Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς.
Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015
Κρατήστε το σπίτι σας ζεστό χωρίς έξοδα
ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ
Ενας ακόμα χειμώνας έρχεται, με την κρίση να αδειάζει τις τσέπες και τα χρήματα να μην φτάνουν για το πετρέλαιο θέρμανσης ή το φυσικό αέριο.
Μπορεί ακόμα να μην έχουμε αισθανθεί χειμώνα, ωστόσο, αυτός είναι προ των πυλών, με πολλά νοικοκυριά και φέτος να ψάχνουν τρόπους να κρατήσουν το σπίτι τους ζεστό ανέξοδα ή με το ελάχιστο δυνατό κόστος.
Αν θέλετε να κάνετε οικονομία ή τα χρήματα δεν σας φτάνουν για τη θέρμανση, μπορείτε να κρατήσετε το σπίτι σας μακριά από το κρύο με απλές κινήσεις:
Χρησιμοποιήστε «βαριές» κουρτίνες
Περίπου το 40% της θερμότητας που διαφεύγει από το σπίτι είναι από τα ακάλυπτα παράθυρα. Οι «βαριές» κουρτίνες θα τα μονώσουν και θα κρατήσουν τη ζεστασιά στο εσωτερικό.
Σφραγίστε τα τα κενά σε πόρτες και παράθυρα
Τα κενά που υπάρχουν κάτω από πόρτες και παράθυρα, αλλά ακόμα και ρωγμές είναι είσοδοι αέρα. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε είτε παλιά σεντόνια για να τα καλύψετε ή να αγοράσετε αεροστόπ που πωλούνται στο εμπόριο.
Παρακολουθήστε τη θερμοκρασία
Αν θέλετε να ζεστάνετε τα δωμάτια, τότε η ιδανική θερμοκρασία είναι οι 20 βαθμοί Κελσίου. Αν δεν έχετε προγραμματιζόμενο θερμοστάτη, τότε τοποθετήστε ένα θερμόμετρο στο σαλόνι σας, ώστε να την ελέγχετε.
Ο ήλιος είναι «σύμμαχος»
Οταν έξω έχει ήλιο, τραβήξτε τις κουρτίνες για να μπει μέσα στο σπίτι. Ο ήλιος δεν φέρνει μόνο φως αλλά χαρίζει και θερμότητα στο εσωτερικό.
Μαγειρέψτε
Οσο άσχετο και να ακούγεται, δεν είναι! Το μαγείρεμα ναι μεν ως δραστηριότητα μπορεί να σας ζεστάνει γιατί κινείστε αλλά μπορεί να φέρει ζέστη στο σπίτι, τουλάχιστον στην κουζίνα. Μετά τη χρήση του φούρνου, για παράδειγμα, μην κλείνετε την πόρτα του, αφήστε την ανοικτή. Μπορεί να έχετε σταματήσει την λειτουργία του αλλά η θερμότητα του παραμένει και μπορεί να περάσει στην κουζίνα σας.
Τοποθετήστε χαλιά
Τα χαλιά πάνε πακέτο με τον χειμώνα και όχι άδικα. Πέρα από το ότι δίνουν στιλ στο σπίτι, κρατούν και τη ζέστη σε αυτό. Τα γυμνά δάπεδα ευθύνονται για απώλεια θερμότητας της τάξης του 10%.
Τακτοποιήστε τα έπιπλά
Οταν κάθεστε σε καναπέδες και πολυθρόνες που είναι κοντά σε παράθυρα είναι προφανές πως θα κρυώνετε. Προτιμήστε την τοποθέτηση επίπλων, που χρησιμοποιείτε κοντά σε τοίχους ή καλοριφέρ, ώστε να «απορροφούν» την θερμότητα.
Ανάψτε τζάκι
Αν είστε από τους τυχερούς που έχουν τζάκι στο σπίτι τους, προτιμήστε το. Μπορεί να μην ζεσταίνει όλο το σπίτι αλλά σίγουρα θα χαρίσει στο σαλόνι, που κάθονται οι περισσότεροι, μια θερμή νότα.
Ενας ακόμα χειμώνας έρχεται, με την κρίση να αδειάζει τις τσέπες και τα χρήματα να μην φτάνουν για το πετρέλαιο θέρμανσης ή το φυσικό αέριο.
Μπορεί ακόμα να μην έχουμε αισθανθεί χειμώνα, ωστόσο, αυτός είναι προ των πυλών, με πολλά νοικοκυριά και φέτος να ψάχνουν τρόπους να κρατήσουν το σπίτι τους ζεστό ανέξοδα ή με το ελάχιστο δυνατό κόστος.
Αν θέλετε να κάνετε οικονομία ή τα χρήματα δεν σας φτάνουν για τη θέρμανση, μπορείτε να κρατήσετε το σπίτι σας μακριά από το κρύο με απλές κινήσεις:
Χρησιμοποιήστε «βαριές» κουρτίνες
Περίπου το 40% της θερμότητας που διαφεύγει από το σπίτι είναι από τα ακάλυπτα παράθυρα. Οι «βαριές» κουρτίνες θα τα μονώσουν και θα κρατήσουν τη ζεστασιά στο εσωτερικό.
Σφραγίστε τα τα κενά σε πόρτες και παράθυρα
Τα κενά που υπάρχουν κάτω από πόρτες και παράθυρα, αλλά ακόμα και ρωγμές είναι είσοδοι αέρα. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε είτε παλιά σεντόνια για να τα καλύψετε ή να αγοράσετε αεροστόπ που πωλούνται στο εμπόριο.
Παρακολουθήστε τη θερμοκρασία
Αν θέλετε να ζεστάνετε τα δωμάτια, τότε η ιδανική θερμοκρασία είναι οι 20 βαθμοί Κελσίου. Αν δεν έχετε προγραμματιζόμενο θερμοστάτη, τότε τοποθετήστε ένα θερμόμετρο στο σαλόνι σας, ώστε να την ελέγχετε.
Ο ήλιος είναι «σύμμαχος»
Οταν έξω έχει ήλιο, τραβήξτε τις κουρτίνες για να μπει μέσα στο σπίτι. Ο ήλιος δεν φέρνει μόνο φως αλλά χαρίζει και θερμότητα στο εσωτερικό.
Μαγειρέψτε
Οσο άσχετο και να ακούγεται, δεν είναι! Το μαγείρεμα ναι μεν ως δραστηριότητα μπορεί να σας ζεστάνει γιατί κινείστε αλλά μπορεί να φέρει ζέστη στο σπίτι, τουλάχιστον στην κουζίνα. Μετά τη χρήση του φούρνου, για παράδειγμα, μην κλείνετε την πόρτα του, αφήστε την ανοικτή. Μπορεί να έχετε σταματήσει την λειτουργία του αλλά η θερμότητα του παραμένει και μπορεί να περάσει στην κουζίνα σας.
Τοποθετήστε χαλιά
Τα χαλιά πάνε πακέτο με τον χειμώνα και όχι άδικα. Πέρα από το ότι δίνουν στιλ στο σπίτι, κρατούν και τη ζέστη σε αυτό. Τα γυμνά δάπεδα ευθύνονται για απώλεια θερμότητας της τάξης του 10%.
Τακτοποιήστε τα έπιπλά
Οταν κάθεστε σε καναπέδες και πολυθρόνες που είναι κοντά σε παράθυρα είναι προφανές πως θα κρυώνετε. Προτιμήστε την τοποθέτηση επίπλων, που χρησιμοποιείτε κοντά σε τοίχους ή καλοριφέρ, ώστε να «απορροφούν» την θερμότητα.
Ανάψτε τζάκι
Αν είστε από τους τυχερούς που έχουν τζάκι στο σπίτι τους, προτιμήστε το. Μπορεί να μην ζεσταίνει όλο το σπίτι αλλά σίγουρα θα χαρίσει στο σαλόνι, που κάθονται οι περισσότεροι, μια θερμή νότα.
Τζιχάντ και τζιχαντισμός
Του Πάνου Κουργιώτη δρ. Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, αραβολόγου, δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 100
Παράλληλα
με την διαμόρφωση του ιστορικού, γεωγραφικού, πολιτικόοικονομικού και
πολιτισμικού χώρου του Ισλάμ ανά τους αιώνες, διαμορφωνόταν αργά άλλα
σταθερά και η αντίληψη των ίδιων των μουσουλμάνων για την Ούμμα, δηλαδή
την Κοινότητα που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους και στην οποία
προορίζονταν να πορευτούν οι ίδιοι και οι επόμενες γενιές. Για τους
περισσότερους το αίσθημα του «ανήκειν» στην Κοινότητα εκπληρώθηκε με την
ενεργή τους συμμετοχή σε ό,τι ονομάστηκε σταδιακά «στύλοι του Ισλάμ»,
δηλαδή με την καθημερινή προσευχή, την ομολογία της πίστεως στον έναν
Θεό, τη νηστεία κατά το μήνα του Ραμαζανίου, τη μετάβαση στη Μέκκα για
το προσκύνημα και την ελεημοσύνη. Για άλλους, η Κοινότητα γινόταν
αντιληπτή μέσω της σχολαστικής ερμηνείας των πηγών της θρησκείας και της
υιοθέτησης της Σαρίας ως ρυθμιστικού πλαισίου του ιδιωτικού και του
δημόσιου βίου, μεταπηδώντας από το επίπεδο της θεολογικής αναζήτησης σε
αυτό του νομικού συστήματος. Άλλοι, τέλος, έτρεφαν προσδοκίες
κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης,
ταυτίζοντας την Κοινότητα με ένα «Ισλαμικό Κράτος», το οποίο υποτίθεται
πως θα έπρεπε να ανασυσταθεί. Σε κάθε περίπτωση, με την πάροδο του
χρόνου και τη δημιουργία μιας ασφαλούς ιστορικής απόστασης από τα
γεγονότα και τις κοινωνικές-πολιτικές-πνευματικές συνθήκες που τα
γέννησαν, το παρελθόν ξαναδιαβάστηκε υπό το φως των νεότερων εξελίξεων,
εξιδανικεύτηκε και εν τέλει αναβαπτίστηκε ως «παράδοση». Μία «παράδοση»,
η οποία αποτελεί μέχρι και σήμερα την προσφιλέστερη δεξαμενή άντλησης
παραδειγμάτων, συμβόλων κι εννοιών, κάθε φορά που εκδηλώνεται μία κρίση ή
συντελούνται πολιτικές και πολιτισμικές μεταβολές.
Καμία έννοια βέβαια δεν έχει μονοπωλήσει τη δημόσια συζήτηση, τόσο εντός, όσο κι εκτός Ισλάμ, με τον τρόπο που κατάφερε να το κάνει η έννοια του Τζιχάντ, το οποίο αναγνωρίζουμε όλοι σήμερα ως «Ιερό Αγώνα» και –αρκετά αυθαίρετα– ως γενεσιουργό αιτία των τεράτων εκείνων που ονομάζουμε τζιχαντιστές. Και αυτό διότι μία ιστορική έννοια δεν είναι από μόνη της αρκετή για να περιγραφεί ένα σύγχρονο πολιτικό φαινόμενο. Τίθενται ζητήματα ερμηνείας ή διαστρέβλωσης της ίδιας της κειμενικής παράδοσης, ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής, ενώ συντρέχουν και σπουδαιότατοι κοινωνικοί, γεωπολιτικοί και άλλοι παράγοντες. Καλούμαστε λοιπόν να ανασυνθέσουμε την ιστορική σύνδεση ανάμεσα στο Τζιχάντ ως έννοια και πρακτική και στην εμφάνιση μίας ακραίας συνιστώσας εντός του ευρύτερου ισλαμιστικού κινήματος.
Καμία έννοια βέβαια δεν έχει μονοπωλήσει τη δημόσια συζήτηση, τόσο εντός, όσο κι εκτός Ισλάμ, με τον τρόπο που κατάφερε να το κάνει η έννοια του Τζιχάντ, το οποίο αναγνωρίζουμε όλοι σήμερα ως «Ιερό Αγώνα» και –αρκετά αυθαίρετα– ως γενεσιουργό αιτία των τεράτων εκείνων που ονομάζουμε τζιχαντιστές. Και αυτό διότι μία ιστορική έννοια δεν είναι από μόνη της αρκετή για να περιγραφεί ένα σύγχρονο πολιτικό φαινόμενο. Τίθενται ζητήματα ερμηνείας ή διαστρέβλωσης της ίδιας της κειμενικής παράδοσης, ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής, ενώ συντρέχουν και σπουδαιότατοι κοινωνικοί, γεωπολιτικοί και άλλοι παράγοντες. Καλούμαστε λοιπόν να ανασυνθέσουμε την ιστορική σύνδεση ανάμεσα στο Τζιχάντ ως έννοια και πρακτική και στην εμφάνιση μίας ακραίας συνιστώσας εντός του ευρύτερου ισλαμιστικού κινήματος.
Η έννοια και τα πολιτικά της αποτελέσματα πριν την εποχή των εθνών-κρατών
Ετυμολογικά,
το Τζιχάντ είναι το απαρέμφατο του ρήματος τζάχαντα που σημαίνει
καταβάλλω προσπάθεια, κοπιάζω, αγωνίζομαι. Το Τζιχάντ απαντάται στο
Κοράνι ως αλ-Τζιχάντ μπιν-Ναφς, δηλαδή η ψυχική- ατομική προσπάθεια και
αλ-Τζιχάντ μπιλ-Μαλ, δηλαδή η προσπάθεια με όσα μέσα διαθέτει κάποιος
από πόρους και περιουσιακά στοιχεία. Αν και δεν εντοπίζεται κάποια
έκκληση στη βία, παρά μόνο μία αόριστη προτροπή στον κάθε πιστό ατομικά
να αγωνιστεί για την υπόθεση του Θεού, η έννοια συχνά συγχέεται με τον
σαφώς πολεμικότερο όρο Κιτάλ, που αναφέρεται στο δικαίωμα νόμιμης
αυτοάμυνας των μουσουλμάνων, αλλά και στην καταδίωξη των εχθρών τους, οι
οποίοι την εποχή εκείνη δεν ήταν άλλοι από τους ειδωλολάτρες Άραβες,
που κυνηγούσαν τον Μωάμεθ και τους πρώτους προσήλυτους στο Ισλάμ ως
«αιρετικούς».
Το ζήτημα που προκύπτει εδώ είναι ότι προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε έννοιες με βάση τις κορανικές αναφορές, πολλές φορές παραβλέποντας ότι το ίδιο το Κοράνι, δηλαδή ο Λόγος του Θεού κατά τη μουσουλμανική θεολογική παράδοση, αποκαλύφθηκε στον Άραβα Προφήτη κατά τη διάρκεια πολλών διαδοχικών αποκαλύψεων από το 610 έως το 632 μ.Χ. (έτος θανάτου του Μωάμεθ), ενώ κυκλοφόρησε ως ένα ενιαίο βιβλίο περίπου το 650 μ.Χ., αφού πρώτα είχαν καταστραφεί διάφορες «αμφιλεγόμενες» αποκαλύψεις κι ενώ μαινόταν η σύγκρουση μεταξύ των πρώτων ισλαμικών ιθυνουσών ομάδων για τη νομή της εξουσίας εντός του θεσμού εκείνου που οι ίδιες επινόησαν, του Χαλιφάτου. Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά και παρά το γεγονός, ότι ακόμη δεν είχε δημιουργηθεί μία μουσουλμανική θεολογική διανόηση ικανή να προσδιορίσει το περιεχόμενο και τα όρια του Τζιχάντ, η έννοια πολιτικοποιήθηκε ταχύτατα και αξιοποιήθηκε στρατιωτικά από την πρώιμη ισλαμική αυτοκρατορία. Το «κυνήγι των απίστων» δεν μπορούσε πια να διεξάγεται στην επικράτειά της, αφού όλες οι αραβικές φυλές είχαν ενταχθεί στη συμμαχία του Ισλάμ και πλέον κατέβαλλαν τον φόρο της ελεημοσύνης, το γνωστό Ζακάτ, ενώ ήταν υποχρεωμένες να απέχουν από τις μεταξύ τους επικερδείς λαφυραγωγικές επιδρομές. Στο όνομα της εσωτερικής ειρήνης λοιπόν, δημιουργήθηκαν μουσουλμανικοί στρατοί που τους απάρτιζαν Άραβες και βρίσκονταν διαρκώς απασχολημένοι σε επεκτατικούς πολέμους μακριά από τη Μεδίνα και αργότερα τη Δαμασκό. Επρόκειτο για τις περίφημες Ημισεληνοφορίες, τις οποίες βέβαια θα αντέγραφαν στη συνέχεια και τα φεουδαλικά μεσαιωνικά βασίλεια του ευρωπαϊκού χώρου με τις Σταυροφορίες τους κατά των «απίστων της Ανατολής».
Πριν συνεχίσουμε την ιστορική μας αναδρομή, κρίνεται απαραίτητο να επισημάνουμε τις διαφορές του σουνιτικού και του σιιτικού Ισλάμ σε σχέση με το Τζιχάντ. Και, πράγματι, στους ιστορικούς χώρους του σουνιτικού Ισλάμ παρατηρούμε μέχρι σήμερα μια εντυπωσιακή πληθώρα ανάληψης πρωτοβουλιών κήρυξης του Τζιχάντ από διάφορους φορείς, θεσμικούς κι εξωθεσμικούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς, ελλείψει μιας ανώτατης πνευματικής ή πολιτικής αρχής, ειδικά επιφορτισμένης με τον σκοπό αυτό. Αντίθετα, στο σιιτικό Ισλάμ, το δικαίωμα κήρυξης του Τζιχάντ μονοπωλείται μέχρι σήμερα από έναν καλά οργανωμένο και ιεραρχημένο κλήρο, ο οποίος διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες, προκειμένου να αποτελέσει τον θεματοφύλακα της παράδοσης των ιμάμηδων, κεντρικού πυρήνα της σιιτικής θεολογικής σκέψης.
