Ευάγγελος Κοροβίνης
ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Τα πρώτα πενήντα χρόνια – Ένα φαυλοκρατικό πολιτικό σύστημα αποκρυσταλλώνεται
Μέχρις και τις παραμονές της Επανάστασης του ’21, η απόσχιση των
κλεφταρματολών από το σώμα των καρτερικών ομοθρήσκων του και οι
συχνές συγκρούσεις με τους Οθωμανούς δεν απέβλεπαν μόνο στη
θεμελίωση χριστιανικού κράτους. Παράπλευρος στόχος ήταν η
αυτονόμηση από τους μηχανισμούς της εξουσίας, η δημιουργία
διατοπικού αρματολικού δικτύου στη βάση των τοπικοσυγγενικών
δεσμών και, μέχρι την έκρηξη της Επανάστασης, η προνομιακή ένταξη
στην Οθωμανική τάξη πραγμάτων, στην οικονομία της βίας και της
αυθαιρεσίας, που χαρακτήριζε την παρακμάζουσα Αυτοκρατορία.
Η αδιάλειπτη διεξαγωγή του Αγώνα επί δέκα συνεχή χρόνια
συντέλεσε στην εδραίωση της εθνικής συνείδησης και πέραν του
στενού κύκλου των διανοουμένων[1]. Παρά ταύτα, η δημιουργία
αίσθησης νομιμοφροσύνης προς το νεοϊδρυθέν κράτος αποδείχθηκε
δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, έργο.
Πολύ σύντομα, αμέσως μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (που με
ισχνά μέσα που διέθετε προσπάθησε να θεμελιώσει σύγχρονο για τα
δεδομένα της εποχής κράτος[2]), η πολιτική ζωή του ανεξάρτητου
κρατιδίου θα πάρει τη μορφή μιας ανελέητης και διαρκούς σύγκρουσης
για τον έλεγχο του κράτους. Το κράτος, ο κυριότερος εργοδότης της
χώρας, θα γίνει «το μήλον της έριδος» μεταξύ των
αλληλοσπαρασσόμενων φατριών.
Την κατάσταση αυτή διευκόλυνε κατ’ αρχάς το γεγονός ότι, από τη
σύσταση του κράτους και επί πενήντα χρόνια, ο ορίζοντας στις
εξωτερικές σχέσεις της χώρας ήταν κατά βάσιν «ανέφελος». Τον
σκίαζαν μόνο οι κατά διαστήματα «σπασμοί» των αλυτρώτων (στην
Κρήτη και αλλού). Σε όλη αυτή την περίοδο, μέχρι δηλαδή να
εμφανισθούν και άλλοι βαλκάνιοι διεκδικητές των ευρωπαϊκών
οθωμανικών κτήσεων και να αρχίσει να αμφισβητείται το δόγμα της
ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας3], ο πολιτικός κόσμος
αρνήθηκε να εξοπλίσει τη χώρα με αξιόμαχο στρατό, καλλιεργώντας
την πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα ήταν ο φυσικός και μοναδικός
κληρονόμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Όταν ξεσπούσαν επαναστάσεις των αλυτρώτων, αρκούνταν στην
αποστολή πολεμοφοδίων και εθελοντών, ενώ ο στρατός παρέμενε
παραμελημένος και ανεπαρκής. Την τακτική αυτή συστηματοποίησε ο
Κωλέττης4, η πιο ισχυρή πολιτική μορφή των δύο πρώτων δεκαετιών
του ανεξάρτητου βασιλείου. Η ανοχή της δράσης άτακτων σωμάτων και
τα συνοριακά επεισόδια, χωρίς να επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό
(του οποίου οι πόροι λεηλατούνταν, όπως θα δούμε παρακάτων, από
τους διάφορους «ημέτερους») επέτρεπαν στον Κωλέττη να εμφανίζεται
δραστήριος και αφοσιωμένος στη «Μεγάλη Ιδέα», στην απελευθέρωση των
υπόδουλων Ελλήνων, για την οποία μάλιστα ήταν ο πρώτος που έκανε
λόγο.
Αλλά η «νηνεμία» στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας δεν ήταν ο
μόνος λόγος που επέτρεψε να καταστεί μετεπαναστατικώς το ίδιο το
κράτος αντικείμενο πολιτικών συγκρούσεων. Πολλοί αποδίδουν το
φαινόμενο στις παρεμβάσεις του Θρόνου και των πρεσβευτών των
Μεγάλων Δυνάμεων στην πολιτική ζωή του τόπου. Αυτού του τύπου οι
παρεμβάσεις είναι αναμφισβήτητες· όμως κάθε άλλο παρά μπορούν να
θεωρηθούν αποκλειστικώς υπεύθυνες για την κακοδαιμονία του
δημόσιου βίου.
