Σκοπός
μου ήταν να ξεκινήσω από τον Άθω και να φτάσω μέχρι τα κοπτικά
μοναστήρια της Άνω Αιγύπτου, για να κάνω αυτό που άλλοι ταξιδιώτες,
εκείνοι που θα ακολουθήσουν μετά από μένα, δεν θα μπορέσουν να κάνουν.
Αυτά έγραφε ο Ουίλιαμ Νταλρίμπλ πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες, με
προφητική διαίσθηση, που πήγαζε από τη διαύγεια των επιτόπιων
διαπιστώσεών του. Εφοδιασμένος με εξαιρετικές σπουδές και ακατάβλητη
αποφασιστικότητα, ο Σκωτσέζος περιηγητής, σε πολύ νεαρή ηλικία,
επιχείρησε ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο, αψηφώντας τους υπαρκτούς
κινδύνους και πετυχαίνοντας το στόχο του. Να διασώσει, δηλαδή, στην
παγκόσμια ιστορική μνήμη, τα απομεινάρια του χριστιανικού κόσμου εκεί
που υπήρξε, ακριβώς, η κοιτίδα του. Ένα ταξίδι στην Αντιόχεια, στην
Έδεσσα, στο Τουρ Αμπντίν, στο Χαλέπι, στη Δαμασκό, στη Βηρυτό, στην
Ιερουσαλήμ, στην Αλεξάνδρεια, στην έρημο της Άνω Αιγύπτου. Στους τόπους
που γεννήθηκε και άνθισε ο μοναχισμός κι ο ασκητισμός, εκεί που
συναντήθηκε η ανατολή με το ελληνικό πνεύμα. Ένα βιβλίο που θα έπρεπε να
διαβάσουν, σήμερα, όσοι στη Δύση προχωρούν σε μια ακόμη αφροσύνη,
απειλώντας να δώσουν, ταυτόχρονα, τη χαριστική βολή στη χριστιανική
παρουσία δύο χιλιάδων ετών. Και, πρωτίστως, να (ξανα)διαβάσουν οι
Έλληνες. Όχι, όμως, ως νοσταλγικό αφήγημα ενός προικισμένου περιηγητή.
Αλλά ως αφυπνιστική πρόκληση προς έναν λαό που, πνευματικά ναρκωμένος,
δεν αντιλαμβάνεται τις ευθύνες του απέναντι στην πολιτισμική του
κληρονομιά.
Ο Νταλρίμπλ ξεκίνησε από το Άγιο Όρος με οδηγό το «Λειμωνάριο», που
συνέγραψε ο μοναχός Ιωάννης Μόσχος, με τη συνοδεία του Σοφρωνίου του
σοφιστή, μετέπειτα πατριάρχη Ιεροσολύμων, και στο οποίο περιγράφει όσα
είδε και έζησε κατά την περιήγησή του, που πραγματοποίησε μετά το 587.
Σκοπός τους ήταν «να συλλέξουν τη σοφία των πατέρων της ερήμου –των
σοφών και των μυστών της Ανατολής- πριν καταρρεύσει και χαθεί ο
εύθραυστος κόσμος τους» (σελ. 26), όταν ακόμη «η Ανατολική Μεσόγειος
εξακολουθούσε να είναι το πλουσιότερο, πολυπληθέστερο και πιο
πολιτισμένο κομμάτι της Μεσογείου» (σελ. 33)
Το «Λειμωνάριο» ακολούθησε κι ο σύγχρονος περιηγητής και κατέγραψε
ό,τι συνάντησε. Επιδίωξε δε, όσα αντίκρισε, να τα κατανοήσει με μια
εσωτερική θέαση, εγγύτερα στο βυζαντινό άνθρωπο, κι όχι από τη σκοπιά
του σύγχρονου δυτικού. Όπως γράφει με αφορμή το χώρο, κοντά στην
Αντιόχεια, που ο Συμεών ο στυλίτης ασκήθηκε στην απόλυτη εγκράτεια:
«Μπροστά στη βάση ενός στύλου συνειδητοποιείς ότι, εκείνο που είχε
συγκινήσει τόσο βαθιά τις γενιές του παρελθόντος, σήμερα μπορείς ίσως να
το κρυφοκοιτάξεις μόνο με τα μάτια της πίστης, ενώ την ίδια στιγμή,
ιδωμένο μέσα από το αδυσώπητο και στρεβλωτικό μικροσκόπιο του
σκεπτικιστικού δυτικού ορθολογισμού, παραμένει κάτι ανεξήγητο και
γελοίο» (σελ. 90). Η αλήθεια είναι ότι τελικά συνυπάρχουν κι οι δύο
προσεγγίσεις. Προς ικανοποίησιν, ίσως, και του δυτικού αναγνώστη, ο
οποίος συνεχίζει να έλκεται από ανεκδοτολογικές αφηγήσεις για την
Ανατολή.
