσφύγων (π.δ. 137/1998), η καταλήστευση των καταθέσεων και οικογενειακών τιμαλφών που άφησαν εκατοντάδες Ρωμαίοι Έλληνες του Πόντου στο ελληνικό προξενείο της Μόσχας κ.ο.κ.
Το εν λόγω νομοθετικό έκτρωμα, που μεθοδεύει και προωθεί η συγκυβέρνηση με δεκανίκι τα γνωστά δικτατορικά, τρομοκρατικά και φασιστικά μορφώματα, που φορούν τον μανδύα αριστερών προοδευτικών κομμάτων και οργανώσεων, αποτελεί το αποκορύφωμα του παραληρήματος, της μεθόδευσης για νομικίστικη καταστολή της όποιας συλλογικής ή ατομικής έκφρασης για διατήρηση της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας.
Ήδη, έχει αναφερθεί περιστατικό εκβιασμού στην Αττική, όπου δημοτική “αριστεροπροοδευτική” διοίκηση αρνήθηκε οικονομική ενίσχυση σε σύλλογο Ποντίων, επειδή βάσει καταστατικού δέχεται ως μέλη μόνο άτομα με Ποντιακή καταγωγή και δεν δέχεται αλλοδαπούς εποίκους και δεν διδάσκει τους χορούς αυτών (…).
Οι σύλλογοι, οι φορείς, ο καθένας χωριστά οφείλουμε να προστατέψουμε όχι μόνο την Μνήμη των νεκρών της Γενοκτονίας, αλλά και το δικαίωμα μας και την υποχρέωση του κράτους στην διαφύλαξη της Εθνικής Ταυτότητας. Αυτήν, που αποτέλεσε και αποτελεί στόχο εξόντωσης από τα τουρκικά, ισλαμο-φασιστικά καθεστώτα (βλ. Γενοκτονίες) με την πάγια συνηγορία των ηγεσιών ελλαδικών ψευδοπροοδευτικών ζερβών μορφωμάτων.
Ο καθείς ας αναλάβει τις ευθύνες του στο τι θα συμβεί στα παιδιά και τα εγγόνια του, στη Νέα Γενιά εν γένει. Ας πάρει δείγματα γνώσης από τη Γενοκτονία, αλλά και τα φρικτά βασανιστήρια, τις μαζικές δολοφονίες σήμερα των Χριστιανικών κοινοτήτων στην Αφρική και Ασία από συντοπίτες-ομοϊδεάτες των εκατομμυρίων παράνομων ισλαμιστών εποίκων στην Ελλάδα, τους οποίους σπεύδουν να θέσουν υπό πλήρη ασυλία και νομικίστικο απυρόβλητο οι προαναφερόμενες δικτατορικές, φασιστικές μειοψηφίες στη συγκυβέρνηση και αντιπολίτευση. Τα μαζικά αυτά εγκλήματα των ισλαμο-φασιστών αποκρύπτονται από τα ελεγχόμενα ελλαδικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και επωνύμους υπαλλήλους που τα υπηρετούν.
Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός δικαιοσύνης οφείλουν να αποσύρουν άμεσα το κατάπτυστο και μεθοδευμένο αυτό “αντιρατσιστικό” παραλήρημα.
Καλούμε τον κάθε ένα βουλευτή χωριστά να μην δεχτεί συζήτηση και ψήφιση του δικτατορικού, φασιστικού αυτού νομικίστικου εγχειρήματος σε μορφή νομοσχεδίου.
Με ομόφωνη απόφαση του Διευρυμένου Συμβουλίου

πηγή.


Οι εναπομείναντες Χριστιανοί του Ιράκ προσεύχονται για την ειρήνη.

Δεκάδες Χριστιανοί μεταφέρθηκαν με κίνδυνο της ζωής τους στην Λούρδη του Ιράκ, εκλιπαρώντας τον κόσμο  να προσευχηθεί για την ειρήνη.


