Του Γιώργη Μυλωνά
Μια λαϊκή ρήση λέει πως μια εικόνα
είναι χίλιες λέξεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, η χριστιανική ζωγραφική λειτουργεί
στην Εκκλησία σαν το βιβλίο των «αγράμματων» πιστών. Αλλά πώς, αλήθεια,
ιστορείται ένας ναός; Και πώς μπορούμε να αποφύγουμε την παγίδα της πιστής
αναπαραγωγής, για την οποία κατηγορείται η σύγχρονη εικονογραφία;
Στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
ανοίγουμε διάλογο με σύγχρονους ζωγράφους, επιχειρώντας να αναδείξουμε τη
ζωγραφική σε εκκλησίες και προσκυνηματικούς τόπους, που δεν φέρουν την τέχνη
των παλιών μαστόρων, αλλά το βλέμμα των νέων δημιουργών.
Στην εορτάζουσα Μονή της Παναγίας
Πορταΐτισσας, στην Κορνοφωλιά του Έβρου, ένα έργο ζωής που κρατά 13 χρόνια τώρα
πραγματοποιείται στο καθολικό από τον ζωγράφο Μάρκο Καμπάνη. Η θητεία του
στην εικονογραφία παρουσιάζει τούτο το παράδοξο: Ενώ σπούδασε σε ένα από τα
μεγαλύτερα κέντρα της σύγχρονης εικαστικής σκηνής, το Σεντ Μάρτινς του
Λονδίνου, γυρίζοντας στην Ελλάδα, μπήκε σε μια συνειδητή και επίμονη πορεία
αναζήτησης της παράδοσης στο Άγιον Όρος. Εκεί, η προσέγγισή του δεν είχε να
κάνει με την απορία του επισκέπτη-τουρίστα, αλλά με την πνευματική αναζήτηση
του δημιουργού, ενώ ο ίδιος σχετίστηκε με γεροντάδες όπως ο ηγούμενος τότε της
Μονής Ιβήρων, π. Βασίλειος Γοντικάκης. Έτσι, κατόπιν πρόσκλησης του π.
Βασιλείου, το 2002 του έγινε η ανάθεση της αγιογράφησης του καθολικού στη Μονή
Παναγίας Πορταΐτισσας, μετόχι της Μονής Ιβήρων.
«Είχαμε αρκετές συζητήσεις με τον
αρχιμανδρίτη Βασίλειο, αρχικά όχι για το συγκεκριμένο έργο, αλλά γενικότερα για
την κατάσταση της εκκλησιαστικής ζωγραφικής στη σύγχρονη Ελλάδα. Ο π. Βασίλειος
είναι γνώστης και λάτρης της ζωγραφικής εν γένει και έτσι οι συζητήσεις μας
είχαν πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ήξερε τη ζωγραφική μου, είχε δει τη δουλειά
που είχα κάνει για τη Σιμωνόπετρα, είχαμε πολλές κοινές ζωγραφικές αγάπες,
όπως, για παράδειγμα, τις βυζαντινές τοιχογραφίες της Καππαδοκίας. Μου είχε
παραγγείλει και μια σειρά χαρακτικών αφιερωμένων στη μονή, που χαράχθηκαν το
2001. Η πρότασή του για το μετόχι στην Κορνοφωλιά ήρθε μάλλον φυσιολογικά και
έτσι, μετά τη σύμφωνη γνώμη και της ηγουμένης Εφραιμίας, ξεκίνησα…», μας λέει ο
κ. Καμπάνης.