Σημαντική είναι, όμως, και η συμβολή του βιβλίου στην καταγραφή και
αποτύπωση της κατάστασης του χριστιανικού πληθυσμού, που ακόμη επιβίωνε
τη δεκαετία του 1990 στις περιοχές που επισκέφθηκε. Κατάσταση που
περιγράφεται με μελανά χρώματα, για έναν ολόκληρο κόσμο που χάνεται,
έχοντας συνείδηση της επικείμενης απώλειάς του, αλλά που εντούτοις
επιμένει, σε πείσμα όλων των δυνάμεων που επιδιώκουν την εξόντωσή του.
Διότι οι άλλοτε ακμαίες χριστιανικές κοινότητες είτε βρίσκονταν υπό
διωγμόν, ανοιχτό όπως στην Τουρκία ή κεκαλυμμένο όπως στο Ισραήλ και
στην Αίγυπτο, είτε σε παρακμή, με ραγδαίους ρυθμούς μετανάστευσης.
Εκκινώντας από τη νότια, σήμερα, Τουρκία, ο Νταλρίμπλ διεπίστωσε με
τι ταχύτητα και τι δόλια μεθοδικότητα εξαφανίζονται οι μαρτυρίες της
χριστιανικής παρουσίας στη χώρα. Ναοί –αρμενικοί, ελληνικοί,
συρορθόδοξοι– μετατρέπονται σε μουσουλμανικά τεμένη ή αφήνονται να
καταλήξουν σε σωρούς ερειπίων. Η βάναυση επίθεση στην ιστορική μνήμη
έρχεται να ολοκληρώσει την εξόντωση και εκδίωξη των χριστιανών, μετά τις
γενοκτονίες των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Χωρίς αναστολές, το
τουρκικό κράτος εξαφανίζει ακόμη και τις πλάκες από τα νεκροταφεία με τα
χριστιανικά, ιδιαίτερα αρμενικά, ονόματα. Ο συγγραφέας, βέβαια, δίνει
μια εξιδανικευμένη εικόνα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, επαναλαμβάνοντας
τα κλισέ για τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα. Πάντως, επιλέγει να το
χρησιμοποιήσει ώστε να ενταθεί η αντίθεση με τη γενοκτονική πολιτική της
κεμαλικής Τουρκίας.
Στην άλλοτε φημισμένη Αντιόχεια (Αντάκια), εκεί που πρωτοπήραν το
όνομά τους οι χριστιανοί, σήμερα τίποτε δεν θυμίζει την τρίτη μεγαλύτερη
πόλη του Βυζαντίου και για ένα σύντομο διάστημα πρωτεύουσα του
Ιουλιανού του Παραβάτη. Εκεί που αγόρευε ο Λιβάνιος, στην πόλη του
Ιωάννη του Χρυσοστόμου και του Θεοδώρου Μοψουεστίας, εκεί που ο Θεόδωρος
ο Ταρσεύς μελέτησε τις Γραφές «που αργότερα ερμήνευσε στους
Αγγλοσάξονες, όταν εξελέγη έβδομος αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι» (σελ.
82), ή που έζησε ο Άγιος Συμεών ο Στυλίτης, «μια χούφτα χριστιανοί που
έχουν απομείνει στην Αντιόχεια έχουν σοβαρότερα προβλήματα απ’ τα
ερείπια ενός ξεχασμένου ερημίτη» (σελ. 87). Διακόσιες οικογένειες
χριστιανών έχουν απομείνει, καθώς χιλιάδες άλλοι μετανάστευσαν εξ
ανάγκης στη Συρία ή στη Δύση. «όπως συνέβη και με τους Έλληνες της
Κωνσταντινούπολης, οι μόνοι που είχαν μείνει ήταν οι πιο φτωχοί κι οι
πιο ηλικιωμένοι» (σ. 92).
Η ίδια εικόνα και στην Έδεσσα (Ούρφα), όπου βρισκόταν ένα από τα
σπουδαιότερα πανεπιστήμια του Βυζαντίου και οι αίθουσες διδασκαλίας ήταν
τόπος γόνιμης ανταλλαγής ιδεών (σ. 98).
Συνεχίζοντας το ταξίδι του, ο Νταλρίμπλ εισέρχεται στην περιοχή των
Κούρδων, σε περίοδο έξαρσης του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα που
διεξάγει το ΡΚΚ εναντίον του τουρκικού κράτους και των συνεργατών του.
Και γι’ αυτό η πορεία του στα βουνά ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη, με την
κρατική ασφάλεια και το στρατό να τον ακολουθούν κατά πόδας. Και παντού,
όπου είχαν απομείνει χριστιανοί, το ίδιο κλίμα φόβου και τρομοκρατίας.
Έως και πριν έναν αιώνα εκεί ήκμαζε το θρησκευτικό κέντρο των
συρορθόδοξων. Στα τέλη του 19ου αιώνα, σε αυτά τα μέρη διαβιούσαν ακόμη
διακόσιες χιλιάδες συρορθόδοξοι. Το πατριαρχείο τους βρισκόταν στο Ντερ
ελ-Ζαφεράν, στην περιοχή Τουρ Αμπντίν, όπου σε «τριακόσια μοναστήρια
συνέχιζε να τελείται η παλιά λειτουργία της Αντιόχειας σε αραμαϊκή
γλώσσα» (σ. 131). Μετά τους βίαιους εκτοπισμούς του πληθυσμού, ο Κεμάλ
εκδίωξε, το 1924, και το συρορθόδοξο Πατριάρχη, ο οποίος κατέφυγε στη
Δαμασκό. Το 1978, το τουρκικό κράτος έκλεισε το αραμαϊκό σχολείο της
μονής, δίνοντας το τελειωτικό κτύπημα. Όταν γραφόταν το βιβλίο, στα μέσα
της δεκαετίας του 1990, δεν είχαν απομείνει ούτε εννιακόσιοι
συρορθόδοξοι και δεκαπέντε μοναχοί και μοναχές στις πέντε σωζόμενες
μονές! Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και οι ελληνορθόδοξοι Σύριοι, όπως
πληροφορείται ο συγγραφέας κατά την επίσκεψή του στη περίφημη μονή του
Μαρ Γκάμπριελ, κτισμένη το 512 από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο. Χαμένα
σχεδόν τα ίχνη του λαμπρού της παρελθόντος και στη Νίσιβι (Νισιμπίν).
Μια πόλη που στάθηκε άλλοτε πνευματικό κέντρο των Περσών χριστιανών και
της νεστοριανής εκκλησίας, και με ένα λαμπρό πανεπιστήμιο, απ’ όπου «τα
έργα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα ταξίδεψαν στην Κόρδοβα των
Μαυριτανών, για να φτάσουν κάποτε στα νεότευκτα πανεπιστήμια της
Μεσαιωνικής Ευρώπης» (σελ. 193). Σήμερα, δεκάδες χιλιάδες νεστοριανοί
έχουν εγκαταλείψει το Ιράκ, όπου σχεδόν δεν υπάρχει πλέον χριστιανικός
πληθυσμός, προς δόξαν και πάλι της «ευφυούς» στρατηγικής της
χριστιανικής Δύσης. Όσοι δεν κατέφυγαν στην Ευρώπη και στην Αμερική,
παρέμειναν στη Συρία.
Η Συρία, που όπως καταγράφεται στο οδοιπορικό του Νταλρίμπλ
(Χαλέπι, Κύρρος, Σερζίλα, Χομς –Έμεσα, πατρίδα του Ρωμανού του μελωδού-,
μονή Σεϊντάια με εκκλησίασμα σχεδόν αποκλειστικά μουσουλμάνους,
Δαμασκός) παρά την αυταρχικότητα του καθεστώτος (τότε) του Χαβέζ αλ
Άσαντ, η ανοχή στις διάφορες θρησκευτικές κοινότητες ήταν η μεγαλύτερη
σε όλη την Εγγύς Ανατολή –μαζί με αυτή του Λιβάνου. Όπως είπε ο, τότε,
συρορθόδοξος μητροπολίτης Χαλεπίου Γκρεγκόριο, «αν δεν υπήρχε η Συρία,
θα ’μασταν τελειωμένοι. Πραγματικά. Είναι ένα άσυλο, ένα καταφύγιο για
όλους τους χριστιανούς. για τους νεστοριανούς και τους Χαλδαίους, που
εκδιώχθηκαν απ’ το Ιράκ, τους συρορθόδοξους και τους Αρμένιους, που
εκδιώχθηκαν απ’ την Τουρκία, ακόμη και για μερικούς Παλαιστίνιους
χριστιανούς που έφτασαν απ’ τους Αγίους Τόπους, διωγμένοι από τους
Ισραηλινούς» (σελ. 211). Πράγματι, οι χριστιανοί έπαιξαν πρωταγωνιστικό
ρόλο τόσο στον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας όσο και στη συγκρότηση
ενός κοσμικού κράτους. Αναφέρουμε, για παράδειγμα, τον Μισέλ Άφλακ,
ιδρυτικό στέλεχος του Μπάαθ, ή τον Φάρις αλ-Χούρι, που διετέλεσε
πρωθυπουργός. Και η συνεργασία τους με τους αλεβίτες –τους οποίους οι
ακραίοι σουνίτες αποκαλούν υποτιμητικά νουσαϊρίτες, δηλαδή μικρούς
χριστιανούς– που ανήκει η οικογένεια Άσαντ, έχει βαθιές ρίζες. Όπως θα
το διατυπώσει ο καθηγητής Σαλίμπι, στη Βηρυτό, «οι Άραβες χριστιανοί
είναι που κάνουν τον αραβικό κόσμο ‘‘αραβικό’’ αντί για
‘‘μουσουλμανικό’’. […] Το γεγονός ότι, οι περισσότεροι από τους
θεμελιωτές του κοσμικού αραβικού εθνικισμού ήταν χριστιανοί, δεν είναι
μια απλή σύμπτωση». Τι επιδιώκουν, λοιπόν, σήμερα, όσοι συντάσσονται με
τα παρακλάδια της Αλ-Κάιντα, τα μεσαιωνικά εμιράτα και την Τουρκία,
εξυπηρετώντας(;) τις επιδιώξεις του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή; Έχουν έστω
και κατ’ ελάχιστον αναλογιστεί το ζοφερό τοπίο που θα ξεφυτρώσει από τις
φλόγες των βομβών τους; Συνιστά τραγική ειρωνεία, το δίχως άλλο, ο
ρόλος που αναλαμβάνουν οι σύγχρονοι απόγονοι των σταυροφόρων…
Το οδοιπορικό του ταξιδιού «στη σκιά του Βυζαντίου» συνεχίζεται,
μετά τη Συρία, στον Λίβανο. Εκεί, όπου η κυριότερη χριστιανική
κοινότητα, οι μαρωνίτες, έχουν την κύρια ευθύνη για τον πολυετή εμφύλιο,
που σπαράσσει το πολύπαθο αυτό κράτος. Απόγονοι των οπαδών του
μονοθελητισμού, που υποστήριξε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος για να
συμφιλιώσει ορθόδοξους και μονοφυσίτες και να ενώσει τη διχασμένη
αυτοκρατορία, τελικά οδηγήθηκαν στην απομόνωση. Αιώνες αργότερα, ήλθαν
σε επαφή με τους σταυροφόρους και συνδέθηκαν με τη Δύση. Τελικώς, το
1920, η Γαλλία δημιουργεί το κράτος του Μεγάλου Λιβάνου, ακριβώς γι’
αυτήν τη θρησκευτική μειονότητα. Η δράση όμως των οργανώσεων των
μαρωνιτών εναντίον των υπόλοιπων κατοίκων του Λιβάνου, αλλά ιδιαίτερα
εναντίον των Παλαιστινίων προσφύγων, μουσουλμάνων και χριστιανών, μετά
τις διώξεις του Ισραήλ, ήταν απάνθρωπη. Οι σφαγές στα στρατόπεδα Σάμπρα
και Σατίλα από τους φαλαγγίτες μαρωνίτες, υπό την καθοδήγηση των
Ισραηλινών, καταγράφεται ως ένα από τα επαχθέστερα εγκλήματα. Κι όμως,
μέσα από τους κόλπους των μαρωνιτών είχε εμφανιστεί ένα από τα πιο
ευαίσθητα πνεύματα της Μέσης Ανατολής, ο «μυστικός» ποιητής Χαλίλ
Γκιμπράν…
Τα όσα είδε, έκαναν τον Νταλρίμπλ να προσευχηθεί επάνω στο τάφο του
Ιωάννη Μόσχου, στη μονή του Αγίου Θεοδοσίου, κοντά στη Βηθλεέμ, και για
«τους τρομαγμένους Σύρους χριστιανούς του Μαρ Γκάμπριελ, τους Αρμένιους
στο Χαλέπι και τους Παλαιστίνιους χριστιανούς στο στρατόπεδο Μαρ Ελιάς»
του Λιβάνου (σελ. 400).
Και στο Ισραήλ, η εικόνα για το χριστιανικό πληθυσμό αποτυπώθηκε ως
απελπιστική. Οι Παλαιστίνιοι χριστιανοί απέμειναν, τη δεκαετία του
1990, μόλις 170 χιλιάδες, ενώ οι πρόσφυγες ξεπερνούσαν τις 400 χιλιάδες!
Στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, ενώ το 1922 ο πληθυσμός της ήταν σε
ποσοστό πενήντα δύο τοις εκατό χριστιανικός, έφθασαν να αποτελούν κάτι
λιγότερο από το δυόμισι τοις εκατό. Το ισραηλινό κράτος μεροληπτεί
απροκάλυπτα εις βάρος του χριστιανικού στοιχείου και των χριστιανικών
μνημείων, ενώ φανατικοί Εβραίοι χαρεντίμ, όπως και ακραίοι μουσουλμάνοι,
καταστρέφουν χριστιανικά ιερά και βιαιοπραγούν εναντίον των χριστιανών.
Όπως, λοιπόν, συμπεραίνει ο Νταλρίμπλ, υπάρχει ο κίνδυνος, «χωρίς τον
ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό, τα σημαντικότερα προσκυνήματα του
χριστιανικού κόσμου να μετατραπούν σε απλά μουσειακά κομμάτια, που θα
συντηρούνται μόνο για να ικανοποιούν την περιέργεια των τουριστών» (σελ.
441).
Το ταξίδι ολοκληρώνεται, όπως και αυτό του Ιωάννη Μόσχου πριν από
περίπου 1400 χρόνια, στην Αίγυπτο: Στην Αλεξάνδρεια, στη Μονή του Αγίου
Αντωνίου, του ιδρυτή του χριστιανικού μοναχισμού, στην Όαση της Χάργκα,
στην κοπτική νεκρόπολη της Μπαγκαουάτ. Κι εδώ, η άνοδος του ακραίου
Ισλάμ, ιδιαίτερα στην Άνω Αίγυπτο, εκδηλωνόταν με την ενίσχυση της
Γκαμάα αλ-Ισλαμίγια και τις επιθέσεις της τελευταίας εναντίον των σε
απόγνωση κοπτών. Είναι συγκλονιστική η στάση των κοπτών ιερωμένων και
κατοίκων, που αποφεύγουν να μιλήσουν, από φόβο για τις εναντίον τους
δολοφονικές επιθέσεις και τις ανατινάξεις των ναών τους. Όπως είπε ο
γερο-κόπτης, στο προάστιο Έιν Σαμς του Καΐρου, εκεί όπου πρόσφατα όχλος
ακραίων ισλαμιστών είχε επιτεθεί εναντίον της κοπτικής εκκλησίας,
σκοτώνοντας και τραυματίζοντας άγνωστο αριθμό πιστών: «Δεν θα μας κάνει
καλό ν’ αρχίσουμε να διαλαλούμε τα προβλήματά μας. Οι χριστιανοί της
Ευρώπης δεν πρόκειται να βοηθήσουν. Κανείς δεν πρόκειται να μας
βοηθήσει. Γι’ αυτό καθόμαστε ήσυχοι. Δεν έχουμε άλλη επιλογή∙ πρέπει να
προσπαθήσουμε να συνυπάρξουμε» (σελ. 603).
Τα γεγονότα στην Αίγυπτο, τα δύο τελευταία χρόνια, αποδεικνύουν το
μέγεθος της νοσηρής ατμόσφαιρας που είχε για χρόνια καλλιεργηθεί και
που τόσο παραστατικά κατέγραψε ο Νταλρίμπλ. Αποδεικνύουν επίσης την
ολότελα λανθασμένη πολιτική της Δύσης, η οποία φέρει τεράστιες ευθύνες
για την τραγική εικόνα της Εγγύς Ανατολής, το μαρτύριο του χριστιανικού
στοιχείου, την ενδυνάμωση των ακραίων στοιχείων. Και, δυστυχώς, αυτά που
συμβαίνουν στη Συρία και για τη Συρία, δεν μπορούν παρά να μας γεμίζουν
απαισιοδοξία για το αύριο…
Δημοσιεύθηκε στο περιδικό “Άρδην” τεύχος 94, Οκτώβριος 2013