Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Σαν παραμύθι



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα καράβι που πάνω σ’αυτό ταξίδευαν όλα τα συναισθήματα. Η Αγάπη, η Λύπη, η Χαρά, η Γνώση, η Αλαζονεία, η Απελπισία, η Κακία και ότι μπορεί να φανταστείς κανείς. Το καράβι όμως άρχισε να βουλιάζει. Έτσι κάθε συναίσθημα πήρε από μια βάρκα και έφυγε, αφήνοντας πίσω την Αγάπη που οικειοθελώς έμεινε πίσω μόνη της, μη τυχόν και σώσει το καράβι που βούλιαζε.


Εκείνη την ώρα πέρασε ο Πλούτος με ένα πανάκριβο κότερο.

-Πλούτο μπορείς να με πάρεις ;

-Δυστυχώς είμαι γεμάτος χρυσό και δε χωράς.

-Καλά δεν πειράζει, να σαι καλά.

Έπειτα πέρασε η Αλαζονεία, με ένα επίσης πανάκριβο σκάφος.

-Αλαζονεία, θα με πάρεις σε παρακαλώ μην πνιγώ.

-Αστειεύεσαι , είσαι μούσκεμα και θα μου βρέξεις τα πανάκριβα καθίσματα μου.

-Να σαι καλά, καλό ταξίδι.

Το ίδιο συνέβη  με την Ευδαιμονία ,με την Υπερηφάνεια και τον Εγωισμό, ο οποίος ούτε γύρισε να κοιτάξει στις εκκλήσεις για βοήθεια.

Μετά πέρασε ένα μικρό καραβάκι που ήταν πάνω η Λύπη.

-Λύπη , επιτέλους σώσε με.

-Α!!! δε μπορώ τώρα θέλω να μείνω μόνη μου, είμαι πολύ στενοχωρημένη.

-Όπως νομίζεις, σου εύχομαι να βρεις την ευτυχία που σου λείπει.

Το ίδιο έγινε και με την Ειρωνεία, την Αδράνεια και την Τεμπελιά, η οποία μάλιστα ήταν αρκετά κοντά για να την σώσει , αλλά βαριόταν να απλώσει το χέρι της.

Μετά πέρασε ένα μαύρο καράβι που πάνω χόρευαν ο Φθόνος , το Μίσος , αγκαλιά με την Χαιρεκακία και την Καταλαλιά, που όχι μόνο δε βοήθησαν το καράβι της Αγάπης να σωθεί, πέταξαν και από πάνω ότι άχρηστα αντικείμενα είχαν για να βυθιστεί ακόμα πιο γρήγορα.

Η Αγάπη παρόλη την αδιαφορία όλων , αντί να εκνευρίζεται μαζί τους, έδινε κι ευχές για καλό ταξίδι.

Το καράβι σχεδόν βυθίστηκε και η Αγάπη πάλευε με τα κύματα μέχρι την ακρογιαλιά. Έτσι όπως ήταν μισοπνιγμένη εμφανίστηκε μια γριούλα που την πήρε από το χέρι την σήκωσε, την περιέθαλψε και η Αγάπη ξαναζωντάνεψε.

Μετά η καλή γριούλα εξαφανίστηκε και η Αγάπη δεν πρόλαβε να της πει ούτε ένα ευχαριστώ.

Εκείνη την ώρα βλέπει μπροστά της μια άλλη κυρία.

-Εσύ τώρα πια είσαι;

-Η Αλήθεια και θα σε οδηγήσω σε μέρος ασφαλές.

Αφού έγιναν δυο πολύ καλές φίλες και η Αλήθεια οδήγησε την Αγάπη σε μια όμορφη πόλη που την  έλεγαν Ευτυχία, η Αγάπη ρωτά

-Αλήθεια, τώρα θα μου πεις σε παρακαλώ ποια ήταν αυτή η καλή γριούλα που με έσωσε;

-Η Πίστη.

-Και γιατί με βοήθησε η Πίστη;

-Γιατί χωρίς Αγάπη και Πίστη δε μπορείς  ποτέ να γνωρίσεις την Αλήθεια.