Το αποτέλεσμα αυτής της
μακράς συζήτησης, όπως την περιγράφετε, ποιο ήταν; Ποια είναι δηλαδή τα βασικά
χαρακτηριστικά που διέπουν την ιστόρηση του ναού;
Είναι γνωστά τα προβλήματα που
συχνά εμποδίζουν τη σύγχρονη εκκλησιαστική Τέχνη να αρθρώσει ποιοτικό ζωγραφικό
λόγο και πολλά από αυτά τα συζητήσαμε με τον πατέρα Βασίλειο. Ανάμεσα σε άλλα,
βασικό εμπόδιο προς μια ποιοτικότερη ζωγραφική έκφραση μέσα στον χώρο της
Εκκλησίας είναι η λανθασμένη αντίληψη που εν πολλοίς κυριαρχεί σχετικά με την
έννοια της παράδοσης, της αντιγραφής παλαιότερων προτύπων, καθώς και με την
παρεξηγημένη από πολλούς αναγκαιότητα της προσωπικής γλώσσας κάθε αγιογράφου. Ο
πατέρας Βασίλειος μου έδωσε μια περιεκτική περιγραφή για το πώς το φανταζόταν
και τι περίμενε από μένα. «Θέλω -είπε- μια ζωγραφική μέσα στη βυζαντινή
παράδοση, αλλά που να διακρίνω εσένα όταν τη βλέπω∙ δεν θέλω απλές αντιγραφές.
Θέλω να λέω “Να ο Μάρκος!”». Δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω, παρ’ όλη τη
δυσκολία της ανάθεσης. Ουσιαστικά, ήταν η πρώτη μεγάλη αγιογράφηση που αναλάμβανα.
Αυτό άρεσε στον πατέρα Βασίλειο, δεν ήθελε αναγκαστικά έναν «επαγγελματία»
αγιογράφο, αλλά έναν ζωγράφο που να σχετιζόταν με τη βυζαντινή παράδοση.
Η θητεία σας στη
βυζαντινή τέχνη έχει πολλές και διαφορετικές αναφορές: στην εικόνα, στη μικρογραφία,
ακόμη και στη μεταβυζαντινή εκκλησιαστική χαρακτική, που την υπηρετείτε πιστά
με τον Σιμωνοπετρίτη π. Ιουστίνο. Ποια θα αναφέρατε, όμως, ως εικονογραφικό
πρότυπο;
Σίγουρα, ως αντίληψη, αλλά όχι και
ως ύφος, έχω επηρεαστεί αρκετά από τις αγιογραφικές απόψεις του Σπύρου
Παπαλουκά. Τον έχω μελετήσει διεξοδικά, έχω μάλιστα επιμεληθεί την έκδοση των
αγιορειτικών έργων του, με τη «Θητεία στον Άθω» (έκδοση της Αγιορειτικής
Πινακοθήκης, 2003). Ο Παπαλουκάς έκανε κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, που δίνει μια
διαφορετική απάντηση στο θέμα της σύγχρονης αγιογραφίας από αυτήν του
Κόντογλου. Επίσης, δεν υποκύπτει στον δανεισμό σύγχρονων στοιχείων από τη
μοντέρνα ευρωπαϊκή ζωγραφική με τρόπο επιφανειακό, για να δώσει μια σύγχρονη
νότα στο έργο του. Αντιθέτως, γνωρίζοντας τόσο τη δυτική ζωγραφική όσο και τη
βυζαντινή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Βυζάντιο εμπεριέχει πολλές απαντήσεις
στα αισθητικά προβλήματα που απασχόλησαν τη σύγχρονη ευρωπαϊκή Τέχνη,
τονίζοντας τα μοντέρνα, τα σημερινά στοιχεία που εμπεριέχει η βυζαντινή
αισθητική. Τα σύγχρονα στοιχεία της ζωγραφικής του δεν αποτελούν αισθητικά
δάνεια από τη Δύση, αλλά λύσεις που βασίζονται στα βυζαντινά επιτεύγματα. Αυτή
η αντιμετώπιση μου άρεσε πολύ και ταίριαξε απόλυτα. Όταν άρχισα και ο ίδιος να
ενδιαφέρομαι για το Βυζάντιο και την εκκλησιαστική ζωγραφική, δεν το έκανα τόσο
από αγάπη στη παράδοση όσο από εκτίμηση στις ζωγραφικές ποιότητες που έβλεπα
στη βυζαντινή Τέχνη. Με αυτό το σκεπτικό, νομίζω ότι μπορεί κανείς να βλέπει
την παράδοση σαν δημιουργική αφετηρία και όχι σαν εγκλωβισμό στο παρελθόν.
Πού «αποκαλύπτεται»,
λοιπόν, ο Καμπάνης;
Υπάρχουν στοιχεία στη δουλειά μου,
εκεί που αναγκαστικά λόγω της λειτουργικής σημασίας των τοιχογραφιών δεν μου
επέτρεπαν να καινοτομήσω άκριτα. Έτσι, τα προσωπικά στοιχεία νομίζω ότι
φαίνονται πιο πολύ σε λεπτομέρειες, σε στοιχεία του τοπίου, στην προσπάθεια
σχεδιασμού των συνθέσεων, ώστε να ταιριάξουν αρμονικά με την αρχιτεκτονική και
την κλίμακα του ναού, και, φαντάζομαι, και στη γενική χρωματική εντύπωση του
συνόλου. Υπήρχε όμως ένα τμήμα των τοιχογραφιών που μου έδωσε τη δυνατότητα να
εκφραστώ πιο προσωπικά, χωρίς ωστόσο να προδίδω το γενικότερο ύφος που
χαρακτηρίζει το σύνολο. Αναφέρομαι στο τμήμα εκείνο πάνω στο στηθαίο του
γυναικωνίτη, που αναπαριστά την ιστορία της εικόνας της Παναγίας Πορταΐτισσας.
Η παράσταση αυτή είναι ίσως εκείνη που χάρηκα πιο πολύ ζωγραφίζοντάς την. Ίσως
είναι και η πιο προσωπική σε ύφος. Αυτό γιατί δεν υπήρχε ως σύνολο ζωγραφισμένο
το θέμα, παρά σε μία χαλκογραφία και λίγες λαϊκότροπες τοιχογραφίες του 19ου
αιώνα, και έτσι, μη έχοντας σημαντικά πρότυπα να «βαραίνουν» επάνω μου, έπρεπε
να κάνω τις δικές μου συνθέσεις και εικονογραφήσεις.
Μπορείτε να μας
«μεταφέρετε» επάνω στη σκαλωσιά; Τι σημαίνει να ζωγραφίζεις ψηλά στον τοίχο;
Η ζωγραφική αυτή έχει ιδιαίτερες
απαιτήσεις. Πρακτικά, να εξηγήσουμε ότι η ζωγραφική έχει γίνει με συνδετικό την
καζεΐνη και το αυγό κατευθείαν στον τοίχο, αφού πρώτα σοβατίστηκε κατάλληλα.
Πολλοί ναοί σήμερα αγιογραφούνται πάνω σε πανί, που εν συνεχεία κολλιέται στον
τοίχο. Η μέθοδος αυτή έχει φυσικά πολλές ευκολίες, τόσο για τον δημιουργό όσο
και για τον ναό, οι οποίες αντανακλώνται και στο χαμηλότερο κόστος βέβαια. Έχει
όμως και αρνητικά και γι’ αυτό δεν την προτιμώ. Η δυσκολία του να δουλεύεις
επιτόπου δίνει στο αποτέλεσμα μεγαλύτερη αυθεντικότητα, μεγαλύτερη ζωγραφική
ποιότητα. Εντελώς διαφορετικά ζωγραφίζεις όταν κάνεις κάτι στο εργαστήριο από
κοντά και μετά το αναρτάς σε απόσταση 5-6 ή 10 μέτρων. Εκεί, βλέπεις
ότι αυτό που έκανες όμορφα στο εργαστήριο μπορεί να μοιάζει παράταιρο στον
τελικό χώρο. Αυτό το έβλεπα ακόμη και στα σχέδια, όπου, παρόλο που τα ετοίμαζα
από πριν σε φυσικές διαστάσεις, όταν έμπαιναν στον τοίχο, ήθελαν δεκάδες
διορθώσεις και πολλές προσαρμογές, για να με ικανοποιούν. Νομίζω ότι ακόμη και
οι δυσκολίες της σκαλωσιάς, το ύψος, η σωματική καταπόνηση και άλλες δυσκολίες
λειτουργούν εν τέλει θετικά.