Αυτή η πληθώρα σε φορείς που κήρυτταν το Τζιχάντ, πράγματι αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του σουνιτικού Ισλάμ, ιδίως κατά την αποικιοκρατική περίοδο και πριν την ανάδυση των σύγχρονων εθνικών μουσουλμανικών κρατικών οντοτήτων, όταν συνυπήρχαν διάφορα μοντέλα οργάνωσης και κινητοποίησης, τόσο παραδοσιακά, όσο και περισσότερο νεωτερικά. Καθ’ όλο τον 19ο αιώνα η Αλγερία γνώρισε αγροτικές εξεγέρσεις που πονοκεφάλιαζαν τους Γάλλους. Αν και οι εξεγέρσεις αυτές αποκτούσαν τα χαρακτηριστικά ενός αντιαποικιακού Τζιχάντ, στην πραγματικότητα επρόκειτο για αντιδράσεις του καθυστερημένου κόσμου της ενδοχώρας υπό τον συντονισμό των παραδοσιακών σουφικών αδελφοτήτων, οι οποίες είχαν αναβαθμιστεί σε ντε φάκτο εκπροσώπους μεγάλου μέρους του πληθυσμού, με την παρότρυνση των ίδιων των αποικιοκρατών. Αντίστοιχα στην ινδική υποήπειρο, μεταξύ 1847-1908 καταγράφηκαν πάνω από 60 τέτοιες εξεγέρσεις κατά των Βρετανών, ενώ παρόμοια καλέσματα σε Τζιχάντ παρατηρήθηκαν την ίδια περίοδο και στον Καύκασο κατά της τσαρικής Ρωσίας. Στο Σουδάν, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, το μεσσιανικό μεταρρυθμιστικό κίνημα του Μαχντί δημιούργησε το δικό του «Χαλιφάτο» και απάντησε με Τζιχάντ προκειμένου να αντιμετωπίσει την κοινή αγγλόαιγυπτιακή πίεση, ενώ η κήρυξη του Τζιχάντ αποτελούσε μονόδρομο για τον Ομάρ Μουχτάρ, με σκοπό την επιβεβαίωση των δεσμών ανάμεσα στον ντόπιο πληθυσμό και την αδελφότητα της Σενουσίγια, εν μέσω της ιταλικής φασιστικής επέλασης στην Κυρηναϊκή κατά τη δεκαετία του 1920.
Το Τζιχάντ ωστόσο δεν αποτελούσε απλώς μία απάντηση του κόσμου της υπαίθρου στις αποικιακές πιέσεις της περιόδου, αλλά και μία ιδεολογική αυτοκρατορική επιλογή. Έτσι λοιπόν και η ασθμαίνουσα οθωμανική αυτοκρατορία, στο πλαίσιο των πολιτικών του πανισλαμισμού, κήρυξε Τζιχάντ κατά των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, προσπαθώντας από τη μια να κινητοποιήσει τους μουσουλμάνους των αγγλό-γαλλικών αποικιών υπέρ του χαλίφη – σουλτάνου και από την άλλη να αναχαιτίσει τον εμβρυακό αραβικό εθνικισμό εντός της επικράτειάς της, προτάσσοντας την ενότητα της πίστης μεταξύ Τούρκων και Αράβων. Τέλος και η ιστορική γενέτειρα του Ισλάμ, η Αραβική Χερσόνησος, συγκλονίστηκε από το Τζιχάντ του οίκου των Σαούντ εναντίον των χασεμιτών συμμάχων των Βρετανών, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο. Και πράγματι οι Σαούντ επικράτησαν στο μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου, όπου και θα ίδρυαν αργότερα το ομώνυμο βασίλειό τους το 1932, χάρη στη διαρκή πολεμική κινητοποίηση των φυλών, ωστόσο το αδιάκοπο Τζιχάντ που είχαν κηρύξει στράφηκε εναντίον τους, όταν προσπάθησαν να το τερματίσουν κατόπιν βρετανικών πιέσεων και χάριν της εξομάλυνσης των σχέσεων του βασιλείου με τα νεότευκτα κράτη της Υπεριορδανίας και του Ιράκ.
Το ζήτημα που προκύπτει εδώ είναι ότι προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε έννοιες με βάση τις κορανικές αναφορές, πολλές φορές παραβλέποντας ότι το ίδιο το Κοράνι, δηλαδή ο Λόγος του Θεού κατά τη μουσουλμανική θεολογική παράδοση, αποκαλύφθηκε στον Άραβα Προφήτη κατά τη διάρκεια πολλών διαδοχικών αποκαλύψεων από το 610 έως το 632 μ.Χ. (έτος θανάτου του Μωάμεθ), ενώ κυκλοφόρησε ως ένα ενιαίο βιβλίο περίπου το 650 μ.Χ., αφού πρώτα είχαν καταστραφεί διάφορες «αμφιλεγόμενες» αποκαλύψεις κι ενώ μαινόταν η σύγκρουση μεταξύ των πρώτων ισλαμικών ιθυνουσών ομάδων για τη νομή της εξουσίας εντός του θεσμού εκείνου που οι ίδιες επινόησαν, του Χαλιφάτου. Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά και παρά το γεγονός, ότι ακόμη δεν είχε δημιουργηθεί μία μουσουλμανική θεολογική διανόηση ικανή να προσδιορίσει το περιεχόμενο και τα όρια του Τζιχάντ, η έννοια πολιτικοποιήθηκε ταχύτατα και αξιοποιήθηκε στρατιωτικά από την πρώιμη ισλαμική αυτοκρατορία. Το «κυνήγι των απίστων» δεν μπορούσε πια να διεξάγεται στην επικράτειά της, αφού όλες οι αραβικές φυλές είχαν ενταχθεί στη συμμαχία του Ισλάμ και πλέον κατέβαλλαν τον φόρο της ελεημοσύνης, το γνωστό Ζακάτ, ενώ ήταν υποχρεωμένες να απέχουν από τις μεταξύ τους επικερδείς λαφυραγωγικές επιδρομές. Στο όνομα της εσωτερικής ειρήνης λοιπόν, δημιουργήθηκαν μουσουλμανικοί στρατοί που τους απάρτιζαν Άραβες και βρίσκονταν διαρκώς απασχολημένοι σε επεκτατικούς πολέμους μακριά από τη Μεδίνα και αργότερα τη Δαμασκό. Επρόκειτο για τις περίφημες Ημισεληνοφορίες, τις οποίες βέβαια θα αντέγραφαν στη συνέχεια και τα φεουδαλικά μεσαιωνικά βασίλεια του ευρωπαϊκού χώρου με τις Σταυροφορίες τους κατά των «απίστων της Ανατολής».
Πριν συνεχίσουμε την ιστορική μας αναδρομή, κρίνεται απαραίτητο να επισημάνουμε τις διαφορές του σουνιτικού και του σιιτικού Ισλάμ σε σχέση με το Τζιχάντ. Και, πράγματι, στους ιστορικούς χώρους του σουνιτικού Ισλάμ παρατηρούμε μέχρι σήμερα μια εντυπωσιακή πληθώρα ανάληψης πρωτοβουλιών κήρυξης του Τζιχάντ από διάφορους φορείς, θεσμικούς κι εξωθεσμικούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς, ελλείψει μιας ανώτατης πνευματικής ή πολιτικής αρχής, ειδικά επιφορτισμένης με τον σκοπό αυτό. Αντίθετα, στο σιιτικό Ισλάμ, το δικαίωμα κήρυξης του Τζιχάντ μονοπωλείται μέχρι σήμερα από έναν καλά οργανωμένο και ιεραρχημένο κλήρο, ο οποίος διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες, προκειμένου να αποτελέσει τον θεματοφύλακα της παράδοσης των ιμάμηδων, κεντρικού πυρήνα της σιιτικής θεολογικής σκέψης.
Αυτή η πληθώρα σε φορείς που κήρυτταν το Τζιχάντ, πράγματι αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του σουνιτικού Ισλάμ, ιδίως κατά την αποικιοκρατική περίοδο και πριν την ανάδυση των σύγχρονων εθνικών μουσουλμανικών κρατικών οντοτήτων, όταν συνυπήρχαν διάφορα μοντέλα οργάνωσης και κινητοποίησης, τόσο παραδοσιακά, όσο και περισσότερο νεωτερικά. Καθ’ όλο τον 19ο αιώνα η Αλγερία γνώρισε αγροτικές εξεγέρσεις που πονοκεφάλιαζαν τους Γάλλους. Αν και οι εξεγέρσεις αυτές αποκτούσαν τα χαρακτηριστικά ενός αντιαποικιακού Τζιχάντ, στην πραγματικότητα επρόκειτο για αντιδράσεις του καθυστερημένου κόσμου της ενδοχώρας υπό τον συντονισμό των παραδοσιακών σουφικών αδελφοτήτων, οι οποίες είχαν αναβαθμιστεί σε ντε φάκτο εκπροσώπους μεγάλου μέρους του πληθυσμού, με την παρότρυνση των ίδιων των αποικιοκρατών. Αντίστοιχα στην ινδική υποήπειρο, μεταξύ 1847-1908 καταγράφηκαν πάνω από 60 τέτοιες εξεγέρσεις κατά των Βρετανών, ενώ παρόμοια καλέσματα σε Τζιχάντ παρατηρήθηκαν την ίδια περίοδο και στον Καύκασο κατά της τσαρικής Ρωσίας. Στο Σουδάν, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, το μεσσιανικό μεταρρυθμιστικό κίνημα του Μαχντί δημιούργησε το δικό του «Χαλιφάτο» και απάντησε με Τζιχάντ προκειμένου να αντιμετωπίσει την κοινή αγγλόαιγυπτιακή πίεση, ενώ η κήρυξη του Τζιχάντ αποτελούσε μονόδρομο για τον Ομάρ Μουχτάρ, με σκοπό την επιβεβαίωση των δεσμών ανάμεσα στον ντόπιο πληθυσμό και την αδελφότητα της Σενουσίγια, εν μέσω της ιταλικής φασιστικής επέλασης στην Κυρηναϊκή κατά τη δεκαετία του 1920.
Το Τζιχάντ ωστόσο δεν αποτελούσε απλώς μία απάντηση του κόσμου της υπαίθρου στις αποικιακές πιέσεις της περιόδου, αλλά και μία ιδεολογική αυτοκρατορική επιλογή. Έτσι λοιπόν και η ασθμαίνουσα οθωμανική αυτοκρατορία, στο πλαίσιο των πολιτικών του πανισλαμισμού, κήρυξε Τζιχάντ κατά των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, προσπαθώντας από τη μια να κινητοποιήσει τους μουσουλμάνους των αγγλό-γαλλικών αποικιών υπέρ του χαλίφη – σουλτάνου και από την άλλη να αναχαιτίσει τον εμβρυακό αραβικό εθνικισμό εντός της επικράτειάς της, προτάσσοντας την ενότητα της πίστης μεταξύ Τούρκων και Αράβων. Τέλος και η ιστορική γενέτειρα του Ισλάμ, η Αραβική Χερσόνησος, συγκλονίστηκε από το Τζιχάντ του οίκου των Σαούντ εναντίον των χασεμιτών συμμάχων των Βρετανών, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο. Και πράγματι οι Σαούντ επικράτησαν στο μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου, όπου και θα ίδρυαν αργότερα το ομώνυμο βασίλειό τους το 1932, χάρη στη διαρκή πολεμική κινητοποίηση των φυλών, ωστόσο το αδιάκοπο Τζιχάντ που είχαν κηρύξει στράφηκε εναντίον τους, όταν προσπάθησαν να το τερματίσουν κατόπιν βρετανικών πιέσεων και χάριν της εξομάλυνσης των σχέσεων του βασιλείου με τα νεότευκτα κράτη της Υπεριορδανίας και του Ιράκ.
Το τζιχάντ στην εποχή των εθνών-κρατών:
ο τζιχαντισμός ως υποπροϊόν των κρίσεων του Ισλαμισμού
ο τζιχαντισμός ως υποπροϊόν των κρίσεων του Ισλαμισμού
Προκειμένου
να κατανοήσουμε τις συνθήκες γέννησης του σύγχρονου τζιχαντισμού,
πρέπει πρώτα να σταθούμε στην ίδια την ιδεολογία του ισλαμισμού και στην
πρώτη του οργανωμένη έκφραση, τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, η οποία
ιδρύθηκε το 1928 στην επαρχιακή πόλη του Καναλιού του Σουέζ, την
Ισμαηλία, εν μέσω των επιπτώσεων της παγκόσμιας ύφεσης στην αγροτική
οικονομία της Αιγύπτου και στον απόηχο της κεμαλικής επανάστασης στην
Τουρκία και της κατάργησης του Χαλιφάτου το 1924. Εν αντιθέσει με πολλές
συγκαιρινές της πουριτανικές αδελφότητες, στις οποίες μεσουρανούσαν οι
θεολόγοι του Άζχαρ, η καινοτομία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας έγκειτο
στο ότι αποτελούσε μία λαϊκή οργάνωση του εξωθεολογικού κόσμου, η οποία
βασιζόταν κοινωνικά στη συμμαχία των προσφάτως μορφωμένων μεσοστρωμάτων
και των παραδοσιακών επαγγελματικών ομάδων των πόλεων και της υπαίθρου
και ιδεολογικά στην αναγωγή του Ισλάμ σε ένα σύστημα, το οποίο θα
μπορούσε να προσφέρει καθοδήγηση για την κοινωνία και λύσεις για τα
προβλήματά της, κατ’ αντιστοιχία των εισαγόμενων ιδεολογικών μοντέλων
από τον κόσμο των μητροπόλεων, όπως ο εθνικισμός, ο φιλελευθερισμός, ο
φασισμός ή ο κομμουνισμός. Επομένως, από πολλές απόψεις η εμφάνιση της
Μουσουλμανικής Αδελφότητας συνιστούσε μία ακόμη αντανάκλαση του
γενικότερου εκσυγχρονισμού της πολιτικής και πνευματικής ζωής που βίωνε η
Αίγυπτος του Μεσοπολέμου.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι υιοθέτησαν την έννοια του Τζιχάντ, ωστόσο της προσέδωσαν ένα νέο περιεχόμενο, ανταποκρινόμενο στις συνθήκες της εποχής και της κοινωνίας που έδρασαν. Τόσο στο ιστορικό σύνθημα της οργάνωσης (το Κοράνιο είναι το Σύνταγμά μας και το Τζιχάντ ο τρόπος μας), όσο και στις περίφημες επιστολές του ιδρυτή της, Χάσαν αλ Μπάνα, οι οποίες αποτέλεσαν και τη βάση της ύστερης ισλαμιστικής φιλολογίας, το Τζιχάντ ερμηνεύεται ως το προαπαιτούμενο της «ισλαμικής δράσης», εννοώντας τη ρήξη με ό,τι χαρακτήριζαν ως «παθητικό Ισλάμ» των λόγιων και των θεολόγων και «παρηκμασμένο Ισλάμ» των αγίων της υπαίθρου και των αδελφοτήτων τους. Το Τζιχάντ των Αδελφών Μουσουλμάνων περιλάμβανε την εθνικοαπελευθερωτική δράση κατά του ξένου κατακτητή, σε μία εποχή που ο νεοσύστατος αραβικός εθνικισμός ακόμη διέθετε μία έντονη θρησκευτική χροιά, ωστόσο περιλάμβανε και μία έντονη ιεραποστολική-κοινωνική διάσταση: τη γνωριμία των ανθρώπων με το Ισλάμ «όπως πραγματικά είναι», μέσω της ίδρυσης σχολείων, λεσχών για τη νεολαία, παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, κ.λπ. Εν ολίγοις, η υιοθέτηση των μεθόδων δράσης των χριστιανικών ιεραποστολών από την πρώτη ισλαμιστική οργάνωση του κόσμου, μετονομάστηκε σε Τζιχάντ για την υπόθεση της κοινωνικής μεταρρύθμισης, όμως δεν προέκυπτε πουθενά μέσα από τις επιστολές του Μπάνα ποια θα έπρεπε να είναι η στάση των Αδελφών απέναντι στις «αντι-ισλαμικές» κυβερνήσεις, ούτε υπήρχε κάποια σαφής προτροπή για την άσκηση βίας κατά συγκεκριμένων στόχων στο εσωτερικό και το εξωτερικό, πέραν του αόριστου αιτήματος για απελευθέρωση και ενότητα του «Ισλαμικού Έθνους».
Επιπλέον, το ζήτημα γίνεται ακόμη συνθετότερο, αν αναλογιστούμε ότι η Μουσουλμανική Αδελφότητα, ακόμη και αν ξεκίνησε ως μία ιεραποστολική-μεταρρυθμιστική οργάνωση, παρ’ όλα αυτά πολιτικοποιήθηκε ταχύτατα εντός της πρώτης εικοσαετίας που έδρασε, πριν προλάβει να επεξεργαστεί ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα ή να λύσει το ακανθώδες ζήτημα των σχέσεών της με την εξουσία. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο δάσκαλος Μπάνα, ενώ αναφέρθηκε λεπτομερώς στα δύο πρώτα στάδια του «μηνύματος», αυτού της γνωριμίας (δηλαδή του προσηλυτιστικού έργου) και της δημιουργίας (εννοώντας την επέκταση των οργανωτικών δομών της Αδελφότητας και τη δημιουργία ενός μοντέλου προς εξαγωγή σε άλλες χώρες), δεν διασαφήνισε ποτέ το τι ακριβώς περιλάμβανε το τρίτο στάδιο, αυτό της εκτέλεσης. Ή δεν πρόλαβε λόγω της δολοφονίας του το 1949, ή δεν το έπραξε σκόπιμα, επειδή δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τα πολιτικά διακυβεύματα της φάσης αυτής.
Όσο βαθύτερα εισερχόταν η Αδελφότητα στο πεδίο των πολιτικών ανταγωνισμών, τόσο περισσότερο οξύνονταν οι ιδεολογικές και οι οργανωτικές της αντιφάσεις, αφού από τη μια αμφιταλαντευόταν μεταξύ της μεγάλης ανοιχτής οργάνωσης που προσδοκούσε τη σταδιακή ισλαμική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, της οικονομίας, της παιδείας και της διακυβέρνησης και, από την άλλη, είχε αναπτυχθεί κατά τη δεκαετία του ’40 στα σπλάχνα της μια συνωμοτική παραστρατιωτική οργάνωση, που βασιζόταν στους κλειστούς πυρήνες των πέντε ατόμων και αργότερα θα ενέπνεε την ίδια την αλ-Κάιντα. Οι κρίσεις του 1948, όταν η οργάνωση αυτή δολοφόνησε τον Αιγύπτιο πρωθυπουργό Νουκρασί Πασά και του 1954, όταν αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον ίδιο τον Τζαμάλ Άμπντ αλ Νάσερ, αποτέλεσαν πρελούδιο της εμφάνισης της τζιχαντιστικής πτέρυγας του ισλαμισμού και της σύγχρονης ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Και οι κρίσεις αυτές βέβαια προκλήθηκαν λόγω της αδυναμίας της Αδελφότητας να εξέλθει από τα ιδεολογικο-πολιτικά της αδιέξοδα: Ελλείψει ενός σαφούς προγράμματος εξουσίας κι ενός επαναστατικού ορίζοντα, αυξήθηκαν τα περιθώρια ερμηνείας του ανεκπλήρωτου σταδίου της εκτέλεσης.
