Ἡ ἐνίοτε
μονότονη διαμονή μας στὴν καθ' ἡμᾶς κοινοπολιτεία, σοῦ δίνει πολλές
ευκαιρίες απόδρασης. Ἔτσι λοιπὸν τ’ ἀποφασίσαμε. Ἦταν κατὰ τὶς πέντε τὸ
ἀπόγευμα καὶ ξεκινήσαμε. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἔμοιαζε ἐκρηκτικὴ ἔως
φτερνίσματος. Ἀλλὰ ο συνασκήτης μου στὴ σχόλη, κι ἐγώ δὲν πτοηθήκαμε,
θέλαμε νὰ ἀνεβοῦμε τὸν Γολγοθὰ (Λυκαβηττό). Ὁμολογουμένως ἦταν φθινόπωρο
καὶ ἡ γρίπη καινὴ τε καὶ παλαιὰ ἔφερνε βόλτες. Ἀλλ’ ἐκεῖνο τ’ ἀπόγευμα
ἔμοιαζε διαφορετικό.
Ἦταν
Φθινόπωρο ὅπως προανέφερα, ἀλλὰ τὸ γύρω σκηνικὸ θύμιζε ἔντονα Ἄνοιξη. Τὸ
τοπίο τοῦ μικροῦ δάσους τοῦ Λυκαβηττοῦ περνοῦσε ἀπ’ ἕνα μεταίχμιο
χρωματικῆς παλέττας, στὴν ὁποία συνέβαλαν οἱ ἕντονες βροχοπτώσεις τῶν
προηγούμενων ἡμερῶν. Μπορεῖ μερικὰ ἀπὸ τὰ δέντρα νὰ εἴχαν ρίξει τὰ φύλλα
τους ἀλλὰ μαζὶ μ’ αὐτὰ εἴχε ξαναβλαστήσει τὸ χορτάρι, καὶ εἴχε πάρει
ὕψος κι ἕνα τέτοιο ἔντονο πράσινο χρώμα ποὺ μαζὶ μὲ τὴ σχετικὴ ὑγρασία, ἡ
γενικὴ ἄποψη τοῦ περιβάλλοντος θύμιζε ἰρλανδικὰ βοσκοτόπια, πράγμα
σπάνια γιὰ τὸ κλίμα καὶ τὸ φῶς τῆς Ἀθήνας.
Τὸ λοιπὸν
ὅπως καταλαβαίνετε ἦταν ἕνας ὑπέροχος, φθινοπωρινός, ἀπογευματινὸς καὶ
ἀπολαυστικὸς περίπατος. Καθ’ ὅλα ἐπίκαιρος τοῦ καιροῦ, μὰ καθόλου
ἐπίκαιρος τῆς ἐπετειακῆς «επικαιρότητας». Ἔτσι κι ἐμεῖς ἐθελουσίως
ἀνυποψίαστοι ἀπὸ τὴν τηλεοπτικὴ καὶ διαδικτυακὴ εἰκονικὴ πραγματικότητα
συνεχίζαμε τὴν πορεία μας πρὸς τὴν κορυφὴ νὰ προλάβουμε τὰ χρώματα τοῦ
βασιλιά ἥλιου.