Αυτή καθ’ αυτήν, μάλιστα, η μοναρχική τροπή που πήρε το
πολίτευμα θα ήταν ανερμήνευτη, αν αποσυνδεόταν από την προσπάθεια
των αντιτιθέμενων φατριών να μονοπωλήσουν την αρχή, τα προνόμια και
τους «λουφέδες» που συνόδευαν την άσκηση της εξουσίας. Πρόκειται
για προσπάθεια που προσλάμβανε κατά διαστήματα την μορφή
απροσχημάτιστου εμφύλιου πολέμου. Πώς να μην αντιμετωπισθεί ο
Όθωνας[5] κατά την ενθρόνισή του σαν «σωτήρας», όταν οι αντίπαλοι
του Καποδίστρια, λίγο πριν τον δολοφονήσουν, έφθασαν στο σημείο να
πυρπολήσουν τα πλοία του εθνικού στόλου, ώστε να μην περάσουν
στον έλεγχο της κυβέρνησης; Και πώς να μην τύχει ανάλογης υποδοχής
ο Γεώργιος Α ́ [6], όταν, μετά την εκθρόνιση του Όθωνα και πριν
αφιχθεί ο νέος Βασιλιάς, σε ένοπλες συγκρούσεις στην Αθήνα το
κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας φυλασσόταν μεταξύ των
άλλων από ληστές (!), οι οποίοι ανήκαν σε μια από τις αντίπαλες
φατρίες, την κυβερνώσα φατρία του Βούλγαρη[7];
Επιτέλους, πρέπει να ειπωθεί η ωμή αλήθεια: Σκοπός των ξένων
δυνάμεων δεν μπορεί να είναι η ευνομία και η υπεράσπιση των
εθνικών μας συμφερόντων εναντίον των δικών μας θελήσεων. Αυτό
είναι, πρωτίστως και κυρίως, δικό μας έργο. Αν, τώρα, το δικό μας
έργο είναι η καταλήστευση των δημόσιων πόρων και αν πρώτο μέλημα
των πολιτικών είναι να κρατηθούν στην εξουσία με κάθε τίμημα,
αυτό είναι αδύνατο να το αλλάξει και η πιο καλοπροαίρετη ξένη
χώρα.
Αν ο Κωλέττης, εν πάση περιπτώσει, ήταν εκείνος που μορφοποίησε
την τακτική αντιμετώπισης των εθνικών θεμάτων, σε αυτόν μπορεί να
πιστωθεί και μια πρώτη αποκρυστάλλωση των φαυλοκρατικών
χαρακτηριστικών του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Ο Κωλέττης
καλλιέργησε, όσο κανείς προηγούμενός του, τα σπέρματα της
συναλλαγής και της πολιτικής διαφθοράς, ενώ ήταν ο πρώτος έλληνας
πολιτικός που, διαχειριζόμενος τα κοινά, απέκτησε μεγάλη
περιουσία (630.000 δραχμές της εποχής εκείνης). Στόχος του Κωλέττη
ήταν η «μακροβιότητα» των κυβερνήσεών του και όχι οι
μεταρρυθμίσεις και η εθνική ανασυγκρότηση. Με τις αθρόες απολύσεις
κομματικών αντιπάλων, το διορισμό «ημετέρων», την κατοχύρωση των
προνομίων των διαφόρων τοπαρχών και τις εκλογές βίας και νοθείας,
ήταν πράγματι ο πρώτος που διασφάλισε «μακρόβιες» κυβερνήσεις.
Χαρακτηριστικά και αποκαλυπτικά της πολιτικής ζωής της πρώτης
μετεπαναστατικής περιόδου είναι το «ωρολόγιο» πρόγραμμα του
Κωλέττη και η συζήτηση σχετικά με τα πολιτικά δικαιώματα των
«ετεροχθόνων», των Ελλήνων δηλαδή ων αλύτρωτων περιοχών
(Φαναριωτών, Επτανήσιων και άλλων εγγραμμάτων) που κατοικούσαν στο
κρατίδιο και ένας μεγάλος αριθμός τους στελέχωσε μεταπαναστατικά
τον κρατικό μηχανισμό.
Ο Κωλέττης μέχρι αργά το απόγευμα ασχολείτο με τη διεκπεραίωση
ρουσφετιών πρώτα στην κατοικία του και μετά στην έδρα της
κυβερνήσεως. Στη διάρκεια των υπηρεσιακών συσκέψεων που
επακολουθούσαν συνήθως κοιμόταν, ενώ απουσίαζε συστηματικά από
τις συνεδριάσεις της Βουλής.