Κρατάτε τον ίδιο τόνο,
το ίδιο ζωγραφικό αίσθημα που είχατε από το ξεκίνημά σας;
Το μέγεθος του ναού, αλλά κυρίως
οικονομικά και άλλα πρακτικά ζητήματα δεν επέτρεψαν τη δουλειά με γρήγορους
ρυθμούς. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι τα χρώματα προέρχονται κατά κύριο
λόγο από δωρεές και προσφορές του κόσμου που έρχεται στη μονή. Αυτό, παρ’ όλη
την αγάπη των πιστών, δεν είναι φυσικά εύκολο πράγμα. Ιδιαίτερα μετά την
εμφάνιση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, τα πράγματα δυσκόλεψαν κι άλλο.
Οποιαδήποτε βοήθεια προς τη μονή για τον σκοπό αυτό θα ολοκλήρωνε την
αγιογράφηση σε συντομότερο χρονικό διάστημα. Πρέπει να τονίσω ακόμη ότι, προς
τιμήν της μονής, οι δωρεές γίνονται ανωνύμως και δεν παρατηρείται το
αντιαισθητικό και ίσως και αντιπνευματικό φαινόμενο πολλών ναών όπου σε κάθε
δύο μέτρα τοιχογραφίας αναγράφονται και ο δωρητής με την οικογένειά του. Ο
ναός, όμως, βρίσκεται μακριά από τον τόπο κατοικίας μου και η ζωγραφική, όπως
είπαμε, γίνεται απευθείας στον τοίχο, πράγμα που προκαλεί πρόσθετες δυσκολίες.
Μέχρι τώρα, έχουν περάσει περίπου 13 χρόνια και ακόμη συνεχίζω. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα να προσπαθώ όλο και περισσότερο να μένω πιστός σε προηγούμενες
αισθητικές λύσεις, για να διαφυλάσσω την ενότητα του συνόλου. Σαν ζωγράφος
αλλάζει κανείς. Εχει νέες ιδέες και επιθυμίες και έτσι όλα αυτά πρέπει, τρόπον
τινά, να αυτοπεριορίζονται. Όταν βλέπω ξανά κάτι που έκανα πριν από χρόνια,
πάντα έχω μια κριτική διάθεση. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν είναι κανείς
ευχαριστημένος, μια και ανά πάσα στιγμή έχει κατά νου και άλλες πιθανές λύσεις
που θα μπορούσε να έχει ακολουθήσει.
Αναρωτιέμαι τι
σκέφτεστε όταν βλέπετε ένα έργο σας μετά από καιρό.
Από το σύνολο των διαθέσιμων
επιφανειών έχουν σχεδόν αγιογραφηθεί τα τρία πέμπτα, περίπου, ίσως και λίγο
παραπάνω. Τελευταία, έχω την επιθυμία να κάνω πολύ απλούστερα πράγματα, σχεδόν
μινιμαλιστικά, αλλά φυσικά πρέπει να περιμένουν κάποιον άλλο ναό. Βλέπω συχνά
κάτι και λέω «Α, θα έπρεπε να το έχω κάνει με άλλο τρόπο», αλλά, όπως λέω, αυτό
το άλλο θα πρέπει να περιμένει. Είναι καταπληκτικό στοιχείο της καλλιτεχνικής
δημιουργίας να βλέπεις πόσες εναλλακτικές λύσεις θα μπορούσες να έχεις
ακολουθήσει. Αυτή η ενσυνείδητη επιλογή μιας αισθητικής λύσης έναντι άλλης, η
επιλογή ενός χρώματος έναντι άλλου, είναι μια διαδικασία που θέλω να φαίνεται,
δηλαδή να δημιουργεί ερωτήματα στον θεατή, εν προκειμένω στον πιστό, με την
έννοια ότι οποιαδήποτε επιλογή, και άρα όχι μόνο ζωγραφική, θα πρέπει να είναι
αποτέλεσμα ενσυνείδητο και όχι συνήθειας ή παρακολούθησης κάποιου κανόνα.
Προσωπικό εικαστικό
ιδίωμα
Όπως ο Παπαλουκάς, έτσι και ο
Μάρκος Καμπάνης ανήκει στη χορεία των μεγάλων δημιουργών, όπου η βαθιά
αφομοίωση των χαρακτηριστικών της βυζαντινής τέχνης εκφράζεται σε ένα εικαστικό
ιδίωμα εντελώς προσωπικό. Στο ζωγραφικό έργο του Καμπάνη δεν υπάρχουν εξωτερικά
βυζαντινίζοντα στοιχεία, αλλά μια οργανική εσωτερική σχέση με αυτή τη μεγάλη
παράδοση. Η ζωγραφική ευαισθησία του εμβολιάζει το αγιογραφικό έργο με τρόπο
ανανεωτικό. Στο χρώμα του και στην οργάνωση της σύνθεσης είναι εμφανής μια
έντονη ζωγραφικότητα, που τον προστατεύει από την παγίδα της πιστής
αναπαραγωγής. Γι’ αυτό λέμε πως ο Καμπάνης είναι παράλληλα ένας ολοκληρωμένος
και ενεργός αγιογράφος και, μάλιστα, όπως τον χαρακτήρισε ο αείμνηστος
διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου, Δημήτρης Κωνστάντιος, ένας εκ των ανανεωτών
της εκκλησιαστικής εικονογραφίας.
Ο π. Βασίλειος
Γοντικάκης για τον καλλιτέχνη
Από την έκπληξη της συναντήσεως με
τον μυστικό κόσμο του Άθω δεν ξέφυγε ο ζωγράφος Μάρκος Καμπάνης. Επισκεπτόμενος
για πρώτη φορά το 1991 το Άγιον Όρος, συγκινήθηκε. Και ήλθαν στην επιφάνεια της
καλλιτεχνικής του ευαισθησίας τρόποι δουλειάς που τον προέτρεπαν να εκφρασθεί
εικαστικά με τον πιο δικό του τρόπο… Άρχισε να δουλεύει και να σχεδιάζει
χαρακτικά. Τα έργα αυτά, με την αγιορείτικη χροιά και το ήθος, θυμίζουν άσκηση,
προσωπική ματιά και υπομονή εργόχειρου. Φέρουν στη μνήμη παλιά χαρακτικά και
αγιορείτικες χαλκογραφίες, τότε που δεν υπήρχαν οι ευκολίες των μηχανικών
αποτυπώσεων. Έτσι, νιώθεις πιο άμεσα ότι βρίσκεσαι στον χώρο της ιστορίας και
στον πόνο της ζωής… Με τη λιτότητα του ασπρόμαυρου πάνω στο χειροποίητο χαρτί,
παρουσιάζεται ψηλαφητά η ανεξίτηλη χάρη των ερειπίων, όπως και η αίσθηση του
χρονικού και του φευγαλέου σε κτίρια γερά και καλοστεκούμενα. Το κτιστό και το
άκτιστο περιχωρούνται συνευφραινόμενα. Τα ερείπια σώζουν την ιερότητα που
μένει. Και τα καινούργια αναδίδουν τη σεμνότητα αυτού που βρίσκεται μέσα στον
χρόνο και φεύγει.
Το μοναστήρι στον χρόνο
Η μονή είναι μετόχι της Μονής
Ιβήρων του Αγίου Όρους. Χτισμένη επάνω στο λόφο Κουρί, σε απόσταση 1 χλμ. δυτικά του χωριού
Κορνοφωλιά, κοντά στο Σουφλί, το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της
Θεοτόκου, αλλά γιορτάζει και πανηγυρίζει στα Εννιάμερα της Παναγίας, δηλαδή
στις 23 Αυγούστου.
