Ο Γιάννης
Αντετοκούμπο δεν προλαβαίνει να μαρκάρει τους αντιπάλους του. Λάθος. Ο
Γιάννης Αντετοκούμπο δεν προλαβαίνει να πάει από τη μία άκρη της ρακέτας
στην άλλη. Λάθος. Δεν προλαβαίνει να μάθει τα συστήματα του προπονητή
του Τζέισον Κιντ. Λάθος. Αυτό που δεν προλαβαίνει είναι να πάει στην
τράπεζα! Δεν έχει χρόνο. Το πιο αναπάντεχο εμπόδιο στην προσαρμογή του
στις ΗΠΑ. Το δήλωσε σε δημοσιογράφο της εφημερίδας «Guardian» που τον συνάντησε λίγο πριν τον αγώνα Νικς-Μπακς.
Η
απάντηση τον κάνει ακόμη πιο «γήινο», πιο κοσμικό και ταπεινό. Αληθινό.
Βέβαια, με όσα έχει ζήσει και έχει καταφέρει, δεν είναι αυτό που
περιμένεις να ακούσεις. Ή μήπως όχι; Ο Γιάννης είναι 21 χρόνων και
προσπαθεί να ανταποκριθεί σε ένα άκρως απαιτητικό επαγγελματικό
πρόγραμμα και να φέρει εις πέρας ευθύνες που ίσως δεν αναλογούν στην
ηλικία του. Είναι φυσιολογικό λοιπόν. Ακόμη και για κάποιον που η ζωή
του μόνο τέτοια δεν ήταν.
Γοητευτικός και αθώος
Ο Γιάννης, με την
αθωότητα που τον διακρίνει, «απολογείται» στον εκπρόσωπο της βρετανικής
εφημερίδας λέγοντας «συνέχεια λέω θα πάω την επόμενη φορά. Την επόμενη
μέρα. Κι αυτό επειδή είμαι κουρασμένος από τα ταξίδια και τις
προπονήσεις και ο χρόνος δεν φτάνει». Η φωνή του «σβήνει», κοιτά στον
ορίζοντα, τρίβει τα γόνατα και παίζει με τα παπούτσια του. Από τον
Αντετοκούμπο μόνο να κερδίσεις μπορείς. Είτε τον γνωρίσεις από κοντά
είτε τον δεις να παίζει. Η συνεσταλμένη του ματιά, τα όσα κάνει στο
παρκέ… Όχι όμως μόνο γι’ αυτά. Είναι γοητευτικός, ειλικρινής και
απροκάλυπτα αθώος ακόμη κι όταν πρέπει να απαντήσει στις ίδιες,
επαναλαμβανόμενες, τετριμμένες ερωτήσεις.
Παρ’ όλα αυτά, το
πιο ελκυστικό κομμάτι της ζωής του είναι η ίδια του η ζωή. Το παρασκήνιο
της. Μοιάζει με σκηνή από αμερικάνικη ταινία της δεκαετίας του ’40. Ο
νέος που εργάζεται σε αναψυκτήριο και ξαφνικά επιλέγεται για να
υπογράψει πολυετές συμβόλαιο για τέσσερις ταινίες.
Η ζόρικη πορεία
Η φαντασία και το μελόδραμα του κινηματογράφου συναντώνται με τη ζόρικη πορεία του Γιάννη. Το «OnMilwaukee.com» αποτύπωσε σε λίγες γραμμές τον ταραχώδη βίο της οικογένειας Αντετοκούμπο. «Ο
Γιάννης, όπως και τα αδέλφια του Θανάσης, Κώστας, Αλέξανδρος, γεννήθηκε
στην Ελλάδα. Μολαταύτα, ως παιδιά νιγηριανών μεταναστών δεν
αναγνωρίστηκαν ποτέ ως Ελληνες. Τίποτα δεν ήταν σταθερό και δεδομένο γι’
αυτούς. Αντιμετώπισαν εξώσεις και συχνά άλλαζαν τόπο διαμονής.
Επιβίωσαν δρώντας όλοι μαζί. Τα αγόρια πουλούσαν γυαλιά ηλίου, τσάντες,
καπέλα στον δρόμο. Η Βερόνικα φύλαγε μωρά, ο Τσαρλς έκανε διάφορες
δουλειές. Όταν ο Γιάννης με τον Θανάση ξεκίνησαν το μπάσκετ, μοιράζονταν
το ίδιο ζευγάρι παπούτσια».
Ο ρατσισμός
Φυσικά, δεν
«ερωτεύτηκαν» όλοι τον Αντετοκούμπο. Αμέσως μετά την επιλογή του στο
ντραφτ, ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος, αρχηγός της νεοναζιστικής οργάνωσης
Χρυσή Αυγή, δήλωσε περιφρονητικά: «Εάν δώσεις σε χιμπατζή στον ζωολογικό κήπο μια μπανάνα και την ελληνική σημαία, γίνεται Ελληνας;».
Δυστυχώς, υπάρχουν
κι άλλοι που φέρονται ρατσιστικά απέναντι στον Γιάννη. Πριν το τζάμπολ
του αγώνα γυναίκα δημοσιογράφος, όχι από Ελλάδα ή ΗΠΑ, που ήταν στα
αποδυτήρια και περίμενε δηλώσεις απ' αυτόν, εξέφρασε σε συνάδελφο της
την έκπληξη της για το γεγονός ότι ο Αντετοκούμπο μιλά άπταιστα
ελληνικά. Ο τελευταίος ξαφνιάστηκε. “Ναι. Φυσικά και μιλά. Είναι Έλληνας”απάντησε. Η έκπληκτη δημοσιογράφος ανοιγόκλεισε τα μάτια και σαρκαστικά ανταπάντησε: “Δεν νομίζω”.
Τον έσωσε το μπάσκετ
Η πραγματικότητα
στην Ελλάδα παραμένει σκληρή. Πάνω από 200 χιλιάδες άνθρωποι ζουν στην
Ελλάδα δίχως να έχουν πατρίδα. Ανήμποροι να λάβουν ιθαγένεια, αν και
γεννήθηκαν στη χώρα. Ο Αντετοκούμπο, και η οικογένεια του, θα ήταν σε
αυτούς αν δεν τον έσωζε η ικανότητα του στο μπάσκετ. Οι δυνατότητες του
έλαμψαν και τον έσωσαν.
Αφού τον εντόπισε
σκάουτερ στην Ελλάδα, τα προσόντα και το ταλέντο του ήταν αναπόφευκτο να
τον οδηγήσουν στο ΝΒΑ. Από τον Φιλαθλητικό στη Σαραγόσα και από κει
στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Άφησε την Ευρώπη. Επιλέχθηκε στο
νούμερο 15 του ντραφτ από τους Μιλγουόκι Μπακς και έκτοτε μόνο ομαλή
είναι η πορεία του. Χαρούμενη και ενθουσιώδης, όπως επιτάσσει το νεαρό
και άδολο της ηλικίας του. Τουιτάρισε γεμάτος χαρά τη δοκιμή του πρώτου
του smoothie. Εν τω μεταξύ δεν σταματά να παίρνει ύψος και στο διαδίκτυο
γίνεται χαμός με κάθε ενέργεια που δικαιολογεί το προσωνύμιο “The Greek
Freak”. Το ταλέντο του “φώναζε” και υποψίαζε το φίλαθλο κοινό για αυτά
που θα έβλεπε από τον Γιάννη.
Σε αφοπλίζει
Πριν τον αγώνα
προετοιμάζει τον εαυτό του. Έχει να ασχοληθεί και με τους εκπροσώπους
του Τύπου. Όπως πάντα είναι ευγενικός και βάζει ρεπόρτερ να καθίσει
δίπλα του. Δεν γνωρίζουμε αν το κάνει για να ξεπεραστεί η διαφορά ύψους ή
είναι απλά φιλικός. Το σίγουρο είναι ότι σε αφοπλίζει. Αληθινός ή όχι,
σε κάνει να αισθάνεσαι φίλος και πραγματικά θέλει να μιλήσετε.
Ο αγώνας με τους
Νικς έχει τελειώσει πριν αρχίσει. Η Νέα Υόρκη κατεβαίνει με ελλείψεις.
Αυτό δίνει την ευκαιρία στο κοινό να εστιάσει περισσότερο στον
Αντετοκούμπο. Δεν κάνει εξωπραγματικά πράγματα, όμως υπάρχουν πολλά για
να θαυμάσεις. Το πιο σημαντικό, αγωνιστικά, είναι ότι δουλεύει πάνω σε
αυτά που υστερεί. Όπως το σουτ. Προσπαθεί να βελτιώσει την κίνηση και
γενικά ιδρώνει για να ελέγξει τις ικανότητες του. Οι Μπακς
πειραματίστηκαν μαζί του και η χρησιμοποίηση του στη θέση “1” αποδίδει.
Το… ελληνικό διάλειμμα
Μετά το νικηφόρο
παιχνίδι με τους Νικς, ο Γιάννης συναντά τον αδερφό του Θανάση και
φεύγουν μαζί από το γήπεδο. Ο Θανάσης παίζει στην αναπτυξιακή λίγκα και
τη θυγατρική της Νέας Υόρκης. Ερωτώνται από τον δημοσιογράφο του “Guardian” τι ήταν αυτό που τους απογοήτευσε στις ΗΠΑ. “Όταν ήρθα εδώ μου έκανε εντύπωση η πολυκοσμία” αναφέρει ο Γιάννης για να συμπληρώσει ο αδελφός του. “Ναι και δεν είναι ότι αγγίζει ο ένας τον άλλο...” και μιμείται την κίνηση των ανθρώπων που προσπαθούν να αποφύγουν ο ένας τον άλλο. “Κανείς δεν κοιτάει τίποτα” δηλώνει
ο Θανάσης. Μετά ξεκίνησαν να μιλάνε ελληνικά. Ηταν η στιγμή της
απομόνωσης. Της “εξαφάνισης” του σύμπαντος και της στάσης του χρόνου. Η
γλώσσα τους ενώνει και τους κρατά μακριά από τη βουή του κόσμου. Φυσικά ο
χρόνος κυριαρχεί και πρέπει να χωριστούν. Να χαθούν στο πλήθος που
πάντα αγρυπνά και πάντα κινείται. Μόνο του. Σε αυτό το “ελληνικό”
διάλειμμα μπορεί να έλεγαν οτιδήποτε. Μπορεί να σχεδίαζαν να πάνε στην
τράπεζα…