Πράγματι τὰ
χρώματά του προσφέρθηκαν ἀντίδωρο στὸν ἀνηφορικό μας κόπο. Ἡ ἄνωθεν
ἄποψη τοῦ λεκανοπεδίου, οἱ συνδυασμοὶ τῶν ἀκτίνων τοῦ κόκκινου ἥλιου ποὺ
πλέκονταν μὲ τὸ γαλάζιο τ’ οὐρανοῦ ροδίζοντας τὴν ἀνοιχτωσιὰ τοῦ
καθαροῦ ὁρίζοντα, τὸ καμπαναριὸ τοῦ Ἅϊ-Γιώργη καὶ ἡ πλησίον του
πολύχρονη ἐλιά, ὅλ’ αὐτὰ λοιπὸν συνέθεταν τὴν μουσικὴ ἁρμονία ἑνὸς
κάδρου ποὺ ἐμπόδιζε τὴν βοὴ τῆς Ἀθήνας νὰ σοῦ τρυπήσει τ’ αὐτιά, μάλλον
σοῦ σφύριζε ἀδιάφορη. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν ἔβρισκες ἡσυχία. Ὅλη αὐτὴ ἡ
ροδίζουσα ἡρεμία ταράσσονταν ἀπὸ τὰ ἐναλλασσόμενα τουριστικὰ φλὰς τῶν
φωτογραφικῶν μηχανῶν ποὺ μάταια προσπαθοῦσαν ν’ ἀποτυπώσουν τὴν ὄντως
πραγματικότητα ὡς ψηφιακὰ ἀνάμνηση. – Κι αὐτὸ τὸ ἑλικόπτερο πάν’ ἀπ’ τὰ
κεφάλια μας δὲν σταμάτησε – συνεπείᾳ τῆς «ἐπικαιρότητας», ὅπως
προανέφερα.
Ἡ ὥρα ὅμως
πέρασε γρήγορα κι βραδινὸς κατήφορος μᾶς ἔβγαλε ἀπ’ τὴν μεριὰ τοῦ
Κολωνακίου. Καὶ ξάφνου ἔνα τζιπωηδὲς θηρίο φρενάρει μέσα στὴν βαρβαρική
του πολυτελὴ εὐγένεια προκειμένου νὰ διευκολύνει τὴ διέλευση ἑνὸς
περιπολικοῦ τῆς ἀστυνομίας. Ἀλλ’ αὐτὸ ποὺ ἐντυπώθηκε στὴ μνήμη μας ἀπὸ
τὴν σκηνή, ἦταν ὁ εὐχαριστήριος χαιρετισμός μετὰ ὑποτελείας τοῦ νεαροῦ
αστυνομικού, ὁδηγοῦ τοῦ περιπολικοῦ πρὸς τὴν καχεκτικὴ καὶ λεπτεπίλεπτη
κοπελίτσα ὁδηγὸ τοῦ τζιπωηδούς. Ὤ! τῆς ἀντιφατικῆς ματαιότητας!
Καθῶς λοιπὸν κατηφορίζαμε στὴ πλούσια συνοικία, κατηφόρισε κι ἡ κουβέντα μας, κι ἔφτασε ὡς τὴν ἔννοια τῆς πτωχείας. Εἶναι ἡ φτώχεια ἁρετὴ ἢ μήπως εἶναι μοίρα;
Ἀναρωτιόμασταν μὲ τὸν ἐναλλακτικὸ συνασκητή μου καὶ συνοδοιπόρο αὐτοῦ
τοῦ φθινοπωρινοῦ περιπάτου, ὥσπου φτάσαμε στὴν πλατεία Δεξαμενῆς. Ἐκεῖ
λοιπὸν καθίσαμε κι ἦρθε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος, παλιὸς κάτοικος τῆς περιοχῆς
νὰ μᾶς ἀπαντήσει στὰ ἐρωτήματά μας. Ξεπρόβαλε ἡ μορφή του ἀνάγλυφη μέσα
ἀπ’ τὸν τοῖχο. Μᾶς θύμισε ἕνα περιστατικὸ ἀπ’ τὴν ζωή του.
Τὴν πρώτη
φορά ποὺ εἴχε πάει ν’ ἀναλάβει ὑπηρεσία στὸ γραφεῖο τῆς ἐφημερίδας
«ΑΣΤΥ», ὁ Κακλαμάνος, ὑπεύθυνος τῆς ἐφημερίδας, ἀφοῦ τοῦ μίλησε γιὰ τὴ
δουλειά, ποὺ εἴχε νὰ κάνει, ἔφτασε μὲ κάποια ἐπιφύλαξη καὶ στὸ ζήτημα
τοῦ μισθοῦ.