Αντώνης Κρούστης

Μυσταγωγία στο άγιο Δωδεκαήμερο



Παταπίου μοναχο Καυσοκαλυβίτου
γιον ρος: Μυσταγωγία στό γιο Δωδεκαήμερο
Στό γιον ρος, θεία λατρεία, πού πιτελεται στίς κοινόβιες μονές, τίς σκτες, τά κελλιά καί τά συχαστήρια εναι διάλειπτη, δ καί αἰῶνες. Κατά τούς μυσταγωγικούς σπερινούς, τά κατανυκτικά πόδειπνα, διαίτερα δέ κατά τή Θεία Λειτουργία λλά καί κατά τή διάρκεια τς τομικς προσευχς τν μοναχν, ο φορμές εναι πολλές γιά νά συνδεθε καθημερινή ζωή τους μέ τό μυστήριο τς Θείας νανθρωπήσεως, διαίτερα ταν ψάλλονται μνογραφήματα καί κπέμπονται πλήρους θεολογίας ερατικές Εχές, πού χουν ς κέντρο τή Γέννηση το Χριστο καί τήν σωτηρία το κόσμου.
Καί πως γράφει είμνηστος Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης, «ο μοναχοί, σέ να ποικίλο μέτρο δεκτικότητος, κατά ναλογία μέ τίς προσωπικές τους προϋποθέσεις καί τήν θλησή τους, νανεώνουν συνεχς στίς ψυχές τους τήν μνήμη το περφυος γεγονότος τς νανθρωπήσεως. Καί μνήμη ατή μεταποιεται σέ πνευματική ασθηση σέ σους φθασαν στό μέτρο ατό. Γι᾿ ατό καί μελετον τό βάθος καί τήν πειρη γάπη το Θεο πρός τούς ‘’κατ᾿ εκόνα καί καθ᾿ μοίωση’’ πλασθέντας νθρώπους καί ‘’ν συνοχ καρδίας’’ μνολογον, εγνωμονοντες τήν περύμνητη γαθότητά Του.
Μεγάλυνον ψυχή μου, τήν τιμιωτέρα καί νδοξοτέρα τν νω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον,
ρ καί παράδοξον! ορανόν τό Σπήλαιον· θρόνον Χερουβικόν, τήν Παρθένον· τήν φάτνην χωρίον· ν νεκλίθη χώρητος, Χριστός Θεός· ν νυμνοντες μεγαλύνομεν.
Έννάτη δή τν Χριστουγέννων! Πρόκειται γιά να ξέσπασμα πνευματικς χαρς, ρρητης, νέκφραστης μέ λόγια χαρς. ς ρθόδοξοι καί μάλιστα ς λληνες θά πρέπει νά καυχώμεθα ν Κυρί γι᾿ ατό τό ργο το γίου Κοσμ το Ποιητο, τονισμένο σέ πρτο χο. ς μήν προτείνουμε νάμεσα στά ργα τς παγκόσμιας μουσικς κληρονομις μόνο τήν ννάτη Συμφωνία το Μπετόβεν γιά τόν μεγαλειώδη ντεχνο νατουραλισμό της..
νας πό τούς νεώτερους γιορετες γίους, σιος Σιλουανός θωνίτης διδάσκει τι, γιά νά γνωρίσει κανείς τόν Χριστό, δέ χρειάζεται νά εναι πλούσιος πιστήμονας· ρκε νά χει πνεμα ταπεινό καί νά γαπ τό συνάνθρωπό του. Ο Μάγοι ξιώθηκαν νά ναγνωρίσουν τόν Χριστό καί νά Τόν προσκυνήσουν πειδή εχαν σωτερική καθαρότητα καί πόθο νά Τόν δον.
σιος Συμεών Νέος Θεολόγος μς λέγει τι ατός πού ξέρει τί σημαίνει θεάρεστος ορτή, ατός πού δέ μένει στά φαινομενικά στοιχεα τς γιορτς, βλέπει κάθε γιορτή σάν να μέρος πό τά πουράνια καί τήν αωνιότητα. Καί σήμερα, πού πατρίδα μας χειμάζεται πό τήν οκονομική κρίση, πού σφαλς εναι συνέπεια τς πνευματικς κρίσης. σήμερα πού τό σκοτάδι πού περιβάλλει τόν σημερινό νθρωπο φαντάζει πιό βαθύ κι πό τήν πιό σκοτεινή παραμονή Χριστουγέννων, χρειάζεται νά διατηρηθε λπίδα τι κάποτε θά μπορέσει νά δε τή λάμψη πού κπέμπει τό θεο βρέφος μέσα στή καρδιά του.
λοκληρώνοντας τίς παραπάνω σκέψεις μας γιά τή μυσταγωγική βίωση το γίου Δωδεκαημέρου στό γιον ρος, ς προτρέψουμε κι μες μέ τά λόγια το σίου Νικοδήμου το γιορείτου, τίς θεοφιλες ψυχές σας, λέγοντας πρός τόν κάθε να πό μς:
Μή παύσης,
δελφέ, πό τό νά δοξολογες τόν γεννηθέντα Χριστόν, χι μόνον μέ λόγια, λλά πολύ περισσότερο μέ ργα. Πρόλαβε δέ καί νά συναντήσης ταν θά κατέρχεται πό τόν ορανό, Ατόν πού πρε τή δική σου θωριά γιά σένα. ψωσε τόν αυτό σου πό τς γς καί τν γηΐνων, γιά τήν γάπην κείνου πού κατέβηκε στή γ γιά χάρη σου. Ψάλλε σ᾿ ατόν σμα καινόν, καθώς σέ παρακινε Δαβίδ. άν τσι ψάλλεις, τότε θά σέ θυμηθε Κύριος, στόν ποο πρέπει πσα δόξα, τιμή καί προσκύνηση ες τούς αώνας τν αἰῶνων. μήν !
ποσπάσματα τό πρόσφατα κυκλοφορηθέν βιβλίο το π. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου,
Διαβάζοντας τήν εκόνα τν Χριστουγέννων.
Δεύτερη κδοση: γιον ρος, Νοέμβριος 2011.
Τά κείμενα μεταδόθηκαν στά πλαίσια διετος (Δεκ. 2009- ούλ. 2011) κπομπς το π.Παταπίου: γιον ρος. Βηματίζοντας στόν τόπο καί τήν στορία του, στό Ραδιοφωνικό Σταθμό τς κκλησίας τς λλάδος.
εκόνα τς Γεννήσεως το Χριστο, ργο τν Γαλατσιάνων ζωγράφων το γίου ρους, το τους 1840, προέρχεται πό τό βιβλίο: Εκόνες ερς Μονς Καρακάλλου, γιον ρος 2011.
Ο δύο φωτογραφίες: Σταυρός σέ χιονισμένο τρούλο. Καλύβη γίου κακίου. Καυσοκαλύβια καί Καυσοκαλύβια. Χιονισμένο καλντερίμι, προέρχονται πό τό φωτογραφικό ρχεο τς Καλύβης το γ. κακίου Καυσοκαλυβίων.

Τι βλέπουν οι αστροναύτες καθώς επιστρέφουν στη Γη

Όταν οι αστροναύτες επιστρέφουν από τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, η κάψουλα Soyuz που τους μεταφέρει χτυπά την ατμόσφαιρα με ταχύτητα άνω των 27.000 χιλιομέτρων ανά ώρα. Το ταξίδι, διάρκειας περίπου 25 λεπτών, μόνο άνετο δεν είναι.


Όταν κοιτούν έξω από το παράθυρο, το μόνο που βλέπουν...
οι επιβάτες είναι το σύννεφο υπέρθερμου πλάσματος -ιονισμένου αερίου- που τυλίγει την κάψουλα για αρκετά λεπτά.