Στη συζήτηση, τώρα, τη σχετική με τα πολιτικά δικαιώματα των
«ετεροχθόνων», που προηγήθηκε της ψήφισης του Συντάγματος του 1844, ο
στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης (179401864), ένας από τους ήρωες
του ’21, ζητούσε να «τραβηχτούν» για λίγο οι «ετερόχθονες» από την
εξουσία, ώσπου να επουλωθούν οι πληγές των χειμαζομένων αγωνιστών,
χάρις στο «βάλσαμο» του κρατικού ταμείου8. Στη συζήτηση αυτή ο
Κωλέττης τάχθηκε κατά του διαχωρισμού «ετεροχθόνων» και
«αυτοχθόνων», αφού προορισμός του νεοελληνικού κράτους ήταν η
απελευθέρωση του αλύτρωτου Ελληνισμού, αλλά ταυτόχρονα απάλειψε
από το υπό ψήφιση Σύνταγμα την αξιοκρατική ρήτρα που κατοχύρωνε
τους διορισμούς στο δημόσιο βάσει προσόντων («δοτήρ δε τούτων η
αξιότης εκάστου», έλεγε η επίμαχη φράση που υπήρχε αυτολεξεί και
στα τρία Συντάγματα που είχαν ψηφισθεί από το 1821 έως το 1827).
Μετά, λοιπόν, το Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 και την
παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα, στις αρχές του 1844 ο
Κωλέττης εγκαθίδρυσε ένα είδος κοινοβουλευτικής δικτατορίας. Κατά
την τριετή αυτή περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωλέττη
άρχισαν να παγιώνονται τα χαρακτηριστικά ενός φαυλοκρατικού
πολιτικού συστήματος.
Η «πατρονία» και τα πελατειακά δίκτυα βρίσκονται στον πυρήνα
αυτού του συστήματος. Η «πατρονία» και η «προστασία» αναπτύχθηκαν
ως ένα είδος αμυντικού μηχανισμού κατά της αυθαιρεσίας του
οθωμανικού συστήματος διακυβέρνησης. Οι προστάτες μεσολαβούσαν για
τους πελάτες τους στις οθωμανικές αρχές, αποσπώντας διάφορες
εκδουλεύσεις και μετριάζοντας τη φαυλότητα του δικαστικού
συστήματος. Το πελατειακό σύστημα λειτουργούσε πέρα από
διαχωρισμούς τάξεων, αναπτύσσοντας πλέγματα σε σχήμα πυραμίδας,
έτσι ώστε ο προστάτης να μπορεί να γίνεται πελάτης απέναντι σε
κάποιον ισχυρότερό του. Η εξάρτηση του πελάτη από τον προστάτη
προϋποθέτει την ικανότητα του δεύτερου να εξυπηρετεί τον πελάτη
και την οικογένειά του αλλά και την ελευθερία του τελευταίου να
διακόπτει τους δεσμούς, όταν διαπίστωνε ότι δεν τον ικανοποιούσαν
τα ανταλλάγματα με τα οποία εξαγόραζαν την εξάρτησή του.
Αν και μετά τη συγκρότηση του ανεξάρτητου βασιλείου το πελατειακό
σύστημα, στο πλαίσιο του νέου συγκεντρωτικού συστήματος
διακυβέρνησης, έχασε θεσμικά στηρίγματα, όπως ήταν η αυτονομία
των Κοινών, τα άτακτα στρατιωτικά σώματα και η αυτόνομη Εκκλησία,
οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες (προεστοί, οπλαρχηγοί,
καραβοκυραίοι και Φαναριώτες λόγιοι) βρήκαν άλλες διεξόδους.
Μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους τη νέα γραφειοκρατική
μηχανή, τις Πρεσβείες των Μεγάλων Δυνάμεων, και μετά το 1843 τον
ίδιο τον κοινοβουλευτισμό ως πηγή προστασίας. Στη μετεπαναστατική
πλέον εποχή ο προστάτης ενεργούσε σκόπιμα, προκειμένου να
εξασφαλίσει σε φίλους και οπαδούς διορισμό στο Δημόσιο, συμβόλαια
για την είσπραξη φόρων ή την ενοικίαση με ευνοϊκούς όρους της
εθνικής γης και κάθε άλλους είδους προνομιακή μεταχείριση.
Το σύστημα της «πατρονίας» έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα:
Εμποδίζει την κινητοποίηση του πληθυσμού για την επίτευξη
συλλογικών στόχων (εθνικών και ταξικών). Εκφράζει τα συμφέροντα
της πολιτικής τάξης πρωτίστως και δευτερευόντως επιμέρους
συμφέροντα (μεγάλα, μεσαία ή μικρά). Στη βάση του φαινομένου
βρίσκεται ένας αχαλίνωτος ατομικισμός συνυφασμένος με μια βαθιά
αδιαφορία για τις τύχες και τις προοπτικές της χώρας, για τη
δυνατότητα ύπαρξης ενός κοινού παραγωγικού μέλλοντος. Το ατομικό
«βόλεμα», η ατομική σωτηρία «συν γυναιξκί και τέκνοις», με την
παράκαμψη κάθε έννοιας νομιμότητας και αξιοκρατίας, ανάγεται σε
υπέρτατη ρυθμιστική αρχή του δημόσιου βίου[9].
Αν το σύστημα της «πατρονίας», όπως αναμορφώθηκε και
αποκρυσταλλώθηκε σε ένα φαυλοκρατικό πολιτικό σύστημα,
αντιστρατεύεται την επίτευξη συλλογικών στόχων, δεν είναι καθόλου
περίεργο ότι θα χρειασθούν 40 ολόκληρα χρόνια για να
αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά ένα από τα σοβαρότερα κοινωνικά
προβλήματα της περιόδου, το ζήτημα της διάθεσης των εθνικών γαιών
(των κτηματικών περιουσιών των μουσουλμάνων, οι οποίες πέρασαν στον
έλεγχο του κράτους μετά την Επανάσταση) και το άμεσα σχετιζόμενο
μ’ αυτό πρόβλημα της ληστείας. Επί 40 χρόνια, ένα μεγάλο ποσοστό
των καλλιεργήσιμων εκτάσεων έμενε ακαλλιέργητο, ενώ η ύπαρξη
πολλών ακτημόνων ευνοούσε την εκδήλωση της ληστείας. Μόνο ένα
μικρό μέρος των εθνικών γαιών υπενοικιαζόταν σε κομματικούς
φίλους με ευνοϊκούς όρους. Μόνο μετά τη σφαγή στο Δήλεσι θα
ληφθούν σοβαρά μέτρα. Ο Κουμουνδούρος[10] προώθησε το 1871 διά
νόμου τη διανομή 2.650.000 στρεμμάτων σε 357.000 κλήρους. Μέχρι
τότε, είχαν διανεμηθεί μόνον 280.000 στρέμματα. Λίγα χρόνια
ύστερα απ’ αυτή την αγροτική μεταρρύθμιση, η αγροτική παραγωγή θα
διπλασιασθεί[11].
Τι εμπόδιζε την πολιτική τάξη της χώρας να λύσει το πρόβλημα της
διάθεσης των εθνικών γαιών επί τόσες δεκαετίες; Η απάντηση είναι
προφανής και καταγράφεται στα προφητικά λόγια του Ιωάννη
Καποδίστρια (1776-1831): «Εάν δεν διανεμηθεί η εθνική γη εις τους
ακτήμονας, το έθνος θέλει καταδικασθεί επί μακρόν ως εις ανήλικος
παιδός κατάστασιν». Μόνον όταν οι πόροι και η εθνική περιουσία
ελέγχονται από το κομματικό και φαυλοκρατικό κράτος θα μπορεί η
πολιτική τάξη της χώρας να τους διαθέτει κατά βούληση και να
μετατρέπει τους πολίτες σε αλληλομισούμενους ψηφοφόρους,
διασφαλίζοντας έτσι τα προνόμιά της και την απρόσκοπτη αναπαραγωγή
της.
Το πρόβλημα έχει διατυπωθεί διαυγέστατα ήδη από το 1875 στον
Ασμοδαίο από τον Εμμανουήλ Ροΐδη (1836-1904): «Εις μεν τας άλλας
χώρας η δύναμις του βουλευτού έγκειται εις το να ανατρέπει
κυβερνήσεις, ενώ εν Ελλάδι ουδείς υπάρχει της παντοδυναμίας του
περιορισμός. Εκ του βουλευτού εξαρτάται όχι μόνο της κυβερνήσεως ο
βίος, αλλά και η τιμή, η περιουσία, η ασφάλεια, η απονομή της
δικαιοσύνης και ο επιούσιος άρτος ή τουλάχιστον η πλήρωσις πόθου
τινός των πλείστων Ελλήνων. Ο κύκλος αρμοδιότητος και ενεργείας
του είναι δεκάκις ευρύτερος παρά εις πάσαν άλλην χώραν. Περί
όλων των ζητημάτων διά τα οποία εις άλλας χώρας αποφασίζει ο
νόμος, η προτίμηση της ικανότητας και το κοινόν συμφέρον παρ’ ημίν
εκ μόνο του θελήματος του βουλευτού εξαρτώνται. Τα πάντα τα
απορροφά και τα εκμηδενίζει η πολιτική διά τον λόγον ότι ουδέν
ημπορεί να υπάρξει ανεξάρτητον απ’ αυτής. Αλλαχού τα κόμματα
γεννώνται, διότι εκεί υπάρχουν διαφωνούντες και έκαστος άλλα
θέλοντες. Εν Ελλάδα συμβαίνει το ανάπαλιν, αιτία της γεννήσεως και
της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμάσια συμφωνία μεθ’ ης πάντες
θέλουσι το αυτό πράγμα, να τρέφονται δαπάνη του δημοσίου».
Πενήντα χρόνια μετά την Επανάστασιν του ’21 στη δεκαετία του 1870
το κράτος δεν αποτελεί απλώς τον κύριο πόλο έλξης για τις
υποασχολούμενες αγροτικές μάζες, αλλά προσφέρει και στους
ανώτερους λειτουργούς του εισοδήματα που ξεπερνούν τα εισοδήματα
όλων σχεδόν των άλλων μελών της κοινωνίας. Γράφει και πάλι ο
Ροΐδης στον Ασμοδαίο το 1876: «Ο πολύς πληθυσμός της Ελλάδος
συνίσταται εκ πεντήκοντα χιλιάδων ανθρώπων γνωριζόντων ανάγνωσιν
και ανορθογραφίαν και τρεφομένων υπό ενός εκατομμυρίου αγραμμάτων
φορολογουμένων [...]».
Ο Ελληνισμός παρουσίασε στη νεότερη εποχή «πρώιμη» αστική
ανάπτυξη. Το ελληνικό εμπορικό στοιχείο συγκρότησε ακμαίες
παροικιακές κοινότητες και εύρωστες επιχειρήσεις σε όλο το χώρο
των Βαλκανίων, της Νότιας Ρωσίας και της Κεντρικής Ευρώπης. Η
πρώιμη αυτή ανάπτυξη, που συνδέθηκε κυρίως με τη διαμόρφωση των
εμπορευματικών κυκλωμάτων στην ευρύτερη περιοχή, θα ανακοπεί
προσωρινά με τον κατατεμαχισμό της περιοχής σε εθνικά κράτη στα
τέλη του 19ου αιώνα, αλλά θα βρει νέες διεξόδους στην ίδια την
ακρωτηριασμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην Αίγυπτο και αλλού[12].
Ενώ όμως ο έλληνας επιχειρηματίας ήταν συνηθισμένο είδος στο
πλαίσιο του υπόδουλου Ελληνισμού, κατέληξε να γίνει σπάνιο και
προβληματικό είδος στο πλαίσιο του ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Η
κοινωνική διαφοροποίηση σπάνια μόνον αποδίδει επιχειρηματίες και
συνήθως «κρατικοδίαιτους» και «διαπλεκόμενους» (με εξαίρεση το χώρο
της ναυτιλίας και σ’ ένα βαθμό του εμπορίου). Αντίθετα,
διαμορφώνει δημόσιους υπαλλήλους, δικηγόρους, στρατιωτικούς,
ενοικιαστές φόρων του δημοσίου, κομματάρχες και πολιτικούς. Στο
υπάρχον και εμπεδωμένο σύστημα φαυλοκρατίας, οι, έτσι και αλλιώς,
σπάνιοι επιχειρηματίες είναι υποχρεωμένοι να προσαρμοσθούν, αν
θέλουν να επιβιώσουν. Πρέπει να αναζητήσουν πολιτική προστασία
πάση δυνάμει, γιατί αλλιώς θα το κάνουν οι ανταγωνιστές τους και
θα τους εκμηδενίσουν. Έτσι όμως χάνουν κάθε δυνατότητα αυτοτελούς
δράσης, διότι τα κέρδη της επιχείρησής του δεν εξαρτώνται πλέον
από τις επιχειρηματικές δεξιότητές τους, την αξιοκρατική διεύθυνση
του ανθρώπινου δυναμικού της επιχείρησης και τις εύστοχες
επενδύσεις, αλλά από τις απευθείας αναθέσεις κρατικών προμηθειών,
με αντάλλαγμα βέβαια παχυλές «μίζες» στους υψηλούς προστάτες.
Χαρακτηριστικό στοιχείο του δημόσιου βίου στην πρώτη
μετεπαναστατική πεντηκονταετία είναι και η υπερανάπτυξη της μέσης
βαθμίδας της εκπαίδευσης, αφού το απολυτήριο του Γυμνασίου
αποτελεί εισιτήριο για το διορισμό στο δημόσιο. Σχολιάζοντας το
φαινόμενο ο Ροΐδης τονίζει: «[...] Αληθές είναι ότι δεν έπαυσαν
να πολλαπλασιάζονται τα γυμνάσια, αλλά και να χειροτερεύει το ποιόν
αυτών [...] ούδ’ ήτο άλλως δυνατόν, αφού ο διορισμός και η
παύσις των εν αυτοίς διδασκόντων εξηρτάτο ουχί εκ του ποιού της
διδασκαλίας αυτών, αλλ’ εκ μόνης της ευνοίας του βουλευτού, ως
φυσικόν αποτέλεσμα προέκυψεν η πεποίθησις ότι ολίγον ηδύνατο να
συντελέσει η επιμέλεια και η μελέτη προς κατάκτησιν καθηγητικής
έδρας ή γυμνασιακού απολυτηρίου καθιστώντος προσιτάς τα δημόσιας
θέσεις [...]». Για τον Ροΐδη, βασική προϋπόθεση για την αναβάθμιση
της στάθμης της εκπαίδευσης και την ανακοπή των τάσεων διόγκωσης
της δημοσιοϋπαλληλίας είναι «ο περιορισμός των γυμνασίων εις το
τρίτον, η απόλυσις των πασιγνώστως ανικάνων καθηγητών και η
εξασφάλιση των άλλων από των εφόδων της πολιτικής και των ροπάλων
των αποτυγχανόντων εις τας εξετάσεις μαθητών...»[13].
Την εικόνα συμπληρώνουν τα σχόλια του Βερναρδάκη για την ανώτατη
εκπαίδευση: «Μειράκια διερχόμενα αβρόχοις ποσίν, ως επί το πολύ,
τα γυμνάσια του Κράτους, εξ ων λαμβάνουν απολυτήριον συνήθως διά
απειλών και ύβρεων, εισέρχονται εις το πανεπιστήμιον με τα
τσαρούχια το δη λεγόμενον, όπου φυσιούνται και εξάπτονται και
τυφούνται και αντί να εγκύπτωσιν εις την σπουδήν και μελέτην της
επιστήμης μεταβάλλουσι το ανώτατον εκπαιδευτήριον εις κονίστραν
φατριαστικών διαδηλώσεων, οχλαγωγιών και ταραχών... Προ πολλών ήδη
ετών το πανεπιστήμιον δεν κάμνει τίποτε άλλο, κυρίως ειπείν, ει
μη μόνον να αραιώνει τας τάξεις των παραγωγικών μελισσών και να
πυκνώνει τας τάξεις των εθνοβόρων κηφήνων»[14].
Οι διογκωμένες δαπάνες του φαυλοκρατικού και κομματικοποιημένου
κράτους έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση, έως εκμηδένιση, των
δαπανών για έργα υποδομής και για παραγωγικές δραστηριότητες[15]. Η
χώρα τις αρχές της δεκαετίας του 1880 βρίσκεται σε σχεδόν
πρωτόγονη κατάσταση. Ανύπαρκτη υποδομή. Δεν υπάρχουν επαρκείς
αμαξιτοί δρόμοι και όσοι υπάρχουν είναι σε κακή κατάσταση, ενώ
μία μόνον σιδηροδρομική γραμμή υπάρχει, αυτή που συνδέει την
Αθήνα με τον Πειραιά. Η βιομηχανία είναι επίσης, ουσιαστικά
ανύπαρκτη. Άθλια διοίκηση και ανασφάλεια στην ύπαιθρο λόγω της
ληστείας. Στρατός παραμελημένος και πλήρως ανεπαρκής ποιοτικά και
ποσοτικά.
Το κράτος θα αλωθεί πολύ σύντομα (αμέσως μετά τη δολοφονία του
Καποδίστρια) από ένα πλέγμα ομάδων, οι οποίες επιδιώκουν ατομικά
η φατριαστικά συμφέροντα μέσα σ’ ένα κλίμα μίσους και λυσσαλέου
ανταγωνισμού, ο οποίος δεν διέπεται από κανένα κριτήριο
νομιμότητας. Ο νόμος και οι κανόνες αντιμετωπίζονται ως «δυσκολία»
προς παράκαμψη, ενώ κάθε μείζον πρόβλημα (εθνικό ή άλλο)
θεωρείται «πονοκέφαλος», που αποσπά την προσοχή από το θεμελιώδες:
την ιδιοτελή νομή της εξουσίας, τον εκτοπισμό των αντιπάλων και
την αναρρίχηση στα σκαλοπάτια της εξουσίας, την εξυπηρέτηση της
πελατείας, τη διανομή των αθέμιτων εισπράξεων και προμηθειών. Ο
δημόσιος βίος μετατρέπεται σ’ ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος,
όπου ό,τι κερδίζει ο ένας υποχρεωτικά το χάνει κάποιος άλλος,
ενώ παρακάμπτεται πλήρως η έρευνα για αμοιβαία επωφελείς λύσεις.
Αποκλείεται δηλαδή η περίπτωση από τις προωθούμενες πολιτικές να
ωφελούνται όλοι, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, ανάλογα με
τις ικανότητες και τα προσόντα του.
Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι μεταξύ του πολιτικού κόσμου της
εποχής δεν υπάρχουν και εξαιρέσεις. Ωστόσο, το πρόβλημα έγκειται,
όπως λέει και ο Ροΐδης, στο ότι «οι τε φαύλοι και οι αγαθοί
πράττουσιν παρ’ ημίν τα αυτά, η μόνη δεν μεταξύ αυτών διαφορά
συνίσταται εις το ότι οι μεν πράττουσιν μετά χαράς, οι δε άνευ
χαράς». Πολύ νωρίς, μέσα στις δύο πρώτες μετεπαναστατικές
δεκαετίες, θα δημιουργηθεί η γνώριμη Ελλάδα των «ημετέρων» με ένα
μεγάλο, σπάταλο και αναποτελεσματικό κράτος, με μια πανίσχυρη
πελατειακά οργανωμένη κοινωνία, και μια εκτός πελατειακών δικτύων
κοινωνία, την, ας πούμε, «κοινωνία των πολιτών», εντελώς ατροφική
και πολιτικά αδύναμη.
Το πολιτικό και κοινωνικό αυτό αποτέλεσμα υπήρξε δημιούργημα
δικό μας και όχι απόρροια κάποιας συνωμοσίας ξένων δυνάμεων και
των εγκαθέτων τους στην πολιτική ζωή του τόπου. Ο σκοπός των ξένων
δυνάμεων δεν μπορεί να είναι η προαγωγή της χώρας εναντίον των
δικών μας θελήσεων.
Σημειώσεις
[1] Με τον όρο «εθνική συνείδηση» νοείται εδώ η συνείδηση του
εθνοκρατικού ανήκειν, δηλαδή η νεωτερική δυτικοευρωπαϊκή. Στη
νεωτερική νοηματοδότησή του το έθνος είναι μια αφηρημένη οντότητα
της οποίας η βούληση ερμηνεύεται από το εκάστοτε πολιτικό
πρόσωπο το οποίο διαχειρίζεται το μηχανισμό του κράτους. Η
κοινωνία έχει απλώς το δικαίωμα να διαιτητεύει, από καιρού εις
καιρόν, στον αγώνα των κομματικών ολιγαρχιών για τον έλεγχο του
κράτους και τη διαχείριση του εθνικού δυναμικού. Εθνική συνείδηση,
αλλά ριζικά διαφορετική, με την έννοια του ανήκειν στον πολιτισμό
ενός οικουμενικού βασιλείου ελεύθερων Κοινών (πολιτειών), είχαν
σχηματισμένη οι Έλληνες-Ρωμιοί από αιώνες. Στην ελληνική-ρωμαίικη
εκδοχή η κοινωνία ταυτίζεται με το έθνος στο επίπεδο των Κοινών,
διότι είναι οργανωμένη σε Δήμο και ασκεί η ίδια την πολιτική
λειτουργία είτε άμεσα είτε ως εντολέας. Εκεί το πρόταγμα της
ατομικής ελευθερίας ενσαρκώνεται κατά τρόπο ποιοτικά καθολικό,
καθώς επιτυγχάνεται το «μη άρχεσθαι υπό μηδενός» (Αριστοτέλης).
Στο επίπεδο όμως της ελληνορωμαϊκής Οικουμένης, η δια-κοινοτική
πολιτική λειτουργία (διασφάλιση εσωτερικής και εξωτερικής ειρήνης,
νόμισμα, συμμαχίες κ.λ.π.) ασκείται από το Βασιλέα, ο οποίος
έχει ως έδρα του τη Βασιλεύουσα- Κοσμόπολη και διαθέτει έναν
υπερ-εθνικό κρατικό μηχανισμό. Ο Βασιλεύς, αν και νόμιμος,
ουσιαστικά κείται πέραν του νόμου. (Ως νεωτερικός ομόλογος του
ρωμιού Μονάρχη θα μπορούσε να θεωρηθεί ο αμερικανός Πρόεδρος, ως
προς την πλανηταρχική –οικουμενική του δικαιοδοσία, η οποία όμως,
σε αντίθεση μ’ εκείνη του βυζαντινού ομολόγου του, είναι
αθέσμιστη).
[2] Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831): Κυβερνήτης της Ελλάδας από
το 1828 ως τη δολοφονία του το 1831 από τους Μαυρομιχαλαίους.
[3] Το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
καθιερώθηκε με την αγγλοτουρκική συνθήκη του 1809, η οποία
στρεφόταν κατά της Γαλλίας του Ναπολέοντα και των βλέψεων της
Ρωσίας για έξοδο στις «θερμές θάλασσες».
[4 ]Ιωάννης Κωλέττης (1773-1847): Αρχηγός του «γαλλικού» κόμματος και πρωθυπουργός στο διάστημα 1834-1835 και 1844-1847.
[5] Όθων, Όττο φον Βίττελσμπαχ (1815-1867): Πρίγκιπας της Βαυαρίας και πρώτος «Βασιλεύς της Ελλάδος».
[6]Χριστιανός-Γουλιέλμος-Φερδινάνδος-Αδόλφος-Γεώργιος: Γνωστός ως
Γεώργιος Α ́ βασιλιάς της Ελλάδας, από το 1863 μέχρι τη δολοφονία
του το 1913.
[7] Δημήτριος Βούλγαρης (1802-1877) ή Τζουμπές: Διετέλεσε
συνολικά τέσσερις φορές πρωθυπουργός από το 1855 και μετά. Υπήρξε
φανατικός πολέμιος του Ιωάννη Καποδίστρια.
[8] Του αποδίδεται μάλιστα η φράση: «Αν είναι να μείνουμε εμείς
νηστικοί, ας πάει στο διάβολο η ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε
και εμείς τώρα». Στα Απομνημονεύματά του θα γράψει: «Λίγοι
αγωνιστήκαμεν –εις τον καρπόν πολλοί πλάκωσαν, και παίρνουν το
ξύλο και βαρούνε τους αγωνιστάς».
[9] Η ελληνική ατομικότητα είναι ο αμιγέστερος ατονικός τύπος
ανθρώπου που εμφανίστηκε στην ιστορία. Ο πολιτισμικός αυτός τύπος
έχει θετικά και αρνητικά. Τα θετικά αναγνωρίζονται στην ανοδική
πλευρά της εξελικτικής καμπύλης του, ενώ τα αρνητικά τα βλέπουμε
να υπερτερούν στην καθοδική της πλευρά, κατά την οποία το Εγώ
αυτοτοποθετείται υπεράνω κάθε συλλογικής αξίας. Είναι το άτομο
που έχει χάσει μέσα του την ικανότητα του συλλογικώς υφίστασθαι.
Δυστυχώς, τα αρνητικά του ανθρωπολογικού αυτού τύπου δεν έγινε
δυνατό να υπερκεραστούν παρά μόνο μερικώς με την αποδοχή του
Χριστιανισμού. Η φαυλοκρατία, για να αναδυθεί και να εμπεδωθεί,
αξιοποίησε ορισμένες πλευρές των πολιτικών παραδόσεων του
προεπαναστατικού Ελληνισμού, ενώ καλλιέργησε έντεχνα και υπέρμετρα
τα αρνητικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ατομικότητας.
[10] Αλέξανδρος Κουμουνδούρος (1815-1883): Διετέλεσε δέκα φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1865 και έπειτα.
[11] Παρά τα μέτρα αυτά, το πρόβλημα της ληστείας δεν
εξαλείφθηκε. Θα αντιμετωπισθεί οριστικά την πρώτη δεκαετία του 20ου
αιώνα, όταν επί Γεωργίου Θεοτόκη (1844-1916) θα χορηγηθούν
μαζικά άδειες μετανάστευσης στις ΗΠΑ σε όλα τα παράνομα στοιχεία
που δεν ενέχονταν σε ανθρωποκτονίες.
[12] Η πρόωρη αστική ανάπτυξη του Ελληνισμού είναι ένα σύνθετο
ιστορικό φαινόμενο. Υπάρχει, κατ’ αρχάς, μια αυτοδύναμη αστική
ανάπτυξη, οργανική συνέχεια της ελληνιστικής, ρωμαϊκής και
βυζαντινής, η οποία υπέστη συντριπτικά πλήγματα από τη φραγκική
και την τουρκική κατάκτηση (11ος-15ος αιώνας), αλλά ανέκαμψε στο
πλαίσιο της Οθωμανοκρατίας, από τον 17ο αιώνα και μετά. Και
υπάρχει η νεωτερική αστική ανάπτυξη, η οποία ξεκινά ουσιαστικά
τον 18ο αιώνα από τη Δυτική Ευρώπη και διεισδύει στον οθωμανικό
χώρο, εκμεταλλευόμενη την παρακμή του σουλτανικού δεσποτισμού. Οι
δύο μορφές συναντώνται και συγχωνεύονται τον 18ο και τον 19ο αιώνα,
απολήγοντας, κατά τον 20ο αιώνα, στην πλήρη καταστροφή της
προνεωτερικής αστικής ανάπτυξης και στη νεωτερική δορυφοροποίηση
του ιστορικού της χώρου. Η δορυφοροποίηση, την οποία ο
προνεωτερικός ελληνικός αστισμός χρησιμοποίησε, κατ’ αρχάς, ως
όχημα για την εδραίωσή του και εν συνεχεία για την απελευθέρωσή
του από την τουρκική δεσποτεία, επέφερε τελικώς τον αφανισμό του.
(Ορόσημο αποτελεί η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922).
[13] Εμμανουήλ Ροΐδης, Άπαντα, τ. 5ος, σ. 231, Ερμής, Αθήνα 1978.
[14]Απόστολος Βερναρδάκης, Νέα Ελληνική Ιστορία, σ. 295, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998 (15η έκδ.).
[15] Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και επί πενήντα χρόνια
περίπου, δαπανάται κατ’ έτος για δημόσια έργα ένα ελάχιστο
μέρος του προϋπολογισμού, που ανέρχεται στο ποσοστό 2%-4%.
Απόσπασμα από το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου (σελ 19-38), Ευάγγελος
Κοροβίνης, Η Νεοελληνική Φαυλοκρατία, Πρόλογος: Θ. Ζιάκα, Εκδόσεις
Αρμός, 2008
πηγή