– Ὁ μισθός σας θὰ εἶναι ἑκατόν πενήντα δραχμές… τοῦ εἶπε.
Ὁ Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σὰ νὰ ἔκανε κάποιους ὑπολογισμοὺς μὲ τὸ νοῦ του.
– Μήπως
εἶναι λίγα… τοῦ εἶπε δειλά ὁ Κακλαμάνος, ἔτοιμος ν’ αὐξήσει τὸ ποσό, ποὺ
εἶχε προτείνει. Τότε ἀκούστηκε ἀπ’ τὰ χείλη τοῦ Παπαδιαμάντη ἡ
μοναδικότερη ἀπάντηση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει ἄνθρωπος σὲ τέτοια
στιγμή.
– Πολλὲς εἶναι ἑκατον πενήντα, είπε. Μὲ φτάνουνε ἑκατὸ… Κι ἔφυγε βιαστικὸς καὶ ντροπαλός, χωρὶς νὰ προσθέσει λέξη.
Ἀνάψαμε ἕνα
μελισσοκέρι στὴ μνήμη του καὶ πήραμε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, μ’ ἕναν
ἀναστεναγμὸ ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ κυρ Αλέξανδρου νὰ μᾶς γλυκαίνει τὴ
διαδρομή. Καθ’ ὁδὸν ὅμως ξαφνιαστήκαμε ἐκ τῶν συνεχῶν ἐμποδίων τῶν
σωμάτων ἀσφαλείας κι ἀποφασίσαμε νὰ ξαναπεράσουμε μέσα ἀπὸ τὰ μονοπάτια
τοῦ Λυκαβηττοῦ. Κι ὅμως, πόση ἠρεμία σοῦ δίνει ἔστω κι αὐτὸ τὸ μικρὸ
δάσος, τί κι ἂν ἀπέχει μόλις λίγα μέτρα ἀπὸ τὴν «ἐπικαιρότητα»!
Καθὼς τὸ
λοιπὸν περπατούσαμε, δυὸ πρόσωπα φάνηκαν στὸ βάθος. Προσπάθησα νὰ δῶ ἂν
ἦταν γνώριμα ἀπ’ τὴν καθ’ ἡμᾶς κοινοπολιτεία, ἀλλὰ μᾶς πρόλαβαν αὐτά
- Κι ἐσεῖς στὸ ἀντάρτικο τῶν βουνῶν;
μᾶς ρώτησαν. Δὲν ἦταν κάποιοι γνωστοί μας, ἀλλ’ ἡ ἐναλλακτικὴ καὶ
πολύχρωμη ἔνδυση τοῦ συνοδίτη μου τοὺς φάνηκε μάλλον οἰκεία, σὰν ν’
ἀνήκαμε κι ἐμεῖς τάχα στὴν «ἐπικαιρότητα». Ἔγνεψα καταφατικὰ τὸ κεφάλι
κι ἀναρωτήθηκα – ἦρθαν λοιπὸν οἱ καιροί;
Ὅταν δὲ
ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως …τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τα
ΟΡΗ «…» προσεύχεσθε δὲ ἵνα μἠ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος. (Μαρκ. ιγ’
14, 18). Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν… καταλήγω μέσα μου.
Πιὸ κάτω μιὰ
ἄλλη παρέα –ἀπὸ πού βγαίνουμε Κολωνάκι, Εξάρχεια; μᾶς ρωτᾶ –συνεχίστε
σ’ αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, ἀπὸ δῶ παιδιά– απαντήσαμε. Τὰ ἐμπόδια καὶ οἱ
ερυθρόλευκες κορδέλες δὲν μᾶς ἄφηναν νὰ βγοῦμε στὴν ὁδὸ Δορυλαίου, ἔτσι
κι ἐμεῖς συνεχίσαμε πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς Λεωφόρου Ἀλεξάνδρας.