Το καθολικό είναι τρίκλιτη, θολωτή
βασιλική, με ενιαία στέγη. Επάνω από την κεντρική είσοδο του κυρίως ναού, η
κτιτορική επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα πληροφορεί ότι το υπάρχον καθολικό
κτίσθηκε στη θέση παλαιοτέρου, που ήταν σε κακή κατάσταση και εγκαινιάστηκε
στις 15 Αυγούστου του 1857.
Ο χρόνος ανέγερσης δεν είναι
ιστορικά εξακριβωμένος. Φημολογείται ότι πηγαίνει πίσω τέσσερις με πέντε
αιώνες. Στις αρχές του 18ου αιώνα, το μοναστήρι δόθηκε αρχικώς ανεπίσημα ως
μετόχι στο Άγιον Όρος. Το 1747, μετά τη σύμφωνη γνώμη των κατοίκων του χωριού
και με τις ενέργειες του μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Αυξεντίου, και του ηγουμένου
της μονής, ιερομόναχου Αυξεντίου, πέρασε στην κυριότητα της Μονής Ιβήρων του
Αγίου Όρους, με πατριαρχικό σιγίλιο της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, επί πατριαρχίας Παϊσίου Β’. Το συγκεκριμένο
σιγίλιο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων.
Στη μονή υπάρχει αντίγραφο της
θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Πορταΐτισσας, καθώς και τα λείψανα του
ποδιού του Αγίου Χαραλάμπους, τα οποία ήρθαν στην κατοχή του μοναστηριού μετά
την παραχώρησή του στη Μονή Ιβήρων. Στους χρόνους της τουρκοκρατίας, το
μοναστήρι κατέστη μεγάλο θρησκευτικό, πνευματικό και εθνικό κέντρο του
Ελληνισμού της περιοχής. Η ανάμειξή του στους αγώνες για την απελευθέρωση ήταν
έντονη -μάλιστα, πολλοί μοναχοί έγιναν παράδειγμα θυσίας. Αναφέρουμε
ενδεικτικά τον ηγούμενο Πορφύριο, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο το 1912 από
τουρκικά στρατεύματα.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’70,
εκεί υπήρχε ένα μόνο εκκλησάκι και ένας μικρός χώρος, για να μένουν οι μοναχές.
Τώρα, συναντά κανείς μεγάλα κτίσματα, πρόσφατα ανακαινισμένα, ξενώνες για τους
καλεσμένους, χώρους έκθεσης εργοχείρων και εκτάσεις με αμπέλια και οπωροφόρα
δέντρα. Στο μοναστήρι σήμερα είναι εγκατεστημένη μια γυναικεία αδελφότητα, με
ηγουμένη τη μοναχή Εφραιμία.
Η παράδοση για το όνομα
Η παράδοση που συνοδεύει την
εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς με αυτήν
γιορτάζει τόσο η Μονή Ιβήρων όσο και το συγκεκριμένο μετόχι στην Κορνοφωλιά. H
εικόνα εμφανίστηκε, όπως θρυλείται, κατά το 1004, στα ανοιχτά της θαλάσσιας
περιοχής της Μονής Ιβήρων. Όταν οι πατέρες πήγαν με τα πλοιάρια να την πάρουν,
εκείνη απομακρυνόταν. Η Παναγία, σύμφωνα με την παράδοση, εμφανίστηκε σε έναν
Ίβηρα γέροντα ασκητή, τον Γαβριήλ, και του έδωσε εντολή να περπατήσει πάνω στα
κύματα, να πάρει την εικόνα και να τη βγάλει στην ξηρά.
Η εικόνα μεταφέρθηκε στο καθολικό,
αλλά την επόμενη ημέρα βρέθηκε πάνω από την πύλη της μονής. Την παρέλαβαν και
τη μετέφεραν στο καθολικό, αλλά το άλλο πρωί εμφανίστηκε στο ίδιο σημείο. Το
γεγονός επαναλήφθηκε τρεις φορές. Με αυτόν τον τρόπο η εικόνα κατέστη φρουρός,
φύλακας και Πορτάρισσα της Μονής Ιβήρων.