Το παραπάνω αρχείο GIF, το οποίο δημιούργησε ο δικτυακός τόπος Gizmodo, είναι ένα μικρό απόσπασμα από μεγαλύτερο βίντεο της NASA για τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό.

Οι «σπίθες» που διακρίνονται παράγονται από την ακραία θερμοκρασία που αναπτύσσεται λόγω της τριβής του σκάφους με την ατμόσφαιρα. Η θερμική ασπίδα στο κάτω τμήμα της κωνικής κάψουλας υποβάλλεται σε θερμοκρασία πάνω από 1.600 βαθμούς Κελσίου.

Λίγα λεπτά αργότερα, μια σειρά από αλεξίπτωτα επιβραδύνουν το Soyuz μέχρι τα πέντε χιλιόμετρα την ώρα. Ένα δευτερόλεπτο πριν η κάψουλα προσεδαφιστεί στη στέπα του Καζακστάν, δύο πυραυλοκινητήρες στο κάτω μέρος της ενεργοποιούνται για να επιβραδύνουν περαιτέρω την πτώση.



Σε όλη τη διάρκεια της καθόδου οι επιβάτες δέχονται ισχυρά τραντάγματα και υποβάλλονται σε επιταχύνσεις αρκετών g. Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την περιπέτειά τους σε animated GIF που είχε παρουσιάσει παλαιότερα το Gizmodo, απόσπασμα ενός μεγαλύτερου εκπαιδευτικού βίντεο της ευρωπαϊκής διαστημικής υπηρεσίας ESA.

πηγή:Επιμέλεια: Βαγγέλης Πρατικάκης

Νίκος Χειλαδάκης,Τα τουρκικά είναι η… γλώσσα της φιλοσοφίας, διατείνεται ελληνίδα καθηγήτρια




Η τουρκική και όχι ελληνική, είναι η γλώσσα της φιλοσοφίας και με τον λεκτικό θησαυρό της τουρκικής γλώσσας, μπορούμε να φιλοσοφήσουμε σε… πολύ υψηλά πνευματικά επίπεδα. Αυτά τα πρωτοφανή δεν την υποστηρίζει κάποιος Τούρκος διανοούμενος, ή ακαδημαϊκός, ή επιστήμονας, αλλά… μια Ελληνίδα καθηγήτρια πανεπιστημίου. Αυτή είναι η κύρια Ελένη Κουτσουραδή, διευθυντήρια του Κέντρου Ανθρωπινών Δικαιωμάτων του πανεπιστήμιου του Maltepe, μέλος κάποιου Ιδρύματος Τούρκων Φιλοσόφων και επίτιμος πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Φιλοσόφων.

 Η Ελληνίδα αυτή καθηγήτρια σε δηλώσεις της που δημοσιεύονται στον τουρκικό τύπο, ενστερνίστηκε την προσφάτως διατυπωθείσα άποψη του νέου πρόεδρου της Τουρκίας, Ταΐπ Ερντογάν, ότι τα τουρκικά είναι η γλώσσα της φιλοσοφίας και ότι ο λεκτικός πλούτος της τουρκικής γλώσσας προσφέρει την δυνατότητα να διατυπωθούν οι πιο περίπλοκες φιλοσοφικές έννοιες Το εντυπωσιακό είναι, ότι η άποψη αυτή του Τούρκου προέδρου και νέου επίδοξου χαλίφη της Τουρκιάς, Ταΐπ Ερντογάν, προκάλεσε έντονες συζητήσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας, ενώ υπήρξαν και επικρίσεις στο πολιτικό πεδίο.
Και ενώ ακόμα και πολλοί Τούρκοι θεώρησαν σαν υπερβολικές αυτές τις απόψεις του Ερντογάν, ο οποίος πριν από λίγο καιρό είχε διατυπώσει την άποψη ότι την Αμερική δεν… την ανακάλυψε ο Κολόμβος αλλά μουσουλμάνοι ερευνητές, ήρθε η κύρια Ιωάννα Κουτσουραδή να τις στηρίξει, ισχυριζόμενη ότι πραγματικά τα τουρκικά είναι η γλώσσα της φιλοσοφίας και των επιστημών. Αυτά από μια Ελληνίδα, της οποίας η μητρική γλώσσα είναι τα ελληνικά, η γλώσσα με την οποία διδάχτηκε η φιλοσοφία και οι επιστήμες, η γλώσσα με την οποία γράφτηκε η Βίβλος και διδάχτηκε ο χριστιανισμός σε παγκόσμιο επίπεδο, η γλώσσα μέσω της οποίας διαδόθηκε ο πολιτισμός και έννοιες όπως δημοκρατία, ελευθερία, ανθρώπινα δικαιώματα κ.α. Μάλιστα η κυρία Ελένη Κουτσουραδή δεν αρκέστηκε σε αυτές τις απόψεις, τις οποίες διακήρυξε και δημόσια.
Συνεχίζοντας το πρωτότυπο αυτό φιλοτουρκικό κήρυγμα, κατέκρινε έντονα όσους μέσα στην Τουρκία αντιτίθενται στην τελευταία απόφαση του Ερντογάν να διδάσκονται τα οθωμανικά, δηλαδή στην ουσία μια γλώσσα μείγμα από τουρκομανικά, περσικά, αραβικά και με πολλές ελληνικές λέξεις, στην τουρκική εκπαίδευση. Σύμφωνα με την κυρία Κουτσουραδή, τα οθωμανικά είναι τα γνωστά τουρκικά, μια άποψη που καν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ακόμα και στην οθωμανική αυλή γίνονταν σαφής διαχωρισμός μεταξύ των οθωμανικών από την λαϊκή τουρκική, δηλαδή την τουρκομανική γλώσσα που μιλιόνταν από νομάδες στην Ανατολία και στην κεντρική Ασία. Σύμφωνα λοιπόν με την κυρία Κουτσουραδή η γνώση και των οθωμανικών είναι… φιλοσοφική γνώση.
Οι απόψεις αυτές, όπως ήταν επόμενο ενθουσίασαν πολλούς Τούρκους καθηγητές οπαδούς της νεοοθωμανικής «αυτοκρατορίας» του Ερντογάν, όπως ο Ahmet Inam, πρόεδρος του Ιδρύματος Τουρκικής Φιλοσοφίας, ο οποίος έσπευσε να επαινέσει την κυρία Κουτσουραδή για τις απόψεις της. Ο Ahmet Inam ανέφερε πως σύμφωνα με την κυρία Κουτσουραδή, είναι τελείως λάθος η άποψη ότι με τα τουρκικά δεν μπορείς να κάνεις φιλοσοφία και ανέφερε ότι η κυρία Ελένη Κουτσουραδή υποστηρίζει ότι με τη γνώση των τουρκικών ανεβαίνει το… φιλοσοφικό σου επίπεδο.
Μετά από όλα αυτά τα εκπληκτικά σε λίγο καιρό δεν μένει παρά να ακούσουμε πως και ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, όπως άλλωστε το υποστηρίζουν επίσημα οι τουρκικές ιστορικές θεωρίες, είναι… τουρκικής προέλευσης. Ότι ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Αρχιμήδης, o Ιπποκράτης, όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, μιλούσαν… τουρκικά ή οθωμανικά. Ότι όλη η αρχαιοελληνική φιλοσοφία είχε… τουρκική ταυτότητα. Άλλωστε να μην ξεχνάμε ότι πριν από λίγα χρόνια, εκείνη η ανεκδιήγητη υπουργός της, «Δια βίου μάθησης», είχε υποστηρίξει πως η μητρική γλώσσα των Ελλήνων θα πρέπει να είναι η…αγγλική.
Τι άλλο έχουμε να πάθουμε και μάλιστα από υποτίθεται Έλληνες-ίδες το γένος!!!

Νίκος Χειλαδάκης
πηγή 

ΝΕΑ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ: Πρώτο Κόμμα ο γιαλός, Κατάλληλος Πρωθυπουργός το βότσαλο!!!

http://media.gamostips.gr/Images/1754/megali-polaroid.jpg

Νέα Δημοσκόπηση… 
Τα αποτελέσματα της οποίας να δείχνουν πως ο κόσμος παραμένει αναποφάσιστος… Η πως ακόμα μία δημοσκόπηση δεν είναι και τόσο φερέγγυα… Προβάδισμα στο ΣΥΡΙΖΑ με 3,6%, έναντι της ΝΔ δίνει δημοσκόπηση της Marc για την τηλεόραση του Alpha. Ωστόσο, στην ίδια έρευνα η πλειοψηφία των πολιτών δηλώνει ότι επιθυμεί κυβέρνηση με βασικό πόλο τη Νέα Δημοκρατία…

Αναλυτικά, η πρόθεση ψήφου στη δημοσκόπηση της Marc έχει ως εξής:
ΣΥΡΙΖΑ: 28,5%
ΝΔ: 24,9%.
Το Ποτάμι: 5,8%
Χρυσή Αυγή: 5,7%
ΚΚΕ: 5,3%
ΠΑΣΟΚ: 4,5%
Ανεξάρτητοι Έλληνες: 3,3%.
ΛΑ.Ο.Σ.: 1,9%
ΔΗΜΑΡ: 1,2%
Οικολόγοι Πράσινοι: 1,1%.
Άλλο Κόμμα: 6,9%
Άκυρο/Λευκό: 3,6%
Αδιευκρίνιστη ψήφος: 7,6%

Στην ίδια έρευνα το 56,9% των πολιτών δήλωσε ότι θέλει να εκλεγεί τώρα Πρόεδρος της Δημοκρατίας και να μην πάμε σε εκλογές ενώ το 38,7% θέλει εκλογές.
Στην ερώτηση για το τι κυβέρνηση θέλουν οι Έλληνες, το 38,8% απαντά μια κυβέρνηση με βάση τη ΝΔ και το 23,9% μια κυβέρνηση με βασικό πόλο τον ΣΥΡΙΖΑ. Το 18,4% θέλει να εκλεγεί με αυτοδυναμία ο ΣΥΡΙΖΑ και το 9,9% να εκλεγεί με αυτοδυναμία η ΝΔ.
Παράλληλα, 7 στους 10 (67%) πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εφαρμόσει την ίδια πολιτική στην οικονομία κι όχι κάτι διαφορετικό, ενώ το 57,8% λέει ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί ανησυχία για τα χειρότερα και το 33,3% ελπίδα για το καλύτερο.
Τέλος, ο Αντώνης Σαμαράς με 28,4% προηγείται του Αλέξη Τσίπρα (25,5%) στην ερώτηση για το ποιον πιστεύει περισσότερο ο λαός.

Τα Χριστούγεννα της μάνας

http://www.pillowfights.gr/image?src=http://www.pillowfights.gr/uploads/smartsection/images/item/photo129.jpg&w=290&h=200
῏Ηταν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων. ῾Η μέρα πῆρε νὰ βραδιάζη κι ἔξω ἔβρεχε δυνατά.

Δίπλα στὴ γωνιά, ποὺ ἄναβε ὁλόφλογη, καθόταν ἡ γριά, ἡ πρωτονοικοκυρὰ τοῦ χωριοῦ κι ἔδινε συμβουλὲς στὴν ὑπηρέτρια. Τὴν ὀρμήνευε πῶς νὰ ζεματίση τὶς δίπλες μὴν τύχη καὶ τὸ νερὸ πέση περισσότερο ἢ τὸ μέλι λιγώτερο ἢ τὰ καρύδια λειψά.

Ἡ ἐγγονή της, ἡ πολυχαϊδεμένη Μαριανθούλα, κοριτσάκι ὀχτὼ χρονῶ πηδοῦσε πέρα δῶθε σὰ ζαρκάδι, δείχνοντας τὴ χαρά της γιὰ τὴ μέρα ποὺ ξημέρωνε. Ἔτσι, πότε ἔπεφτε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς γιαγιᾶς, γιὰ νὰ τὴ χαϊδέψη καὶ πότε πάλι βρισκόταν κοντὰ στὶς δίπλες, γιὰ νὰ τσιμπήση κανένα καρυδότριμμα ἢ καμιὰν ἀκρούλα ἀπὸ τὶς δίπλες.

Ἡ γριὰ ὅμως, κυρτωμένη ἀπὸ τὰ χρόνια, θλιμμένη ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τοῦ μοναχογιοῦ της, ἔλεγε στὴν ἄτακτη καὶ ζωηρὴ Μαριανθούλα μὲ κουρασμένη φωνή:

-Μή, Μαριανθούλα μου, μὴν κάνης ζούρλιες καὶ δὲν ἔρχεται ὁ πατέρας σου ἀπὸ τὴν ξενιτιά.

Σ’ αὐτὸ ἐπάνω ἦρθαν τρεῖς γυναῖκες ἀπὸ τὶς πιὸ φτωχὲς τοῦ χωριοῦ, ζητώντας ἄλλη μέλι, ἄλλη ἀλεύρι γιὰ δίπλες.Ἤξεραν, πὼς τὸ κελάρι τῆς γριᾶς ἦταν πάντα γεμάτο.

Σηκώθηκε τότε ἡ γριὰ ἀπὸ τὴ γωνιά της καὶ τρικλίζοντας πῆγε στὸ κελάρι μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες κι ἔδωσε τῆς καθεμιᾶς ὅ,τι ἤθελε· κι αὐτὲς φεύγοντας τῆς ἔλεγαν τὴ συνηθισμένη εὐχή:

-Σπολλάτη, κυρά!, Καὶ τοῦ χρόνου τέτοια μέρα! Νάσαι πάντα καλὰ καὶ νὰ καλοδεχτῆς!

῾Η γριὰ γυρίζοντας ἀπὸ τὸ κελάρι ἔλεγε μονάχη της: -Νὰ καλοδεχτῶ καὶ νὰ καλοδεχτῶ μοῦ λέει πάντα ὁ κόσμος κι ὁ γιόκας μου ἀκόμα δὲ βρῆκε τὸ δρόμο νάρθη! Καὶ κάθισε πάλι λυπημένη κοντὰ στὴ γωνιά.

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούστηκε τὸ σήμαντρο τῆς ἐκκλησίας, ποὺ σήμαινε τὸν ἑσπερινὸ «τσὶγγ τσιάγγ... τσὶγγ τσιάγγ...» Σηκώθηκε ἡ γριά, πήγε μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι καὶ σταυροκοπήθηκε, σκύβοντας σὲ κάθε σταυροκόπημα τὸ γέρικο κορμί της. Ἔπειτα ἔβαλε ἕνα σκαμνὶ μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι, ἀνέβηκε ἐπάνω μὲ τρεμάμενα ποδάρια, ξεκρέμασε τὴ σβηστὴ καντήλα καὶ τὴν κατέβασε ἀγάλια ἀγάλια. Ὕστερα τὴν ἔχυσε στὸ βάθος τῆς γωνιᾶς, τὴν ἔπλυνε μὲ στάχτη, τὴ γέμισε πάλι μὲ καθαρὸ νερὸ καὶ τὴν ἔδωσε τῆς Μαριανθούλας νὰ τὴν κρατάη.

Κατόπι ἄλλαξε καντηλήθρα καὶ πέρασε καινούριο φυτίλι. Ἔριξε ἔπειτα στὴν καντήλα κατακάθαρο λάδι, ἄναψε τὸ φυτίλι καὶ κρατώντας τὴν καντήλα μὲ τρεμάμενο χέρι ξαναπῆγε στὸ σκαμνὶ. Ἀνέβηκε ὓστερα στὸ σκαμνὶ καὶ τὴν κρέμασε μὲ εὐλάβεια μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα.

Ὅταν κατέβηκε, σταυροκοπήθηκε πάλι καὶ ἄρχισε νὰ πέφτη στὰ γόνατα καὶ νὰ κάνη μετάνοιες μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Μάνας τοῦ Θεοῦ, ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά της τὸ Παιδάκι της.

Τὸ παράδειγμα τῆς γιαγιᾶς τὸ μιμήθηκαν κι ἡ Μαριανθούλα μὲ τὴν ὑπηρέτρια καὶ γιὰ κάμποσην ὥρα καὶ οἱ τρεῖς μαζὶ προσεύχονταν μπροστὰ στὴν ἁγία εἰκόνα.

Εἶχε βραδιάσει στὰ καλὰ πιά. Οἱ ἀγέλες τοῦ χωριοῦ γύριζαν ἀπὸ τὴ βοσκὴ κι ἀκούονταν τὰ μουγκρητὰ τῶν βοδιῶν. Καὶ τὰ γίδια κάθε σπιτιοῦ ἔμπαιναν στὶς πλατύχωρες αὐλὲς κι ἀκούονταν τὰ κυπριά τους «γλὰν γλάν».

Ἡ Μαριανθούλα, ἅμα ἄκουσε τὰ κυπριὰ τῶν γιδιῶν, ἔτρεξε σὰν ἀστραπὴ κατεβαίνοντας τὶς σκάλες κι ἀνακατεύτηκε μὲ τὸ κοπάδι. Ἤθελε νὰ ἰδῆ τὰ κατσικάκια, ποὺ εἶχαν γεννηθῆ ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὸ λόγγο. Κι ἐνῶ τὸ πιστικόπουλο ἀπολοῦσε τ’ ἄλλα τὰ κατσίκια ἀπὸ τὴν ἀχυροκολύβα γιὰ νὰ βυζάξουν τὰ καημένα, αὐτὴ ἅρπαξε ἕνα ἕνα τὰ τρία νεογέννητα κατσικάκια καὶ τὰ κουβάλησε ἐπάνω στὴ γιαγιά της, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές, γιὰ νὰ τὰ ἰδῆ κι ἐκείνη καὶ νὰ χαρῆ.

-Νά τα, γιαγιά, τὰ κατσικάκια μας, τῆς εἶπε. Τὰ καημένα! Τί ὄμορφα ποὺ εἶναι!

Μὰ ἐκεῖ ποὺ ἡ Μαριανθούλα μὲ τὴ γιαγιὰ χαιρόταν τὰ κατσικάκια, οἱ τρεῖς γίδες, οἱ μανάδες τῶν κατσικιῶν, ἀνέβαιναν τὴ σκάλα καὶ μπῆκαν μέσα στὸ δωμάτιο. Ἡ γριά, ἀκούοντας τὸ ποδοβολητό, νόμισε πὼς κάποιος ἐπισκέπτης ἐρχόταν καὶ φώναξε:

-Κόπιασε μέσα.

Στὸ προσκάλεσμα τῆς γριᾶς οἱ τρεῖς γίδες ἀποκρίθηκαν μ’ ἕνα μακρὺ «μεκεκεεέ», ἡ καθεμιὰ γυρεύοντας τὸ παιδί της. Ἡ Μαριανθούλα μὲ τὴν ὑπηρέτρια ἄρχισαν νὰ ξεκαρδίζωνται στὰ γέλια. Σὲ λίγο ὅμως κάποιος ἀνέβηκε στὰ σωστὰ τὴ σκάλα καὶ μπῆκε στὸ δωμάτιο. Ἦταν ὁ παπὰς τοῦ γειτονικοῦ χωριοῦ, ποὺ ἦρθε νὰ λειτουργήση.

Ἔτσι σώπασαν καὶ πῆγαν καὶ τοῦ φίλησαν τὸ χέρι.

Ὁ παπὰς κάθισε σταυροπόδι δίπλα στὴ φωτιά, ποὺ ἔκαιγε σὰ φοῦρνος.

Ἡ ὑπηρέτρια μὲ τὴ Μαριάνθη βγῆκαν ἀπὸ τὸ δωμάτιο μὲ τὶς γίδες καὶ μὲ τὰ κατσικάκια κι ἡ γριὰ σηκώθηκε κι ἔφερε στὸν παπὰ ἕνα ποτηράκι μαστίχα. Ὕστερα ἔβαλε νὰ ψήση καφὲ κι ὅσο νὰ γίνη ὁ καφές, γύρισαν ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἡ Μαριάνθη μὲ τὴν ὑπηρέτρια καὶ κάθησαν κι αὐτὲς γύρω στὴ φωτιά.

-Εἰς ὑγείαν, κυρά! Νὰ καλοδεχτῆς! Καὶ χρόνους πολλοὺς σὰν αὔριο... εἶπε ὁ παπὰς καὶ τράβηξε τὴν πρώτη ρουφιξιά.

-Εὐχαριστῶ, δέσποτά μου, εἶπε ἡ γρηὰ ξέκαρδα, καλὴ ἱεροσύνη καὶ καλὸν παράδεισο...

Ὁ παπάς, μὴ γνωρίζοντας ποῦ ν’ ἀποδώση τὴ στενοχώρια τῆς γριᾶς, τὴ ρώτησε:

-Τί ἔπαθες κι εἶσαι ἔτσι χολιασμένη;

-Πῶς νὰ μὴν εἶμαι, παπά μου; τὸ ξέρεις. Ἔχω τόσον καιρὸ ποὺ καρτερῶ κι ἀκόμη ὁ γιός μου δὲ βρῆκε τὸ δρόμο! Γριὰ γυναίκα εἶμαι. Ποῦ ξέρω τί μοῦ ξημερώνει!

Καὶ λέγοντας αὐτὰ ἔριξε τὰ μάτια δακρυσμένα ἐπάνω στὴ Μαριανθούλα, ποὺ ἦταν ὀρφανὴ ἀπὸ μανοῦλα ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια. Νὰ τῆς λείψη κι ἡ γιαγιά!

-Δὲν ἔλαβες ἄλλο γράμα, τὴ ρώτησε πάλι ὁ παπάς, ἀπ’ ἐκεῖνο ποὺ σοῦ ἔχω διαβάσει ἐδῶ κι ἕνα μήνα;

-Δὲν ἔλαβα ἄλλο...

-Τότε θὰ πῆ, πὼς μπορεῖ νάρθη αὐτὲς τὶς μέρες.

-Ποῦ ᾽ναι τος παπά μου! Ἀφοῦ δὲν ἦρθε ὡς ἀπόψε κόπηκαν οἱ ἐλπίδες μου!

-Ἄ, κυρά! Μὴ στενοχωριέσαι ἔτσι! Ἔχει ὁ Θεός... Δρόμος εἶν’ αὐτός! Θάλασσες, ποτάμια, βροχές χιόνια...

Ἡ καημένη ἡ γριὰ δὲν μπόρεσε ν’ ἀπαντήση ἄλλο, μόνο ἀκούμπησε τὶς πλάτες της στὸν τοῖχο καὶ ἀφαιρέθηκε μονάχη της.

Ὁ παπάς, μὴ θέλοντας νὰ τῆς ἀνάψη περισσότερο τὸν πόνο, ἀκούμπησε κι αὐτὸς στὸ προσκέφαλο κι ἄρχισε νὰ παίζη τὸ κομπολόγι του «τὶκ τάκ, τὶκ τάκ..» Κι ἡ Μαριανθούλα ἔγειρε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς γιαγιᾶς της μὲ τὰ μάγουλα κατακόκκινα ἀπὸ τὴ μεγάλη φωτιά... Πέρασε ἔτσι κάμποση ὥρα.