Η δολοφονία του πρωθυπουργού από μια μερίδα Αδελφών ήταν το Τζιχάντ κατά ενός τυράννου, πιστεύοντας ότι έτσι θα ικανοποιούνταν η επαναστατική προσδοκία για τον θρίαμβο του Ισλάμ. Όσο και αν προσπάθησαν στη συνέχεια οι συντηρητικότεροι της ηγεσίας να εξαλείψουν τους ριζοσπάστες, η μοίρα όλων ήταν προδιαγεγραμμένη. Η Αδελφότητα διαλύθηκε στα μέσα της δεκαετίας ’50 και όσα στελέχη της δεν κατάφεραν να βρουν καταφύγιο στις χώρες του Κόλπου, απαγχονίστηκαν ή σάπισαν στις νασερικές φυλακές.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι υιοθέτησαν την έννοια του Τζιχάντ, ωστόσο της προσέδωσαν ένα νέο περιεχόμενο, ανταποκρινόμενο στις συνθήκες της εποχής και της κοινωνίας που έδρασαν. Τόσο στο ιστορικό σύνθημα της οργάνωσης (το Κοράνιο είναι το Σύνταγμά μας και το Τζιχάντ ο τρόπος μας), όσο και στις περίφημες επιστολές του ιδρυτή της, Χάσαν αλ Μπάνα, οι οποίες αποτέλεσαν και τη βάση της ύστερης ισλαμιστικής φιλολογίας, το Τζιχάντ ερμηνεύεται ως το προαπαιτούμενο της «ισλαμικής δράσης», εννοώντας τη ρήξη με ό,τι χαρακτήριζαν ως «παθητικό Ισλάμ» των λόγιων και των θεολόγων και «παρηκμασμένο Ισλάμ» των αγίων της υπαίθρου και των αδελφοτήτων τους. Το Τζιχάντ των Αδελφών Μουσουλμάνων περιλάμβανε την εθνικοαπελευθερωτική δράση κατά του ξένου κατακτητή, σε μία εποχή που ο νεοσύστατος αραβικός εθνικισμός ακόμη διέθετε μία έντονη θρησκευτική χροιά, ωστόσο περιλάμβανε και μία έντονη ιεραποστολική-κοινωνική διάσταση: τη γνωριμία των ανθρώπων με το Ισλάμ «όπως πραγματικά είναι», μέσω της ίδρυσης σχολείων, λεσχών για τη νεολαία, παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, κ.λπ. Εν ολίγοις, η υιοθέτηση των μεθόδων δράσης των χριστιανικών ιεραποστολών από την πρώτη ισλαμιστική οργάνωση του κόσμου, μετονομάστηκε σε Τζιχάντ για την υπόθεση της κοινωνικής μεταρρύθμισης, όμως δεν προέκυπτε πουθενά μέσα από τις επιστολές του Μπάνα ποια θα έπρεπε να είναι η στάση των Αδελφών απέναντι στις «αντι-ισλαμικές» κυβερνήσεις, ούτε υπήρχε κάποια σαφής προτροπή για την άσκηση βίας κατά συγκεκριμένων στόχων στο εσωτερικό και το εξωτερικό, πέραν του αόριστου αιτήματος για απελευθέρωση και ενότητα του «Ισλαμικού Έθνους».
Επιπλέον, το ζήτημα γίνεται ακόμη συνθετότερο, αν αναλογιστούμε ότι η Μουσουλμανική Αδελφότητα, ακόμη και αν ξεκίνησε ως μία ιεραποστολική-μεταρρυθμιστική οργάνωση, παρ’ όλα αυτά πολιτικοποιήθηκε ταχύτατα εντός της πρώτης εικοσαετίας που έδρασε, πριν προλάβει να επεξεργαστεί ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα ή να λύσει το ακανθώδες ζήτημα των σχέσεών της με την εξουσία. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο δάσκαλος Μπάνα, ενώ αναφέρθηκε λεπτομερώς στα δύο πρώτα στάδια του «μηνύματος», αυτού της γνωριμίας (δηλαδή του προσηλυτιστικού έργου) και της δημιουργίας (εννοώντας την επέκταση των οργανωτικών δομών της Αδελφότητας και τη δημιουργία ενός μοντέλου προς εξαγωγή σε άλλες χώρες), δεν διασαφήνισε ποτέ το τι ακριβώς περιλάμβανε το τρίτο στάδιο, αυτό της εκτέλεσης. Ή δεν πρόλαβε λόγω της δολοφονίας του το 1949, ή δεν το έπραξε σκόπιμα, επειδή δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τα πολιτικά διακυβεύματα της φάσης αυτής.
Όσο βαθύτερα εισερχόταν η Αδελφότητα στο πεδίο των πολιτικών ανταγωνισμών, τόσο περισσότερο οξύνονταν οι ιδεολογικές και οι οργανωτικές της αντιφάσεις, αφού από τη μια αμφιταλαντευόταν μεταξύ της μεγάλης ανοιχτής οργάνωσης που προσδοκούσε τη σταδιακή ισλαμική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, της οικονομίας, της παιδείας και της διακυβέρνησης και, από την άλλη, είχε αναπτυχθεί κατά τη δεκαετία του ’40 στα σπλάχνα της μια συνωμοτική παραστρατιωτική οργάνωση, που βασιζόταν στους κλειστούς πυρήνες των πέντε ατόμων και αργότερα θα ενέπνεε την ίδια την αλ-Κάιντα. Οι κρίσεις του 1948, όταν η οργάνωση αυτή δολοφόνησε τον Αιγύπτιο πρωθυπουργό Νουκρασί Πασά και του 1954, όταν αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον ίδιο τον Τζαμάλ Άμπντ αλ Νάσερ, αποτέλεσαν πρελούδιο της εμφάνισης της τζιχαντιστικής πτέρυγας του ισλαμισμού και της σύγχρονης ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Και οι κρίσεις αυτές βέβαια προκλήθηκαν λόγω της αδυναμίας της Αδελφότητας να εξέλθει από τα ιδεολογικο-πολιτικά της αδιέξοδα: Ελλείψει ενός σαφούς προγράμματος εξουσίας κι ενός επαναστατικού ορίζοντα, αυξήθηκαν τα περιθώρια ερμηνείας του ανεκπλήρωτου σταδίου της εκτέλεσης.
Η δολοφονία του πρωθυπουργού από μια μερίδα Αδελφών ήταν το Τζιχάντ κατά ενός τυράννου, πιστεύοντας ότι έτσι θα ικανοποιούνταν η επαναστατική προσδοκία για τον θρίαμβο του Ισλάμ. Όσο και αν προσπάθησαν στη συνέχεια οι συντηρητικότεροι της ηγεσίας να εξαλείψουν τους ριζοσπάστες, η μοίρα όλων ήταν προδιαγεγραμμένη. Η Αδελφότητα διαλύθηκε στα μέσα της δεκαετίας ’50 και όσα στελέχη της δεν κατάφεραν να βρουν καταφύγιο στις χώρες του Κόλπου, απαγχονίστηκαν ή σάπισαν στις νασερικές φυλακές.
Η νέα εποχή: ο τζιχαντισμός από το τοπικό
στο υπερεθνικό επίπεδο και οι γεωπολιτικοί παράγοντες
στο υπερεθνικό επίπεδο και οι γεωπολιτικοί παράγοντες
Στις
αρχές της δεκαετίας ’70, μία από τις πρώτες πολιτικές κινήσεις που
ανέλαβε ο διάδοχος του Νάσερ, Ανουάρ Σαντάτ, ήταν να απελευθερώσει τη
γηραιά ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, προσδοκώντας να
αντισταθμίσει τις αυξανόμενες νασερικές και φιλοκομμουνιστικές επιρροές
στα αιγυπτιακά πανεπιστήμια, τα οποία είχαν εν τω μεταξύ διογκωθεί κατά
την προηγούμενη δεκαετία. Όμως, μαζί με την Αδελφότητα, ο Σαντάτ
απελευθέρωσε και το κληρονομημένο της σχίσμα μεταξύ των συντηρητικών
μεταρρυθμιστών, που επιθυμούσαν να συνάψουν εκ νέου συμμαχίες με την
αστική τάξη και να πειθαρχήσουν ενώπιον της εξουσίας, και των
ολιγάριθμων ριζοσπαστών-τζιχαντιστών, οι οποίοι ακολουθούσαν πλέον τον
δρόμο του απαγχονισθέντα το 1966, «μάρτυρα» Σάγιντ Κουτμπ, και όχι του
δασκάλου Χάσαν αλ Μπάνα. Οι δεύτεροι ουσιαστικά είχαν ήδη απομακρυνθεί
από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους εντός των φυλακών και μετά την
αποφυλάκισή τους αυτονομήθηκαν πλήρως τόσο ιδεολογικά, όσο και
οργανωτικά. Έτσι λοιπόν γεννήθηκε ο τζιχαντισμός ως μία ανεξάρτητη
συνιστώσα του ισλαμισμού και στην τότε φάση αποτελούσε ένα τοπικό
αιγυπτιακό φαινόμενο. Άρχισαν να στρατολογούν τα μέλη τους από τις
σχολές, στις οποίες πλέον φοιτούσε η πρώτη γενιά που είχε γεννηθεί κατά
την αποαποικιοποίηση (τέλη ’40 – αρχές ’50) και τις φτωχογειτονιές των
μεταναστών από την ύπαιθρο και να εισαγάγουν νέες έννοιες και μέσα
δράσης στο λεξιλόγιο του ισλαμιστικού κινήματος.
Βασιζόμενοι και στα γραπτά του Κουτμπ, τα οποία άγγιζαν πολύ περισσότερο τους νεαρούς ζηλωτές του ισλαμισμού, σε σχέση με τι επιστολές του Μπάνα, οι τζιχαντιστές μιλούσαν για το «Τακφίρ», δηλαδή τον αφορισμό των μουσουλμάνων ως άθεων, επειδή είχαν περιέλθει στην προϊσλαμική κατάσταση άγνοιας, τη λεγόμενη «Τζαχιλίγια», γεγονός που τους εξουσιοδοτούσε να τους σκοτώσουν. Για να ξεφύγουν από την «εκφυλιστική» επίδραση της «Τζαχιλίγιας», οι πιστοί οργανώνονταν σε μικρές ομάδες και πραγματοποιούσαν τη «Χίτζρα», δηλαδή την Εγίρα, μεταναστεύοντας σε σπηλιές και σε συνοικίες πόλεων, στα πρότυπα της εξόδου του Μωάμεθ και των πρώτων του οπαδών από την ειδωλολατρική Μέκκα στη Μεδίνα, το 622 μ.Χ. Η «Χίτζρα» λοιπόν ήταν μία πράξη εξαγνισμού, αλλά και ρήξης με το «αντι-ισλαμικό» περιβάλλον των σύγχρονων αραβικών εθνών-κρατών. Από τις νέες τους κοινότητες, οι πιστοί καλούνταν να προετοιμαστούν για Τζιχάντ κατά των «φαραώ», όπως χαρακτήριζαν όλους τους δικτάτορες των κοσμικών, στρατιωτικών καθεστώτων στις νασερικές ή τις μπααθικές τους εκδοχές.
Οι τζιχαντιστές πράγματι δολοφόνησαν τον «φαραώ» Σαντάτ το 1980, ωστόσο ακόμα και η πράξη αυτή, που συγκλόνισε τον αραβικό κόσμο ως προς τον θεαματικό της χαρακτήρα, ήταν ενδεικτική των ορίων της πολιτικής τους σκέψης. Ενώ προσπάθησαν μέσω των εξατομικευμένων πράξεων βίας να προσδώσουν στον ισλαμισμό την επαναστατική προοπτική που ανέκαθεν στερούνταν, παρ’ όλα αυτά η δολοφονία του τυράννου δεν οδήγησε στο ξέσπασμα μιας λαϊκής επανάστασης, επειδή οι τζιχαντιστές δεν υιοθέτησαν ποτέ ως στρατηγική τους την οργάνωση κάποιου μαζικού κινήματος. Η πράξη αυτή δεν είχε καμία σχέση με το επαναστατικό προηγούμενο του Ιράν υπό την καθοδήγηση του ιμάμη Χομεϊνί, διότι, πολύ απλά, στην περίπτωση των σιιτών η θεολογική παράδοση προσέφερε τα εργαλεία εκείνα που ήταν ανύπαρκτα στη σκέψη των ακραίων σουνιτών. Το μόνο που κατάφεραν εν τέλει οι τζιχαντιστές, δολοφονώντας τον Σαντάτ, ήταν να κάνουν βαθύτερο το ρήγμα στις τάξεις των ισλαμιστικών δυνάμεων και να αποξενωθούν περαιτέρω από την κοινωνία και τα πραγματικά της προβλήματα. Η «Χίτζρα» ήταν απλώς μία πανάκεια και το Τζιχάντ μία εκτόνωση.
Πέραν των πολιτικών δολοφονιών, μία προσφιλής τακτική των τζιχαντιστών, η οποία παραμένει εξαιρετικά διαχρονική μέχρι σήμερα, υπήρξε η εμπλοκή τους σε εμφύλιους πολέμους μουσουλμανικών χωρών. Ο τζιχαντισμός, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα με τη μορφή του ISIS, ανάγει τον χαρακτήρα του στην παράδοση αυτή και στην εμπειρία του Αφγανιστάν κατά τη δεκαετία του ’80, όταν η τάση αυτή αναπόφευκτα αλληλεπέδρασε με τους περιφερειακούς γεωπολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων και απέκτησε μία υπερεθνική-διεθνή διάσταση. Η ανάθεση εκ μέρους των ΗΠΑ της δημιουργίας ενός ταυτόχρονου αναχώματος στη Σοβιετική Ένωση και το επαναστατικό Ιράν επέτρεψε στο Πακιστάν και τη Σαουδική Αραβία να αντιληφθούν το ψυχροπολεμικό παιχνίδι με όρους ηγεμονίας στον αραβοϊσλαμικό κόσμο, σε μία εποχή όπου ο παλιός αραβικός εθνικισμός έφθινε διαρκώς. Τα πολιτικά αποτελέσματα αυτής της σουνιτικής εμπλοκής μεταφράστηκαν στη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου εθελοντών μαχητών (Μουτζαχεντίν) από διάφορες μουσουλμανικές χώρες και στη γέννηση ενός νέου είδους «τζιχαντιστικού τουρισμού», μέσω του οποίου ικανοποιούνταν η φαντασίωση της αναβίωσης της «Ισλαμικής Ούμμας».
Το Αφγανιστάν ωστόσο ήταν μόνο η αρχή. Το υπερεθνικό Τζιχάντ, που πυροδοτήθηκε υπό το φως συγκεκριμένων γεωπολιτικών στοχεύσεων, μπορεί να διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη, όμως πλέον είχε δημιουργήσει μια γενιά ανδρών που γνώριζαν με ποιον τρόπο θα κινούνταν από εδώ και στο εξής. Από τις αρχές του ’90, οι Τζιχαντιστές «τουρίστες» επέστρεψαν στα κράτη τους, όπου απλώς αναλώθηκαν σε πράξεις πολιτικής βίας στα σταθερότερα από αυτά, όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, ενώ κατάφεραν να δημιουργήσουν για πρώτη φορά τις δικές τους, άλλοτε βραχύβιες και άλλοτε περισσότερο ανθεκτικές, αυτοδιοικούμενες πολιτικές οντότητες υπό τη μορφή «εμιράτων» ή ακόμα και «χαλιφάτων», σε κράτη ρημαγμένα από εμφύλιες συγκρούσεις, όπως η Αλγερία, η Βοσνία, η Τσετσενία και αργότερα το Ιράκ, η Συρία, η Λιβύη και η Υεμένη. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, η γεωπολιτική αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, με τη μερική αποσάθρωση των παλαιών κρατικών δομών που την ακολούθησε, δημιούργησε συνθήκες ιδανικές για την ανάδυση εστιών οργανωμένου τζιχαντισμού, από τη Λιβύη και το Σινά, έως την ανατολική Συρία και το δυτικό Ιράκ και από εκεί στην Υεμένη.
Και ενώ αρχικά, οργανώσεις όπως η αλ-Κάιντα διεκδίκησαν –τουλάχιστον για τα προσχήματα– την πατρότητα των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης, ταυτίζοντας τους λαϊκούς ξεσηκωμούς με Τζιχάντ κατά των «φαραώ» Μπεν Αλή, Μουμπάρακ, Καντάφι, Άσαντ και Μάλικι, γρήγορα εξοστρακίστηκαν από τη δυναμική των δρόμων και των πλατειών, όπου δεν είχαν καμία απολύτως πολιτική παρουσία και περίμεναν τον εκφυλισμό των εξεγέρσεων σε βίαιες εμφύλιες συγκρούσεις για να αναπαραγάγουν τη «χρυσή εποχή» τους, την αφγανική εμπειρία. Και, βέβαια, διάφορες παράμετροι υποβοήθησαν την επανεμφάνιση των τζιχαντιστών, όπως η διασύνδεση παλιών τοπικών συγκρούσεων που αναζωπυρώθηκαν εντός των μεσανατολικών κρατών με τη σύγκρουση μεταξύ περιφερειακών μουσουλμανικών δυνάμεων, η αρνητική κληρονομιά της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003 ως προς την αναδιαμόρφωση του πολιτικού συστήματος της χώρας και η εξαγωγή των ενδοσουνιτικών ανταγωνισμών αναφορικά με τον έλεγχο της μετά Άσαντ Συρίας στις τάξεις της ένοπλης αντιπολίτευσης. Κάπου εδώ εντοπίζεται και η στιγμή γεννήσεως του ISIS ως μορφώματος, το οποίο διεκδικεί την εδραίωση ενός νέου χώρου, τέμνοντας νοητά τις παλιές εθνικές επικράτειες σε «Οίκο του Ισλάμ» και «Οίκο του Πολέμου» και αναβιώνοντας στη σκέψη χιλιάδων νεαρών μουσουλμάνων ανά τον κόσμο την αναγκαιότητα μιας νέας Εγίρας.
Βασιζόμενοι και στα γραπτά του Κουτμπ, τα οποία άγγιζαν πολύ περισσότερο τους νεαρούς ζηλωτές του ισλαμισμού, σε σχέση με τι επιστολές του Μπάνα, οι τζιχαντιστές μιλούσαν για το «Τακφίρ», δηλαδή τον αφορισμό των μουσουλμάνων ως άθεων, επειδή είχαν περιέλθει στην προϊσλαμική κατάσταση άγνοιας, τη λεγόμενη «Τζαχιλίγια», γεγονός που τους εξουσιοδοτούσε να τους σκοτώσουν. Για να ξεφύγουν από την «εκφυλιστική» επίδραση της «Τζαχιλίγιας», οι πιστοί οργανώνονταν σε μικρές ομάδες και πραγματοποιούσαν τη «Χίτζρα», δηλαδή την Εγίρα, μεταναστεύοντας σε σπηλιές και σε συνοικίες πόλεων, στα πρότυπα της εξόδου του Μωάμεθ και των πρώτων του οπαδών από την ειδωλολατρική Μέκκα στη Μεδίνα, το 622 μ.Χ. Η «Χίτζρα» λοιπόν ήταν μία πράξη εξαγνισμού, αλλά και ρήξης με το «αντι-ισλαμικό» περιβάλλον των σύγχρονων αραβικών εθνών-κρατών. Από τις νέες τους κοινότητες, οι πιστοί καλούνταν να προετοιμαστούν για Τζιχάντ κατά των «φαραώ», όπως χαρακτήριζαν όλους τους δικτάτορες των κοσμικών, στρατιωτικών καθεστώτων στις νασερικές ή τις μπααθικές τους εκδοχές.