proseuxi


   Λόγο και της σημερινής Χριστιανικής ημέρας μερικές δεκάδες χριστιανοί του Ιράκ βγήκαν στον δρόμο και παρακάλεσαν τον κόσμο να προσευχηθεί για την ειρήνη. Οι ίδιοι πάντως αυτό κάνανε,αφού έχουν αναθέσει στον Θεό τις τελευταίες ελπίδες τους για ζωή. Μερικοί από αυτούς αναφέρουν πως έχουν λίγες ώρες ζωής καθώς είναι φυγάδες στην ίδια τους την χώρα και πρέπει να φύγουν όπως τους προστάζουν οι τζιχαντιστές. Όμως εκείνοι προτιμούν να πεθάνουν στα εδάφη της χώρας τους αψηφώντας τον κίνδυνο και τον φόβο. Ένας 34χρονος Χριστιανός Πατέρας της εκκλησίας που συνόδευσε τους Χριστιανούς δήλωσε χαρακτηριστικά  πως «« πρέπει να προσευχηθεί όλος ο κόσμος ειδικά αυτές τις άγιες μέρες για να σταματήσουν οι βιασμοί και οι κτηνωδίες των τζιχαντιστών»».

 πηγή

 

Η δικαστική δικαίωση της μονής Βατοπαιδίου και η εκκωφαντική σιωπή των Μ.Μ.Ε



 Είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου να κατακρίνει εύκολα και να απολογείται πολύ δύσκολα. Εμείς οι άνθρωποι έχουμε μια έφεση να κατηγορούμε οτιδήποτε είναι καλύτερο από εμάς, οτιδήποτε ενδόμυχα μας ασκεί έλεγχο, μας κρίνει. Τα ΜΜΕ έχουν αυτό το χαρακτηριστικό να κρίνουν δηλαδή αλλά και να κατακρίνουν, να ασκούν εξουσία ουσιαστικά, μεταδίδοντας πληροφορίες πολλές φορές κατά το δοκούν αποσιωπώντας μερικές φορές και την άλλη πλευρά του θέματος. Αίτιο αυτής της συμπεριφοράς είναι σίγουρα το ευκολοκατάκριτο του ανθρώπινου χαρακτήρα μας αλλά και η δίψα για είδηση, για αποκλειστικότητα. Η γεύση της τροφής γεννά περισσότερη όρεξη , ένας φαύλος κύκλος ξεκινά. Σαν αλυσιδωτή αντίδραση το γεγονός μεγεθύνεται και ο έλεγχος χάνεται. Τι γίνεται όμως όταν τελικά αποδεικνύεται ότι το θέμα που καταπιαστήκαμε δεν ευσταθεί, είναι αστήρικτο; Το πιο σύνηθες είναι οι κατήγοροι να κάνουν  κοινώς την πάπια, σαν να μην έγινε τίποτα.Για απολογία; μην το συζητάμε.
  Ένα τέτοιο περιστατικό είναι και το γνωστό «σκάνδαλο» δήθεν της Μονής Βατοπαιδίου. Ξεκίνησε το 2008 με συκοφαντία χειρίστου είδους. Τα κανάλια  να ουρλιάζουν για τον Εφραίμ (σάμπως και είναι ο κολλητός τους), οι εφημερίδες με πρωτοσέλιδα να ειρωνεύονται τη μονή, να λασπολογούν, πολιτικοί να κτίζουν καριέρες πάνω στην αδελφότητα  της Μονής Βατοπαιδίου, δικηγόροι και τηλε- εισαγγελείς να αποφαίνονται πριν να γίνει καν δίκη. Ο κόσμος να είναι έξαλλος με τους «χλιδάτους» μοναχούς (που μόνο αυτό δεν είναι αν πάτε και δείτε). Το χειρότερο όμως να βλέπεις ρασοφόρους, ακόμα και αρχιερείς(και στην Κύπρο) να επιτίθενται στη μονή και στο Γέροντά της με βάση τι; με βάση τις ειδήσεις των καναλιών. Ω! της πλάνης. Άνθρωποι θα μου πείτε και αυτοί. Ναι άνθρωποι αλλά και διδάσκαλοι του ευαγγελίου.
 Και ας δεχθώ ,καλή τη πίστη , ότι όλοι μα όλοι πλανήθηκαν, τους πλάνεψε « ο έξω από εδώ» (μάθαμε να τα ρίχνουμε όλα σε αυτόν).
 Και όμως πριν λίγες μέρες το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης αποφάσισε να μην κάνει δεκτές τις αγωγές του Ελληνικού κράτους, Τραπεζών κ.λ.π κατά της μονής .
 Λεπτομερέστερα «Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με τις υπ’ αρ. 12953 και 12954/2014 αποφάσεις του απέρριψε τις αγωγές του Δημοσίου κατά της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, τρίτων αγοραστών και Τραπεζών, με τις οποίες το Δημόσιο ζητούσε την επιστροφή των ακινήτων που είχαν ανταλλαγεί έναντι παραλιμνίων εκτάσεων της Λίμνης Βιστωνίδας. Το Πολυμελές Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με εκτενές και εμπεριστατωμένο σκεπτικό έκρινε ότι δεν τίθεται θέμα ακυρότητας των ανταλλαγών. Επίσης απερρίφθη και το αίτημα του Δημοσίου κατά της Μονής για ηθική βλάβη.»
 Είδατε πουθενά σε κάποια εφημερίδα κάποιο δημοσίευμα, κάποιο κανάλι τηλεοπτικό να το αναφέρει, μήπως ραδιοφωνικός σταθμός να το πει, δημοσιογράφος να λαλήσει, ή μήπως πολιτικός να πει κάτι; Μούγκα κανονική. Που είναι τα πρωτοσέλιδα με τις δίκες πριν τις δίκες, ο όξος, η χολή εναντίον την μονής; Όλα χάθηκαν. Όμως δυστυχώς στο μυαλό του απλού λαού έμεινε το στίγμα. Οι απατεώνες μοναχοί , οι φιλάργυροι κ.α. Που είναι η απολογία των συκοφαντών; Πουθενά και σας λέω δεν θα την δούμε. Και ερωτώ, τους πρέπει όλους αυτούς τους τζάμπα μάγκες συκοφάντες μια μήνυση; Τους πρέπει λέω. Έλα όμως που έχουν να κάνουν με μοναχούς, πιστούς ακόλουθους του ευαγγελίου και του Χριστού και δεν το κάνει η ευγενική τους ψυχή να κινηθούν δικαστικά.
  Τελικά η μονή δικαιώθηκε. Άσε που πριν λίγους μήνες ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου πρότεινε στο ποινικό τμήμα του να άρει όλες τις κατηγορίες κατά της μονής και του Γέροντος Εφραίμ.  Είδατε και πάλι κάτι σε εφημερίδες κανάλια, ραδιόφωνα; Τίποτα και αδέλφια σας βεβαιώνω ότι είναι δύσκολο πράγμα η αυτοαναίρεση, η  συγνώμη. Θέλει αρετήν και τόλμην η απολογία!
Ανάκληση των δηλώσεων το περίφημο mea culpa;Αν το ακούσατε εσείς , το άκουσα και εγώ..
Δουλειά του συστήματος η κατακρεούργηση προσώπων, η καταρράκωση ψυχών, η καταβαράθρωση αξιών. Και μετά αναρωτιόμαστε , που είναι ο Θεός. Μας εμείς οι ίδιοι με τις πράξεις μας και την αμετανοησία μας Τον διώχνουμε αδέλφια.
 Εν κατακλείδι χαίρομαι αφάνταστα για τη δικαίωση της μονής  αλλά από την άλλη λυπάμαι πολύ για την αναλγησία και αναισθησία των συκοφαντών οι οποίοι δεν έχουν τη στοιχειώδη ευγένεια και θάρρος να ζητήσουν ένα συγνώμη. Θέλουμε δεν θέλουμε όμως ο τελευταίος πάντα λόγος ανήκει στο Θεό.
Νέαρχος Παναγή
Ορθοδοντικός
 

Ο Επιτάφιος Ύμνος της Θεοτόκου στον Ι.N. Αγίου Αθανασίου Κατούνας


katoyn-1
Με λαμπρότητα και κατάνυξη καθώς και με την παρουσία πλήθους πιστών τελέσθηκε και φέτος η Ακολουθία του Μεγάλου Εσπερινού της εορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου στον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου Κατούνας Αιτωλοακαρνανίας.
Κατά την διάρκεια του Εσπερινού εψάλησαν και τα Εγκώμια προς την Υπεραγία Θεοτόκο που απέδωσε μελωδικά η παιδική χορωδία του κατηχητικού θηλέων δημοτικού Γυμνασίου.
Στην συνέχεια πραγματοποιήθηκε ιερά λιτανεία σε κεντρικούς δρόμους της ενορίας, ενώ αμέσως μετά το τέλος της Ιεράς Ακολουθίας, όλοι οι πιστοί έλαβαν ως ευλογία μία μικρή εικόνα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
katoyn-2
katoyn-3
katoyn-4
katoyn-5
katoyn-6


πηγή

Ω, ατέλειαι των ανθρώπων!

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgnyej1aSR8UA-ad_zbWRJnHAQBMZbZSDUwBi2L-BEmtV0PAFpK1jsDZnouDq-xOezF4xdJOZ4_fAvQ6W_8HbFVAGLCR2spnM7Q1GH9uXKi-hc4vTSxc-jvhyphenhyphenRoq62bdqC_OdtyE_OQFjo/s960/2%252C2.jpg 
 Α.Παπαδιαμάντης: "Ο ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου"
 Διήγημα



Στο προαύλιο του ναϊδρίου  της Παναγίας της Πρέκλας στο Κάστρο της Σκιάθου, έχει εγκατασταθεί ένας παράξενος ερημίτης-καλόγηρος . Πρόκειται για τον  Φραγκούλη Κ. Φραγκούλα, έναν  πρώην προύχοντα του νησιού που τώρα έχει ξεπέσει  . 
Ο Φραγκούλης στοχάζεται, παραμονή του Δεκαπενταύγουστου,  μέσα στη γαλήνια  ερημία του ερειπωμένου χώρου, τα τραγικά συμβάντα της ζωής του ,  που τον οδήγησαν στην οικονομική καταστροφή και την εγκατάλειψη της συζυγικής εστίας, με τελειωτικό χτύπημα  την απώλεια της αγαπημένης του μικρής θυγατέρας, και ζητά από την Παναγία να έρθει "βοηθός και σώτειρα", για να τον προφυλάξει από τις αιώνιες συμφορές...

Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, είς έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον-εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ.Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.
Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι του Τουνεζίου, επανωβράκι τσόχινον, με ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν με ηλέκτρινον μαμόν, και κρατών με την αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δεν ήτο και πολύ γέρων, ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από την αρχαιοτέραν και πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.
Την Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τα είκοσι πέντε έτη, και είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς και τρεις θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τον ουδόν του γήρατος, δεν συνέζη πλέον μαζί της.

Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τα τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί και δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή και συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός και θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός , υπέρ το έτος διαρκέσας. Μετά τον χωρισμόν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ των συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει από τριών ετών και ημίσεος. Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτο υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.
Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο;
Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον παρουσιασθή πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι’ όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ’ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τον έτρωγαν!». Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον του τόπου.
Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ’ έξω, και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν, ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής, αρχομένης της εκατονταετηρίδος, κανείς δεν έδωκε προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς.

Αλλ’ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κι εμπορεύοντο κι εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην των χρημάτων, και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία και ημισεία, και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ’ εαυτών και τα κτήματα.
Έως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ’ επ’ εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ’ απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε κατ’ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου... Πλην φευ! αυτός δεν ήτο μόνος καϋμός του…
Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ’ ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του... Είχε πρόσφατον πένθος.

-Α! Τώχασα το καϋμένο μ’, το ευάγωγο, τόχασα!...
Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάξη. Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν –το οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών- του είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών...
Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρυίνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν του. Ιερόσυλος ευτυχώς κανείς ακόμη δεν είχε αναφανεί εις τα μέρη αυτά.
Ήτον παραμονή της εορτής, ότε θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παππανικόλας ο συμπέθερός του. Εις τον Παππανικόλαν έδιδεν ο Φραγκούλας διά τον κόπον του εν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παππάς διά λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδον αι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ’ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τα εισέπραττεν ο Φραγκούλης ως εισόδημα ιδικόν του...
Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν... και ανελογίζετο πώς, άλλοτε, όταν ήτο νέος ακόμη, μετά τον πρώτον χωρισμόν από τη γυναίκα του, η πανήγυρις αύτη της Παναγίας της Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά να επέλθη συνδιαλλαγή μετά της γυναικός του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, και το Κουμπώ, το θυγάτριον το οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλας.
-Τόχασα, το καημένο μου, το ευάγωγο, τόχασα!...

Ω, δεν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τον από της γυναικός του χωρισμόν –την οποίαν άλλως τρυφερώς ηγάπα- όσον εθρήνει την σκληράν απώλειαν εκείνην της κορασίδος, την οποίαν εις τον άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον να επανεύρη... Και κατενύσσετο πολύ η καρδία του και εθλίβετο... Και ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν... Τον παλαιόν καιρόν, προ του Εικοσιένα, όταν το σήμερον έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι, και των δύο ενοριών, ήρχοντο εις τον ναόν της Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν’ ακούσωσι τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ’ όλον τον Δεκαπενταύγουστον...
Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.

Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα , τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη».
Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους,ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε
Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»,

...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...». Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως...
Ο γέρο-Φραγκούλας επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει... Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχε αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτσα του... και την ηγάπα ακόμη. Αλλ’ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα, και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω, ατέλειαι των ανθρώπων!

Τώρα εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι! ». Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Τα κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε να τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα ήρχισαν κι εξηκολούθουν να τίκτουν...
Ανελογίζετο αυτά, κι έκλαιεν η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», -όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι προ δεκαπέντε ετών... Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.

Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της. πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου. Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων. και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή όπως τώρα, από την πολίχνην την κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίον το έρημον, του οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι και δεν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου κι εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον... Και τότε ο Φραγκούλης ήτο σαράντα χρόνων και τώρα ήτο πενηνταπέντε.
Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ’ είχε πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν’ αγαπήση... Αλλά τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα την Σινιώραν, την επόνει, αλλ’ έκλαιε πολύ περισσότερον διά το θυγάτριόν του, το Κουμπώ, «το καϋμένο το ευάγωγο!».
Εκείνην την φοράν, ο παππά-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς:
-Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.
-Τι τρέχει, παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα.
-Θα σου έλθει τ’ ασκέρι... Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα…
Ο παπάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλη· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; -καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.
-Θάρθη μαζί κι’ η μάνα τους;
-Βέβαια... πιστεύω, είπεν ο παππάς.

Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα τέσσερα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον συζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά –εις ευτελές δωμάτιον, χάρις ταπεινώσεως, το οποίον ονόμαζε «το κελλί του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ’ έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.
Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον Ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κι εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του.

Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!».
Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κι εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.

Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοθινωνικόν κτλ. κτλ.
Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κι επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.
Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγη ότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»
Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ ήξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννοούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία», αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»

Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κι εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.
- Πειο σιγά, πιο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το Κύριε ελέησον, γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.

Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παπάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι ο Θεός, κι η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατά του παππά, κι’ ο παπάς αν ήθελε να φάγη κι άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσες.
Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:
- Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!».
Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγει:
- Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».
Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν ήξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το «Κύριε ελέησον» λέγεται τρις και πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.

Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παπάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην.
Πριν παρέλθη έτος εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.
Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή.
- Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λεγ’ η μητέρα, ζωνταρφανά.
Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε:
- Τάμαθες, πατέρα; ... Θα παντρέψουμε τ’ Αργυρώ μας ... Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είναι πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ’ Αργυρώ μας ... για να μην κακιώση ο γαμπρος! ...
Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κι εφιλιώθη με την σύζυγόν του. Ηρραβώνισαν
την Αργυρώ, είτα μετ’ ολίγους μήνας την εστεφάνωσαν ... Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου και μ’ ένα γεροντόπαιδον μαζί, το οποίον ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμο της πρωτοτόκου.

Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχη πλησίον του πατρός της, και να τον παρακινή ν’ αγαπήση με την μητέρα.
Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν:
- Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα ... Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στον μαχαλά στο δρόμο που περνώ, και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της…». Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα...
Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της. Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη.
-Τι έχεις κορίτσι μου; της είπεν ο πατήρ της.
-Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω απ’ τον καημό μου!
-Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.

Τω όντι,, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ’ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχεν δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθεν παρά την κλίνην της και της ανήγγειλεν ότι έκαμε αγάπην με την μητέρα της διά να χαρή, ήτο αργά πλέον. Η τρυφερή παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με τη λαλιάν εις το στόμα.
-Πατέρα! Πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία ... με την μητέρα μαζύ!...
Είπε και απέθανε!
Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του ... Κατόπιν απεσύρθη, κ’ εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν ...

Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γίνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο μίαν τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί!». Μόνον εν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει. Του εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, και η άλλη η δευτερότοκος, δεν την ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δεν την επένθησαν, όσον της ήξιζε, την ατυχή μικράν, την Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει να ζη ολομόναχος πάλιν, τώρα «επί γήρατος ουδώ». Και ενθυμείτο τον στίχον του Ψαλτηρίου: «Μη απώση με εις καιρόν γήρως ... και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».
Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν... αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα –ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα, με νερόμυλον –και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν.«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε...»
Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φωνή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα:

«Αντιλαβού μου και ρύσαι
των αιωνίων βασάνων...»

Πρώτη δημοσίευση :  Περιοδικόν Παναθήναια , 15 Αυγούστου 1906 , τχ 141-142 .