Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Αν είναι κάτι που πραγματικά έκανε μεγάλη αίσθηση σε πολλά ξένα
κέντρα, καθώς και στους εντόπιους υποτελείς τους, δεν ήταν τόσο οι
δεδηλωμένες προθέσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης για τα εξοντωτικά
μνημόνια των προκάτοχων της, ούτε οι ανακοινώσεις για την κατάργηση
πολλών οικονομικών μέτρων κατά των μη προνομιούχων κοινωνικών τάξεων,
αλλά η ενέργεια της αμφισβήτησης του κοινού ψηφίσματος των χωρών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης στο θέμα της διεύρυνσης του εμπάργκο κατά της Ρωσίας.
Είναι γνωστό πως η Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες θεωρείται πάντα
σαν μια δεδομένη δουλική χώρα στην άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής
που σέρνονταν πίσω από τους περίφημους «συμμάχους» μας Αμερικανούς και
άλλους ετέρους (κατά το Yes Man!). Αυτοί οι «σύμμαχοι» μας σε κάθε
εθνικό πρόβλημα όχι μόνο μας εγκατέλειπαν με παραδειγματικό τρόπο, αλλά
ακόμα περισσότερο, τάσσονταν σχεδόν πάντα υπέρ των αντίπαλων μας και σε
δεδομένες περιπτώσεις υπέρ της τουρκικής προκλητικότητας όπως πρόσφατα
στην κατάφορη παραβίαση από την πλευρά της Τουρκίας της κυπριακής
υφαλοκρηπίδας. Με λίγα λόγια δεν είχαμε το δικαίωμα να ασκούμε
ανεξάρτητη εθνική εξωτερική πολιτική σύμφωνα με τα εθνικά μας συμφέροντα
και αυτό το πληρώσαμε πολύ ακριβά. Όταν το 2007 επιχειρήθηκε μια στροφή
στις στρατηγικές επιλογές της χώρας και να προχωρήσει κάνοντας
καινούργιες συμμαχίες που θα εξυπηρετούσαν καλύτερα τα εθνικά και
οικονομικά μας συμφέροντα, είχαμε τα γνωστά υπονομευτικά γεγονότα. Οι
φονικές φωτιές το καλοκαίρι του 2007 και οι οργισμένες διαδηλώσεις του
Δεκεμβρίου του 2008 ήταν μόνο λίγες από τις κατευθυνόμενες αντιδράσεις
εναντίον του τότε πρωθυπουργού κ. Κώστα Καραμανλή. Το προσωπικό
αμερικανόφιλο περιβάλλον του ακόμα και οι στενοί του συνεργάτες είχαν
στραφεί εναντίον του και τον υπονόμευαν. Ο αρχηγός της τότε
αντιπολίτευσης, ο γνωστός ελληνόφωνος ΓΑΠ, ωρύονταν για την φίλορωσική
του στροφή που δεν συμβιβάζονταν με τις διασυνδέσεις του με τις ΗΠΑ.
Μέχρι και παρακολουθήσεις τηλεφώνων γίνονταν και σχέδια δολοφονίας του
από ξένες μυστικές υπηρεσίες
Όταν ξέσπασε η κρίση της Ουκρανίας το εντόπιο πολιτικό κατεστημένο
συντάχτηκε σε ένα οικονομικό πόλεμο ενάντια στην Ρωσία του Πούτιν,
μοναδική χώρα που είχε ενδιαφερθεί να επενδύσει στην χώρα μας για την
ανόρθωση της οικονομίας μας γιατί απλούστατα τα συμφέροντα της τα είχε
δει να συμβαδίσουν με τα δικά μας. Τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της
πολιτικής ενάντια τα εθνικά μας συμφέροντα και ενάντια στα οικονομικά
μας συμφέροντα, ήταν η καταστροφή των ελληνικών εξαγωγών αγροτικών
προϊόντων προς την Ρωσία. Το γεγονός αυτό ενθουσίασε την γειτονική
Τουρκία που κλήθηκε να καλύψει με τον πιο κερδοφόρο τρόπο την νέα αυτή
ελληνική μειοδοτική πολιτική. Αντί να παραδειγματίσουμε από την Τουρκία
στο θέμα των Τατάρων της Κριμαίας που ζήτησαν επίσημα από τον Ερντογάν
να επέμβει ενάντια στην επανένωση της Κριμαίας με την Ρωσία και εκείνος
έκανε τα… «στραβά μάτια», εμείς από την έναρξη της ουκρανικής κρίσης
ταυτιστήκαμε με υπόδουλο τρόπο με τους Ευρωπαίους εταίρους μας ενάντια
στην Ρωσία. Για άλλη μια φορά οι Τούρκοι μας ξεπέρασαν και μας άφησαν
στο «ράφι».
Η Ρωσία είναι από τις λίγες χώρες που υποστήριξε ανοιχτά την Κυπριακή
Δημοκρατία στις τουρκικές προκλήσεις. Είναι από τις λίγες χώρες που στο
παρελθόν έχει ταχθεί υπέρ των εθνικών μας συμφερόντων έναντι της
τουρκικής προκλητικότητας και παρ’ όλα αυτά εμείς εξακολουθούσαμε πάντα
να «σερνόμαστε» πίσω από τους γνωστούς «συμμάχους» μας που μας έχουν
προδώσει επανειλημμένα στο παρελθόν. Αντί λοιπόν ο Πούτιν να είχε την
δυνατότητα να επισκεφτεί την Αθήνα και να συζητήσει υψίστης σημασίας
θέματα στρατηγικού ενδιαφέροντος καθώς η Ρωσία έχει επανειλημμένα δείξει
στο παρελθόν μεγάλο ενδιαφέρων για στρατηγική συνεργασία με την Ελλάδα,
εμείς τον σπρώχναμε συνεχώς στις φιλόξενες «αγκαλιές» της Τουρκίας. Και
φυσικά οι Τούρκοι δεν έχασαν την ευκαιρία.
Δεν γνωρίζουμε αν τώρα θα επαναληφτεί το «πείραμα» της άσκησης
ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Τα πρώτα μηνύματα δείχνουν πως οι νέοι
κυβερνήτες της Ελλάδας σε αντίθεση με τους υποτελείς προκάτοχους τους,
φέρονται αποφασισμένοι να προχωρήσουν με βάση μόνο τα εθνικά μας
συμφέροντα και όχι τις έξωθεν εντολές. Το ζήτημα δεν είναι καθόλου απλό.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας το πολύ πιθανό σενάριο
της εσωτερικής υπονόμευσης που δεν θα έχει σαν αφετηρία μόνο τις
οικονομικές επιλογές της νέας κυβέρνησης, αλλά πολύ περισσότερο τις
στρατηγικές της επιλογές. Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσει αυτή η
κυβέρνηση να αντέξει ένα νέο… «Καραμανλή» και αν πραγματικά θα έχει την
δυνατότητα να στηριχτεί σε νέες επωφελείς για τα εθνικά μας συμφέροντα
συμμαχίες. Ας ελπίσουμε πως ναι, και…Οψόμεθα!
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
www.nikosxeiladakis.gr