Ἔξαφνα ξεπετιέται ἡ γριὰ καὶ λέει στὴ Μαριανθούλα.

-Σήκω, κυρά μου, καὶ βάλε τραπέζι νὰ φᾶμε, γιατὶ θὰ ξυπνήσωμε πολὺ πρωὶ αὔριο νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία.

Στὴ διαταγὴ τῆς γριᾶς στρώθηκε τὸ τραπέζι, κάθησαν ὅλοι γύρω γύρω, εὐλόγησε ὁ παπάς, σταυροκοπήθηκαν κι ἄρχισαν νὰ τρῶνε. Σὰν ἀπόφαγαν, εὐλόγησε πάλι ὁ παπὰς καὶ σήκωσαν τὸ στρογγυλὸ τραπέζι ἀπὸ τὴ μέση.

Ὕστερα ὁ παπὰς καλονύχτισε καὶ πῆγε στὸ δωμάτιό του.

᾽Ενῶ ὁ παπὰς ἔπαιρνε κιόλας τὸ πρωτοΰπνι, ἡ γριὰ μὲ τὴ Μαριανθούλα δὲν εἶχαν πλαγιάσει ἀκόμα. Ἔκαναν μετάνοιες καὶ σταυροὺς καὶ παρακαλοῦσαν μυστικὰ τὴν Παναγιὰ καὶ τὸ Χριστὸ νὰ τοὺς φέρουν ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τῆς μιᾶς τὸ γιό
της καὶ τῆς ἄλλης τὸν πατέρα της. Κατόπι ἔπεσαν στὸ κρεβάτι νὰ κοιμηθοῦν.

Ἡ Μαριανθούλα κοιμήθηκε στὴ στιγμὴ μὲ τὴ γλυκιὰ ἰδέα, πώς, ἅμα θαρχόταν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, θὰ ἔτρωγε μαγειρίτσα καὶ κότα δυὸ λογιῶν: βραστὴ καὶ ψητή.

Ἡ καημένη ὅμως ἡ γριὰ δὲν μποροῦσε νὰ κλείση μάτι.Ὁ νοῦς της πετοῦσε μακριὰ σὰν τὸ πουλὶ κι ἔφευγε σὰν ἀστραπὴ καὶ πήγαινε στὴν ξενιτιά, γιὰ νάβρη τὸ παιδί της, ποὺ τὸ καρτεροῦσε τόσα χρόνια μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἡ νύχτα προχωροῦσε συννεφιασμένη καὶ κατάμαυρη μὲ τὰ σκοτάδια της, μὲ τὸν ἄγριο τὸν ἄνεμό της, ποὺ βογγοῦσε ψηλὰ στὶς στέγες.

Κι ἐνῶ ἡ Μαριανθούλα κοιμόταν βαριὰ βαριὰ σὰν ὃλα τὰ παιδάκια κι ἡ καημένη ἡ γιαγιὰ ξαγρυπνοῦσε, μὴ μπορώντας νὰ κλείση μάτι, «κικιρίκουουουουου!» λάλησε μέσα ἀπὸ τὸ κοτέτσι ὁ μεγάλος πετεινὸς τοῦ σπιτιοῦ. «Κικιρίκουουουουου!» λάλησαν κι οἱ ἄλλοι, οἱ μικρότεροι, «κικιρίκουουουουου!» φώναξαν κι οἱ πετεινοὶ τῆς γειτονιᾶς καὶ ὅλου τοῦ χωριοῦ.

Ὁ παπὰς ξεπετάχτηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, ἄναψε ἕνα κερὶ κι ἀφοῦ ἑτοιμάστηκε, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε γιὰ τὴν ἐκκλησία.

Σὲ λίγο ἀκούστηκε τὸ σήμαντρο τῆς ἐκκλησίας. Ἡ γριὰ ξύπνησε τὴν ὑπηρέτρια καὶ τὸ πιστικόπουλο κι ἄναψαν τὴ φωτιά.

῾Η Μαριανθούλα κοιμόταν βαριὰ βαριά, σὰν ὅλα τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ δὲν ξυπνοῦσε εὔκολα.

-Ξύπνα, Μαριανθούλα μου! φώναξε ἡ γριά. Ξύπνα καὶ μᾶς καρτερᾶ ὁ παπᾶς στὴν ἐκκλησία, νὰ μᾶς δώση πασχαλίτσα καὶ νὰ γυρίσωμε γρήγορα γρήγορα, νὰ φᾶμε μαγειρίτσα, κότα καὶ δίπλες. Σήκω, Μαριανθούλα μου.

Μὲ τὰ πολλὰ ξύπνησε ἡ κορούλα. Ἄνοιξε τὰ μάτια της καὶ κοίταζε κακιωμένα τὴ γιαγιά της, δακρύζοντας καὶ λέγοντας:

-Ἄχ, γιαγιὰ κι ἐσύ, τί μούκαμες! Ἄχ, τί μούκαμες!

-Τί σούκαμα ψυχή μου; Τί σούκαμα καρδούλα μου; τὴ ρώτησε μὲ τρυφεράδα ἡ γιαγιὰ.

-Πῶς, τί μούκαμες! ᾽Εγὼ ἔβλεπα στὸν ὓπνο μου τὸν πατερούλη μου κι ἐκεῖ ποὺ τὸν ἀγκάλιαζα καὶ τὸν φιλοῦσα, μὲ ξύπνησες ἐσύ! Γιατί νὰ μὲ ξυπνήσης καημένη γιαγιά; Ἄχ, τί ὄμορφος ποὺ ἦταν ὁ πατερούλης μου! Ψηλός, ἀσπροκόκκινος, ἄγγελος γραμμένος!

Ἡ γριὰ ἀκούοντας τὰ λόγια τῆς ἐγγονῆς της, ἄρχισε νὰ σταυροκοπιέται, ἐνῶ τὰ δάκρυά της ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν καρδιά στὰ μάτια.

Ἀφοῦ νίφτηκαν, κάθισαν κοντὰ στὴ φωτιὰ καὶ περίμεναν, ὥσπου χτύπησε τὸ δεύτερο σήμαντρο.

Τότε ξεκίνησαν ὅλοι γιὰ τὴν ἐκκλησία. Τὸ πιστικόπουλο πήγαινε μπροστά, κρατώντας ἕνα μεγάλο δαυλὶ ἀναμμένο,
γιὰ νὰ φέγγη στὸ δρόμο. Ἔτσι πήγαινε στὴν ἐκκλησία κι ὅλο τὸ ἄλλο χωριό.

Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα κι ἡ ἐκκλησία ἀγκάλιασε μὲ τοὺς τέσσερεις τοίχους της ὅλο τὸν κόσμο τοῦ χωριοῦ. Ἄντρες, γυναῖκες, γέροι καὶ παιδιά, ὃσες ψυχὲς βρίσκονταν στὸ χωριό, ἦταν συναγμένοι μέσα στὴν ταπεινὴ ἐκκλησούλα κι
ἄκουαν μὲ πολλὴν εὐλάβεια τὸ χαρμόσυνο τροπάριο:

«῾Η γέννησή σου, Χριστὲ ὁ Θεός...»

Τελείωσε ἡ λειτουργία κι ἄρχισε ὁ κόσμος νὰ μεταλαβαίνη. Πρώτη πρώτη μετάλαβε ἡ γριὰ μὲ τοὺς δικούς της. Αὐτὴ πῆρε πρώτη τὸ ἀντίδωρο κι αὐτὴ βγῆκε πρώτη ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τράβηξε σπίτι της, γιατὶ ἦταν ἡ πρώτη τοῦ χωριοῦ.

Ἅμα ἔφτασαν στὸ σπίτι, ἡ ὑπηρέτρια ἔστρωσε τὸ τραπέζι καὶ περίμεναν τὸν παπὰ νάρθη ἀπὸ τὴν ἐκκλησία.

Δὲν πέρασε πολλὴ ὣρα κι ἦρθε ὁ παπάς. Κύκλωσαν τότε ὅλοι τὸ καταφορτωμένο τραπέζι κι ὁ παπάς ἔβαλε τὸ εὐλογητό: «Χριστὲ ὁ Θεός, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν...». Ἀλλὰ πρὶν τελειώση τὸ εὐλογητό του, «μποὺμ»
ἀκούστηκε μιὰ τουφεκιὰ στὴν ἐξώθυρα. «Μποὺμ» κι ἄλλη μία.

Ἀναταράχτηκαν τὰ σκυλιά. Πετάχτηκαν ὅλοι ὀρθοὶ καὶ σωρὸ κουβάρι κατέβηκαν τὴ σκάλα καὶ βγῆκαν στὴν αὐλή.

-Ψυχούλα μου, παιδάκι μου, φώναξε ἡ γριὰ μὲ πόνο ψυχῆς. Δόξα σοι ὁ Θεός, ποὺ ἦρθες γερὸς καὶ καλὰ!

-Πατερούλη μου, φώναξε κι ἡ Μαριανθούλα. Καλῶς ὅρισες!

Κατέβηκε ὁ ξενιτεμένος ὁ γιὸς τῆς γριᾶς ἀπὸ τὸ ἄλογό του καὶ μάνα καὶ παιδί, πατέρας καὶ κόρη ἔγιναν κι οἱ τρεῖς ἕνα σύμπλεγμα ἀγάπης καὶ πόνου, χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης.

Ἡ ὑπηρέτρια μὲ τὸ πιστικόπουλο τράβηξαν τὸ ἄλογο στὸ κατώι νὰ τὸ ξεφορτώσουν, ἐνῶ οἱ τρεῖς καλοκαρδισμένοι
ἀνέβηκαν τὴ σκάλα μαζὶ μὲ τὸν παπὰ καὶ μπῆκαν στὸ δωμάτιο, ποὺ ἦταν τὸ τραπέζι στρωμένο.

Οἱ γάτες εἶχαν στήσει πανηγύρι ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ πέφτοντας οἱ ντουφεκιὲς πετάχτηκαν οἱ ἄνθρωποι, ἔξω. Εἶχαν φάει ὅλο τὸ γάλα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔμπαιναν οἱ νοικοκυραῖοι στὸ δωμάτιο, ξέσκιζαν τὴ βραστὴ κότα, τὴν τετράπαχη. Δὲν εἶχαν προλάβει ἀκόμη ν’ ἀγγίξουν τὴν κότα, ποὺ ἦταν στὸν ταβά.

-Ψίτ! ψίτ! καταραμένες, φώναξε ὁ παπάς.

Ἡ γριὰ ὅμως, ποὺ σὲ ἄλλη περίσταση θὰ ἦταν ἱκανὴ νὰ τὶς σκοτώση, δὲ θύμωσε, μόνο εἶπε:

-Ἄς τες, παπά μου. Ζῶα εἶναι. Ἔχουν κι αὐτὲς δίκιο σήμερα νὰ κάμουν πασχαλιά.

Κάθισαν τότε γύρω στὸ τραπέζι, ὁ παπὰς ξαναευλόγησε κι ἄρχισαν νὰ τρῶνε. Μόνο ἡ γριὰ δὲν ἔτρωγε μὲ ὄρεξη. Ἡ χαρὰ τῆς εἶχε κόψει τὴν ὄρεξη.

Ὅλη τὴν ὥρα ἔλεγε:

-Δόξα σοι, Θεέ μου. Σ’ εὐχαριστῶ. Καλῶς ὅρισες παιδί μου!
Από το ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ της Δ' Δημοτικού, 1946