Ἀλλ’ἐμεῖς πηγαίναμε κόντρα στὸ πλῆθος, νέοι καὶ παλιοί, ὅλοι ὅδευαν πρὸς
τὰ Ἐξάρχεια. Σὲ μιὰ διασταύρωση ὅμως βρεθήκαμε μετέωροι. Ἀριστερά μας
μιὰ ὁμάδα ἀστυνομικῶν, ἐμπόδιζε τὴν κυκλοφορία. Δεξιά μας μιὰ ἀκόμη
μεγαλύτερη ὁμάδα προσώπων ποὺ βαστοῦσαν παλούκια ἢ φλάμπουρα.
Ὀπισθοχωρήσαμε κι ἐμεῖς, ἀλλάξαμε πορεία. Βρεθήκαμε τὸ λοιπὸν σὲ ἄλλες
γειτονιὲς ποὺ δὲν γνωρίζαμε. Δεξιὰ κι ἀριστερὰ, στὶς εἰσόδους τῶν
πολυκατοικιῶν, ἀμήχανα πρόσωπα συζητοῦσαν τὰ δρώμενα, πιὸ κάτω κάδοι
ἀπορριμμάτων ἀναποδογυρισμένοι. Κι ἐμεῖς δύο ἐπαρχιωτόπουλα ἐθελουσίως
ἀνυποψίαστοι, μὲ ἄλλες προσλαμβάνουσες παραστάσεις συνεχίζαμε τὸν
περίπατο. Σὰν νὰ εἶχε περάσει λίγο πρὶν λιτανεία καὶ τὰ πρόσωπα στὶς
πόρτες προϋπαντοῦσαν τὰ ἱερά, σκέφτηκα. Μόνο ποὺ δὲν μύριζε θυμίαμα,
ἀλλὰ φωτιά. –Νά ’μαστε– λέω καθὼς βλέπω τὴν πινακίδα τῆς ὁδοῦ ὅπου
περπατούσαμε: «Ἀρματωλῶν καὶ Κλεφτῶν». Μόλις τὸ συνειδητοποιήσαμε
πατήσαμε ἕνα γέλιο ποὺ ὁ κόσμος γύρω τρόμαξε μέσα στὴ «δακρυσμένη»
ἀτμόσφαιρα.
Ἐπιτέλους
ὅμως καταφέραμε καὶ βγήκαμε στὴν Ἀλεξάνδρας. Περπατούσαμε δυὸ ἄτομα σὲ
πορεία ἀντίθετη ἀπὸ τὸ πλῆθος ποὺ κατέβαινε στὰ Ἑξάρχεια. Ἐκεῖ λοιπὸν
περπατοῦσα καμουφλαρισμένος πίσω ἀπ’ τὴν ἐναλλακτικὴ ἔνδυση τοῦ συνοδίτη
μου, καὶ τὸ πλῆθος δὲν ἀντιλήφθηκε τὴν ἀνυποψίαστη ἀδιαφορία μας γιὰ
τὴν «ἐπικαιρότητα». Τὸ μόνο ποὺ προβλημάτιζε τὸ βλέμμα τους ἦταν ἡ
ἀντίθετη πρὸς τὰ Ἑξάρχεια πορεία μας.
Ὅλη λοιπὸν ἡ
μεταπολιτευτική ἱστορία περνοῦσε ἀπὸ μπροστά μας. Πιτσιρίκια, νέοι καὶ
«συνταξιοῦχοι ἀγωνιστὲς» παλιῶν ἀγώνων, πρόσωπα ποὺ ζητοῦσαν ἀκόμα
κοινωνικὴ δικαιοσύνη καὶ ἀλληλεγγύη, ψωμὶ – παιδεία – ἐλευθερία, τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον – ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν – ἀλλὰ ῥύσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
Ἦταν ἀπόγευμα τῆς δεκάτης ἐβδόμης Νοεμβρίου τοῦ "κάποιου" καὶ δὶς χιλιοστοῦ ἔτους σωτηρίου π.Κ.*. Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, Γενναδίου καὶ Μαξίμου Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως.