Η Τοπική μας Αυτοδιοίκηση, μέσα
σε 70 χρόνια, γνώρισε την ”γερμανική μπότα” τουλάχιστον δύο φορές: Η πρώτη
ήτανε το 1941. Η δεύτερη, πριν από τέσσερα χρόνια, συμπίπτει με την εγκατάσταση
του Δ.Ν.Τ. και την υπαγωγή μας σε καθεστώς ξένης οικονομικής επιτήρησης.
Την πρώτη φορά, τον
Απρίλιο του ’41, οι γερμανικές αρχές κατοχής, υπό την καθοδήγηση του
Χέρμαν Νοϊμπάχερ, τοποθετούν, στις Δημαρχίες και τις Κοινότητες, ανθρώπους της
δικής τους εμπιστοσύνης έτσι, ώστε να μην ξεφεύγει από τα χέρια των Γερμανών
ούτε δράμι Ελληνικής παραγωγής.
Είτε με το στανιό είτε με χαρτονομίσματα
πληθωριστικά, αρπάζουν τα πάντα και αφήνουν έτσι τον ελληνικό λαό να πεθαίνει
από την πείνα.
Αυτά, στην κατοχή του ’41.
Τώρα, στα χρόνια των μνημονίων
και της νέας υποταγής, ο γνωστός σε όλους μας κ. Χάνς Φούχτελ -απεσταλμένος της
γερμανικής καγκελαρίας- έρχεται, ως φαίνεται, να ολοκληρώσει το ”φιλάνθρωπο
έργο” του κατοχικού Χέρμαν Νοϊμπάχερ.
Αυτός ο ”καλός μας φίλος” και οι
συνοδεύοντες αυτόν, Γερμανοί αιρετοί και εκπρόσωποι του ιδιωτικού
γερμανικού κεφαλαίου, είναι ολοφάνερο ότι έχουνε βαλθεί, πάση θυσία, να γίνουν
”ευεργέτες” μας!(**)
Το ”ενδιαφέρον” τους, ιδιαίτερα
μάλιστα για το μέλλον των παιδιών μας, δεν περιγράφεται! Μας έχουνε,
κυριολεκτικά, σκλαβώσει με την ”καλοσύνη” τους. Άλλωστε, ως καθαρόαιμοι
προτεστάντες, βδελύσσονται (σιχαίνονται) τις ”κακές πράξεις”.
Γι’ αυτό κι εμείς,
ανταποδίδοντας την ”αγάπη” τους, σπεύδουμε, ολοπρόθυμα
και αφελώς ταυτόχρονα, να συζητήσουμε μαζί τους ό, τι έχει σχέση με τα
εναπομείναντα δημοτικά μας ”φιλέτα”. Τουτέστιν(*):
- Την ”διαχείριση” των οικιακών απορριμμάτων.
- Την ”αξιοποίηση” της ακίνητης περιουσίας των δήμων.
- Την ”συνεργασία” σε θέματα τουρισμού, όπως είναι τα θερμά λουτρά και οι παραλίες.
- Την ”αναβάθμιση” της εκμετάλλευσης του ορυκτού μας πλούτου.
- Την περαιτέρω ’’βελτίωση” στην παροχή κοινωνικών αγαθών, όπως είναι το νερό και το ρεύμα.
- Την ”σωτηρία” της νεολαίας μας από την μάστιγα της ανεργίας, δηλαδή την ”τακτοποίηση” ετοιμοπαράδοτων γιατρών, νοσοκόμων, μηχανικών και εκπαιδευτικών, στα πλαίσια ενός σύγχρονου παιδομαζώματος, προτεστάντικου αυτήν την φορά και όχι οθωμανικού.
Είναι εξαιρετικά υποτιμητικό, για να μην
πούμε υβριστικό, η σάρκωση του δικού μας ιδρώτα να πετιέται στο παζάρι των
εθνών και να πωλείται σε τιμές δουλοπαροίκων.(***)
Ή μήπως, πίσω από τα νιάτα μας τα ταλαντούχα, δεν
κρύβονται οι κόποι και οι θυσίες των Ελλήνων γονέων, όπως επίσης και ο
συλλογικός μας εθνικός κορβανάς;
Τα παιδιά μας δεν τα μεγαλώσαμε
για να φύγουν μετανάστες και να τα χάσουμε μια για πάντα. Ιδρώσαμε, κοπιάσαμε
και ματώσαμε για να τα δούμε να μεγαλουργούν και να προκόβουν μέσα στην Πατρίδα
τους και όχι να μαραζώνουν στα αφιλόξενα κολχόζ της Δυτικής φεουδαρχίας.
Εδώ η ευθύνη των ηγεσιών μας είναι πολύ
μεγάλη. Και η ευθύνη αυτή εκπορεύεται και διδάσκεται κατευθείαν από
τον παμμέγιστο Κυβερνήτη μας, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ο λαμπρός αυτός
Αστέρας του παγκόσμιου πολιτικού στερεώματος είχε πολύ σοβαρές αντιρρήσεις πάνω
στο θέμα της αποστολής Ελληνόπουλων στην Εσπερία.
Σε σχετική επιστολή του
επισημαίνει ότι οι σπουδαγμένοι στην Φραγκιά αποξενώνονται τόσο πολύ από τα
ήθη, την γλώσσα και την Πίστη των πατέρων τους, ώστε σε περίπτωση επιστροφής
”βαρείας δυσκολίας ευρίσκουσιν εις το συνηθίσαι εκ νέου τα της Πατρίδος και
γενέσθαι ωφέλιμοι εις αυτήν”.
Με απλά λόγια, όσα Ελληνόπουλα
φεύγουν από νωρίς για τα ξένα ή δεν γυρίζουν ποτέ ή κι αν ακόμα γυρίσουν, μας
έρχονται κυριολεκτικά αγνώριστα και ανίκανα να βοηθήσουν την Πατρίδα τους.
Τελικά, από την ”δράση” των
Γερμανών απεσταλμένων και την δική μας ”ανταπόκριση” συμπεραίνεται ότι σε
καμμιά περίπτωση η γενιά μας δεν είναι άξια να συγκριθεί με την γενιά
των πατεράδων και των παππούδων μας.
Εκείνοι, στην κατοχή του ’41,
τίποτε δεν παραχώρησαν, οικειοθελώς, στον Γερμανό δυνάστη. Τουναντίον,
αγωνίστηκαν και αντιστάθηκαν ηρωϊκά.
Ενώ εμείς, σήμερα, δίνουμε ”γην
και ύδωρ” στα ”στρατεύματα” κατοχής, και μάλιστα χαιρόμαστε και από πάνω, που
τα παιδιά μας, ως ήδη αφελληνισμένα, ευκολότατα εκγερμανίζονται. Με άλλα λόγια,
ζούμε, αυτοβούλως, μια πρωτόγνωρη αφαίμαξη του Έθνους μας.
Μια αφαίμαξη, η οποία από
γερμανικής πλευράς οργανώνεται με τον ”καλύτερο” δυνατό τρόπο και, από την
πλευρά την δικιά μας, ενθαρρύνεται από την ασέβεια και την ασυνέπεια του
Πολιτικού μας προσωπικού, ενισχύεται από τον ναρκισσισμό και την εκκοσμίκευση
των Εκκλησιαστικών παραγόντων και προωθείται αποτελεσματικά από την άγνοια ή
την υστεροβουλία της όποιας πρόθυμης Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Πού, όμως, οφείλεται αυτή η
μεγάλη διαφορά αγωνιστικότητας ανάμεσα στους Έλληνες του ’41 και του σήμερα;
Προσωπικώς εκτιμώ ότι η υπεροχή των
προγόνων μας είναι θέμα διαφοράς ήθους και ηθικής.
Στην συντριπτική τους
πλειονότητα, οι γονείς μας και οι παππούδες μας, ήτανε άνθρωποι της άσκησης,
του φιλότιμου, της ντομπροσύνης και της φιλοπατρίας.
Ήτανε πιο κοντά στην Πίστη των
Αγίων και των Νεομαρτύρων του Γένους μας.
Ήτανε πιο προσηλωμένοι στο
φρόνημα του Ρήγα Φερραίου, του Εμμανουήλ Παπά, του Παύλου Μελά, του Πλαστήρα
και της Κυράς της Ρω.
Ήτανε μάνες πιο σεμνές, πιο
χαριτωμένες και πιο ηρωϊκές.
Ήτανε πατεράδες πιο γενναίοι,
πιο ριψοκίνδυνοι και πιο ανδροπρεπείς.