Οι τζιχαντιστές πράγματι δολοφόνησαν τον «φαραώ» Σαντάτ το 1980, ωστόσο ακόμα και η πράξη αυτή, που συγκλόνισε τον αραβικό κόσμο ως προς τον θεαματικό της χαρακτήρα, ήταν ενδεικτική των ορίων της πολιτικής τους σκέψης. Ενώ προσπάθησαν μέσω των εξατομικευμένων πράξεων βίας να προσδώσουν στον ισλαμισμό την επαναστατική προοπτική που ανέκαθεν στερούνταν, παρ’ όλα αυτά η δολοφονία του τυράννου δεν οδήγησε στο ξέσπασμα μιας λαϊκής επανάστασης, επειδή οι τζιχαντιστές δεν υιοθέτησαν ποτέ ως στρατηγική τους την οργάνωση κάποιου μαζικού κινήματος. Η πράξη αυτή δεν είχε καμία σχέση με το επαναστατικό προηγούμενο του Ιράν υπό την καθοδήγηση του ιμάμη Χομεϊνί, διότι, πολύ απλά, στην περίπτωση των σιιτών η θεολογική παράδοση προσέφερε τα εργαλεία εκείνα που ήταν ανύπαρκτα στη σκέψη των ακραίων σουνιτών. Το μόνο που κατάφεραν εν τέλει οι τζιχαντιστές, δολοφονώντας τον Σαντάτ, ήταν να κάνουν βαθύτερο το ρήγμα στις τάξεις των ισλαμιστικών δυνάμεων και να αποξενωθούν περαιτέρω από την κοινωνία και τα πραγματικά της προβλήματα. Η «Χίτζρα» ήταν απλώς μία πανάκεια και το Τζιχάντ μία εκτόνωση.
Πέραν των πολιτικών δολοφονιών, μία προσφιλής τακτική των τζιχαντιστών, η οποία παραμένει εξαιρετικά διαχρονική μέχρι σήμερα, υπήρξε η εμπλοκή τους σε εμφύλιους πολέμους μουσουλμανικών χωρών. Ο τζιχαντισμός, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα με τη μορφή του ISIS, ανάγει τον χαρακτήρα του στην παράδοση αυτή και στην εμπειρία του Αφγανιστάν κατά τη δεκαετία του ’80, όταν η τάση αυτή αναπόφευκτα αλληλεπέδρασε με τους περιφερειακούς γεωπολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων και απέκτησε μία υπερεθνική-διεθνή διάσταση. Η ανάθεση εκ μέρους των ΗΠΑ της δημιουργίας ενός ταυτόχρονου αναχώματος στη Σοβιετική Ένωση και το επαναστατικό Ιράν επέτρεψε στο Πακιστάν και τη Σαουδική Αραβία να αντιληφθούν το ψυχροπολεμικό παιχνίδι με όρους ηγεμονίας στον αραβοϊσλαμικό κόσμο, σε μία εποχή όπου ο παλιός αραβικός εθνικισμός έφθινε διαρκώς. Τα πολιτικά αποτελέσματα αυτής της σουνιτικής εμπλοκής μεταφράστηκαν στη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου εθελοντών μαχητών (Μουτζαχεντίν) από διάφορες μουσουλμανικές χώρες και στη γέννηση ενός νέου είδους «τζιχαντιστικού τουρισμού», μέσω του οποίου ικανοποιούνταν η φαντασίωση της αναβίωσης της «Ισλαμικής Ούμμας».
Το Αφγανιστάν ωστόσο ήταν μόνο η αρχή. Το υπερεθνικό Τζιχάντ, που πυροδοτήθηκε υπό το φως συγκεκριμένων γεωπολιτικών στοχεύσεων, μπορεί να διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη, όμως πλέον είχε δημιουργήσει μια γενιά ανδρών που γνώριζαν με ποιον τρόπο θα κινούνταν από εδώ και στο εξής. Από τις αρχές του ’90, οι Τζιχαντιστές «τουρίστες» επέστρεψαν στα κράτη τους, όπου απλώς αναλώθηκαν σε πράξεις πολιτικής βίας στα σταθερότερα από αυτά, όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, ενώ κατάφεραν να δημιουργήσουν για πρώτη φορά τις δικές τους, άλλοτε βραχύβιες και άλλοτε περισσότερο ανθεκτικές, αυτοδιοικούμενες πολιτικές οντότητες υπό τη μορφή «εμιράτων» ή ακόμα και «χαλιφάτων», σε κράτη ρημαγμένα από εμφύλιες συγκρούσεις, όπως η Αλγερία, η Βοσνία, η Τσετσενία και αργότερα το Ιράκ, η Συρία, η Λιβύη και η Υεμένη. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, η γεωπολιτική αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, με τη μερική αποσάθρωση των παλαιών κρατικών δομών που την ακολούθησε, δημιούργησε συνθήκες ιδανικές για την ανάδυση εστιών οργανωμένου τζιχαντισμού, από τη Λιβύη και το Σινά, έως την ανατολική Συρία και το δυτικό Ιράκ και από εκεί στην Υεμένη.
Και ενώ αρχικά, οργανώσεις όπως η αλ-Κάιντα διεκδίκησαν –τουλάχιστον για τα προσχήματα– την πατρότητα των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης, ταυτίζοντας τους λαϊκούς ξεσηκωμούς με Τζιχάντ κατά των «φαραώ» Μπεν Αλή, Μουμπάρακ, Καντάφι, Άσαντ και Μάλικι, γρήγορα εξοστρακίστηκαν από τη δυναμική των δρόμων και των πλατειών, όπου δεν είχαν καμία απολύτως πολιτική παρουσία και περίμεναν τον εκφυλισμό των εξεγέρσεων σε βίαιες εμφύλιες συγκρούσεις για να αναπαραγάγουν τη «χρυσή εποχή» τους, την αφγανική εμπειρία. Και, βέβαια, διάφορες παράμετροι υποβοήθησαν την επανεμφάνιση των τζιχαντιστών, όπως η διασύνδεση παλιών τοπικών συγκρούσεων που αναζωπυρώθηκαν εντός των μεσανατολικών κρατών με τη σύγκρουση μεταξύ περιφερειακών μουσουλμανικών δυνάμεων, η αρνητική κληρονομιά της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003 ως προς την αναδιαμόρφωση του πολιτικού συστήματος της χώρας και η εξαγωγή των ενδοσουνιτικών ανταγωνισμών αναφορικά με τον έλεγχο της μετά Άσαντ Συρίας στις τάξεις της ένοπλης αντιπολίτευσης. Κάπου εδώ εντοπίζεται και η στιγμή γεννήσεως του ISIS ως μορφώματος, το οποίο διεκδικεί την εδραίωση ενός νέου χώρου, τέμνοντας νοητά τις παλιές εθνικές επικράτειες σε «Οίκο του Ισλάμ» και «Οίκο του Πολέμου» και αναβιώνοντας στη σκέψη χιλιάδων νεαρών μουσουλμάνων ανά τον κόσμο την αναγκαιότητα μιας νέας Εγίρας.
* Τα σκίτσα είναι από την εξαιρετική ιστοσελίδα σκιτσογράφων cartoonmovement.com
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Historical Atlas of Islam. (Massachusetts, Harvard Univ. Press, 2004)
Julia Clancy Smith, Rebel and Saint – Muslim Notables, Populist Protest, Colonial Encounters (Algeria and Tunisia, 1800-1904). (Cambridge University Press, 1994)
P. M. Holt, The Mahdist State in the Sudan. (London, Oxford Univ. Press, 1958)
John S. Habib, Ibn Sa’ud’s Warriors of Islam: The Ikhwan of Najd and their role in the creation of the Sa’udi Kingdom 1910-1930. (Leiden, E.J. Brill, 1978)
Fred Halliday, Islam and the Myth of Confrontation. (London-New York, I.B. Tauris, 1996)
Gilles Kepel, Muslim Extremism in Egypt: the Prophet and the Pharaoh. (University of California Press, Al – Saqi Books, 1985)
Gilles Kepel, Τζιχάντ ο Ιερός Πόλεμος. (Αθήνα: Καστανιώτης, 2001)
Olivier Roy, The Failure of Political Islam. (Cambridge, Harvard University Press, 1994)
Πάνος Κουργιώτης, Μορφές «επανίδρυσης του Ισλάμ» στη Νεότερη και Σύγχρονη Εποχή: η εμφάνιση των Ισλαμικών Οργανώσεων – η περίπτωση των Αδελφών Μουσουλμάνων. (διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, 2013)
Πάνος Κουργιώτης, Το Χαλιφάτο ως Πολιτικό Αποτέλεσμα 90 χρόνια μετά την κατάργησή του (1924 – 2014). (Παν/μιο Πελοποννήσου, ΚΕΜΜΙΣ, 2014)
Πάνος Κουργιώτης, Αναζητώντας ισορροπίες ανάμεσα σε δύο κρίσεις: Συριακός Εμφύλιος και ISIS. (Παν/μιο Πελοποννήσου, ΚΕΜΜΙΣ, 2015)
Julia Clancy Smith, Rebel and Saint – Muslim Notables, Populist Protest, Colonial Encounters (Algeria and Tunisia, 1800-1904). (Cambridge University Press, 1994)
P. M. Holt, The Mahdist State in the Sudan. (London, Oxford Univ. Press, 1958)
John S. Habib, Ibn Sa’ud’s Warriors of Islam: The Ikhwan of Najd and their role in the creation of the Sa’udi Kingdom 1910-1930. (Leiden, E.J. Brill, 1978)
Fred Halliday, Islam and the Myth of Confrontation. (London-New York, I.B. Tauris, 1996)
Gilles Kepel, Muslim Extremism in Egypt: the Prophet and the Pharaoh. (University of California Press, Al – Saqi Books, 1985)
Gilles Kepel, Τζιχάντ ο Ιερός Πόλεμος. (Αθήνα: Καστανιώτης, 2001)
Olivier Roy, The Failure of Political Islam. (Cambridge, Harvard University Press, 1994)
Πάνος Κουργιώτης, Μορφές «επανίδρυσης του Ισλάμ» στη Νεότερη και Σύγχρονη Εποχή: η εμφάνιση των Ισλαμικών Οργανώσεων – η περίπτωση των Αδελφών Μουσουλμάνων. (διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, 2013)
Πάνος Κουργιώτης, Το Χαλιφάτο ως Πολιτικό Αποτέλεσμα 90 χρόνια μετά την κατάργησή του (1924 – 2014). (Παν/μιο Πελοποννήσου, ΚΕΜΜΙΣ, 2014)
Πάνος Κουργιώτης, Αναζητώντας ισορροπίες ανάμεσα σε δύο κρίσεις: Συριακός Εμφύλιος και ISIS. (Παν/μιο Πελοποννήσου, ΚΕΜΜΙΣ, 2015)
H Σουηδία στο δρόμο να γίνει η πρώτη αχρήματη κοινωνία
Παρακάτω αναφορά για το "ιδεώδες" μοντέλο μιας κοινωνίας χωρίς μετρητά
(cashless society)
από μια αμερικάνικη οικονομική ιστοσελίδα και μια εγχώρια συστημική. Το μοντέλο αυτό αργά
ή γρήγορα (μάλλον γρήγορα) θα το υιοθετήσει επιβάλει κάθε κράτος. Η ώρα που αν
θέλεις να αγοράζεις και να πουλάς θα πρέπει απαραιτήτως να έχεις αποδεχτεί κάποιο «άλλο σύστημα»
συναλλαγής, εκτός του «παραδοσιακού» (μετρητά), έχει έρθει. Προς το παρόν το «τυράκι» λέγεται
«πρόοδος», «ευκολία» και προπαντός «πάταξη παραοικονομίας». Οι τράπεζες ήδη τρίβουν τα χέρια τους.
Ο δε Μεγάλος Αδελφός έχει ζεστάνει από καιρό τις μηχανές του. Οι
αντιδράσεις ανύπαρκτες. Και προσοχή, ησυχία, μην ξυνπήσει η Εκκλησία.
Προσέξτε
παρακάτω την σύνδεση: κατάργηση χρημάτων = πρωτοπορία, ασφάλεια, διαφάνεια, απλοποίηση.
Μετρητά = δυσκολίες, παραοικονομία, ύποπτες συναλλαγές, ‘βρώμικο χρήμα’,
τρομοκρατία (βλ. κι εδώ). Μέχρι στιγμής δύο χώρες φαίνονται να ανταγωνίζονται ποια θα τερματίσει
πρώτη στο πρωτάθλημα αυτής της «προόδου». Σουηδία και Ισραήλ. Αν και στην κούρσα είναι και η Μ. Βρετανία.
Την ώρα που οι ηλεκτρονικές πληρωμές μόλις που αρχίζουν να
παίρνουν τα πάνω τους στην Ελλάδα, η πρωτοπόρος Σουηδία ετοιμάζεται για το
επόμενο, ιστορικό βήμα: τη σχεδόν πλήρη κατάργηση των μετρητών.
Η έλλειψη μετρητών είναι πλέον εμφανής στους δρόμους της
Σουηδίας.
Αυτές που είναι πανταχού παρούσες είναι οι ψηφιακές πληρωμές
σε μια χώρα που το να επιχειρήσει κάποιος μια συναλλαγή με χαρτονομίσματα σε
μια σουηδική τράπεζα θα μπορούσε να προκαλέσει ένα ύποπτο βλέμμα ή μια αναφορά
στην αστυνομία. Όλα αυτά σύμφωνα με τον Niklas Arvidsson, καθηγητή στο Βασιλικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας KTH της
Στοκχόλμης.
Ο Arvidsson,
ο οποίος ειδικεύεται σε βιομηχανικά οικονομικά και διαχείριση, βρήκε σε μια
πρόσφατη μελέτη ότι η Σουηδία είναι στο δρόμο για να γίνει η πρώτη ελεύθερη από
μετρητά κοινωνία στον κόσμο. Απέδωσε την εξαφάνιση των σουηδικών τραπεζογραμματίων στο ότι η χώρα αγκάλιασε
τις νέες τεχνολογίες, στην ανάπτυξη των
κινητών συστημάτων πληρωμών, και στην κυβερνητική καταστολή της διαφθοράς, η
οποία βοηθά τους πολίτες να αισθάνονται ασφαλείς με το ηλεκτρονικό χρήμα.
«Η χρήση των μετρητών είναι μικρή, και αυτή εξαφανίζεται
γρήγορα», λέει ο Arvidsson.
Τα στοιχεία από την Riksbank,
την κεντρική τράπεζα της Σουηδίας, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του.
Η χώρα πράγματι, εδώ και χρόνια προετοιμάζεται για ένα
σύστημα χωρίς μετρητά. Από τα εισιτήρια για το λεωφορείο, στα περιοδικά του
δρόμου, οι ψηφιακές πληρωμές έγιναν δεκτές σχεδόν παντού. Η Σουηδική Ομοσπονδία
Εμπορίου ισχυρίζεται επίσης ότι αυτό "οδηγεί τον κόσμο σε εμπορικές δραστηριότητες
χωρίς μετρητά."
«Τα μετρητά παραμένουν σημαντικό μέσο πληρωμών στις αγορές
πολλών χωρών, αυτό όμως δεν ισχύει πλέον στη Σουηδία. Η χρήση μετρητών πλέον, είναι
περιορισμένη και μειώνεται ταχύτατα» λέει ο Νίκλας Άρβιντσον του Βασιλικού
Ινστιτούτου Τεχνολογίας KTH.
Σε μια χώρα όπου οι χρεωστικές κάρτες χρησιμοποιούνται ακόμα
και για τα μικρότερα ποσά, τα μετρητά που βρίσκονται σε κυκλοφορία
περιορίζονται σήμερα στις 80 δισεκατομμύρια σουηδικές κορώνες (περίπου 8 δισ.
ευρώ), μια σημαντική μείωση σε σχέση με μόλις πριν από έξι χρόνια, όταν
κυκλοφορούσαν στην αγορά 106 δισ. κορώνες.
«Από το ποσό αυτό, μόνο το 40 με 60 τοις εκατό βρίσκονται
πραγματικά σε κυκλοφορία» έδειξε η μελέτη του KTH. Τα υπόλοιπα μετρητά
βρίσκονται καταχωνιασμένα σε σπίτια ή τραπεζικές θυρίδες ή κυκλοφορούν στην
παραοικονομία.
Πέρα από τις κάρτες και τις υπηρεσίες e-banking, ένα
σημαντικό εργαλείο που επιταχύνει τη μεταμόρφωση της χώρας είναι το Swish, ένα
app που αναπτύχθηκε από μεγάλες σουηδικές και δανέζικες τράπεζες και επιτρέπει
άμεσες πληρωμές μεταξύ ιδιωτών και επαγγελματιών σε πραγματικό χρόνο.
Το Swish έφερε επανάσταση στον τραπεζικό τομέα της Σουηδίας,
ο οποίος εξάλλου πρωτοπορεί στην αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας, λέει ο
Άρβιντσον. «Η επιτυχία εξαρτάται επίσης
από τη σουηδική παράδοση της υιοθέτησης υπηρεσιών ηλεκτρονικών πληρωμών»
προσθέτει.
Εκτός του ότι μειώνουν τα κόστη και απλοποιούν τις πληρωμές,
οι ψηφιακές συναλλαγές προσφέρουν επίσης διαφάνεια. Ήδη, αρκετά υποκαταστήματα
τραπεζών έχουν ψηφιοποιηθεί πλήρως και απλά δεν δέχονται μετρητά.
«Στα καταστήματα που δέχονται χαρτονομίσματα και κέρματα, ο
πελάτης πρέπει να εξηγεί από πού προέρχονται τα μετρητά, σύμφωνα με τους
κανονισμούς για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τη χρηματοδότηση της
τρομοκρατίας» αναφέρει ο Άρβιντσον. Το προσωπικό των τραπεζών είναι εξάλλου
υποχρεωμένο να ειδοποιεί την αστυνομία σε περίπτωση ύποπτων συναλλαγών.
Η μελέτη του KTH αναγνωρίζει πάντως ότι η μεταμόρφωση της
Σουηδίας σε χώρα χωρίς μετρητά αποτελεί πρόκληση για όσους δεν είναι
εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες -κυρίως ηλικιωμένους που ζουν στην
επαρχία. Άλλες κοινωνικές ομάδες που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα
είναι οι άστεγοι και οι παράτυποι μετανάστες: σε μια κοινωνία χωρίς μετρητά, θα
βρίσκονται ακόμα περισσότερο στο έλεος της κυβέρνησης για την επιβίωσή τους.
Το μέλλον θα δείξει αν η ιδέα του Swish θα επεκταθεί πέρα
από τη Σουηδία. Όπως το θέτει ο Άρβιντσον, «το Swish είναι καταπληκτική ιδέα,
όμως η υιοθέτησή του σε διεθνές επίπεδο θα αποτελούσε πρόκληση, κυρίως επειδή
απαιτείται χρόνος για να αλλάξουν από τη βάση τους τα τραπεζικά συστήματα άλλων
χωρών».
Οι νικητές “Φωτογράφοι Άγριας Ζωής” για το 2015!
Ο διαγωνισμός “Wildlife Photographer of the Year” για το 2015 που
διοργανώνεται κάθε χρόνο από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου
έλαβε τέλος και οι νικητήρις εικόνες κάνουν το γύρο του διαδικτύου.
Εξαιρετικές εικόνες που παρουσιάζουν το μεγαλείο της φύσης σε όλες του
τις μορφές, με τα πλάσματα του βυθού, του δάσους και του αέρα να έχουν
την τιμητική τους. Δύσκολη η επιλογή των νικητών και ακόμα πιο δύσκολο
για τους θεατές να ξεχωρίσουν την καλύτερη των φωτογραφιών…
“Η ιστορία δύο αλεπούδων” (A Tale of Two Foxes) του ερασιτέχνη φωτογράφου Don Gutoski από τον Καναδά απέσπασε το πρώτο βραβείο στην κατηγορία των ενηλίκων.
Ondrej Pelánek
Jonathan Jagot
Amir Ben-Dov
Michael AW
Pere Soler
Richard Peters
Edwin Giesbers
Britta Jaschinski
πηγή
“Η ιστορία δύο αλεπούδων” (A Tale of Two Foxes) του ερασιτέχνη φωτογράφου Don Gutoski από τον Καναδά απέσπασε το πρώτο βραβείο στην κατηγορία των ενηλίκων.
Ondrej Pelánek
Jonathan Jagot
Amir Ben-Dov
Michael AW
Pere Soler
Richard Peters
Edwin Giesbers
Britta Jaschinski
πηγή
Αποχαιρέτα την ελευθερία που χάνεις
Συνταρακτικά
πράγματα συμβαίνουν στην νότια αυτή άκρη της Ευρώπης. Με τις ευλογίες
μάλιστα της υποτιθέμενα φιλελεύθερα δημοκρατικής Ευρωπαικής Ενωσης που
έχει χάσει κι αυτή τον βηματισμό της. Αυτό που χάνεται στην Ελλάδα είναι
η δημοκρατία και ο σεβασμός στους θεσμούς. Στο όνομα της ταξικής
πολιτικής, από την μία πλευρά, και του άγχους να μην χαθούν ψήφοι, από
την άλλη, θυσιάζονται αρχές, αξίες και δημοκρατικές ευαισθησίες.
Με μια οικονομία που
παραπαίει, μιά κοινωνία αποχαυνωμένη στην ανοησία, την
αναποτελεσματικότητα και την ανοχή των πάντων και με κόμματα ταγμένα
στην εξυπηρέτηση συμφερόντων στελεχών και μελών των, η χώρα βουλιάζει
ασταμάτητα με αποτέλεσμα σε λίγες δεκαετίες να μην θυμίζει σε τίποτα των
χώρα που με ζωντάνια διεκδίκησε την ένταξή της στην Ευρώπη και πάλεψε
για την οικονομική της άνοδο.
Μοναδική φροντίδα του
συνόλου του πολιτικού προσωπικού της χώρας είναι η διάσωση της δημόσιου
τομέα και των θέσεων εργασίας των εκεί απασχολουμένων. Με κοντά στο 1 εκ
τριακόσιες χιλιάδες ανέργους στον ιδιωτικό τομέα η κυβέρνηση με την
ανοχή των πάντων φροντίζει να αποφύγει τις απολύσεις στο δημόσιο,
καταπολεμώντας δήθεν την ανεργία (!).
Αγωνίζεται έτσι για
εξασφάλιση νέων εσόδων, και βέβαια από νέους φόρους – στους πάντες. Η
κοινωνία, με τον τρόπο αυτό, αντιμετωπίζει μια διαστρεβλωτικά μοναδική
κατάσταση – αύξηση ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα και παράλληλα αύξηση
κάθε λογής φόρων, αύξηση τελών σε υπηρεσίες καθώς και πολλές άλλες επι
μέρους επιβαρύνσεις. Αυτές οι αποφάσεις δεν είναι μόνο παράλογες, με
βάση κάθε ομαλή παραδοχή. Εφ όσον παγκοσμίως η ευημερία έρχεται σε
οικονομίες που μειώνουν η καταργούν φόρους κι απελυθερώνουν αγορές.
Είναι και ακραία αυταρχικές. Διότι παραβιάζουν πατροπαράδοτα ατομικά
δικαιώματα και ανθρώπινες ελευθερίες.
Με την σύμφωνη γνώμη των
πάντων λοιπόν - μόλις χθές ο υποψήφιος αρχηγός της ΝΔ κ. Κ. Μητσοτάκης
σχεδόν ζήτησε τηλεοπτικά συγγνώμη από τις …καθαρίστριες επειδή τόλμησε
να τις απολύσει - συντρίβεται ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας για να
σταθεί στα πόδια του ο δημόσιος. Και πάνω στην πορεία αυτή
καταβαραθρώνονται οι ατομικές ελευθερίες, παραβιάζεται το δικαίωμα της
ιδιοκτησίας και ξεχνούνται οι αρχές της ελευθερίας και του απορρήτου των
ατομικών συναλλαγών.
Οι προσωπικοί
λογαριασμοί σε Τράπεζες θα αποτελούν πλέον ανοιχτό βιβλίο για τις
φορολογικές αρχές, δίχως εμπόδιο θα γίνονται κατασχέσεις προσωπικών
καταθέσεων ενώ με την υποχρεωτική εισαγωγή πλαστικού χρήματος οι
προσωπικές συνήθεις των πολιτών (τι κάνουν κάθε ημέρα, τι καταναλώνουν,
σε ποιους γιατρούς πηγαίνουν, πως διασκεδάζουν, το δώρα ψωνίζουν κλπ)
σύντομα θα γίνουν λαικό ανάγνωσμα μέσω δυνατότητας διάθεσης των
στοιχείων αυτών είτε σε περίεργα μέσα ενημέρωσης είτε σε ενδιαφερόμενες
και «ανοιχτοχέρες» ιδιωτικές εταιρίες.
Η Ελλάδα θα αποτελεί
μέρος της Δύσης μόνο κατ’ όνομα. Αλλά όχι στην ουσία. Τέτοιες
πρωτοβουλίες θα είχαν ξεσηκώσει γη και ουρανό σε άλλες Δυτικές χώρες –
σε κάθε φάση της πρόσφατης ιστορίας τους. Με την εξαίρεση των περιόδων
κυριαρχίας του φασισμού, του ναζισμού και του Μακκαρθισμού στις ΗΠΑ. Το
πρόβλημα δεν είναι η ανύπαρκτη στην ουσία αντίδραση των πολιτικών αρχών,
αλλά η εμβληματική απάθεια του συνόλου σχεδόν της κοινής γνώμης. Που
βλέπει την κοινωνία να καταρρέει γύρω της κι εκείνη να χασκογελάει με
έξυπνες ατάκες σχολιαστών η θεατρικές κραυγές γραφικών δημοσίων
προσώπων. Η αίσθηση είναι πως ουδείς στα σοβαρά παρακολουθεί τις
εξελίξεις, αντιλαμβανόμενος που ακριβώς πηγαίνει η χώρα και με ποιο
μπούσουλα την οδηγούν οι υποτιθέμενοι ταγοί της.
Ολοι βέβαια έχουμε
ευθύνη γι’ αυτή την επικίνδυνη παρακμή. Δεν έχουμε όμως όλοι πολλές
δυνατότητες αντίδρασης. Αποκομμένοι στην ουσία από τα δίκτυα ενημέρωσης,
δίχως οικονομικές δυνατότητες άμεσης παρέμβασης και με ελάχιστα μέσα
επηρεασμού των εξελίξεων στην διάθεσή μας, είμαστε υποχρεωμένοι να
περιοριζόμαστε σε άκαρπες τελικά επισημάνσεις και προειδοποιήσεις.
Είναι φανερό πως ο λαός δεν ανησυχεί. Κι οδηγείται - όχι άβουλα την
φορά αυτή, αλλά με γνώση και συνείδηση – σε επιλογές καταστροφής και
αδιεξόδων. Δεν θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που τέτοιες εξελίξεις
σημειώνονται. Όπως δεν θα είναι βέβαια και πρωτόγνωρες οι τραγικές
συνέπειες στις οποίες οδηγούν.
Σημ. Για μιά φορά
ακόμη το Νόμπελ οικονομίας πάει σε ένα επιστήμονα που καταρρίπτει τις
αντιλήψεις περί άνωθεν επιβαλλόμενου εξισωτισμού και επιβολής της
ευτυχίας μέσω παρεμβάσεων του κράτους. ο Angus Deaton με το βιβλίο του
The Great Escape: Health, Wealth, and the Origins of Inequality επιμένει
πως η γενική ευημερία και η καλύτερη υγεία έρχονται από την γενικότερη
αύξηση του πλούτου και τον εκσυγχρονισμό, κι όχι από στοχευμένες
κρατικές πολιτικές διανομής εισοδήματος και αναπτυξιοκτόνων φορολογικών
πολιτικών.
Ανδρέας
Ανδριανόπουλος
Μηλιά Χανίων: Ένα υπέροχο χωριουδάκι χωρίς ρεύμα μέσα στα 50 καλύτερα μέρη παγκοσμίως
Σκηνικό βγαλμένο από άλλη εποχή, στη Μηλιά όλα είναι πέτρινα με λεπτομέρεις ξύλου, ενώ ο οικισμός δημιουργήθηκε στη θέση του παλαιότερου χωριού με τις 13 κατοικίες να αναπαλαιώθηκαν με βάση τα παραδοσιακά πρότυπα.
Ο επισκέπτης εδώ δεν θα συναντήσει ούτε αυτοκίνητα αλλά ούτε και ηλεκτρικό, ενώ του δίνεται η ευκαιρία να ενσωματωθεί πλήρως στη φύση και να απολαύσει το τοπίο και τις γύρω ομορφιές.
Ο φωτισμός γίνεται με λάμπες πετρελαίου, ενώ το νερό έρχεται από κοντινή πηγή. Το συγκεκριμένο κατάλυμα μπήκε στη λίστα του Lonely Planet ως ένα από τα 50 μαγικά μέρη που πρέπει κάποιος να δει στην Ευρώπη.
Μακεδονία: ό,τι κερδήθηκε με αίμα, δεν ξεπουλιέται με το μελάνι μιας υπογραφής
Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος Κιλκίς
«Είδα τότε ότι ό,τι κάμομε θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα καμμιά από τους ξένους». Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Νυχτώνοντας ακούστηκε ένας πυροβολισμός
και η φωνή του Παύλου: «στη μέση με πήρε παιδιά». Μπήκε στο σπίτι και
φώναξε τον καπετάν Πύρζα. Ο Νίκος Πύρζας έτρξε κοντά του. Ο Παύλος
έβγαλε από το λαιμό του τον σταυρό που φορούσε πάντοτε και του λέει: «το
σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου. Και το ντουφέκι του Μίκη. Και να
τους πεις ότι έκαμα το καθήκον μου…». Και ζήτησε να τον σκοτώσουν τα
παλικάρια του για να μην τον βρούνε οι Τούρκοι ζωντανό. Σε λίγο όμως
ξεψύχησε. Ήταν Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 1904. «Και οι Έλληνες ξύπνησαν»,
γράφει ο Ίων Δραγούμης, «γιατί ξύπνησαν τώρα μόνο; Επειδή είναι
τυφλοί οι άνθρωποι. Και οι περισσότεροι γεννήθηκαν για να είναι μικροί.
Σπίθες κοντές είναι οι στιγμές που ξυπνούν και νιώθουν τη μετριότητα που
βαραίνει επάνω τους… Τέτοια σπίθα τους άναψε ο Παύλος Μελάς. Όσοι
συνηθίζουν να συλλογίζονται, ας στοχασθούν πόσο μεγαλύτερος από τους
άλλους Έλληνες έπρεπε να είναι Παύλος Μελάς, για να καταφέρει να την
ανάψει. Και με την σπίθα που άναψε στον καθένα πολλοί ήταν τυφλοί ως τον
είδαν. Έτριψαν τα μάτια τους κάπως ξιπασμένοι και είπαν μέσα τους,
γιατί ντρέπονταν να το διαλαλήσουν: Ώστε υπάρχει Μακεδονία, αφού πήγε ο
Παύλος Μελάς και σκοτώθηκε γι’ αυτή! Και άλλοι συμπέραναν: Ώστε
βρίσκονται ακόμα, μετά το 1897, αξιωματικοί στο στρατό και ζωή στο
Έθνος!»
(Ίων Δραγούμης)
Σε καιρούς σακάτικους σαν τους τωρινούς
που μας περιζώνει η χαμέρπεια και πιάνουμε τις μύτες μας από τις
παντοειδείς αναθυμιάσεις, παρηγοριά μονάχη, κάτι σαν υποσυνείδητη ώθηση,
είναι η ενασχόληση με την εθνική μας ιστορία. Όπως έλεγε θυμόσοφα
κάποιος καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο «αφήστε τα υποκείμενα και
καταπιαστείτε με τα κείμενα», εννοώντας πως η εντρύφηση με την ιστορία
προσφέρει τον αναζητούμενο ανασασμό. Ας μην λησμονούμε και την
πασίγνωστη προγονική ρήση «όλβιος όστις της ιστορίας έσχεν μάθησιν»,
ευτυχής ο γνώστης της ιστορίας. Η ιστορία δίνει στον άνθρωπο που
συνηθίζει να σκέφτεται-και όχι να σκέφτονται άλλοι γι’ αυτόν, όπως
συμβαίνει στα κομματικά ποιμνιοστάσια-πολύ πιο βαθύτερη και πλούσια
εμπειρία, ώστε να τον προετοιμάζει για κάθε γεγονός ατομικό ή και γενικό
(του έθνους, της ανθρωπότητας) και να μην καταπλήσσεται για όσα
συμβαίνουν. Ο ανιστόρητος, ο αμύητος παρουσιάζει αντιδράσεις πρωτόγονου
στα διάφορα γεγονότα της ζωής. Ο ιστορικά μορφωμένος-κατά το δυνατόν-δεν
χάσκει ενώπιον των «ραγδαίων εξελίξεων», όπως κάθε βράδυ «τσιρίζουν και
κοάζουν» οι όλο κόρδωμα και έπαρση επιβήτορες της εξουσίας.
Ένα μνημόσυνο για τον ήρωα Παύλο Μελά
δεν είναι ούτε ανεπίκαιρο ούτε αναιτιολόγητο. Βεβαίως, νυχθημερόν τα
συφοριασμένα κοπροκάναλα μπορεί να μας απειλούν με την επερχόμενη
φοροδοτική λαίλαπα-η γνωστή τακτική του πανικού των μαζών-όμως όλη αυτή η
πλεκτάνη των μνημονίων ευνοεί αυτούς που σκευωρούν εις βάρος της
Πατρίδας μας.
Το θέμα της Μακεδονίας παραμένει πληγή
πυορρέουσα και πολύ φοβάμαι μήπως τώρα που ο λαός έχει πλήρως
αποπροσανατολιστεί και αποσβολωθεί με την οικονομική δυσωδία, «περάσει
στα μουλωχτά» όπως λέγεται, καμμιά δυσώνυμη λύση. Η φτώχεια και ο
συνοδός πανικός όπως προείπα, αφοπλίζουν, καθηλώνουν αντανακλαστικά,
οδηγούν σε αίσθημα παραίτησης και αδιαφορίας. Οι μεγάλες τραγωδίες τότε
συμβαίνουν. Πάντοτε μιας εθνικής κατάρρευσης προηγείται μια πνευματικής
ήττας. Το 1897, το 1922, το 1974, έτη μεγάλων καταστροφών και τραγωδιών
του Ελληνισμού, ήταν τα επίχειρα άθλιων γεγονότων. Το 1897 προηγήθηκε το
«δυστυχώς επτωχεύσαμεν», το 1922 ο «ολέθριος διχασμός», το 1974 «ο
γύψος της επταετίας».
Εδώ και έξι χρόνια βιώνουμε την «λέπρα»
των μνημονίων. Οι πολιτικοί νάνοι και αρλεκίνοι υπογράφουν με χέρια και
ποδάρια ό,τι τους σερβίρει το Βερολίνο. Θυσιάζουν την πατρίδα για μία
φωτογραφία στα έδρανα της Βουλής. Το καρκίνωμα της πατρίδας μας τούτη
την εποχή είναι ο πολιτικός και παραπολιτικός συρφετός. Αυτοί δεν
επιτρέπουν στον λαό να αναπνεύσει. Αυτοί και οι θυμηδιογόνες
κοκορομαχίες τους αποτρέπουν την ευλογημένη ομόνοια, τόσο απαραίτητη
στις μέρες μας «Έλληνας ομοφρονέοντας… χαλεπούς είναι περιγίγνεσθαι»
έγραφε ο Ηρόδοτος (ιστορία ΙΧ,2), είναι ανίκητοι ενωμένοι οι Έλληνες.
Διάβαζα πρόσφατα ένα βιβλίο για την
Αγιά-Σοφιά. («Η Αγιά Σοφιά στην ιστορία και τον θρύλο», του Παναγ.
Σπυρόπουλου, εκδ. «Καρδαμίτσα, Αθήνα 1988).
Σημείωσα κάτι. Τον Μάιο του 1346,
καταστροφικός σεισμός κατακρημνίζει μέρος του ναού, την ανατολική αψίδα.
Διαβάζω: «Όταν πρωί-πρωί εκυκλοφόρησε στην Πόλη, η θλιβερά είδηση»,
σημειώνει ο Γρηγοράς, «βοή και θρήνος ηγείρετο μείζων». Άδειασαν αμέσως
οικίες και η αγορά και όλοι έτρεξαν να ιδούν το θλιβερό συμβάν… όλοι
εβάλθηκαν να απομακρύνουν τα συντρίμμια και «ουδ’ην εκεί διακρίνειν
πλούσιον εκ πενήτων, ουδ’ αδόξων ένδοξον (δηλ. Δεν μπορούσε κανείς να
ξεχωρίσει επιφανείς πολίτες από τους άσημους), ουδ’ εκ δεσπότου
δούλον…», αλλά όλοι είχαν ένα σκοπό… και, καθώς οι γυναίκες είναι πιο
επιρρεπείς στα δάκρυα, «πλούσιοι, δάκρυσι ραίνουσι τας τε πλίνθους και
πέτρας», τις έπαιρναν κατόπιν στους ώμους τους, χωρίς να νοιάζονται για
τα τυχόν πολυτελή φορέματά τους, που εσχίζοντο και εσκονίζοντο… Αυτό
συνεχίστηκε επί τριάντα ολόκληρα μερόνυχτα». (σελ. 40). Ο ναός της του
Θεού Αγίας Σοφίας αποκατεστάθη. Λέω πολλές φορές στους μαθητές μου. Ο
Ιουστινιανός στους 40 κίονες που στήριζαν τον ναό έβαλε λείψανα αγίων.
«Εν παντί κιόνι των άνω και των κάτω, εν έκαστον λείψανον έχει
ενθρονισμένον». Στην Κωνσταντινούπολη συνέβησαν καταστρεπτικοί σεισμοί
στο διάβα των αιώνων. Όμως ο ναός ποτέ δεν καταστράφηκε ολοσχερώς.
Γιατί; Διότι στους πανέμορφους κίονές του υπάρχουν «ενθρονισμένα»
λείψανα αγίων. Έτσι είναι τους λέω και η πατρίδα μας. Κατάσπαρτη από
λείψανα και οστά αγίων. Η Ελλάδα είναι η Αγιά-Σοφιά της οικουμένης. Δεν
πρόκειται ποτέ να πέσει και να χαθεί. «Η Ρωμηοσύνη θα χαθεί όντας ο
κόσμος λείψει». Τώρα που κάποια κομμάτια της γκρεμίστηκαν και
«ηκρωτηρίασται το κάλλος της», όλοι μαζί-«είμαστε στο εμείς»-ένδοξοι και
άδοξοι να σπεύσουμε να την αναστυλώσουμε, όπως έπραξαν τότε οι Ρωμηοί
πρόγονοί μας.
Αυτό δεν έγινε και στην Μακεδονία την
περίοδο του Αγώνα; Απ’ όλη την Ελλάδα έσπευσαν αγωνιστές, μαζί τους και ο
μεγαλομάρτυρας του Γένους Παύλος Μελάς και έσωσαν την Μακεδονία. Και τα
λάβαρα του αγώνα τα κρατούσαν οι ηρωικοί δεσποτάδες. Διαβάζω:
«Στις 30 Αυγούστου του 1907 ο
Μακεδονικός λαός αποχαιρετούσε τον ποιμενάρχη του στο σιδηροδρομικό
σταθμό της Δράμας. Χιλιάδες κόσμος είχε συνωστισθεί στην αποβάθρα του
σταθμού. Μπροστά απ’ όλους είχαν παραταχθεί τα παιδιά κρατώντας
λουλούδια. Ήταν η γενιά, που θα συνέχιζε αύριο το έργο του. Στάθηκε ο
Ιεράρχης, χάϊδεψε με το πατρικό του βλέμμα τα παιδιά, αγνάντεψε με
στοργή το ποίμνιό του. Αναταράχτηκαν τα στήθη του. Έγινε σιωπή. Ο
δημογέροντας Νίκας, προσφωνώντας τον με απερίγραπτη συγκίνηση, ύψωσε
κάποια στιγμή τη φωνή του, όρθωσε τη λεβέντικη κορμοστασιά του,
ανάπνευσε βαθιά, κάρφωσε το βλέμμα στον απερχόμενο ποιμενάρχη και του
φώναξε:
“Δέσποτα, μας παρέλαβες λαγούς και μας έκαμες λιοντάρια. Μείνε ήσυχος. Θα γίνει το θέλημά σου”.
Κι έγινε!… Μετά από δεκαπέντε χρόνια
εξορίας συναντούμε το Χρυσόστομο Μητροπολίτη στη Σμύρνη, να προσφέρει
τον εαυτό του ιερό σφάγιο στο βωμό του Έθνους. Όμως η φωτιά, έγινε
πυρκαϊά. Η Μακεδονία, χάρη στους λιονταρόψυχους αγωνιστές της-παιδιά
εκείνου του δεσπότη-ανάπνεε ανάπνεε κιόλας το ζείδωρο αέρα της
ελευθερίας».
(Μ.Βασιλειάδη, «για την Ελευθερία», σελ. 265).
Ας το χωνέψουν οι τωρινοί
κρυφοδαγκανιάρηδες εκκλησιομάχοι, που προσπαθούν να περιορίσουν την
εκκλησία στα όρια ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος. Η εκκλησία στάθηκε
πάντοτε ελληνοσώτειρα.
Ο Παύλος Μελάς, του οποίου η γνώμη είναι
βαρύτερη από του κάθε γελοίου υμνητή της πολυπολιτισμικότητας, έγραφε
στην αγαπημένη του Ναταλία, περί του 1904 από τη χειμαζόμενη Μακεδονία:
«Και τώρα έβλεπα όλας τας δυσκολίας ορθουμένας εμπρός μου. Ούτε
ανθρώπους είχα ούτε χρήματα ούτε συνεννόησιν… Τότε τους είπα τα εξής:
επειδή πάντοτε κατά τους αγώνας του έθνους μας προΐσταντο η Εκκλησία,
έτσι τώρα πρo πάντων ότε κατ’ αυτής στρέφονται αι επιθέσεις των εχθρών
μας, πρέπει και πάλιν η Εκκλησία να προστατεύσει τον αγώνα διά την
συνεννόησιν των κοινοτήτων προς αλλήλας και την αλληλοβοήθειαν». Θα πουν
οι διάφοροι «ναιναίκοι»: οι καιροί άλλαξαν, οι άνθρωποι ξύπνησαν, το
ράσο είναι σκοτάδι, οι καλόγεροι καλοπερνούν, οι λαοί δεν έχουν να
χωρίσουν τίποτε και λοιπές χαζοχαρούμενες ανοησίες. Αυτά έλεγαν και στον
Παύλο Μελά οι παραλυμένοι της εποχής του. Ήταν όμως από εκείνους τους
«τρελούς», όπως ονόμαζε ο Κολοκοτρώνης τους αγωνιστές, τους
«οπισθοδρομικούς», τους «εθνικιστές». Δεν τους άκουσε. Θυσιάστηκε για τη
γη μας ο αντρειωμένος. Μαζί του και μία πλειάδα Μητροπολίτες της
Μακεδονίας. Πολιτικάντης κανείς. «Το χάλκεον χέρι του φόβου» ήταν
βαρύτατο γι’ αυτούς. Και όλοι οι Μακεδονομάχοι ήταν πιστοί χριστιανοί.
Κάτι «προοδευτικοί» της εποχής του «ηλίθιοι καρνάβαλοι» (Κόντογλου)
ασχολούνταν και συζητούσαν για τον ίσκιο του γαϊδάρου και την ευρωπαϊκή
μας προοπτική. Σαν τους σημερινούς καρνάβαλους.
Αναζητώντας τη Βασιλεύουσα: Η ιστορία της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως
της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*
Το ιερό τέμενος της χριστιανοσύνης, η ιστορία και ο βίος του οποίου είχε πεπρωμένο να συνδεθεί με την ιστορία και το βίο ολόκληρου του Ελληνικού έθνους, αλλά και ένα εκ των σημαντικότερων μνημείων της χριστιανικής τέχνης βρίσκεται επί της Νοτιοδυτικής κλιτύος του πρώτου λόφου της Κωνσταντινουπόλεως και μαζί με το Ιερό Παλάτιο και τον Ιππόδρομο αποτελούσε ενιαίο κεντρικό οικοδομικό συγκρότημα της Πόλης.
Σύμφωνα προς την παράδοση, την οποία διασώζουν οι Βυζαντινοί χρονογράφοι, ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας κτίσθηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, αφού εγκατέστησε την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους, το 331 μ.Χ., στο Βυζάντιο, την κόσμησε με πολλά ιδρύματα όμοια προς αυτά της Ρώμης. Από αυτά τα σημαντικότερα ήταν το Ιερό Παλάτιο και ο Ιππόδρομος. Εκτός όμως του Ιερού Παλατίου και του Ιπποδρόμου, ο Κωνσταντίνος ανήγειρε και δεκατέσσερις εκκλησίες, μεταξύ των οποίων την πρώτιστη και καλλίστη αφιέρωσε στην Υπέρτατη του Θεού Σοφία. Ο διάδοχος και γιός του Κωνσταντίνου Κωνστάντιος την ανοικοδόμησε και την κατέστησε πιο ευρύχωρη και πιο μεγαλοπρεπή, αφιερώνοντας σε αυτό το ναό πολλά αναθήματα, κειμήλια χρυσά και αργυρά. Ο ναός αυτός κατά τους αρχαιολόγους ήταν σχήματος βασιλικής ξυλόστεγης και τα εγκαίνιά του έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου του 360.
Ο ναός αυτός ονομαζόταν και Μεγάλη Εκκλησία, αλλά χρησιμοποιούνταν και το όνομα Σοφία, το οποίο και επικράτησε αργότερα. Την ονομασία Αγία Σοφία θα πρέπει να την αναζητήσουμε στο γεγονός ότι όσο χρόνο ετίθετο ο θεμέλιος λίθος, η στη Νίκαια της Βιθυνίας συνελθούσα Α΄ Οικουμενική Σύνοδος είχε ήδη αποκηρύξει τον αρχηγό αίρεσης Άρειο (325) και είχε ανακηρύξει τον Χριστό ως τον αληθινό Λόγο και την Σοφία του Θεού. Και ο ναός τιμήθηκε ως ναός της του Θεού Σοφίας, αλλά παράλληλα διατηρήθηκε και το όνομα Μεγάλη Εκκλησία. Το όνομα όμως αυτό δεν χαρακτήριζε μόνο το μέγεθος του ναού. Επί αιώνες, η Μεγάλη Εκκλησία σήμαινε το κέντρο της Ορθοδοξίας, αλλά και αυτήν ακόμη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο πρώτος αυτός ναός της του Θεού Σοφίας διατηρήθηκε μέχρι τον Αυτοκράτορα Αρκάδιο (383-408).
Από της ιδρύσεως του ο ναός της Αγίας Σοφίας διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο σε όλα τα εκκλησιαστικά και πολιτικά γεγονότα, κατά τον υπερχιλιετή βίο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στον ναό της Αγίας Σοφίας θριάμβευσε ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, κατά της αίρεσης των αρειανών. Εκεί διαβάστηκαν τα πρακτικά της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου το 381 μ.Χ. Και σε αυτή την πρώτη εκκλησία της Αγίας Σοφίας θεμελιώθηκε η ορθόδοξη πίστη. Στην Αγία Σοφία αντήχησε η φωνή του Χρυσοστόμου, εκεί κατέφυγε υπό την Αγία Τράπεζα ο Ευτρόπιος, αφού σώθηκε από την ευγλωττία του μεγάλου αυτού εκκλησιαστικού ρήτορα και οικουμενικού διδασκάλου.
Ο Χρυσόστομος διακρίθηκε για τη δύναμη του λόγου του και για την προς αυτόν αγάπη του λαού. Ήταν αυστηρός και ασκητικός, ήλεγχε την επικρατούσα κοινωνική ανισότητα, τις αδικίες που γίνονταν από άρχοντες και αρχιερείς, προπάντων όμως μαστίγωνε την τρυφή της Αυλής και την διαφθορά των πλουσίων. Στον αγώνα αυτό κατά της εκκλησιαστικής και πολιτικής αρχής, η κυβέρνηση αντέταξε τον φιλόδοξο και χωρίς αρχές πάπα Αλεξανδρείας Θεόφιλο. Ο Θεόφιλος παίρνοντας ως συμμάχους και άλλους αρχιερείς, κατόρθωσε με πολλές μηχανορραφίες να καθαιρεθεί ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Χρυσόστομος. Αυτομάτως όμως εκδηλώθηκε η αγανάκτηση του λαού για την ενέργεια αυτή και η κυβέρνηση αναγκάστηκε τον μεν Θεόφιλο να αποστείλει πάλι στην Αλεξάνδρεια, να επαναφέρει δε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως τον Χρυσόστομο. Επανερχόμενος ο Χρυσόστομος, χρησιμοποίησε αυστηρότερη γλώσσα, επιτιμώντας φανερά και σφοδρά την πολυτέλεια αυτής της ίδιας της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Τότε έγινε (404) Σύνοδος στο Δρυ, προάστιο της Κωνσταντινούπολης, η οποία επισφράγισε και κατέστησε αμετάκλητη την καθαίρεση του Χρυσοστόμου. Μολονότι δε και η κυβέρνηση του Δυτικού κράτους και ο πάπας Ιννοκέντιος Α΄ δραστήρια επενέβησαν υπέρ αυτού, ο Χρυσόστομος εξορίσθηκε στην Κουκουσό, κοντά στις πηγές του Πυράμου. Μετά την εξορία του Χρυσόστομου, ο λαός της Κωνσταντινούπολης εξεγέρθηκε εναντίον του αυτοκράτορα Αρκαδίου, γιατί κυριολεκτικά λάτρευε τον πατριάρχη του, και στις 20 Ιουνίου του 404 πυρπόλησε τον ναό της Αγίας Σοφίας.
Επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β΄ (401-450), ο ναός ξανακτίστηκε και στις 8 Οκτωβρίου του 475 έγιναν τα εγκαίνιά του. Και ο ναός αυτός ήταν σχήματος βασιλικής, αλλά πεντάκλιτης. Στο ναό αυτό διεξήχθη η πολύκροτη συζήτηση κατά της αίρεσης του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου απ’ τη Συρία, ο οποίος διαχώριζε την ανθρώπινη από τη θεία φύση του Χριστού και καταπολεμούσε την ειδωλολατρική, γι’ αυτόν, έκφραση «Θεοτόκος», εφόσον δεν δεχόταν ότι ο Χριστός ήταν ομοούσιος προς τον πατέρα. Απ’ τον άμβωνα του ναού της Αγίας Σοφίας προκηρύχθηκε από τον πατριάρχη Ακάκιο το «Ενωτικόν», έγγραφο που επικυρώθηκε το 482 από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα, το οποίο αποκατέστησε επί δύο γενιές την εκκλησιαστική ειρήνη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο δημιουργός της εκκλησιαστικής ειρήνης Ακάκιος αναγνωρίσθηκε ως ο ανώτατος Ιεράρχης της συνενωμένης Εκκλησίας Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Κωνσταντινουπόλεως, παίρνοντας πρώτα τον τίτλο του οικουμενικού πατριάρχη. Εξαιτίας όμως του Ενωτικού επήλθε διάσταση μεταξύ Ρώμης και Ανατολικής Εκκλησίας, του πάπα που αμφισβήτησε τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη από τον επίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως και βέβαια του Πατριάρχη.
Η αγία Σοφία του Ιουστινιανού: Βρισκόμαστε στο πέμπτο έτος της βασιλείας του Ιουστινιανού, το 532. Τότε εξερράγη η τρομερή Στάση του Νίκα και στις 13 Ιανουαρίου του 532 ο ναός της αγίας Σοφίας πυρπολήθηκε μαζί με μεγάλο μέρος της Κωνσταντινούπολης. Αμέσως μετά την αιματηρή καταστολή της Στάσης ο Ιουστινιανός αρχίζει την ανοικοδόμηση του ναού επί εντελώς νέου σχεδίου. Η ανοικοδόμηση ανατέθηκε σε δύο κορυφαίους αρχιτέκτονες, τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις της Λυδίας και τον Ισίδωρο από την Μίλητο. Επειδή δε βάσει των σχεδίων η ανοικοδόμηση του νέου ναού θα απαιτούσε χώρο περισσότερο από εκείνο τον οποίο κατελάμβανε ο προηγούμενος ναός, ο Ιουστινιανός αγωνίσθηκε για την εξασφάλιση αυτού του χώρου. Οι βυζαντινοί χρονογράφοι αναφερόμενοι σε παραδόσεις, διασώζουν πλήθος σχετικών επεισοδίων μεταξύ των οποίων τα εξής: ο αυτοκράτωρ έφτασε στο σημείο να προσφύγει σε κάποια χήρα, ονόματι Άννα, η οποία δεν δεχόταν να παραχωρήσει το οίκημά της, εκτός αν της κατέβαλαν 500 λίτρες χρυσού, μολονότι ολόκληρη η περιουσία της είχε εκτιμηθεί σε 85 λίτρες χρυσού: «Η δε θεασαμένη τον βασιλέα -αναφέρει ο χρονογράφος- προσέπεσε στα πόδια αυτού, δεομένη και λέγουσα, ότι τιμή μεν ουκ οφείλω λαβείν εις τα οικήματα, τον δε ναόν, αν βούλει κτίσαι, αιτούμαί σε ίνα έχω καγώ εν ημέρα κρίσεως μισθόν και τάφω εις τα οικήματά μου πλησίον». Ένας οστιάριος (θυρωρός) ήταν μανιώδης «ιπποδρομιάκιας», όπως χαρακτηρίζει σήμερα ο λαός τους μανιώδεις «φιλίππους». Ο βυζαντινός χρονογράφος τον χαρακτηρίζει «σφόδρα φιλιππόδρομον». Αυτός, λοιπόν, δυστροπούσε και αρνούνταν να παραχωρήσει την οικία του αντί 38 λίτρων χρυσού. Για να εξαναγκασθεί να την παραχωρήσει τον έκλεισαν στην φυλακή τις παραμονές των ιπποδρομιών. Το πάθος του όμως ήταν τόσο, ώστε για να απελευθερωθεί και να του επιτραπεί να προσέλθει στον Ιππόδρομο, παραχώρησε πρόθυμα την οικία του αντί της προτεινόμενης τιμής. Ενός άλλου, πωλητή χηνών στο επάγγελμα, αγοράσθηκε η οικία, ενώ ένας βασιλισκάριος (πιθανώς ράφτης ηγεμονικών ενδυμάτων), ονόματι Ξενοφώντας, δέχτηκε να κατεδαφίσουν το εργαστήριό του για χάρη του ναού υπό τον όρο όμως να τον προσκυνήσουν οι ηνίοχοι του Ιπποδρόμου! Πάρα πολλοί άλλοι, ιδιοκτήτες των πλησίον του παλιού ναού εργαστηρίων ή οικημάτων, τα παραχώρησαν, είτε με τη θέληση τους είτε χωρίς τη θέλησή τους και έτσι βρέθηκε ο ευρύς χώρος, στον οποίο ανεγέρθη το μεγαλοπρεπέστατο οικοδόμημα της χριστιανοσύνης. Πράγματι, η αγία Σοφία είναι κτισμένη επί 7.570 τ. μέτρων.
Ο θεμέλιος λίθος του νέου ναού τέθηκε στις 23 Φεβρουαρίου του 532. Μόλις είχαν παρέλθει σαράντα ημέρες από την καταστροφή του ναού. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Ήταν το χρονικό αυτό διάστημα ικανό για να εκπονήσουν οι δύο αρχιτέκτονες τα σχέδιά τους; Μάλλον ο Ιουστινιανός, έχοντας την πρόθεση να ανοικοδομήσει ναό μεγαλοπρεπέστερο του ήδη υπάρχοντος, είχε αναθέσει από πολύ παλιότερα την εκπόνηση των σχεδίων στους δύο αρχιτέκτονες. Η καταστροφή του ναού από την στάση του Νίκα επιτάχυνε απλώς την ανέγερση. Όταν ανοίχθηκαν το θεμέλια του ναού, ο τότε πατριάρχης Ευτύχιος επικαλέσθηκε τις ευλογίες του Θεού για το έργο το οποίο έμελλε να συντελεστεί. Ο δε αυτοκράτορας με το μυστρί στα χέρια έριξε το πρώτο «κουρασάνι» στα θεμέλια. Το «κουρασάνι» ήταν κατασκευασμένο από θερμό νερό, στο οποίο είχε βράσει άφθονο κριθάρι μέχρι χυλώσεως, ασβέστη, σκόνη οστράκων και φλοιοί πτελέας, το οποίο είχε την ιδιότητα να συμπυκνώνεται και να αποκτά την στερεότητα του σιδήρου. Το ίδιο μείγμα μεταχειρίζονταν και στα τείχη. Επί βάσεως δε επτά περίπου μέτρων από αυτό το μείγμα ανεγέρθηκαν τα πρώτα θεμέλια. Δέκα χιλιάδες εργάτες και τεχνίτες, μεταφερόμενοι από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας, απασχολήθηκαν στην ανέγερση του ναού. Τους επόπτευαν εκατό πρωτομάστορες. Δαπανήθηκαν, όπως αναφέρει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, «κατά τους λιγότερο απίθανους υπολογισμούς, 3.000 κεντηνάρια χρυσού, ή 324.000.000 δραχμών». Σε σημερινό νόμισμα, η δαπάνη υπολογίζεται στις 3.600.000 λίρες στερλίνες. Ζητήθηκε και χρησιμοποιήθηκαν από όλο το κράτος τα λαμπρότερα των μαρμάρων. Μεταξύ αυτών χρησιμοποιήθηκαν και πολλά έργα τέχνης εκ των σωζομένων στα διάφορα ιερά της αρχαιότητας. Μάλιστα, διακρίνει κανείς ακόμη και σήμερα στους κίονες γύρω από τον μεγάλο θόλο τα λείψανα του ναού της Ηλιουπόλεως, του ναού της Αρτέμιδος της Εφέσου και πολλών άλλων ιερών της κλασσικής αρχαιότητας. Όλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για να κοσμήσουν τον Μέγα Ναό της νέας θρησκείας.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537. Είχαν περάσει πέντε χρόνια, έντεκα μήνες και 14 ημέρες από την ημέρα της πυρπολήσεως του ναού της του Θεού Σοφίας. Μετά απ’ αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως παρίστατο στα εγκαίνια του μεγαλοπρεπέστερου ναού που είδε ποτέ η χριστιανοσύνη. Ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ξεκίνησε απ’ τα ανάκτορα, επιβαίνοντας σε τέθριππο άμαξα. Τον συνόδευε ο πατριάρχης Ευτύχιος. Πλήθος λαού ήταν μαζεμένο εκατέρωθεν των δρόμων. Ο πατριάρχης με τον αυτοκράτορα πορεύονταν στο ναό της Αγίας Αναστασίας. Από εκεί, αφού ψάλθηκε η λιτή (λιτανεία), ο Ιουστινιανός πεζός και ο πατριάρχης σε άρμα και πλήθος άπειρο, ξεκίνησαν και έφθασαν στην κεντρική πλατεία της Κωνσταντινουπόλεως, το Αυγουσταίο. Ο πατριάρχης κατεβαίνει από το άρμα. Ο Ιουστινιανός στέκεται δίπλα του και με τον σταυρό επικεφαλής προχωρούν προς το ναό. Τότε για πρώτη φορά ανοίχθηκαν οι πύλες, απαστράπτουσες από τη λαμπρότητα. Ο Ιουστινιανός προχώρησε μόνος μέχρι τον άμβωνα και, καταθαμπωμένος από την αίγλη και τη λαμπρότητα η οποία τον περιέβαλε, καταλήφθηκε από ενθουσιασμό και φώναξε:
«Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι! Νενικηκά σε, Σολομών». Μετά τα εγκαίνια ο Μάγιστρος Στρατηγός διασκόρπισε στο έδαφος τρία κεντηνάρια χρυσού, τα οποία ο λαός έσπευσε να συνάξει. Εντωμεταξύ είχε προηγηθεί στον Ιππόδρομο σφαγή 1.000 βοδιών, 10.000 προβάτων, 600 ελαφιών, 1.000 χοίρων και 10.000 ορνίθων. Όλα αυτά μαζί με 30.000 μέτρα σίτου μοιράστηκαν στον λαό. Η πανήγυρη των εγκαινίων είχε διάρκεια 14 ημέρες.
Είκοσι χρόνια μετά τα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας και συγκεκριμένα την 7η Μαΐου 558, φοβερός σεισμός επέφερε βλάβες στον ναό. Ο κεντρικός τρούλος και το ανατολικό ημιθόλιο υπέστησαν ρήγματα και έπεσαν. Από την πτώση συντρίφτηκαν το Κιβώριο (μικρό κιβώτιο με άγια λείψανα), η Αγία Τράπεζα και ο Άμβωνας. Ευθύς αμέσως ο Ιουστινιανός ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Ισίδωρο τον νεώτερο την επισκευή των ζημιών. Μετά την επισκευή του ναού τελέστηκαν και δεύτερα εγκαίνια, την 24η Δεκεμβρίου του 563. Παρίστατο ο Ιουστινιανός, ο τότε πατριάρχης Μηνάς (κατ’ άλλους ο ίδιος ο πατριάρχης των πρώτων εγκαινίων Ευτύχιος) και πλήθος λαού, ψάλλοντας το «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της Δόξης…».
Κατά καιρούς έγιναν κι άλλες επισκευές και μετασκευές του ναού. Ο ναός της Αγίας Σοφίας, από της ιδρύσεώς του από τον Ιουστινιανό μέχρι σήμερα (2015) αριθμεί ηλικία 1478 ετών. Από τότε επισκευάσθηκε εξαιτίας καταστροφών από σεισμούς, ως επί το πλείστον, ή μετασκευάσθηκε αναλόγως των κυριάρχων του (Λατίνων, Μωαμεθανών) δώδεκα φορές περίπου. Το 558 υπό του Ισιδώρου του νεώτερου, το 867, το 975, το 987, το 1204 (μετασκευασθείς τότε σε καθολικό ναό από τους Λατίνους), το 1347 οπότε σεισμός επέφερε στο κτίριο νέες καταστροφές. Οι καταστροφές αυτές επισκευάσθηκαν επί Ιωάννη Καντακουζηνού και Ιωάννη Παλαιολόγου, και την επισκευή επέβλεψαν οι αρχιτέκτονες Αστράς, Φακιολάτος, και Κιπεράλτα. Το 1371, οπότε κατέπεσε από την κορυφή του θόλου ο σταυρός, το 1453 (μετασκευασθείς σε μωαμεθανικό τζαμί) και το 1545. Επί της βασιλείας του σουλτάνου Σελήμ Β΄ (1566-1574) επισκευάσθηκε ολόκληρος. Είχε προηγηθεί η ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571) μεταξύ αφ’ ενός των ενωμένων στόλων της Ισπανίας, της Βενετίας, της Γένουας, της Νεαπόλεως και Σικελίας και αφ’ ετέρου της Τουρκίας. Ο τουρκικός στόλος νικήθηκε και αυτό στοίχισε πολλά στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο σουλτάνος Σελήμ Β΄, κυριευθείς τότε από ευλάβεια, επισκεύασε, κατά τον χρονογράφο Καντεμίρ, προς παρηγοριά της θλίψης του, τον ναό της Αγίας Σοφίας. Τότε κτίσθηκε και δεύτερος μιναρές δίπλα στον μιναρέ τον οποίο είχε αναγείρει ο Μωάμεθ.
Κατά τις επισκευές της εποχής αυτής φαίνεται ότι αφαιρέθηκαν από τον ναό οι τέσσερις μαρμάρινες πλάκες, που περιείχαν την «προκήρυξη». Η προκήρυξη είχε δοθεί στην Εκκλησία από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό (1122-1180). Με αυτή επικύρωνε τα πεπραγμένα της Συνόδου, η οποία είχε συγκροτηθεί από αυτόν στην Κωνσταντινούπολη, για να λύσει το πολυθρύλητο ζήτημα του «Ο Πατήρ μείζων μου εστί». Τις πλάκες αυτές τις είχαν στήσει στο αριστερό και ενδότατο μέρος του ναού, πλαισιωμένες με λεπτούς πορφυρούς κίονες. Όπως αναφέρεται: «Ήσαν δε εκάστη το μέν μήκος οργυιαί τρείς, το δε πλάτος οργυιαί ελάσσονες, απετελείτο δε εκ των 4 τετράγωνον ίσον ισάκις». Άξια μνημονεύσεως είναι η επιγραφή της προκηρύξεως αυτής, όταν θυμηθεί κανείς σε ποια εποχή ο αυτοκράτωρ αυτός τιτλοφορούνταν: «Μανουήλ εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς, Πορφυρογέννητος, Ρωμαίων Αυτοκράτωρ, ευσεβέστατος, αεισέβαστος, Ισαυρικός, Κιλικικός, Αρμενικός, Δαλματικός, Ουγγρικός, Βοσνικός, Χωρβατικός, Λαζικός, Ιβηρικός, Σερβικός, Ζηκχικός, Χατζαρικός, Βουλγαρικός, Γοτθικός, θεοκυβέρνητος, Κληρονόμος Στέμματος του Μ. Κωνσταντίνου και ψυχή νεμόμενος πάντα τα τούτου δίκαια». Ο σουλτάνος απαίτησε από τον πατριάρχη να σταλούν σοφοί, για να του ερμηνεύσουν στα τουρκικά την επιγραφή. Πράγματι του την ερμήνευσαν και τότε, κατά προτροπή του μουφτή, διέταξε να αποξέσουν τα γράμματα και να συντριβούν οι τρεις πλάκες. Την τέταρτη, με τους τίτλους, τοποθέτησε στον τάφο του πατέρα του.
Ο σουλτάνος Μουράτ ο Γ΄, γιός του προαναφερθέντος σουλτάνου, αποτελείωσε την επισκευή του ναού, ο οποίος είχε ραγίσει από τον σεισμό. Επιπλέον διακόσμησε τον ναό εξωτερικά και εσωτερικά και τον επαύξησε με νέες οικοδομές. Αλλά με την πάροδο των ετών ο ναός της Αγίας Σοφίας είχε υποστεί πολλές φθορές και αν δεν λαμβάνονταν πρόνοια γενικής επισκευής του, υπήρχε η πιθανότητα να καταπέσει ίσως ολόκληρο το κτίριο. Τότε επενέβη ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζήτ και πρόλαβε την καταστροφή. Επί δύο έτη ο ναός επισκευάζονταν και ξοδεύτηκαν υπέρογκα ποσά. Την 1η Ιουλίου 1849, ημέρα Παρασκευή, ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζήτ προσήλθε, για να προσευχηθεί στην Αγία Σοφία. Τότε τελέσθηκαν κατά κάποιο τρόπο, τα εγκαίνια του επισκευασθέντος ναού. Μετά την προσευχή ο σουλτάνος φιλοδώρησε μεγαλοπρεπώς τους Ελβετούς αρχιτέκτονες αδελφούς Φοσσάτι, οι οποίοι επέβλεψαν την γενική επισκευή του ναού. Δώρα επίσης μεγάλα δόθηκαν από τον σουλτάνο στους ζωγράφους και λοιπούς τεχνίτες και εργάτες, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην επισκευή. Τότε επίσης κόπηκε νόμισμα, για να θυμίζει την γενική επισκευή της Αγίας Σοφίας. Το νόμισμα αυτό έφερε επί της μίας πλευράς την εικόνα του ναού και επί της άλλης το μονόγραμμα του σουλτάνου Αβδούλ Μετζήτ. Το 1852, οι αδελφοί Φοσσάτι δημοσίευσαν συμπεράσματα από την εργασία τους, καθώς και πλήθος σχεδίων του ναού της Αγίας Σοφίας.
Από το 1934, η Αγία Σοφία έχει μετατραπεί σε Μουσείο από την τουρκική δημοκρατία του Κεμάλ Ατατούρκ. Βέβαια, ήδη το 1930, το Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής Dumbarton Oaks ανέλαβε εργασία για την αποκατάσταση του μνημείου και ιδίως της διακοσμήσεως και των θαυμάσιων ψηφιδωτών του. Χάρη σε αυτές τις εργασίες αποκαλύφθηκε σημαντικό αριθμός ψηφιδωτών παραστάσεων.
Το ιερό τέμενος της χριστιανοσύνης, η ιστορία και ο βίος του οποίου είχε πεπρωμένο να συνδεθεί με την ιστορία και το βίο ολόκληρου του Ελληνικού έθνους, αλλά και ένα εκ των σημαντικότερων μνημείων της χριστιανικής τέχνης βρίσκεται επί της Νοτιοδυτικής κλιτύος του πρώτου λόφου της Κωνσταντινουπόλεως και μαζί με το Ιερό Παλάτιο και τον Ιππόδρομο αποτελούσε ενιαίο κεντρικό οικοδομικό συγκρότημα της Πόλης.
Σύμφωνα προς την παράδοση, την οποία διασώζουν οι Βυζαντινοί χρονογράφοι, ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας κτίσθηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, αφού εγκατέστησε την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους, το 331 μ.Χ., στο Βυζάντιο, την κόσμησε με πολλά ιδρύματα όμοια προς αυτά της Ρώμης. Από αυτά τα σημαντικότερα ήταν το Ιερό Παλάτιο και ο Ιππόδρομος. Εκτός όμως του Ιερού Παλατίου και του Ιπποδρόμου, ο Κωνσταντίνος ανήγειρε και δεκατέσσερις εκκλησίες, μεταξύ των οποίων την πρώτιστη και καλλίστη αφιέρωσε στην Υπέρτατη του Θεού Σοφία. Ο διάδοχος και γιός του Κωνσταντίνου Κωνστάντιος την ανοικοδόμησε και την κατέστησε πιο ευρύχωρη και πιο μεγαλοπρεπή, αφιερώνοντας σε αυτό το ναό πολλά αναθήματα, κειμήλια χρυσά και αργυρά. Ο ναός αυτός κατά τους αρχαιολόγους ήταν σχήματος βασιλικής ξυλόστεγης και τα εγκαίνιά του έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου του 360.
Ο ναός αυτός ονομαζόταν και Μεγάλη Εκκλησία, αλλά χρησιμοποιούνταν και το όνομα Σοφία, το οποίο και επικράτησε αργότερα. Την ονομασία Αγία Σοφία θα πρέπει να την αναζητήσουμε στο γεγονός ότι όσο χρόνο ετίθετο ο θεμέλιος λίθος, η στη Νίκαια της Βιθυνίας συνελθούσα Α΄ Οικουμενική Σύνοδος είχε ήδη αποκηρύξει τον αρχηγό αίρεσης Άρειο (325) και είχε ανακηρύξει τον Χριστό ως τον αληθινό Λόγο και την Σοφία του Θεού. Και ο ναός τιμήθηκε ως ναός της του Θεού Σοφίας, αλλά παράλληλα διατηρήθηκε και το όνομα Μεγάλη Εκκλησία. Το όνομα όμως αυτό δεν χαρακτήριζε μόνο το μέγεθος του ναού. Επί αιώνες, η Μεγάλη Εκκλησία σήμαινε το κέντρο της Ορθοδοξίας, αλλά και αυτήν ακόμη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο πρώτος αυτός ναός της του Θεού Σοφίας διατηρήθηκε μέχρι τον Αυτοκράτορα Αρκάδιο (383-408).
Από της ιδρύσεως του ο ναός της Αγίας Σοφίας διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο σε όλα τα εκκλησιαστικά και πολιτικά γεγονότα, κατά τον υπερχιλιετή βίο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στον ναό της Αγίας Σοφίας θριάμβευσε ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, κατά της αίρεσης των αρειανών. Εκεί διαβάστηκαν τα πρακτικά της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου το 381 μ.Χ. Και σε αυτή την πρώτη εκκλησία της Αγίας Σοφίας θεμελιώθηκε η ορθόδοξη πίστη. Στην Αγία Σοφία αντήχησε η φωνή του Χρυσοστόμου, εκεί κατέφυγε υπό την Αγία Τράπεζα ο Ευτρόπιος, αφού σώθηκε από την ευγλωττία του μεγάλου αυτού εκκλησιαστικού ρήτορα και οικουμενικού διδασκάλου.
Ο Χρυσόστομος διακρίθηκε για τη δύναμη του λόγου του και για την προς αυτόν αγάπη του λαού. Ήταν αυστηρός και ασκητικός, ήλεγχε την επικρατούσα κοινωνική ανισότητα, τις αδικίες που γίνονταν από άρχοντες και αρχιερείς, προπάντων όμως μαστίγωνε την τρυφή της Αυλής και την διαφθορά των πλουσίων. Στον αγώνα αυτό κατά της εκκλησιαστικής και πολιτικής αρχής, η κυβέρνηση αντέταξε τον φιλόδοξο και χωρίς αρχές πάπα Αλεξανδρείας Θεόφιλο. Ο Θεόφιλος παίρνοντας ως συμμάχους και άλλους αρχιερείς, κατόρθωσε με πολλές μηχανορραφίες να καθαιρεθεί ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Χρυσόστομος. Αυτομάτως όμως εκδηλώθηκε η αγανάκτηση του λαού για την ενέργεια αυτή και η κυβέρνηση αναγκάστηκε τον μεν Θεόφιλο να αποστείλει πάλι στην Αλεξάνδρεια, να επαναφέρει δε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως τον Χρυσόστομο. Επανερχόμενος ο Χρυσόστομος, χρησιμοποίησε αυστηρότερη γλώσσα, επιτιμώντας φανερά και σφοδρά την πολυτέλεια αυτής της ίδιας της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Τότε έγινε (404) Σύνοδος στο Δρυ, προάστιο της Κωνσταντινούπολης, η οποία επισφράγισε και κατέστησε αμετάκλητη την καθαίρεση του Χρυσοστόμου. Μολονότι δε και η κυβέρνηση του Δυτικού κράτους και ο πάπας Ιννοκέντιος Α΄ δραστήρια επενέβησαν υπέρ αυτού, ο Χρυσόστομος εξορίσθηκε στην Κουκουσό, κοντά στις πηγές του Πυράμου. Μετά την εξορία του Χρυσόστομου, ο λαός της Κωνσταντινούπολης εξεγέρθηκε εναντίον του αυτοκράτορα Αρκαδίου, γιατί κυριολεκτικά λάτρευε τον πατριάρχη του, και στις 20 Ιουνίου του 404 πυρπόλησε τον ναό της Αγίας Σοφίας.
Επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β΄ (401-450), ο ναός ξανακτίστηκε και στις 8 Οκτωβρίου του 475 έγιναν τα εγκαίνιά του. Και ο ναός αυτός ήταν σχήματος βασιλικής, αλλά πεντάκλιτης. Στο ναό αυτό διεξήχθη η πολύκροτη συζήτηση κατά της αίρεσης του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου απ’ τη Συρία, ο οποίος διαχώριζε την ανθρώπινη από τη θεία φύση του Χριστού και καταπολεμούσε την ειδωλολατρική, γι’ αυτόν, έκφραση «Θεοτόκος», εφόσον δεν δεχόταν ότι ο Χριστός ήταν ομοούσιος προς τον πατέρα. Απ’ τον άμβωνα του ναού της Αγίας Σοφίας προκηρύχθηκε από τον πατριάρχη Ακάκιο το «Ενωτικόν», έγγραφο που επικυρώθηκε το 482 από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα, το οποίο αποκατέστησε επί δύο γενιές την εκκλησιαστική ειρήνη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο δημιουργός της εκκλησιαστικής ειρήνης Ακάκιος αναγνωρίσθηκε ως ο ανώτατος Ιεράρχης της συνενωμένης Εκκλησίας Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Κωνσταντινουπόλεως, παίρνοντας πρώτα τον τίτλο του οικουμενικού πατριάρχη. Εξαιτίας όμως του Ενωτικού επήλθε διάσταση μεταξύ Ρώμης και Ανατολικής Εκκλησίας, του πάπα που αμφισβήτησε τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη από τον επίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως και βέβαια του Πατριάρχη.
Η αγία Σοφία του Ιουστινιανού: Βρισκόμαστε στο πέμπτο έτος της βασιλείας του Ιουστινιανού, το 532. Τότε εξερράγη η τρομερή Στάση του Νίκα και στις 13 Ιανουαρίου του 532 ο ναός της αγίας Σοφίας πυρπολήθηκε μαζί με μεγάλο μέρος της Κωνσταντινούπολης. Αμέσως μετά την αιματηρή καταστολή της Στάσης ο Ιουστινιανός αρχίζει την ανοικοδόμηση του ναού επί εντελώς νέου σχεδίου. Η ανοικοδόμηση ανατέθηκε σε δύο κορυφαίους αρχιτέκτονες, τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις της Λυδίας και τον Ισίδωρο από την Μίλητο. Επειδή δε βάσει των σχεδίων η ανοικοδόμηση του νέου ναού θα απαιτούσε χώρο περισσότερο από εκείνο τον οποίο κατελάμβανε ο προηγούμενος ναός, ο Ιουστινιανός αγωνίσθηκε για την εξασφάλιση αυτού του χώρου. Οι βυζαντινοί χρονογράφοι αναφερόμενοι σε παραδόσεις, διασώζουν πλήθος σχετικών επεισοδίων μεταξύ των οποίων τα εξής: ο αυτοκράτωρ έφτασε στο σημείο να προσφύγει σε κάποια χήρα, ονόματι Άννα, η οποία δεν δεχόταν να παραχωρήσει το οίκημά της, εκτός αν της κατέβαλαν 500 λίτρες χρυσού, μολονότι ολόκληρη η περιουσία της είχε εκτιμηθεί σε 85 λίτρες χρυσού: «Η δε θεασαμένη τον βασιλέα -αναφέρει ο χρονογράφος- προσέπεσε στα πόδια αυτού, δεομένη και λέγουσα, ότι τιμή μεν ουκ οφείλω λαβείν εις τα οικήματα, τον δε ναόν, αν βούλει κτίσαι, αιτούμαί σε ίνα έχω καγώ εν ημέρα κρίσεως μισθόν και τάφω εις τα οικήματά μου πλησίον». Ένας οστιάριος (θυρωρός) ήταν μανιώδης «ιπποδρομιάκιας», όπως χαρακτηρίζει σήμερα ο λαός τους μανιώδεις «φιλίππους». Ο βυζαντινός χρονογράφος τον χαρακτηρίζει «σφόδρα φιλιππόδρομον». Αυτός, λοιπόν, δυστροπούσε και αρνούνταν να παραχωρήσει την οικία του αντί 38 λίτρων χρυσού. Για να εξαναγκασθεί να την παραχωρήσει τον έκλεισαν στην φυλακή τις παραμονές των ιπποδρομιών. Το πάθος του όμως ήταν τόσο, ώστε για να απελευθερωθεί και να του επιτραπεί να προσέλθει στον Ιππόδρομο, παραχώρησε πρόθυμα την οικία του αντί της προτεινόμενης τιμής. Ενός άλλου, πωλητή χηνών στο επάγγελμα, αγοράσθηκε η οικία, ενώ ένας βασιλισκάριος (πιθανώς ράφτης ηγεμονικών ενδυμάτων), ονόματι Ξενοφώντας, δέχτηκε να κατεδαφίσουν το εργαστήριό του για χάρη του ναού υπό τον όρο όμως να τον προσκυνήσουν οι ηνίοχοι του Ιπποδρόμου! Πάρα πολλοί άλλοι, ιδιοκτήτες των πλησίον του παλιού ναού εργαστηρίων ή οικημάτων, τα παραχώρησαν, είτε με τη θέληση τους είτε χωρίς τη θέλησή τους και έτσι βρέθηκε ο ευρύς χώρος, στον οποίο ανεγέρθη το μεγαλοπρεπέστατο οικοδόμημα της χριστιανοσύνης. Πράγματι, η αγία Σοφία είναι κτισμένη επί 7.570 τ. μέτρων.
Ο θεμέλιος λίθος του νέου ναού τέθηκε στις 23 Φεβρουαρίου του 532. Μόλις είχαν παρέλθει σαράντα ημέρες από την καταστροφή του ναού. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Ήταν το χρονικό αυτό διάστημα ικανό για να εκπονήσουν οι δύο αρχιτέκτονες τα σχέδιά τους; Μάλλον ο Ιουστινιανός, έχοντας την πρόθεση να ανοικοδομήσει ναό μεγαλοπρεπέστερο του ήδη υπάρχοντος, είχε αναθέσει από πολύ παλιότερα την εκπόνηση των σχεδίων στους δύο αρχιτέκτονες. Η καταστροφή του ναού από την στάση του Νίκα επιτάχυνε απλώς την ανέγερση. Όταν ανοίχθηκαν το θεμέλια του ναού, ο τότε πατριάρχης Ευτύχιος επικαλέσθηκε τις ευλογίες του Θεού για το έργο το οποίο έμελλε να συντελεστεί. Ο δε αυτοκράτορας με το μυστρί στα χέρια έριξε το πρώτο «κουρασάνι» στα θεμέλια. Το «κουρασάνι» ήταν κατασκευασμένο από θερμό νερό, στο οποίο είχε βράσει άφθονο κριθάρι μέχρι χυλώσεως, ασβέστη, σκόνη οστράκων και φλοιοί πτελέας, το οποίο είχε την ιδιότητα να συμπυκνώνεται και να αποκτά την στερεότητα του σιδήρου. Το ίδιο μείγμα μεταχειρίζονταν και στα τείχη. Επί βάσεως δε επτά περίπου μέτρων από αυτό το μείγμα ανεγέρθηκαν τα πρώτα θεμέλια. Δέκα χιλιάδες εργάτες και τεχνίτες, μεταφερόμενοι από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας, απασχολήθηκαν στην ανέγερση του ναού. Τους επόπτευαν εκατό πρωτομάστορες. Δαπανήθηκαν, όπως αναφέρει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, «κατά τους λιγότερο απίθανους υπολογισμούς, 3.000 κεντηνάρια χρυσού, ή 324.000.000 δραχμών». Σε σημερινό νόμισμα, η δαπάνη υπολογίζεται στις 3.600.000 λίρες στερλίνες. Ζητήθηκε και χρησιμοποιήθηκαν από όλο το κράτος τα λαμπρότερα των μαρμάρων. Μεταξύ αυτών χρησιμοποιήθηκαν και πολλά έργα τέχνης εκ των σωζομένων στα διάφορα ιερά της αρχαιότητας. Μάλιστα, διακρίνει κανείς ακόμη και σήμερα στους κίονες γύρω από τον μεγάλο θόλο τα λείψανα του ναού της Ηλιουπόλεως, του ναού της Αρτέμιδος της Εφέσου και πολλών άλλων ιερών της κλασσικής αρχαιότητας. Όλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για να κοσμήσουν τον Μέγα Ναό της νέας θρησκείας.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537. Είχαν περάσει πέντε χρόνια, έντεκα μήνες και 14 ημέρες από την ημέρα της πυρπολήσεως του ναού της του Θεού Σοφίας. Μετά απ’ αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως παρίστατο στα εγκαίνια του μεγαλοπρεπέστερου ναού που είδε ποτέ η χριστιανοσύνη. Ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ξεκίνησε απ’ τα ανάκτορα, επιβαίνοντας σε τέθριππο άμαξα. Τον συνόδευε ο πατριάρχης Ευτύχιος. Πλήθος λαού ήταν μαζεμένο εκατέρωθεν των δρόμων. Ο πατριάρχης με τον αυτοκράτορα πορεύονταν στο ναό της Αγίας Αναστασίας. Από εκεί, αφού ψάλθηκε η λιτή (λιτανεία), ο Ιουστινιανός πεζός και ο πατριάρχης σε άρμα και πλήθος άπειρο, ξεκίνησαν και έφθασαν στην κεντρική πλατεία της Κωνσταντινουπόλεως, το Αυγουσταίο. Ο πατριάρχης κατεβαίνει από το άρμα. Ο Ιουστινιανός στέκεται δίπλα του και με τον σταυρό επικεφαλής προχωρούν προς το ναό. Τότε για πρώτη φορά ανοίχθηκαν οι πύλες, απαστράπτουσες από τη λαμπρότητα. Ο Ιουστινιανός προχώρησε μόνος μέχρι τον άμβωνα και, καταθαμπωμένος από την αίγλη και τη λαμπρότητα η οποία τον περιέβαλε, καταλήφθηκε από ενθουσιασμό και φώναξε:
«Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι! Νενικηκά σε, Σολομών». Μετά τα εγκαίνια ο Μάγιστρος Στρατηγός διασκόρπισε στο έδαφος τρία κεντηνάρια χρυσού, τα οποία ο λαός έσπευσε να συνάξει. Εντωμεταξύ είχε προηγηθεί στον Ιππόδρομο σφαγή 1.000 βοδιών, 10.000 προβάτων, 600 ελαφιών, 1.000 χοίρων και 10.000 ορνίθων. Όλα αυτά μαζί με 30.000 μέτρα σίτου μοιράστηκαν στον λαό. Η πανήγυρη των εγκαινίων είχε διάρκεια 14 ημέρες.
Είκοσι χρόνια μετά τα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας και συγκεκριμένα την 7η Μαΐου 558, φοβερός σεισμός επέφερε βλάβες στον ναό. Ο κεντρικός τρούλος και το ανατολικό ημιθόλιο υπέστησαν ρήγματα και έπεσαν. Από την πτώση συντρίφτηκαν το Κιβώριο (μικρό κιβώτιο με άγια λείψανα), η Αγία Τράπεζα και ο Άμβωνας. Ευθύς αμέσως ο Ιουστινιανός ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Ισίδωρο τον νεώτερο την επισκευή των ζημιών. Μετά την επισκευή του ναού τελέστηκαν και δεύτερα εγκαίνια, την 24η Δεκεμβρίου του 563. Παρίστατο ο Ιουστινιανός, ο τότε πατριάρχης Μηνάς (κατ’ άλλους ο ίδιος ο πατριάρχης των πρώτων εγκαινίων Ευτύχιος) και πλήθος λαού, ψάλλοντας το «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της Δόξης…».
Κατά καιρούς έγιναν κι άλλες επισκευές και μετασκευές του ναού. Ο ναός της Αγίας Σοφίας, από της ιδρύσεώς του από τον Ιουστινιανό μέχρι σήμερα (2015) αριθμεί ηλικία 1478 ετών. Από τότε επισκευάσθηκε εξαιτίας καταστροφών από σεισμούς, ως επί το πλείστον, ή μετασκευάσθηκε αναλόγως των κυριάρχων του (Λατίνων, Μωαμεθανών) δώδεκα φορές περίπου. Το 558 υπό του Ισιδώρου του νεώτερου, το 867, το 975, το 987, το 1204 (μετασκευασθείς τότε σε καθολικό ναό από τους Λατίνους), το 1347 οπότε σεισμός επέφερε στο κτίριο νέες καταστροφές. Οι καταστροφές αυτές επισκευάσθηκαν επί Ιωάννη Καντακουζηνού και Ιωάννη Παλαιολόγου, και την επισκευή επέβλεψαν οι αρχιτέκτονες Αστράς, Φακιολάτος, και Κιπεράλτα. Το 1371, οπότε κατέπεσε από την κορυφή του θόλου ο σταυρός, το 1453 (μετασκευασθείς σε μωαμεθανικό τζαμί) και το 1545. Επί της βασιλείας του σουλτάνου Σελήμ Β΄ (1566-1574) επισκευάσθηκε ολόκληρος. Είχε προηγηθεί η ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571) μεταξύ αφ’ ενός των ενωμένων στόλων της Ισπανίας, της Βενετίας, της Γένουας, της Νεαπόλεως και Σικελίας και αφ’ ετέρου της Τουρκίας. Ο τουρκικός στόλος νικήθηκε και αυτό στοίχισε πολλά στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο σουλτάνος Σελήμ Β΄, κυριευθείς τότε από ευλάβεια, επισκεύασε, κατά τον χρονογράφο Καντεμίρ, προς παρηγοριά της θλίψης του, τον ναό της Αγίας Σοφίας. Τότε κτίσθηκε και δεύτερος μιναρές δίπλα στον μιναρέ τον οποίο είχε αναγείρει ο Μωάμεθ.
Κατά τις επισκευές της εποχής αυτής φαίνεται ότι αφαιρέθηκαν από τον ναό οι τέσσερις μαρμάρινες πλάκες, που περιείχαν την «προκήρυξη». Η προκήρυξη είχε δοθεί στην Εκκλησία από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό (1122-1180). Με αυτή επικύρωνε τα πεπραγμένα της Συνόδου, η οποία είχε συγκροτηθεί από αυτόν στην Κωνσταντινούπολη, για να λύσει το πολυθρύλητο ζήτημα του «Ο Πατήρ μείζων μου εστί». Τις πλάκες αυτές τις είχαν στήσει στο αριστερό και ενδότατο μέρος του ναού, πλαισιωμένες με λεπτούς πορφυρούς κίονες. Όπως αναφέρεται: «Ήσαν δε εκάστη το μέν μήκος οργυιαί τρείς, το δε πλάτος οργυιαί ελάσσονες, απετελείτο δε εκ των 4 τετράγωνον ίσον ισάκις». Άξια μνημονεύσεως είναι η επιγραφή της προκηρύξεως αυτής, όταν θυμηθεί κανείς σε ποια εποχή ο αυτοκράτωρ αυτός τιτλοφορούνταν: «Μανουήλ εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς, Πορφυρογέννητος, Ρωμαίων Αυτοκράτωρ, ευσεβέστατος, αεισέβαστος, Ισαυρικός, Κιλικικός, Αρμενικός, Δαλματικός, Ουγγρικός, Βοσνικός, Χωρβατικός, Λαζικός, Ιβηρικός, Σερβικός, Ζηκχικός, Χατζαρικός, Βουλγαρικός, Γοτθικός, θεοκυβέρνητος, Κληρονόμος Στέμματος του Μ. Κωνσταντίνου και ψυχή νεμόμενος πάντα τα τούτου δίκαια». Ο σουλτάνος απαίτησε από τον πατριάρχη να σταλούν σοφοί, για να του ερμηνεύσουν στα τουρκικά την επιγραφή. Πράγματι του την ερμήνευσαν και τότε, κατά προτροπή του μουφτή, διέταξε να αποξέσουν τα γράμματα και να συντριβούν οι τρεις πλάκες. Την τέταρτη, με τους τίτλους, τοποθέτησε στον τάφο του πατέρα του.
Ο σουλτάνος Μουράτ ο Γ΄, γιός του προαναφερθέντος σουλτάνου, αποτελείωσε την επισκευή του ναού, ο οποίος είχε ραγίσει από τον σεισμό. Επιπλέον διακόσμησε τον ναό εξωτερικά και εσωτερικά και τον επαύξησε με νέες οικοδομές. Αλλά με την πάροδο των ετών ο ναός της Αγίας Σοφίας είχε υποστεί πολλές φθορές και αν δεν λαμβάνονταν πρόνοια γενικής επισκευής του, υπήρχε η πιθανότητα να καταπέσει ίσως ολόκληρο το κτίριο. Τότε επενέβη ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζήτ και πρόλαβε την καταστροφή. Επί δύο έτη ο ναός επισκευάζονταν και ξοδεύτηκαν υπέρογκα ποσά. Την 1η Ιουλίου 1849, ημέρα Παρασκευή, ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζήτ προσήλθε, για να προσευχηθεί στην Αγία Σοφία. Τότε τελέσθηκαν κατά κάποιο τρόπο, τα εγκαίνια του επισκευασθέντος ναού. Μετά την προσευχή ο σουλτάνος φιλοδώρησε μεγαλοπρεπώς τους Ελβετούς αρχιτέκτονες αδελφούς Φοσσάτι, οι οποίοι επέβλεψαν την γενική επισκευή του ναού. Δώρα επίσης μεγάλα δόθηκαν από τον σουλτάνο στους ζωγράφους και λοιπούς τεχνίτες και εργάτες, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην επισκευή. Τότε επίσης κόπηκε νόμισμα, για να θυμίζει την γενική επισκευή της Αγίας Σοφίας. Το νόμισμα αυτό έφερε επί της μίας πλευράς την εικόνα του ναού και επί της άλλης το μονόγραμμα του σουλτάνου Αβδούλ Μετζήτ. Το 1852, οι αδελφοί Φοσσάτι δημοσίευσαν συμπεράσματα από την εργασία τους, καθώς και πλήθος σχεδίων του ναού της Αγίας Σοφίας.
Από το 1934, η Αγία Σοφία έχει μετατραπεί σε Μουσείο από την τουρκική δημοκρατία του Κεμάλ Ατατούρκ. Βέβαια, ήδη το 1930, το Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής Dumbarton Oaks ανέλαβε εργασία για την αποκατάσταση του μνημείου και ιδίως της διακοσμήσεως και των θαυμάσιων ψηφιδωτών του. Χάρη σε αυτές τις εργασίες αποκαλύφθηκε σημαντικό αριθμός ψηφιδωτών παραστάσεων.
Δακτυλογράφηση κειμένου: Βάσω Κ. Ηλιάδη
* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)